Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Οι απόψεις του Μαξ Βέμπερ
Όπως υποσχεθήκαμε στο δεύτερο μέρος, θα σταθούμε –όχι άκριτα- στις ενδιαφέρουσες απόψεις του Μαξ Βέμπερ για να επιστρέψουμε προς το τέλος αυτού του τρίτου και τελευταίου μέρους στον Φρίντριχ Ένγκελς.
Ο Γερμανός φιλόσοφος-κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ (1864–1920) μελέτησε στο εμβληματικό του πόνημα Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού (Εκδόσεις «Γκούτενμπεργκ», 1984, μετάφραση: Μιχ. Γ. Κυπραίος, πρόλογος-Θεώρηση-Επιμέλεια: Βασίλης Φίλιας) τη σχέση του προτεσταντισμού της πουριτανικής αντίληψης με τον ανερχόμενο καπιταλισμό από την ηθική και πνευματική πλευρά. Μετά από μια εξαιρετικά περιεκτική εισαγωγή πραγματεύεται στο πρώτο μέρος τη θρησκευτική πίστη σε σχέση με τα κοινωνικά στρώματα, το «πνεύμα» του καπιταλισμού και την έννοια του επαγγέλματος, όπως τα συναντάμε στο Λούθηρο. Στο δεύτερο μέρος αναλύεται η επαγγελματική ηθική του ασκητικού προτεσταντισμού και ποιές είναι οι θρησκευτικές βάσεις του εγκόσμιου ασκητισμού, καθώς και ο ασκητισμός σε σχέση με το πνεύμα του καπιταλισμού. Μεγάλη σημασία δίδεται στην εργασία και την κουλτούρα της εργασίας, την ηθική της εργασίας, όπως καλλιεργήθηκε στον καπιταλισμό προς όφελος –βεβαίως – του καπιταλισμού. Στον πρόλογο της μελέτης αυτής του Μαξ Βέμπερ, ο Βασίλης Φίλιας θα πει χαρακτηριστικά:
«Κάτω από ποιούς πραγματικούς και ιδεολογικούς όρους πραγματοποιήθηκε αυτή η ασύλληπτη αυτοπειθάρχηση του ανθρώπου, που συνδέεται με την πρωτογενή κεφαλαιακή συσσώρευση; […] Σε τελευταία ανάλυση, το σύνολο του έργου του Μαξ Βέμπερ περιστρέφεται γύρω από αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα” (σελ. 7 του Προλόγου).
Η αλλαγή ηθικής: ανάγκη εποχής
Η απάντηση είναι εύλογη, θα λέγαμε, αφού ακριβώς για να επιβάλει καλύτερα τα καινούργια οικονομικά δεδομένα, ο καπιταλισμός χρειαζόταν άλλες νοοτροπίες, άλλες ηθικές. Τα «πνεύματα» και τα «φαινόμενα» έχουν πάντα τις υλικές προϋποθέσεις τους. Οι εκάστοτε κυρίαρχοι στην ιστορία πλάθουν μια καινούργια ηθική που τους επιτρέπει να «κάνουν τη δουλειά τους». Επομένως, «η ασύλληπτη αυτοπειθάρχηση του ανθρώπου που συνδέεται με την πρωτογενή κεφαλαιακή συσσώρευση» ήταν αναγκαία συνέπεια, αλλά και προϋπόθεση για τη δυναμική πρωτογενή συσσώρευση κεφαλαίου και αυτά τα χαρακτηριστικά ο Καθολικισμός δεν τα είχε καλλιεργήσει, διότι στις μεσαιωνικές φεουδαρχικές σχέσεις χρειαζόταν η θρησκεία να καλλιεργήσει μια άλλη ηθική, μια άλλη νοοτροπία που ταίριαζε με τις φεουδαρχικές σχέσεις. Η καθολική εκκλησία, υπερασπιστής και εκφραστής κατ’ εξοχήν του φεουδαρχισμού, είχε προβάλει λυσσαλέες αντιστάσεις με τα χειρότερα μέσα μάλιστα, όπως η Ιερά Εξέταση, στην ιστορική εξέλιξη προκειμένου να μη χάσει τη θέση της στην εξουσία . Η Γαλλική Αστική Επανάσταση (1789) ήταν ιδιαίτερα αιματηρή –συγκρίνοντάς την με τις αστικές επαναστάσεις στην Ολλανδία και την Αγγλία πολύ νωρίτερα, όπως είδαμε στο δεύτερο μέρος – διότι είχε αργήσει ιστορικά (για λόγους που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ) και οι αντιθέσεις στη γαλλική κοινωνία ανάμεσα στις παλαιές φεουδαρχικές σχέσεις και τη μπουρζουαζία είχαν φτάσει στο έπακρο. Η σφαγές και οι διώξεις των προτεσταντών (δείτε το δεύτερο μέρος) άνοιξαν το δρόμο για τις αθεϊστικές τάσεις στη χώρα αυτή εκείνη την εποχή και μάλιστα να γίνει ένα από τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης (Dieu est mort= Ο Θεός έχει πεθάνει).
Θρησκευτικός ασκητισμός και εθνικός χαρακτήρας
Έχει σημασία λοιπόν να δούμε ποιές, κατά τον Βέμπερ, ηθικές καλλιέργησε ο καπιταλισμός από την εποχή της ανόδου του για να κάνει μέσα από την καινούργια θρησκεία τα λαϊκά στρώματα να δουλεύουν «για πάρτι του» και να δώσει στην αστική τάξη δικαιολογίες από την Αγία Γραφή για την μεγάλη επέκταση στα πέρατα της γης συνοδευόμενη από την υποδούλωση ολόκληρων λαών. Ο Μαξ Βέμπερ μιλώντας για την αλλαγή του χαρακτήρα του ασκητισμού από το φεουδαρχικό μεσαίωνα προς τον ανερχόμενο καπιταλισμό έχει τη γνώμη ότι:
«Ο χριστιανικός ασκητισμός, στην αρχή καταφεύγοντας στη μοναξιά και εγκαταλείποντας τα εγκόσμια, κυριάρχησε με την εκκλησία πάνω στον κόσμο, που είχε απαρνηθεί στα μοναστήρια. Αλλά, συνολικά, άφησε άθικτο στον κόσμο το φυσικό, αυθόρμητο χαρακτήρα της καθημερινής ζωής. Τώρα όμως ο ασκητισμός μπήκε μέσα στην αγορά της ζωής, έκλεισε τις πόρτες του μοναστηρίου πίσω του και καταπιάστηκε να εισχωρήσει ακριβώς στην εγκόσμια καθημερινή ζωή με τη μεθοδικότητά του, για να τη μεταμορφώσει ορθολογικά…» (σελ. 134).
«Για να κατανοήσουμε τη συνάφεια μεταξύ των θεμελιακών θρησκευτικών ιδεών του ασκητικού προτεσταντισμού και των αξιωμάτων του για την καθημερινή οικονομική συμπεριφορά είναι αναγκαίο να εξετάσουμε με ιδιαίτερη προσοχή προπάντων τέτοια θεολογικά βιβλία, σαν εκείνα που πηγάζουν από την κληρική πρακτική. Γιατί σε μια εποχή που το υπερπέραν ήταν το παν, όταν η κοινωνική θέση του χριστιανού εξαρτιόταν από την εισδοχή του στη Μετάληψη, την επίδραση του κλήρου με την ιεροσύνη του, την εκκλησιαστική πειθαρχία και το κήρυγμα, ασκήθηκε μια επίδραση – όπως δείχνει μια ματιά στις συλλογές των consilia casus conscientiae (συμβουλές σε καταστάσεις της συνείδησης) κλπ – που εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν είμαστε διόλου ικανοί να αναπαραστήσουμε. Σε μια τέτοια εποχή οι θρησκευτικές δυνάμεις, που εκφράζονται με τέτοια μέσα, ασκούν αποφασιστικές επιδράσεις για τη διαμόρφωση του ‘εθνικού χαρακτήρα’ (σελ. 135).
Η απόκτηση κέρδους επιβάλλεται από τον…θεό
Ο προτεσταντισμός δικαιολογεί την απόκτηση πλούτου καλλιεργώντας την ηθική της εργασίας, της αποταμίευσης δίπλα στην ασκητική ζωή. Χαρακτηριστικά που ο καπιταλισμός είχε ανάγκη στην εποχή της πρωταρχικής του συσσώρευσης κεφαλαίου και μάλιστα σε μια εποχή που η θρησκεία ήταν μια βαριά, αναπόφευκτη κληρονομιά από το μεσαιωνικό παρελθόν και δεν θα μπορούσαν τα λαϊκά στρώματα να ζουν χωρίς αυτήν. Βέβαια, η παρότρυνση του απόστολου Παύλου «ο μη εργαζόμενος μηδ’ εσθιέτω» ερμηνεύτηκε διαφορετικά στον Καθολικισμό και τον προτεσταντισμό, ιδιαίτερα τον πουριτανικό όπου η εργασία έφτασε να θεωρείται καθαυτή σκοπός της ζωής γενικά, ενώ πριν θεωρούνταν αναγκαία μόνο για τη διατήρηση του ατόμου και της κοινότητας. Γράφει ο Βέμπερ:
«Αλλά στην πουριτανική αντίληψη ο χαρακτήρας της θείας πρόνοιας στην αλληλεπίδραση των ιδιωτικοοικονομικών συμφερόντων παίρνει μια κάπως διαφορετική απόχρωση. Ακριβώς, με το πουριτανικό σχήμα πραγματικής ερμηνείας, ποιός είναι ο σκοπός της θείας πρόνοιας με τον καταμερισμό της εργασίας, γίνεται γνωστό από τους καρπούς του. […] Η εξειδίκευση των επαγγελμάτων, επειδή κάνει δυνατή την απόκτηση δεξιοτεχνίας από τον εργάτη, οδηγεί σε μια ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της παραγωγής κι έτσι εξυπηρετείται το γενικό καλό, που ταυτίζεται με το καλό των περισσοτέρων» (σελ. 140).
Εδώ δεν υπάρχει στο οπτικό πεδίο η άγρια εκμετάλλευση που συνόδευε από τη γέννησή του τον καπιταλισμό για να αποκτήσει κέρδη. Ωστόσο, η λογική της φράσης «κι έτσι εξυπηρετείται το γενικό καλό» χρησιμοποιείται κατά κόρον και σήμερα, όταν ακούμε π.χ. «για να είσαι καλά εσύ πρέπει η επιχείρηση που δουλεύεις να είναι καλά». Η αντίληψη έχει μια ιστορική διαδρομή που οι ρίζες της βρίσκονται στην πουριτανική προτεσταντική αντίληψη περί εργασίας και έχει εξαπλωθεί, μαζί με τον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία στα πέρατα της γης και σε κοινωνίες με εντελώς άλλο κοινωνικό-οικονομικό-θρησκευτικό υπόβαθρο. Ο Βέμπερ αναφέρει σαν τρίτο κριτήριο αυτό που θα έπρεπε να είναι το πρώτο, αλλά ωστόσο το χαρακτηρίζει «πρακτικά πιο σπουδαίο». Το κριτήριο αυτό λοιπόν βρίσκεται:
«… στην ιδιωτικοοικονομική δυνατότητα κέρδους. Γιατί αν ο θεός, που το χέρι του ο πουριτανός το βλέπει σε όλα τα περιστατικά της ζωής, δείχνει σε έναν από τους εκλεκτούς του μια δυνατότητα κέρδους, πρέπει να το κάνει με ένα σκοπό. Άρα ο πιστός χριστιανός πρέπει να ακολουθεί την κλήση αυτή και να επωφελείται από την ευκαιρία. Αν ο θεός σας δείχνει ένα δρόμο τον οποίο μπορείτε να πάρετε νόμιμα, χωρίς ζημιά για την ψυχή σας, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μπορείτε να κερδίσετε περισσότερα, αν το αρνηθείτε και εκλέξετε το λιγότερο επικερδή δρόμο, τότε διασταυρώνετε έναν από τους σκοπούς της κλήσης σας και αρνείσθε να είστε υπηρέτης του θεού, και να δεχθείτε τα δώρα του και να τα χρησιμοποιήσετε γι’ Αυτόν, όταν το ζητήσει: μπορείτε να εργάζεσθε για να είστε πλούσιοι για το θεό, όχι βέβαια για σκοπούς της σάρκας και της αμαρτίας. Έτσι ο πλούτος είναι ηθικά κακός μόνο, εφόσον είναι ένας πειρασμός για αργία και αμαρτωλή απόλαυση της ζωής και η απόκτησή του είναι κακό μόνο για όποιον σκοπεύει να ζήσει αργότερα αμέριμνα και εύθυμα. Αλλά, σαν εκτέλεση του χρέους σε ένα επάγγελμα, δεν είναι μόνο ηθικά επιτρεπτό, αλλά και πραγματικά επιβεβλημένο. Η παραβολή του υπηρέτη που τον αρνήθηκαν, γιατί δεν αύξησε με κάθε μέσο το βαλάντιο που του εμπιστεύθηκαν, φαίνεται να λέει άμεσα το ίδιο. Το να θέλουμε να είμαστε φτωχοί , όπως συχνά υποστηρίχθηκε , είναι το ίδιο να θέλουμε να είμαστε άρρωστοι, θα ήταν απαράδεκτο από την άποψη του δοξασμού των έργων του και μειωτικό γενικά της δόξας του θεού. Ιδιαίτερα η επαιτεία του ικανού να εργασθεί δε συνιστά μόνο την αμαρτία της νωθρότητας, αλλά και μια παράβαση του χρέους της αδελφικής αγάπης σύμφωνα με τη ρήση του Αποστόλου» (σελ. 142).
Στο ίδιο κεφάλαιο Η επαγγελματική ηθική του ασκητικού προτεσταντισμού ο Βέμπερ αναλύει τις κατηγορίες του προτεσταντισμού, όπως ο καλβινισμός, ο πιετισμός, ο μεθοδισμός και οι βαπτιστικές αιρέσεις.
Προλεταριάτο και ασκητισμός κατά Ένγκελς
Οι έννοιες «ασκητισμός» και «πουριτανισμός» είναι στενά δεμένες μεταξύ τους σ’ ό, τι αφορά τη στάση ζωής μέσα στα πλαίσια του προτεσταντισμού. Παραπάνω είδαμε την έννοια αυτή στο βιβλίο του Μαξ Βέμπερ. O Φρ. Ένγκελς έγραψε γύρω στα 1850 το Ο πόλεμος των χωρικών. Στον πρόλογο του Θανάση Παπαρήγα διαβάζουμε ότι όταν ο Ένγκελς γράφει την εργασία αυτή: «…είναι ήδη 30 ετών. Πίσω του έχει την πρώτη του σοβαρή πολιτική δοκιμασία, την Επανάσταση του 1848, που κατέληξε σε ήττα. Όπως ο ίδιος λέει, το έργο γράφτηκε κάτω από την ακόμη άμεση εντύπωση της αντεπανάστασης που μόλις είχε ολοκληρωθεί’ (σελ. 7). Και σ’ αυτή την εργασία ο Ένγκελς ασχολείται με τον προτεσταντισμό, τους προδρόμους του, τον ασκητισμό και τι ρόλο έπαιξε στις εξεγέρσεις των Χωρικών στον 15ο και τον 16ο αιώνα στη Γερμανία. Στο κεφάλαιο Πρόδρομοι του μεγάλου πολέμου των χωρικών μεταξύ 1476 και 1517 ο Ένγκελς μιλάει για την πρώτη αγροτική συνωμοσία που εμφανίστηκε το 1476 και πώς η επισκοπή του Βίρτσμπουργκ –ήδη εξαθλιωμένη από φόρους, πολέμους, φωτιά, σκοτωμούς κλπ- λεηλατούνταν συνέχεια από επισκόπους, παππάδες και αριστοκρατία. Εκεί εμφανίστηκε ένας νεαρός βοσκός και οργανοπαίχτης αυτοπαρουσιαζόμενος ως προφήτης διηγούμενος ότι του παρουσιάστηκε η Παρθένος Μαρία που του είχε διατάξει να κάψει το μουσικό του όργανο, να σταματήσει το χορό και όποιες άλλες απολαύσεις και να καλεί το λαό σε μετάνοια. Γράφει ο Ένγκελς:
«Εδώ βρίσκουμε κιόλας, στον πρώτο πρόδρομο του κινήματος, εκείνον τον ασκητισμό τον οποίο συναντάμε σε όλες τις μεσαιωνικές εξεγέρσεις με θρησκευτική απόχρωση και στη νεότερη εποχή στις αρχές κάθε προλεταριακού κινήματος. Αυτή η ασκητική αυστηρότητα των ηθών, αυτή η απαίτηση εγκατάλειψης όλων των απολαύσεων και των διασκεδάσεων της ζωής αντιπαραθέτει από τη μία μεριά στις κυρίαρχες τάξεις την αρχή της σπαρτιάτικης ισότητας και, από την άλλη, αποτελεί αναγκαίο μεταβατικό στάδιο, χωρίς το οποίο το κατώτερο στρώμα της κοινωνίας ποτέ δεν μπορεί να μπει σε κίνηση. Για να αναπτύξει την επαναστατική του ενέργεια, για να συνειδητοποιήσει και το ίδιο την εχθρική του στάση απέναντι σε όλα τα άλλα στοιχεία της κοινωνίας, για να συσπειρωθεί σαν τάξη, πρέπει να αρχίσει απομακρύνοντας όλα εκείνα που θα μπορούσαν να το συμφιλιώνουν ακόμη με την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση, πρέπει να απαρνηθεί τις λίγες χαρές που θα μπορούσαν να κάνουν την άθλια ζωή του έστω και για μια στιγμή υποφερτή και τις οποίες ακόμη και η σκληρότερη καταπίεση δεν θα μπορούσε να του αποσπάσει. Αυτός ο πληβειακός και προλεταριακός ασκητισμός διαφέρει, τελείως, τόσο από την άποψη της άγριας φανατικής μορφής του όσο και από την άποψη του περιεχομένου του, από τον αστικό ασκητισμό, όπως τον κήρυχναν η αστική, λουθηρανική ηθική και οι άγγλοι πουριτανοί (…) και του οποίου όλο το μυστικό είναι η αστική (bürgerlich) φιλαργυρία. Εννοείται, άλλωστε, ότι αυτός ο πληβειακός προλεταριακός ασκητισμός χάνει τον επαναστατικό του χαρακτήρα στο βαθμό που από τη μια μεριά, η ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων αυξάνει σε τεράστιο βαθμό τα υλικά μέσα της ικανοποίησης, κάνοντας περιττή τη σπαρτιάτικη ισότητα, και, από την άλλη, η θέση του προλεταριάτου στην κοινωνία και, έτσι, το ίδιο το προλεταριάτο γίνεται όλο και πιο επαναστατικό. Τότε, εξαφανίζεται βαθμιαία από τις μάζες και, στα μέλη των αιρέσεων που εμμένουν σ’ αυτόν, καταλήγει άμεσα σε αστική φιλαργυρία, είτε σε μεγαλόστομη ηθικολογία, (…). Η μάζα του προλεταριάτου δε χρειάζεται τα κηρύγματα απάρνησης, πολύ περισσότερο αφού δεν έχει πια σχεδόν τίποτε που να μπορεί να απαρνηθεί» (σελ. 84/85).
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Α’ ΜΕΡΟΣ)
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Β’ ΜΕΡΟΣ)
_______________________________________________________________________________________________________
Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.