Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Γ’ και τελευταίο Μέρος)

 

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Οι απόψεις του Μαξ Βέμπερ

Όπως υπο­σχε­θή­κα­με στο δεύ­τε­ρο μέρος, θα στα­θού­με –όχι άκρι­τα- στις ενδια­φέ­ρου­σες από­ψεις του Μαξ Βέμπερ για να επι­στρέ­ψου­με προς το τέλος αυτού του τρί­του και τελευ­ταί­ου μέρους στον Φρί­ντριχ Ένγκελς. 

Ο Γερ­μα­νός φιλό­σο­φος-κοι­νω­νιο­λό­γος Μαξ Βέμπερ (1864–1920) μελέ­τη­σε στο εμβλη­μα­τι­κό του πόνη­μα Η προ­τε­στα­ντι­κή ηθι­κή και το πνεύ­μα του καπι­τα­λι­σμού (Εκδό­σεις «Γκού­τεν­μπεργκ», 1984, μετά­φρα­ση: Μιχ. Γ. Κυπραί­ος, πρό­λο­γος-Θεώ­ρη­ση-Επι­μέ­λεια: Βασί­λης Φίλιας) τη σχέ­ση του προ­τε­στα­ντι­σμού της που­ρι­τα­νι­κής αντί­λη­ψης με τον ανερ­χό­με­νο καπι­τα­λι­σμό από την ηθι­κή και πνευ­μα­τι­κή πλευ­ρά. Μετά από μια εξαι­ρε­τι­κά περιε­κτι­κή εισα­γω­γή πραγ­μα­τεύ­ε­ται στο πρώ­το μέρος τη θρη­σκευ­τι­κή πίστη σε σχέ­ση με τα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, το «πνεύ­μα» του καπι­τα­λι­σμού και την έννοια του επαγ­γέλ­μα­τος, όπως τα συνα­ντά­με στο Λού­θη­ρο. Στο δεύ­τε­ρο μέρος ανα­λύ­ε­ται η επαγ­γελ­μα­τι­κή ηθι­κή του ασκη­τι­κού προ­τε­στα­ντι­σμού και ποιές είναι οι θρη­σκευ­τι­κές βάσεις του εγκό­σμιου ασκη­τι­σμού, καθώς και ο ασκη­τι­σμός σε σχέ­ση με το πνεύ­μα του καπι­τα­λι­σμού. Μεγά­λη σημα­σία δίδε­ται στην εργα­σία και την κουλ­τού­ρα της εργα­σί­ας, την ηθι­κή της εργα­σί­ας, όπως καλ­λιερ­γή­θη­κε στον καπι­τα­λι­σμό προς όφε­λος –βεβαί­ως – του καπι­τα­λι­σμού. Στον πρό­λο­γο της μελέ­της αυτής του Μαξ Βέμπερ, ο Βασί­λης Φίλιας θα πει χαρακτηριστικά: 

«Κάτω από ποιούς πραγ­μα­τι­κούς και ιδε­ο­λο­γι­κούς όρους πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε αυτή η ασύλ­λη­πτη αυτο­πει­θάρ­χη­ση του ανθρώ­που, που συν­δέ­ε­ται με την πρω­το­γε­νή κεφα­λαια­κή συσ­σώ­ρευ­ση; […] Σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση, το σύνο­λο του έργου του Μαξ Βέμπερ περι­στρέ­φε­ται γύρω από αυτά τα θεμε­λιώ­δη ερω­τή­μα­τα” (σελ. 7 του Προλόγου). 

Η αλλαγή ηθικής: ανάγκη εποχής

Η απά­ντη­ση είναι εύλο­γη, θα λέγα­με, αφού ακρι­βώς για να επι­βά­λει καλύ­τε­ρα τα και­νούρ­για οικο­νο­μι­κά δεδο­μέ­να, ο καπι­τα­λι­σμός χρεια­ζό­ταν άλλες νοο­τρο­πί­ες, άλλες ηθι­κές. Τα «πνεύ­μα­τα» και τα «φαι­νό­με­να» έχουν πάντα τις υλι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις τους. Οι εκά­στο­τε κυρί­αρ­χοι στην ιστο­ρία πλά­θουν μια και­νούρ­για ηθι­κή που τους επι­τρέ­πει να «κάνουν τη δου­λειά τους». Επο­μέ­νως, «η ασύλ­λη­πτη αυτο­πει­θάρ­χη­ση του ανθρώ­που που συν­δέ­ε­ται με την πρω­το­γε­νή κεφα­λαια­κή συσ­σώ­ρευ­ση» ήταν ανα­γκαία συνέ­πεια, αλλά και προ­ϋ­πό­θε­ση για τη δυνα­μι­κή πρω­το­γε­νή συσ­σώ­ρευ­ση κεφα­λαί­ου και αυτά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο Καθο­λι­κι­σμός δεν τα είχε καλ­λιερ­γή­σει, διό­τι στις μεσαιω­νι­κές φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις χρεια­ζό­ταν η θρη­σκεία να καλ­λιερ­γή­σει μια άλλη ηθι­κή, μια άλλη νοο­τρο­πία που ταί­ρια­ζε με τις φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις. Η καθο­λι­κή εκκλη­σία, υπε­ρα­σπι­στής και εκφρα­στής κατ’ εξο­χήν του φεου­δαρ­χι­σμού, είχε προ­βά­λει λυσ­σα­λέ­ες αντι­στά­σεις με τα χει­ρό­τε­ρα μέσα μάλι­στα, όπως η Ιερά Εξέ­τα­ση, στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη προ­κει­μέ­νου να μη χάσει τη θέση της στην εξου­σία . Η Γαλ­λι­κή Αστι­κή Επα­νά­στα­ση (1789) ήταν ιδιαί­τε­ρα αιμα­τη­ρή –συγκρί­νο­ντάς την με τις αστι­κές επα­να­στά­σεις στην Ολλαν­δία και την Αγγλία πολύ νωρί­τε­ρα, όπως είδα­με στο δεύ­τε­ρο μέρος – διό­τι είχε αργή­σει ιστο­ρι­κά (για λόγους που δεν μπο­ρού­με να ανα­πτύ­ξου­με εδώ) και οι αντι­θέ­σεις στη γαλ­λι­κή κοι­νω­νία ανά­με­σα στις παλαιές φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις και τη μπουρ­ζουα­ζία είχαν φτά­σει στο έπα­κρο. Η σφα­γές και οι διώ­ξεις των προ­τε­στα­ντών (δεί­τε το δεύ­τε­ρο μέρος) άνοι­ξαν το δρό­μο για τις αθεϊ­στι­κές τάσεις στη χώρα αυτή εκεί­νη την επο­χή και μάλι­στα να γίνει ένα από τα συν­θή­μα­τα της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης (Dieu est mort= Ο Θεός έχει πεθάνει). 

Θρησκευτικός ασκητισμός και εθνικός χαρακτήρας

Έχει σημα­σία λοι­πόν να δού­με ποιές, κατά τον Βέμπερ, ηθι­κές καλ­λιέρ­γη­σε ο καπι­τα­λι­σμός από την επο­χή της ανό­δου του για να κάνει μέσα από την και­νούρ­για θρη­σκεία τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα να δου­λεύ­ουν «για πάρ­τι του» και να δώσει στην αστι­κή τάξη δικαιο­λο­γί­ες από την Αγία Γρα­φή για την μεγά­λη επέ­κτα­ση στα πέρα­τα της γης συνο­δευό­με­νη από την υπο­δού­λω­ση ολό­κλη­ρων λαών. Ο Μαξ Βέμπερ μιλώ­ντας για την αλλα­γή του χαρα­κτή­ρα του ασκη­τι­σμού από το φεου­δαρ­χι­κό μεσαί­ω­να προς τον ανερ­χό­με­νο καπι­τα­λι­σμό έχει τη γνώ­μη ότι: 

«Ο χρι­στια­νι­κός ασκη­τι­σμός, στην αρχή κατα­φεύ­γο­ντας στη μονα­ξιά και εγκα­τα­λεί­πο­ντας τα εγκό­σμια, κυριάρ­χη­σε με την εκκλη­σία πάνω στον κόσμο, που είχε απαρ­νη­θεί στα μονα­στή­ρια. Αλλά, συνο­λι­κά, άφη­σε άθι­κτο στον κόσμο το φυσι­κό, αυθόρ­μη­το χαρα­κτή­ρα της καθη­με­ρι­νής ζωής. Τώρα όμως ο ασκη­τι­σμός μπή­κε μέσα στην αγο­ρά της ζωής, έκλει­σε τις πόρ­τες του μονα­στη­ρί­ου πίσω του και κατα­πιά­στη­κε να εισχω­ρή­σει ακρι­βώς στην εγκό­σμια καθη­με­ρι­νή ζωή με τη μεθο­δι­κό­τη­τά του, για να τη μετα­μορ­φώ­σει ορθο­λο­γι­κά…» (σελ. 134).

«Για να κατα­νο­ή­σου­με τη συνά­φεια μετα­ξύ των θεμε­λια­κών θρη­σκευ­τι­κών ιδε­ών του ασκη­τι­κού προ­τε­στα­ντι­σμού και των αξιω­μά­των του για την καθη­με­ρι­νή οικο­νο­μι­κή συμπε­ρι­φο­ρά είναι ανα­γκαίο να εξε­τά­σου­με με ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή προ­πά­ντων τέτοια θεο­λο­γι­κά βιβλία, σαν εκεί­να που πηγά­ζουν από την κλη­ρι­κή πρα­κτι­κή. Για­τί σε μια επο­χή που το υπερ­πέ­ραν ήταν το παν, όταν η κοι­νω­νι­κή θέση του χρι­στια­νού εξαρ­τιό­ταν από την εισ­δο­χή του στη Μετά­λη­ψη, την επί­δρα­ση του κλή­ρου με την ιερο­σύ­νη του, την εκκλη­σια­στι­κή πει­θαρ­χία και το κήρυγ­μα, ασκή­θη­κε μια επί­δρα­ση – όπως δεί­χνει μια ματιά στις συλ­λο­γές των consilia casus conscientiae (συμ­βου­λές σε κατα­στά­σεις της συνεί­δη­σης) κλπ – που εμείς οι σύγ­χρο­νοι άνθρω­ποι δεν είμα­στε διό­λου ικα­νοί να ανα­πα­ρα­στή­σου­με. Σε μια τέτοια επο­χή οι θρη­σκευ­τι­κές δυνά­μεις, που εκφρά­ζο­νται με τέτοια μέσα, ασκούν απο­φα­σι­στι­κές επι­δρά­σεις για τη δια­μόρ­φω­ση του ‘εθνι­κού χαρα­κτή­ρα’ (σελ. 135).

Η απόκτηση κέρδους επιβάλλεται από τον…θεό

Ο προ­τε­στα­ντι­σμός δικαιο­λο­γεί την από­κτη­ση πλού­του καλ­λιερ­γώ­ντας την ηθι­κή της εργα­σί­ας, της απο­τα­μί­ευ­σης δίπλα στην ασκη­τι­κή ζωή. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά που ο καπι­τα­λι­σμός είχε ανά­γκη στην επο­χή της πρω­ταρ­χι­κής του συσ­σώ­ρευ­σης κεφα­λαί­ου και μάλι­στα σε μια επο­χή που η θρη­σκεία ήταν μια βαριά, ανα­πό­φευ­κτη κλη­ρο­νο­μιά από το μεσαιω­νι­κό παρελ­θόν και δεν θα μπο­ρού­σαν τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα να ζουν χωρίς αυτήν. Βέβαια, η παρό­τρυν­ση του από­στο­λου Παύ­λου «ο μη εργα­ζό­με­νος μηδ’ εσθιέ­τω» ερμη­νεύ­τη­κε δια­φο­ρε­τι­κά στον Καθο­λι­κι­σμό και τον προ­τε­στα­ντι­σμό, ιδιαί­τε­ρα τον που­ρι­τα­νι­κό όπου η εργα­σία έφτα­σε να θεω­ρεί­ται καθαυ­τή σκο­πός της ζωής γενι­κά, ενώ πριν θεω­ρού­νταν ανα­γκαία μόνο για τη δια­τή­ρη­ση του ατό­μου και της κοι­νό­τη­τας. Γρά­φει ο Βέμπερ:

«Αλλά στην που­ρι­τα­νι­κή αντί­λη­ψη ο χαρα­κτή­ρας της θεί­ας πρό­νοιας στην αλλη­λε­πί­δρα­ση των ιδιω­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων παίρ­νει μια κάπως δια­φο­ρε­τι­κή από­χρω­ση. Ακρι­βώς, με το που­ρι­τα­νι­κό σχή­μα πραγ­μα­τι­κής ερμη­νεί­ας, ποιός είναι ο σκο­πός της θεί­ας πρό­νοιας με τον κατα­με­ρι­σμό της εργα­σί­ας, γίνε­ται γνω­στό από τους καρ­πούς του. […] Η εξει­δί­κευ­ση των επαγ­γελ­μά­των, επει­δή κάνει δυνα­τή την από­κτη­ση δεξιο­τε­χνί­ας από τον εργά­τη, οδη­γεί σε μια ποσο­τι­κή και ποιο­τι­κή βελ­τί­ω­ση της παρα­γω­γής κι έτσι εξυ­πη­ρε­τεί­ται το γενι­κό καλό, που ταυ­τί­ζε­ται με το καλό των περισ­σο­τέ­ρων» (σελ. 140).

Εδώ δεν υπάρ­χει στο οπτι­κό πεδίο η άγρια εκμε­τάλ­λευ­ση που συνό­δευε από τη γέν­νη­σή του τον καπι­τα­λι­σμό για να απο­κτή­σει κέρ­δη. Ωστό­σο, η λογι­κή της φρά­σης «κι έτσι εξυ­πη­ρε­τεί­ται το γενι­κό καλό» χρη­σι­μο­ποιεί­ται κατά κόρον και σήμε­ρα, όταν ακού­με π.χ. «για να είσαι καλά εσύ πρέ­πει η επι­χεί­ρη­ση που δου­λεύ­εις να είναι καλά». Η αντί­λη­ψη έχει μια ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή που οι ρίζες της βρί­σκο­νται στην που­ρι­τα­νι­κή προ­τε­στα­ντι­κή αντί­λη­ψη περί εργα­σί­ας και έχει εξα­πλω­θεί, μαζί με τον καπι­τα­λι­σμό και την αποι­κιο­κρα­τία στα πέρα­τα της γης και σε κοι­νω­νί­ες με εντε­λώς άλλο κοι­νω­νι­κό-οικο­νο­μι­κό-θρη­σκευ­τι­κό υπό­βα­θρο. Ο Βέμπερ ανα­φέ­ρει σαν τρί­το κρι­τή­ριο αυτό που θα έπρε­πε να είναι το πρώ­το, αλλά ωστό­σο το χαρα­κτη­ρί­ζει «πρα­κτι­κά πιο σπου­δαίο». Το κρι­τή­ριο αυτό λοι­πόν βρίσκεται: 

«… στην ιδιω­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κή δυνα­τό­τη­τα κέρ­δους. Για­τί αν ο θεός, που το χέρι του ο που­ρι­τα­νός το βλέ­πει σε όλα τα περι­στα­τι­κά της ζωής, δεί­χνει σε έναν από τους εκλε­κτούς του μια δυνα­τό­τη­τα κέρ­δους, πρέ­πει να το κάνει με ένα σκο­πό. Άρα ο πιστός χρι­στια­νός πρέ­πει να ακο­λου­θεί την κλή­ση αυτή και να επω­φε­λεί­ται από την ευκαι­ρία. Αν ο θεός σας δεί­χνει ένα δρό­μο τον οποίο μπο­ρεί­τε να πάρε­τε νόμι­μα, χωρίς ζημιά για την ψυχή σας, ή με οποιον­δή­πο­τε άλλο τρό­πο μπο­ρεί­τε να κερ­δί­σε­τε περισ­σό­τε­ρα, αν το αρνη­θεί­τε και εκλέ­ξε­τε το λιγό­τε­ρο επι­κερ­δή δρό­μο, τότε δια­σταυ­ρώ­νε­τε έναν από τους σκο­πούς της κλή­σης σας και αρνεί­σθε να είστε υπη­ρέ­της του θεού, και να δεχθεί­τε τα δώρα του και να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σε­τε γι’ Αυτόν, όταν το ζητή­σει: μπο­ρεί­τε να εργά­ζε­σθε για να είστε πλού­σιοι για το θεό, όχι βέβαια για σκο­πούς της σάρ­κας και της αμαρ­τί­ας. Έτσι ο πλού­τος είναι ηθι­κά κακός μόνο, εφό­σον είναι ένας πει­ρα­σμός για αργία και αμαρ­τω­λή από­λαυ­ση της ζωής και η από­κτη­σή του είναι κακό μόνο για όποιον σκο­πεύ­ει να ζήσει αργό­τε­ρα αμέ­ρι­μνα και εύθυ­μα. Αλλά, σαν εκτέ­λε­ση του χρέ­ους σε ένα επάγ­γελ­μα, δεν είναι μόνο ηθι­κά επι­τρε­πτό, αλλά και πραγ­μα­τι­κά επι­βε­βλη­μέ­νο. Η παρα­βο­λή του υπη­ρέ­τη που τον αρνή­θη­καν, για­τί δεν αύξη­σε με κάθε μέσο το βαλά­ντιο που του εμπι­στεύ­θη­καν, φαί­νε­ται να λέει άμε­σα το ίδιο. Το να θέλου­με να είμα­στε φτω­χοί , όπως συχνά υπο­στη­ρί­χθη­κε , είναι το ίδιο να θέλου­με να είμα­στε άρρω­στοι, θα ήταν απα­ρά­δε­κτο από την άπο­ψη του δοξα­σμού των έργων του και μειω­τι­κό γενι­κά της δόξας του θεού. Ιδιαί­τε­ρα η επαι­τεία του ικα­νού να εργα­σθεί δε συνι­στά μόνο την αμαρ­τία της νωθρό­τη­τας, αλλά και μια παρά­βα­ση του χρέ­ους της αδελ­φι­κής αγά­πης σύμ­φω­να με τη ρήση του Απο­στό­λου» (σελ. 142).

Στο ίδιο κεφά­λαιο Η επαγ­γελ­μα­τι­κή ηθι­κή του ασκη­τι­κού προ­τε­στα­ντι­σμού ο Βέμπερ ανα­λύ­ει τις κατη­γο­ρί­ες του προ­τε­στα­ντι­σμού, όπως ο καλ­βι­νι­σμός, ο πιε­τι­σμός, ο μεθο­δι­σμός και οι βαπτι­στι­κές αιρέσεις.

Προλεταριάτο και ασκητισμός κατά Ένγκελς

Οι έννοιες «ασκη­τι­σμός» και «που­ρι­τα­νι­σμός» είναι στε­νά δεμέ­νες μετα­ξύ τους σ’ ό, τι αφο­ρά τη στά­ση ζωής μέσα στα πλαί­σια του προ­τε­στα­ντι­σμού. Παρα­πά­νω είδα­με την έννοια αυτή στο βιβλίο του Μαξ Βέμπερ. O Φρ. Ένγκελς έγρα­ψε γύρω στα 1850 το Ο πόλε­μος των χωρι­κών. Στον πρό­λο­γο του Θανά­ση Παπα­ρή­γα δια­βά­ζου­με ότι όταν ο Ένγκελς γρά­φει την εργα­σία αυτή: «…είναι ήδη 30 ετών. Πίσω του έχει την πρώ­τη του σοβα­ρή πολι­τι­κή δοκι­μα­σία, την Επα­νά­στα­ση του 1848, που κατέ­λη­ξε σε ήττα. Όπως ο ίδιος λέει, το έργο γρά­φτη­κε κάτω από την ακό­μη άμε­ση εντύ­πω­ση της αντε­πα­νά­στα­σης που μόλις είχε ολο­κλη­ρω­θεί’ (σελ. 7). Και σ’ αυτή την εργα­σία ο Ένγκελς ασχο­λεί­ται με τον προ­τε­στα­ντι­σμό, τους προ­δρό­μους του, τον ασκη­τι­σμό και τι ρόλο έπαι­ξε στις εξε­γέρ­σεις των Χωρι­κών στον 15ο και τον 16ο αιώ­να στη Γερ­μα­νία. Στο κεφά­λαιο Πρό­δρο­μοι του μεγά­λου πολέ­μου των χωρι­κών μετα­ξύ 1476 και 1517 ο Ένγκελς μιλά­ει για την πρώ­τη αγρο­τι­κή συνω­μο­σία που εμφα­νί­στη­κε το 1476 και πώς η επι­σκο­πή του Βίρτσ­μπουργκ –ήδη εξα­θλιω­μέ­νη από φόρους, πολέ­μους, φωτιά, σκο­τω­μούς κλπ- λεη­λα­τού­νταν συνέ­χεια από επι­σκό­πους, παπ­πά­δες και αρι­στο­κρα­τία. Εκεί εμφα­νί­στη­κε ένας νεα­ρός βοσκός και οργα­νο­παί­χτης αυτο­πα­ρου­σια­ζό­με­νος ως προ­φή­της διη­γού­με­νος ότι του παρου­σιά­στη­κε η Παρ­θέ­νος Μαρία που του είχε δια­τά­ξει να κάψει το μου­σι­κό του όργα­νο, να στα­μα­τή­σει το χορό και όποιες άλλες απο­λαύ­σεις και να καλεί το λαό σε μετά­νοια. Γρά­φει ο Ένγκελς: 

«Εδώ βρί­σκου­με κιό­λας, στον πρώ­το πρό­δρο­μο του κινή­μα­τος, εκεί­νον τον ασκη­τι­σμό τον οποίο συνα­ντά­με σε όλες τις μεσαιω­νι­κές εξε­γέρ­σεις με θρη­σκευ­τι­κή από­χρω­ση και στη νεό­τε­ρη επο­χή στις αρχές κάθε προ­λε­τα­ρια­κού κινή­μα­τος. Αυτή η ασκη­τι­κή αυστη­ρό­τη­τα των ηθών, αυτή η απαί­τη­ση εγκα­τά­λει­ψης όλων των απο­λαύ­σε­ων και των δια­σκε­δά­σε­ων της ζωής αντι­πα­ρα­θέ­τει από τη μία μεριά στις κυρί­αρ­χες τάξεις την αρχή της σπαρ­τιά­τι­κης ισό­τη­τας και, από την άλλη, απο­τε­λεί ανα­γκαίο μετα­βα­τι­κό στά­διο, χωρίς το οποίο το κατώ­τε­ρο στρώ­μα της κοι­νω­νί­ας ποτέ δεν μπο­ρεί να μπει σε κίνη­ση. Για να ανα­πτύ­ξει την επα­να­στα­τι­κή του ενέρ­γεια, για να συνει­δη­το­ποι­ή­σει και το ίδιο την εχθρι­κή του στά­ση απέ­να­ντι σε όλα τα άλλα στοι­χεία της κοι­νω­νί­ας, για να συσπει­ρω­θεί σαν τάξη, πρέ­πει να αρχί­σει απο­μα­κρύ­νο­ντας όλα εκεί­να που θα μπο­ρού­σαν να το συμ­φι­λιώ­νουν ακό­μη με την υπάρ­χου­σα κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση, πρέ­πει να απαρ­νη­θεί τις λίγες χαρές που θα μπο­ρού­σαν να κάνουν την άθλια ζωή του έστω και για μια στιγ­μή υπο­φερ­τή και τις οποί­ες ακό­μη και η σκλη­ρό­τε­ρη κατα­πί­ε­ση δεν θα μπο­ρού­σε να του απο­σπά­σει. Αυτός ο πλη­βεια­κός και προ­λε­τα­ρια­κός ασκη­τι­σμός δια­φέ­ρει, τελεί­ως, τόσο από την άπο­ψη της άγριας φανα­τι­κής μορ­φής του όσο και από την άπο­ψη του περιε­χο­μέ­νου του, από τον αστι­κό ασκη­τι­σμό, όπως τον κήρυ­χναν η αστι­κή, λου­θη­ρα­νι­κή ηθι­κή και οι άγγλοι που­ρι­τα­νοί (…) και του οποί­ου όλο το μυστι­κό είναι η αστι­κή (bürgerlich) φιλαρ­γυ­ρία. Εννο­εί­ται, άλλω­στε, ότι αυτός ο πλη­βεια­κός προ­λε­τα­ρια­κός ασκη­τι­σμός χάνει τον επα­να­στα­τι­κό του χαρα­κτή­ρα στο βαθ­μό που από τη μια μεριά, η ανά­πτυ­ξη των σύγ­χρο­νων παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων αυξά­νει σε τερά­στιο βαθ­μό τα υλι­κά μέσα της ικα­νο­ποί­η­σης, κάνο­ντας περιτ­τή τη σπαρ­τιά­τι­κη ισό­τη­τα, και, από την άλλη, η θέση του προ­λε­τα­ριά­του στην κοι­νω­νία και, έτσι, το ίδιο το προ­λε­τα­ριά­το γίνε­ται όλο και πιο επα­να­στα­τι­κό. Τότε, εξα­φα­νί­ζε­ται βαθ­μιαία από τις μάζες και, στα μέλη των αιρέ­σε­ων που εμμέ­νουν σ’ αυτόν, κατα­λή­γει άμε­σα σε αστι­κή φιλαρ­γυ­ρία, είτε σε μεγα­λό­στο­μη ηθι­κο­λο­γία, (…). Η μάζα του προ­λε­τα­ριά­του δε χρειά­ζε­ται τα κηρύγ­μα­τα απάρ­νη­σης, πολύ περισ­σό­τε­ρο αφού δεν έχει πια σχε­δόν τίπο­τε που να μπο­ρεί να απαρ­νη­θεί» (σελ. 84/85).

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Β’ ΜΕΡΟΣ)

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο