Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Στέλιος Μάινας συναντά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Ο ηθο­ποιός Στέ­λιος Μάι­νας συνα­ντά τον Αλέ­ξαν­δρο Παπα­δια­μά­ντη στις 21.00 στον «Ιανό» » (Στα­δί­ου 24, τηλ. 2103219917), δια­βά­ζο­ντας μερι­κά από τα αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά του διη­γή­μα­τα. Ο σαγη­νευ­τι­κός λόγος του Παπα­δια­μά­ντη, η υπο­κρι­τι­κή του Μάι­να και οι ήχοι των ψαλ­τά­δων και μου­σι­κών Κώστα Κωστα­ντά­του και Ουρα­νί­ας Πάν­τζιου μπλέ­κο­νται κατα­νυ­κτι­κά με τα πρώ­τα αρώ­μα­τα της άνοιξης.

Σάβ­βα­το 10 Μαρ­τί­ου στις 21.00 στον Ιανό, Στα­δί­ου 24. 

Λίγα λόγια για τον Παπα­δια­μά­ντη του Κώστα Βάρναλη 

2 Μαΐ­ου 1937

Τις Κυρια­κές και τις μεγά­λες γιορ­τά­δες ο Παπα­δια­μά­ντης πήγαι­νε πρωί — πρωί στον Άγιο Ελισ­σαίο, κοντά στον Παλαιό Στρα­τώ­να, και έψελ­νε ανά­με­σα στους απλοϊ­κούς πιστούς της συνοι­κί­ας. Εκεί πήγαι­νε και ο Μωραϊ­τί­δης για τον ίδιο σκοπό.
Έτσι ξαλα­φρώ­να­νε κι οι δύο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής και παίρ­να­νε ένα λου­τρό καρ­τε­ρί­ας, που τους δυνά­μω­νε τη δημιουρ­γι­κή τους ορμή.
Τη Μεγά­λη βδο­μά­δα τον χάνα­με. Εκτε­λού­σε στην εντέ­λεια όλα τα χρι­στια­νι­κά του χρέη σαν πει­θαρ­χη­μέ­νος καλό­γη­ρος. Μα την Κυρια­κή του Πάσχα, κατά το μεση­μέ­ρι ο κυρ Στέ­φα­νος ερχό­τα­νε στο καφε­νείο και τον έπαιρ­νε στο σπί­τι του να φάνε το πασχα­λι­νό αρνί.

Κατη­φο­ρί­ζα­νε κι οι δύο τον λόφο, ο ένας με σκυμ­μέ­νο το κεφά­λι κι ο άλλος με την αλύ­γι­στη περ­πα­τη­σιά του, για­τί τα γόνα­τά του ήτα­νε ξυλια­σμέ­να  από την αρθρίτιδα.

Στο τρα­πέ­ζι μοσχο­βο­λού­σε κι άχνι­ζε το αρνί μέσα στο ταψί μοσχο­βο­λού­σε το τυρί  του Παρ­νασ­σού, η μαρου­λο­σα­λά­τα με τον άνη­θο και το κρεμ­μυ­δά­κι, μοσκο­βο­λού­σα­νε τα πορ­το­κά­λια και λαμπο­κο­πού­σα­νε μέσα στη σου­πιέ­ρα τα κόκ­κι­να τ’ αυγά. Πόσοι πει­ρα­σμοί: Μα ο θρή­σκος Παπα­δια­μά­ντης πρώ­τα έκα­μνε τον σταυ­ρό του, έλε­γε το «φάγο­νται πένη­τες και εμπλησθήσονται…»,
οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυ­ρο­κο­πιό­ντα­νε κι αυτοί κι ύστερα…Αι, ύστε­ρα, άμα καθό­ντα­νε στο τρα­πέ­ζι, ο κυρ Στέ­φα­νος, που ήξε­ρε τα συνή­θεια του φίλου του, του γέμι­ζε μια κού­πα ρετσίνα.

Ο κυρ Αλέ­ξαν­δρος την έπια­νε με τις δύο του φού­χτες (για­τί τα χέρια του τρέ­μα­νε) και την άδεια­ζε ολά­κε­ρη «αμυ­στί» με μια συγκι­νη­τι­κή λαχτάρα.

Τότες το αίμα του ξυπνού­σε και κύλαε ζεστό στις φλέ­βες του, τα μάτια του καθα­ρί­ζα­νε, η ψυχή του άνοι­γε τα διπλω­μέ­να φτε­ρά της και τότε μονά­χα αρχί­ζα­νε το φαγί.

«Ήτο ωραί­ον ρετσι­νά­τον» (λέγει σ’ ένα του διή­γη­μα) «όλον άρω­μα και πτή­σις και αφρός»! Τι λυρι­κός καϋ­μός, τι αλη­θι­νός έρω­τας για το κρασί!

Έτσι αυτές τις μέρες, που η επο­χή μας τις ζει με κάποιαν πεζό­τη­τα, πώς να μη θυμη­θεί κανείς τον καλό εκεί­νο και­ρό, που η ποί­η­ση και η πίστη ήτα­νε ζωντα­νά στοι­χεία της ζωής.

Τώρα τα πεύ­κα τα κόψα­νε όλα οι πολυ­κα­τοι­κί­ες. Οι λεύ­κες ξερα­θή­κα­νε κι ως τόσο δεν τις κόβου­νε να λεί­ψη ο πέν­θι­μος εκεί­νος σκε­λε­τός τους, που τις κάνει να μοιά­ζου­νε με υψη­λούς ξύλινους
σταυ­ρούς σε κοιμητήρι.

Η Δεξα­με­νή που ήτα­νε η ψηλό­τε­ρη σκο­πιά της Αθή­νας, έχα­σε τον ουρα­νό και τη θάλασ­σα και κατά­ντη­σε σα μια πηγά­δα. Και μεί­να­με εμείς τα ερεί­πια, οι παλιοί κάτοι­κοι του ωραί­ου λόφου να θρη­νού­με επά­νω στα ερεί­πια του «εξω­ραϊ­σμού» του.

«Το μυρο­λό­γι της Φώκιας»

Το διή­γη­μα πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα «Πατρίς» το 1908 και περι­λαμ­βά­νε­ται στη συλ­λoγή «Πασχά­λι­να διη­γή­μα­τα» που εκδό­θη­κε στην Αθή­να από τον εκδο­τι­κό οίκο «Φέξη» το 1912.
Το διή­γη­μα αυτό του Παπα­δια­μά­ντη, που θεω­ρεί­ται από τα καλύ­τε­ρά του και ξεχω­ρί­ζει μέσα στην παγκό­σμια λογο­τε­χνία, μας δίνει τον ιδε­ο­λο­γι­κό κόσμο του δημιουρ­γού του.

Η γρια-Λού­και­να, κατε­βαί­νει στη θάλασ­σα για να πλύ­νει τα ρού­χα στο αλμυ­ρό νερό και να τα ξεβγά­λει στο ποτα­μά­κι που κυλά­ει εκεί κοντά. Είναι από­γευ­μα, κατά το ηλιο­βα­σί­λε­μα και σε μια πλα­γιά εκεί δίπλα ένας νεα­ρός βοσκός παί­ζει  με τη φλο­γέ­ρα του «φαι­δρόν ποι­με­νι­κόν άσμα». Η μικρή εγγο­νή της Λού­και­νας, η Ακρι­βού­λα, ξεφεύ­γει από την επι­τή­ρη­ση της μητέ­ρας της και πηγαί­νει να βρει τη για­γιά της.

Καθώς δεν γνω­ρί­ζει το μονο­πά­τι, την κατευ­θύ­νει ο ήχος της φλο­γέ­ρας και κάθε­ται για λίγο να ακού­σει το τρα­γού­δι του βοσκού, ο οποί­ος δεν την αντιλαμβάνεται.

Η ώρα περ­νά και όταν απο­φα­σί­ζει να φύγει έχει ήδη σου­ρου­πώ­σει. Δεν κατα­φέρ­νει να βρει το μονο­πά­τι για να κατέ­βει στη θάλασ­σα και γλι­στρώ­ντας στην από­το­μη πλα­γιά πέφτει στο νερό και πνί­γε­ται. Κανείς δεν αντι­λαμ­βά­νε­ται τον θάνα­τό της. Η για­γιά της μάλι­στα όταν ακού­ει τον παφλα­σμό νομί­ζει ότι είναι ο βοσκός που πετά πέτρες. Μόνο μια μικρή φώκια, πλη­σιά­ζει το άψυ­χο σώμα της μικρής και αρχί­ζει να το μοιρολογά.

«Έρως Ήρως»

«Η βάρ­κα αραγ­μέ­νη στην ακρο­για­λιάν, η μπα­ρού­μα δεμέ­νη έξω εις ένα βρά­χον… Και ο μικρός ναύ­της, ο Γιωρ­γής της Μπούρ­μπαι­νας, εξα­πλω­μέ­νος επά­νω εις την πρύμνην…εκοιμάτο με ανοι­κτόν το όμμα…»

Η διά­στα­ση ανά­με­σα στις επι­θυ­μί­ες και τις επι­λο­γές είναι πάντο­τε παρού­σα στο έργο του Παπα­δια­μά­ντη. Ο πει­ρα­σμός δεν είναι επι­λο­γή ανά­με­σα σε πράγ­μα­τα θετι­κά ή αρνη­τι­κά είναι επι­λο­γή απο­δο­χής ή απόρ­ρι­ψης πραγ­μά­των που είναι ταυ­τό­χρο­να και απο­κρου­στι­κά και γοητευτικά.

Ο ερω­τι­σμός του Παπα­δια­μά­ντη, σύμ­φω­να με τον Π.Μουλλά, «είναι ένα φου­σκω­μέ­νο ποτά­μι που μολο­νό­τι ξεστρα­τι­σμέ­νο από τη κοί­τη του, ξεχύ­νε­ται ακρά­τη­το και ταυ­τό­χρο­να υπο­δει­κνύ­ει τις ρωγ­μές ενός ακρω­τη­ρια­σμέ­νου ανθρώπου.

Για­τί εδώ η συνερ­γα­σία των αισθή­σε­ων είναι σχε­δόν αδια­νό­η­τη. Η όρα­ση αυτό­νο­μη, γίνε­ται το κύριο μέσο δια­φυ­γής για την ανεκ­πλή­ρω­τη επιθυμία.»

Έτσι λοι­πόν μόνος στη ζωή, μόνος και στη πάλη με το θεριό του έρω­τα απο­φά­σι­σε να μεί­νει ο Παπα­δια­μά­ντης. Φυλά­κι­σε τον έρω­τα στην έμπνευ­σή του και τον κρυ­φο­κοί­τα­ζε μέσα
από τους ήρω­ές του, ιδα­νι­κό, άγιο και απραγματοποίητο…

Είσο­δος: 6€

Ελά­χι­στη κατα­νά­λω­ση 4€

Οι πόρ­τες ανοί­γουν στις 20.30

Η βρα­διά θα μετα­δί­δε­ται ζωντα­νά από τo Ianos Radio

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο