Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Τι ήταν στην ουσία οι «θρησκευτικοί» πόλεμοι;

Όταν ο καπι­τα­λι­σμός άρχι­σε να σχη­μα­τί­ζε­ται στον ύστε­ρο Μεσαί­ω­να μέσα στα σπλά­χνα της φεου­δαρ­χί­ας η εξέ­λι­ξη αυτή συνο­δεύ­τη­κε και από ένα άλλο φαι­νό­με­νο: μια αλλα­γή θρη­σκεί­ας. Η θρη­σκεία που δια­πό­τι­ζε όλο τον ιστό της μεσαιω­νι­κής κοι­νω­νί­ας της Δυτι­κής Ευρώ­πης από το νότιο μέχρι το βόρειο τμή­μα της από την επο­χή του Σχί­σμα­τος του 1054 του ανα­το­λι­κού και του δυτι­κού χρι­στια­νι­σμού, ήταν ο Καθο­λι­κι­σμός. Η βαθ­μιαία άνο­δος των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής συνο­δεύ­τη­κε και προ­ω­θή­θη­κε από μια δια­φο­ρε­τι­κή θρη­σκευ­τι­κή ένδυ­ση: αυτή του προ­τε­στα­ντι­σμού, της Δια­μαρ­τυ­ρό­με­νης Εκκλη­σί­ας. Συνή­θως η ιστο­ριο­γρα­φία παρου­σιά­ζει τους πολέ­μους της επο­χής εκεί­νης ως θρη­σκευ­τι­κούς ανά­με­σα σε Καθο­λι­κούς και Προ­τε­στά­ντες συγκα­λύ­πτο­ντας το γεγο­νός ότι η ανε­λέ­η­τη πάλη δεν ήταν αυτή ανά­με­σα στο παλαιό και το και­νούρ­γιο θρή­σκευ­μα, αλλά αυτή ανά­με­σα στην φεου­δαρ­χι­κή αρι­στο­κρα­τία που έχα­νε έδα­φος και την ανα­δυό­με­νη και ανερ­χό­με­νη εμπο­ρι­κή τάξη των πόλε­ων, τη μπουρ­ζουα­ζία. Πίσω από ένα θρη­σκευ­τι­κό πέπλο κρύ­βε­ται, έτσι, η ταξι­κή ουσία του φαι­νο­μέ­νου. Άλλω­στε ο Φρί­ντριχ Ένγκελς στο Ο πόλε­μος των Χωρι­κών (Μετά­φρα­ση: Θανά­σης Παπα­ρή­γας. Εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», σελ. 58) μιλώ­ντας για τους λεγό­με­νους θρη­σκευ­τι­κούς πολέ­μους του 16ου αιώ­να θα πει:
«Και οι λεγό­με­νοι θρη­σκευ­τι­κοί πόλε­μοι του δεκά­του έκτου αιώ­να, αφο­ρού­σαν πολύ θετι­κά υλι­κά ταξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και αυτοί οι πόλε­μοι ήταν ταξι­κοί αγώ­νες, όπως ακρι­βώς οι κατο­πι­νές εσω­τε­ρι­κές συγκρού­σεις στην Αγγλία και τη Γαλ­λία. Αν αυτοί οι ταξι­κοί αγώ­νες είχαν τότε θρη­σκευ­τι­κά συν­θή­μα­τα, αν τα συμ­φέ­ρο­ντα, οι ανά­γκες και οι διεκ­δι­κή­σεις των μεμο­νω­μέ­νων καλύ­πτο­νταν κάτω από θρη­σκευ­τι­κό μαν­δύα, αυτό κατά τίπο­τε δεν αλλά­ζει την υπό­θε­ση και εξη­γεί­ται εύκο­λα από τις περι­στά­σεις της εποχής».

Και στη λογο­τε­χνία η δια­μά­χη αυτή ερμη­νεύ­ε­ται συχνά σαν αντι­πα­ρά­θε­ση θρη­σκειών, όπως θα δού­με στο παρα­κά­τω παράδειγμα.

Ερμηνεία-παράδειγμα από το χώρο της τέχνης: ο «καυγάς» δύο βασιλισσών

Το δρά­μα του Φρί­ντριχ Σίλερ Μαρία Στιού­αρτ δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην Αγγλία του 16ου αιώ­να, επο­χή λυσ­σα­λέ­ας αντι­πα­ρά­θε­σης του παλαιού με το και­νούρ­γιο. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα θρη­σκευ­τι­κής ερμη­νεί­ας ταξι­κής δια­μά­χης που έχει πολ­λα­πλά δια­δο­θεί, είναι αυτή του «καυ­γά» για την εξου­σία ανά­με­σα στις δύο ξαδέλ­φες Μαρία και Ελι­σά­βετ Στιού­αρτ. Το σχε­τι­κό θεα­τρι­κό έργο του Σίλερ (1759–1805) έγι­νε και ται­νία και όχι μόνο μια φορά. Ενώ ο ίδιος ο Σίλερ δίνει τη βαθύ­τε­ρη ουσία, η δια­μά­χη συχνά απο­δί­δε­ται στη δια­φο­ρά των χαρα­κτή­ρων: η τρυ­φε­ρή, ερω­τι­κή Μαρία και η σκλη­ρή, στεί­ρα και τυραν­νι­κή Ελι­σά­βετ, αν και ο χαρα­κτη­ρι­σμός των δύο ξαδελ­φών-βασι­λισ­σών αλλά­ζει ανά­λο­γα με το αν ο ιστο­ριο­δί­φης-ιστο­ριο­γρά­φος-ερμη­νευ­τής είναι προ­τε­στά­ντης ή Καθο­λι­κός. Συνή­θως οι προ­τε­στά­ντες συγ­γρα­φείς ενο­χο­ποιούν τη Μαρία απο­δί­δο­ντάς της χαρα­κτη­ρι­σμούς, όπως : φόνισ­σα και δολο­πλό­κο, αλλά οι Καθο­λι­κοί αντί­θε­τα ως άγια και μάρ­τυ­ρα ενο­χο­ποιώ­ντας με τη σει­ρά τους την Ελι­σά­βετ. Μόνο φαι­νο­με­νι­κά αυτά τα πράγ­μα­τα είναι αντι­φα­τι­κά. Οπωσ­δή­πο­τε η Μαρία Στιού­αρτ με τη φυλά­κι­ση και το θάνα­τό της απο­τέ­λε­σε πολύ περισ­σό­τε­ρο πηγή έμπνευ­σης καλ­λι­τε­χνών, συγ­γρα­φέ­ων, ιστο­ριο­γρά­φων, όπως και του Γερ­μα­νού Φρί­ντριχ Σίλερ. Στο έργο του τελευ­ταί­ου, όμως, είναι ορα­τή η αιτία της διέ­νε­ξης. Έχου­με λοι­πόν, τη Μαρία Στιού­αρτ, βασί­λισ­σα της Σκω­τί­ας που το 1561 τέθη­κε επι­κε­φα­λής της φεου­δαρ­χι­κής-καθο­λι­κής αντί­δρα­σης της Σκω­τί­ας ενά­ντια στην ανερ­χό­με­νη αστι­κή- προ­τε­στα­ντι­κή κίνη­ση. Το πρό­σω­πό της είναι συν­δε­δε­μέ­νο με την παλαιά φεου­δαρ­χι­κή κοι­νω­νία που με σύμ­μα­χο την Καθο­λι­κή εκκλη­σία πάλευε εκεί­νη την επο­χή με τη νέα αστι­κή τάξη, η οποία εκφρα­ζό­ταν στο θρη­σκευ­τι­κό επί­πε­δο με τη νέα μεταρ­ρυθ­μι­στι­κή εκκλη­σία, τον προ­τε­στα­ντι­σμό. Γι’ αυτό το λόγο η αγγλι­κή φεου­δαρ­χία στή­ρι­ζε τη Μαρία Στιού­αρτ της Σκω­τί­ας ενά­ντια στην Ελι­σά­βετ Α’, τη βασί­λισ­σα της Αγγλί­ας. Επί Ελι­σά­βετ δημιουρ­γεί­ται συμ­μα­χία ανά­με­σα σε τμή­μα της αρι­στο­κρα­τί­ας και την αστι­κή τάξη. Έγι­νε δηλα­δή, εν μέρει κάτι σαν ιστο­ρι­κός συμ­βι­βα­σμός. Η αστι­κή τάξη ανα­πτύ­χθη­κε ραγδαία εκεί­νη την επο­χή προ­κα­λώ­ντας στη χώρα τη φεου­δαρ­χι­κή-καθο­λι­κή αντί­δρα­ση η οποία με τη σει­ρά της χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη Μαρία Στιού­αρτ, φυλα­κι­σμέ­νη στην Αγγλία από το 1568 κάνο­ντας επα­νει­λημ­μέ­νες προ­σπά­θειες ανα­τρο­πής της Ελι­σά­βετ. Τελι­κά ηττή­θη­κε η φεου­δαρ­χι­κή-καθο­λι­κή αντί­δρα­ση το 1587 και η Μαρία Στιού­αρτ εκτε­λέ­στη­κε. Η Αγγλία νικώ­ντας τον ισπα­νι­κό στό­λο, την Αρμά­δα, έτσι επι­φέ­ρο­ντας ένα σοβα­ρό πλήγ­μα στην ισπα­νι­κή αυτο­κρα­το­ρία, πήρε πια τη θέση της ανά­με­σα στις αποι­κιο­κρα­τι­κές δυνά­μεις. Νικώ­ντας την Ισπα­νία νίκη­σε ταυ­τό­χρο­να και τη ντό­πια φεου­δαρ­χι­κή αντί­δρα­ση. Η σύν­δε­ση της φεου­δαρ­χί­ας με τον Καθο­λι­κι­σμό δια­σα­φη­νί­ζει ιδε­ο­λο­γι­κά την αντί­θε­σή της με τις αστι­κές-προ­τε­στα­ντι­κές δυνά­μεις που ανέ­δυαν όλο και πιο ισχυ­ρά και απαι­τού­σαν τη θέση τους στο ιστο­ρι­κό γίγνε­σθαι. Έτσι η απο­λυ­ταρ­χι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση της Ελι­σά­βετ βοή­θη­σε αρχι­κά την ανά­πτυ­ξη στην Αγγλία αστι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής παί­ζο­ντας για ένα διά­στη­μα ιστο­ρι­κά προ­ο­δευ­τι­κό ρόλο. Όμως, ήδη επί Ελι­σά­βετ μεγά­λω­σαν και­νούρ­γιες αντι­θέ­σεις και δημιουρ­γή­θη­κε μια αστι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση ενά­ντια στη βασί­λισ­σα Ελι­σά­βετ η οποία θεμε­λιώ­θη­κε ιδε­ο­λο­γι­κά και θρη­σκευ­τι­κά μεταμ­φιε­σμέ­να με το κίνη­μα των Που­ρι­τα­νών (καλ­βι­νι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού). Επο­μέ­νως η υπό­θε­ση ξεπερ­νά­ει κατά πολύ το στε­νό προ­σω­πι­κό ή/και θρη­σκευ­τι­κό πλαί­σιο, ούτε είναι υπό­θε­ση προ­τε­στα­ντι­κού ντε­τερ­μι­νι­σμού, αλλά οι δύο ηρω­ί­δες υπά­κουαν –συνει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα- σε μια νομο­τέ­λεια συγκρού­σε­ων ανά­με­σα σε δύο κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κούς σχη­μα­τι­σμούς εκπλη­ρώ­νο­ντας μια ιστο­ρι­κή αναγκαιότητα. 

Μια δυναμική ώθηση στην ιστορική εξέλιξη

Το παρα­πά­νω χαρα­κτη­ρι­στι­κό παρά­δειγ­μα μπο­ρεί να ρίχνει φως σε μια ιστο­ρι­κή δια­μά­χη με τον τρό­πο που μόνο η τέχνη μπο­ρεί. Γι αυτό και την ανα­φέ­ρα­με. Ωστό­σο, για το ρόλο του προ­τε­στα­ντι­σμού έχουν γρα­φτεί πολύ περισ­σό­τε­ρα από επι­στή­μο­νες-ιστο­ριο­δί­φες και πολι­τι­κούς. Εν τάχει η ισπα­νι­κή αποι­κιο­κρα­τία είχε χαρα­κτή­ρα χρυ­σο­θη­ρί­ας, αλλά το χρυ­σά­φι που έφερ­ναν πίσω στην πατρί­δα-μητρό­πο­λη δεν μετα­τρά­πη­κε σε κεφά­λαιο, διό­τι η ισπα­νι­κή κυβέρ­νη­ση μετά τον τερ­μα­τι­σμό της αρα­βι­κής-μαυ­ρι­τα­νι­κής κατο­χής (κρά­τη­σε 7 αιώ­νες περί­που, από το 711 μέχρι το 1492!) έδιω­ξε με το λεγό­με­νο Έδι­κτο Εκδί­ω­ξης του 1492 και τους Εβραί­ους οι οποί­οι μαζί με τους Άρα­βες είχαν το εμπό­ριο στα χέρια τους. Αυτό, μαζί με μια σει­ρά από άλλες κατα­στρο­φές έπνι­ξε την άνο­δο της μπουρ­ζουα­ζί­ας στην Ισπα­νία και οδή­γη­σε σ’ ένα νέο δυνά­μω­μα του φεου­δαρ­χι­σμού. Από την Αμε­ρι­κή έφτα­ναν αμύ­θη­τοι θησαυ­ροί που, όμως, δεν μπο­ρού­σε κανείς πια να τους μετα­τρέ­ψει σε κεφά­λαιο κι αυτό σφρά­γι­σε την οπι­σθο­δρό­μη­ση στην Ισπα­νία. Γρά­φει σχε­τι­κά ο Γάλ­λος ιστο­ρι­κός Πιερ Βιλάρ (1906–2003):

«Ο θρί­αμ­βος του παλαιού χρι­στια­νού (cristiano viejo) συνε­πά­γε­ται μια κάποια περι­φρό­νη­ση για την από­κτη­ση χρή­μα­τος, ακό­μα και για την κατα­σκευή αγα­θών, καθώς και μια κάποια έλξη προς το σύστη­μα των καστών. Στα μέσα του 16ου αιώ­να οι συντε­χνί­ες άρχι­σαν να υπο­χρε­ώ­νουν τα μέλη τους να απο­δεί­ξουν την καθα­ρό­τη­τα του αίμα­τός τους (limpieza de sangre)- μια ανε­παρ­κής μαθη­τεία για την είσο­δο στην καπι­τα­λι­στι­κή εποχή…Για κάποιους το «ινδιά­νι­κο χρυ­σά­φι» χρη­σί­μευ­σε από μόνο του για να εξα­σφα­λί­σει την ισπα­νι­κή ηγε­μο­νία – για άλλους απο­τε­λεί τη βασι­κή αιτία της ισπα­νι­κής παρακμής…Τα κέρ­δη δεν «επεν­δύ­θη­καν» με την καπι­τα­λι­στι­κή έννοια της λέξης και οι τυχε­ροί μετα­νά­στες ονει­ρεύ­ο­νταν να αγο­ρά­ζουν γη, να χτί­ζουν «πύρ­γους» και να συσ­σω­ρεύ­ουν θησαυ­ρούς. Το δρά­μα και ο Κιχώ­της κατα­γρά­φουν αυτή τη στά­ση των αγρο­τών και των ευγενών…Πρόσφατες δηλώ­σεις παρου­σιά­ζουν ως αρε­τή την ισπα­νι­κή ασυμ­βα­τό­τη­τα με τον καπι­τα­λι­σμό, αλλά ετού­το έχει κατα­δι­κά­σει τη χώρα σε ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα» (Pierre Vilar, στο: Roberto Fernández Retamar, Caliban and other Essays, σελ. 68, Spain’s Decadence, University of Minnesota Press, 1989). 

Για να συνεχίσει ο Ρεταμάρ: 

«Αυτή η ήττα της ισπα­νι­κής μπουρ­ζουα­ζί­ας, αυτή η επι­μο­νή των φεου­δαρ­χι­κών δομών σημά­δε­ψαν το μέλ­λον της Ισπα­νί­ας. Η επι­βί­ω­ση μιας αρχαϊ­κής ιδε­ο­λο­γί­ας ενσαρ­κω­μέ­νης σ’ ένα Καθο­λι­κι­σμό σκο­τα­δι­στι­κό τοπο­θέ­τη­σε τον αστι­κό εκσυγ­χρο­νι­σμό ενά­ντια στον ζουρ­λο­μαν­δύα της Αντι­με­ταρ­ρύθ­μι­σης προ­κα­λώ­ντας την καθυ­στέ­ρη­ση (ή ακό­μα και την απώ­λεια) της επι­στη­μο­νι­κής γνώ­σης που ήταν απα­ραί­τη­τη για τη μπουρ­ζουα­ζία (αλλά όχι για τη φεου­δαρ­χι­κή κοι­νω­νία) (στο ίδιο, σελ. 69). 

Οι Ισπα­νοί είχαν εισα­γά­γει στη «Νέα Ήπει­ρο», την Αμε­ρι­κή, φεου­δαρ­χι­κές σχέ­σεις, Καθο­λι­κι­σμό, δηλα­δή ιστο­ρι­κή στα­σι­μό­τη­τα, άρα οπι­σθο­δρό­μη­ση. Τα σημά­δια υπάρ­χουν μέχρι σήμε­ρα. Προς το τέλος του 16ου αιώ­να η Ισπα­νία είχε μπλε­χτεί σε τόσους πολέ­μους που δεν έφτα­νε το χρυ­σό που έφε­ραν οι κον­κι­στα­ντό­ροι από το «Νέο Κόσμο» για να πλη­ρώ­σει και η καθο­δι­κή πορεία της Ισπα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας ήταν πια γεγο­νός. Η πρώ­τη δυνα­μι­κή ανά­πτυ­ξη και επέ­κτα­ση του καπι­τα­λι­σμού που περ­νού­σε στη χρη­μα­τι­στη­ρια­κή του φάση έγι­νε από δύο προ­τε­στα­ντι­κές χώρες του Βορ­ρά: την Ολλαν­δία και την Αγγλία αντι­κα­θι­στώ­ντας βαθ­μιαία τους Ισπα­νούς στην παγκό­σμια εξά­πλω­ση. Ενώ οι Ισπα­νοί είχαν το «Χρυ­σό Αιώ­να» τους στο 16ο, για την Ολλαν­δία ο 17ος μπή­κε στην ιστο­ρία της ως «Χρυ­σός Αιώ­νας». Τη στιγ­μή που για τους λαούς αυτών των χωρών οι αιώ­νες αυτοί ήταν κάθε άλλο παρά «χρυ­σοί»… Ο Καρλ Μαρξ στο «Κεφά­λαιο» θα πει ενδια­φέ­ρο­ντα πράγ­μα­τα για τη σχέ­ση του προ­τε­στα­ντι­σμού με τον καπι­τα­λι­σμό που μας βοη­θά­ει να κατα­λά­βου­με ότι τίπο­τα δεν είναι τυχαίο. Έτσι θα παρα­τη­ρή­σει ότι: 

«Το σύστη­μα του χρή­μα­τος είναι ουσια­στι­κά Καθο­λι­κό. Της δε πίστω­σης, κατε­ξο­χήν προ­τε­στα­ντι­κό. Μόνο η πίστη εξα­σφα­λί­ζει ευδαι­μο­νία: η πίστη στη χρη­μα­τι­κή αξία που απο­τε­λεί την ψυχή του εμπο­ρεύ­μα­τος, η πίστη στο σύστη­μα παρα­γω­γής και την προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη τάξη του , η πίστη στους όρους παρα­γω­γής που προ­σω­πο­ποιού­νται στο κεφά­λαιο, το οποίο έχει τη δύνα­μη να αυξή­σει από μόνο του την αξία. Αλλά όπως ο προ­τε­στα­ντι­σμός δεν χει­ρα­φε­τεί­ται από τα θεμέ­λια του καθο­λι­κι­σμού, έτσι και το πιστω­τι­κό σύστη­μα ανε­γεί­ρε­ται πάνω στη βάση του χρη­μα­τι­στι­κού συστή­μα­τος» (στο: Χοσέ Κάρ­λος Μαριά­τε­γκι, Εφτά Δοκί­μια για την ερμη­νεία της Περου­βια­νής Πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, Εκδό­σεις «Άγρα», σελ. 204). 

Και σύμ­φω­να με τον Φρί­ντριχ Ένγκελς, το πρώ­το στά­διο χει­ρα­φέ­τη­σης της αστι­κής τάξης, βρί­σκε­ται στην προ­τε­στα­ντι­κή Μεταρρύθμιση: 

«Η Μεταρ­ρύθ­μι­ση του Καλ­βί­νου αντα­πο­κρι­νό­ταν στις ανά­γκες της πιο προηγ­μέ­νης μπουρ­ζουα­ζί­ας της επο­χής. Το δόγ­μα του από­λυ­του προ­ο­ρι­σμού ήταν η θρη­σκευ­τι­κή έκφρα­ση του γεγο­νό­τος ότι, στον αντα­γω­νι­στι­κό κόσμο του εμπο­ρί­ου, η επι­τυ­χία και η απο­τυ­χία δεν εξαρ­τώ­νται από την ικα­νό­τη­τα ή δρα­στη­ριό­τη­τα του ανθρώ­που, αλλά από τις περι­στά­σεις που αυτός δεν ελέγ­χει» (στο ίδιο, σελ 203/204).

Δύο δρόμοι ανάπτυξης μεταμφιεσμένοι σε χριστιανικό μανδύα 

Λίγο παρα­κά­τω στο πολύ ενδια­φέ­ρον δοκί­μιό του ο Περου­βια­νός στο­χα­στής Χοσέ Κάρ­λος Μαριά­τε­γκι (1894–1930) μιλώ­ντας για τους δύο δρό­μους που ανοί­γο­νται στο θρη­σκευ­τι­κό αίσθη­μα, θα πει: 

«Στο θρη­σκευ­τι­κό συναί­σθη­μα ανοί­γο­νται δύο δρό­μοι, κατά την αντί­λη­ψη του Παπί­νι (Papini) – από την επο­χή που ήταν πραγ­μα­τι­στής: της κατο­χής και της απο­κή­ρυ­ξης. Ο προ­τε­στα­ντι­σμός από κατα­βο­λής του, επέ­λε­ξε απο­φα­σι­στι­κά τον πρώ­το. Στη μυστι­κι­στι­κή ώθη­ση του που­ρι­τα­νι­σμού, ο Ουώλ­το Φρανκ εντο­πί­ζει εύστο­χα, και πριν απ’ όλα, βού­λη­ση για δύνα­μη. Στην εξή­γη­σή του για τη Βόρεια Αμε­ρι­κή μας λέει πως ‘ή πει­θαρ­χία της Εκκλη­σί­ας οργά­νω­σε και έκα­νε τους αποί­κους να στα­θούν αντι­μέ­τω­ποι στις υλι­κές δυσκο­λί­ες μιας παρ­θέ­νας άγριας γης. Πως απαρ­νού­με­νοι τις ηδο­νές των αισθή­σε­ων , έγι­ναν κάτο­χοι μιας υπέρ­τα­της ενερ­γη­τι­κό­τη­τας, με σκο­πό το κυνή­γι της εξου­σί­ας και του πλού­του. Πως αυτές οι απο­νε­κρω­μέ­νες από τον ασκη­τι­σμό αισθή­σεις, προ­σαρ­μο­σμέ­νες στις δύσκο­λες συν­θή­κες της ζωής, κέρ­δι­σαν τη μάχη για τον πλού­το’. Το Πανε­πι­στή­μιο των ΗΠΑ, διε­πό­με­νο από αυτές τις θρη­σκευ­τι­κές αρχές, πρό­σφε­ρε στους νέους μια κουλ­τού­ρα ‘που νόη­μά της είχε την αγιο­ποί­η­ση της ιδιο­κτη­σί­ας, την ηθι­κή της επι­τυ­χί­ας’. Ο καθο­λι­κι­σμός, από την άλλη, δια­τη­ρή­θη­κε σαν ένας συνε­χής συμ­βι­βα­σμός ανά­με­σα στους δύο όρους, την κατο­χή και την απο­κή­ρυ­ξη. Η βού­λη­σή του για δύνα­μη μετα­φρά­στη­κε σε στρα­τιω­τι­κές και πάνω απ’ όλα σε πολι­τι­κές επι­χει­ρή­σεις. Δεν ενέ­πνευ­σε καμία μεγά­λη οικο­νο­μι­κή περι­πέ­τεια. Εκτός αυτού, η ισπα­νι­κή Αμε­ρι­κή δεν πρό­σφε­ρε στον καθο­λι­κι­σμό ένα περι­βάλ­λον κατάλ­λη­λο για ασκη­τι­σμό. Αντί για απο­νέ­κρω­ση, οι αισθή­σεις δεν συνά­ντη­σαν σ’ αυτή την ήπει­ρο άλλο από τέρ­ψη, οκνη­ρία και μαλ­θα­κό­τη­τα» σύμ­φω­να με τη λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ματιά του Μαριά­τε­γκι στη σελί­δα 206 του Εφτά Δοκί­μια για την ερμη­νεία της περου­βια­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας (μετά­φρα­ση-εισα­γω­γή του Ρήγα Καπ­πά­του, εκδό­σεις «Άγρα»), που οπωσ­δή­πο­τε, παρ όλες τις όποιες, ίσως, αδυ­να­μί­ες στην ανά­πτυ­ξη επί μέρους ζητη­μά­των, δίνει την πεμ­πτου­σία των ιστο­ρι­κών συμ­βά­ντων. Ο Μαριά­τε­γκι συνε­χί­ζει την ανά­πτυ­ξη των χωρίς αμφι­βο­λία ενδια­φε­ρου­σών ιδε­ών του εστιά­ζο­ντας κυρί­ως στο θρη­σκευ­τι­κό κομ­μά­τι της σύγκρι­σης ανά­με­σα στον προ­τε­στα­ντι­σμό και τον καθο­λι­κι­σμό επι­κε­ντρώ­νο­ντας στην αμε­ρι­κα­νι­κή ήπει­ρο του Βορ­ρά και του Νότου, καθώς και στο πώς η δια­φο­ρε­τι­κή τους ανά­πτυ­ξη έχει ως ρίζα τους δύο δια­φο­ρε­τι­κούς θρη­σκευ­τι­κούς δρό­μους. Από τις παρα­θέ­σεις του από τους Μαρξ- Ένγκελς φαί­νε­ται, ωστό­σο, ότι λαμ­βά­νει υπ’ όψη τις οικο­νο­μι­κές ανά­γκες του ανα­δυό­με­νου και ανα­πτυσ­σό­με­νου καπι­τα­λι­σμού και ότι σ’ αυτές εντάσ­σο­νται οι δύο θρη­σκευ­τι­κοί δρό­μοι, μιλώ­ντας για ισπα­νι­κή και για αγγλο­σα­ξο­νι­κή κον­κί­στα (Κατάκτηση/αποικισμός). Οπωσ­δή­πο­τε είναι ενδια­φέ­ρου­σες οι σκέ­ψεις του Περου­βια­νού μαρ­ξι­στή-δια­νοη­τή και αν δια­φω­νεί κανείς, του­λά­χι­στον αξί­ζουν τον κόπο να μελετηθούν. 

Στο δεύ­τε­ρο μέρος θα δού­με λίγα ακό­μα από τις σκέ­ψεις του Μαριά­τε­γκι γύρω από το θέμα και θα προ­χω­ρή­σου­με στην παρου­σί­α­ση των σκέ­ψε­ων και άλλων στοχαστών.

Συνε­χί­ζε­ται

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο