Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο τελευταίος…

Όταν πεθαί­νει βασι­λιάς, μη χαί­ρε­σαι λαουτζίκο
Μη λες πως θάν’ καλύ­τε­ρος ο νυν από τον τέως
Πως θάναι το λυκό­που­λο καλύ­τε­ρο απ’ τον λύκο
Τότε μονά­χα να χαρείς: αν θάναι ο τελευταίος
Κώστας Βάρναλης

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

«Ευτυ­χο­α­τύ­χη­σα νάχω ζήσει και τους έξι βασι­λείς της σκυ­λο­οι­κο­γέ­νειας των Γλύξ­μπουργ. Ο απ’ αυτούς πρώ­τος, ο Γεώρ­γιος ο Α΄, ήταν ‘ένας πονη­ρό­γα­τος. Ο κατό­πιν του, ο Κων­στα­ντί­νος… ο 12, ήταν βλά­κας. Ο μετ’ αυτόν Αλέ­ξαν­δρος, ένας «πλέυ μπό­υς», ο 4ος ο Γεώρ­γιος ο Β΄, ένας «στριμ­μέ­νος» και στρυφ­νός, ο Παύ­λος ένας τέλεια ηλί­θιος και ο τελευ­ταί­ος ένας «τεντυ­μπό­υς» Τους δύο απ’ αυτούς (τους Κων­στα­ντί­νους) τους τρά­βα­γαν απ’ τη μύτη οι γυναί­κες τους. Στην οικο­γέ­νεια ουδέ στα­γό­να ελλη­νι­κού αίμα­τος έρρευ­σε ποτέ». Γιάν­νης Σκα­ρί­μπας, Το 21 και η αλή­θεια, Τομ. Γ΄.

Μόλις ανα­κη­ρύ­χτη­κε ανε­ξάρ­τη­το Κρά­τος η Ελλάς, το πρώ­το πρό­βλη­μα που ένοια­ξε τους εξου­σια­στές-ντό­πιους και ξένους- ήταν το συνε­ται­ρι­λί­κι στο γδάρ­σι­μο του λαού. Έφυ­γε ο Τούρ­κος και μας έφε­ραν τον Βαυα­ρό. Ένα παι­δί δεκα­πέ­ντε χρό­νων που την προη­γού­με­νη χρο­νιά-μη υπάρ­χο­ντος φρε­νο­κο­μεί­ου-το κλεί­σα­νε σε μονα­στή­ρι για να ξεζουρ­λα­θεί! Κι άρχι­σε το πανηγύρι.

Όλοι μαζί με μια φωνή, μια κραυ­γή και συγκε­κρι­μέ­νες κινή­σεις και με αρχη­γό τον εστεμ­μέ­νο κου­φό και μικρό­νοο αρχι­λη­στή ‑Όθω­νας το όνο­μά του- μοί­ρα­σαν την εθνι­κή γη ανά­με­σά τους-δικό τους το μαχαί­ρι, δικό τους και το πεπό­νι- και τα παλι­κά­ρια απέ­ξω, στην πεί­να. Μετα­βλή­θη­καν σε ληστές!

Έκα­νε και από­κα­με ο ελλη­νι­κός λαός κι αφού δεν μπό­ρε­σε να του για­τρέ­ψει την ατε­κνία και την αστη­σία του, κυρί­ως όμως την πνευ­μα­τι­κή του ανε­πάρ­κεια, το 1862 του έρι­ξε τέτοια κλω­τσιά στο Ναύ­πλιο η οποία και ηκού­σθη σ’ ολό­κλη­ρη την Ελλά­δα και από την Ελευ­σί­να μας την έκα­νε, αφή­νο­ντας σύξυ­λες τις κυρί­ες των τιμών και των παρατιμών.

Και ήρθε και ο Γεώρ­γιος Γκλύξ­μπουργκ. Αυτός έπια­σε στα­σί­δι για τα καλά και για πενή­ντα ολό­κλη­ρα χρό­νια επι­κά­θι­σε στο σβέρ­κο του Έλλη­να (1863–1913). Κι αν δεν τον δολο­φο­νού­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ο Σχι­νάς, ακό­μα θα βασίλευε.

Ανα­στέ­να­ξε το χρη­μα­τι­στή­ριο στο Λονδίνο.

Ανα­στέ­να­ξαν οι υπό­γειες δια­δρο­μές στην πολιτική.

Ανα­στέ­να­ξαν τα κρυ­φά και φανε­ρά κλω­θο­γυ­ρί­σμα­τα. «Μέγας ρου­σφε­το­λό­γος και παραί­τιος της κατα­στρο­φής των καλών νόμων».

«Προς δε ξεπού­λα­γαν υπέρ των Φρά­γκων (και εαυ­τών) παν ιερό μας και όσιό μας».

Ακο­λού­θη­σαν οι άλλοι. Ο Κων­στα­ντί­νος Α΄, όχι μόνο Γερ­μα­νός, αλλά με υψη­λή Γερ­μα­νι­κή συνεί­δη­ση. Τον διώ­ξα­με, μάς τον ξανά­φε­ραν για να απο­τε­λειώ­σει παντε­λώς τον μικρα­σια­τι­κό ελλη­νι­σμό και να τον διώ­ξου­με ορι­στι­κά το 1922. (Η Ελλά­δα υπό πλή­ρη κατα­στρο­φή και επι­κρε­μά­με­νος ο μικρα­σια­τι­κός αφα­νι­σμός, αυτός τσέ­πω­σε και 10.000 λίρες και μας την έκα­νε). Ενδιά­με­σα (1917–1920) είχα­με και τον Αλέ­ξαν­δρο, τον τεντι­μπόη. Αυτός ασχο­λού­νταν μόνο με αυτο­κί­νη­τα… Μόνο σού­ζες έκα­νε. Τον έφα­γε η μαϊ­μού και ησυχάσαμε.

Και μας επέ­βα­λαν την εξαι­ρε­τι­κή μαϊ­μού, εκεί­νον τον Γεώρ­γιο Β΄. Τρεις φορές τον διώ­ξα­με και τρεις τον ξανα­πή­ρα­με. Σιγά μην ασχο­λού­νταν αυτός με τα προ­βλή­μα­τα της Ελλά­δας. Και άμε­σος «συνέ­ται­ρος» του Μετα­ξά κι ούτε Κατο­χή έμα­θε ποτέ. Μαζί με τους άλλους, εκεί στο Κάι­ρο ξεκο­κά­λι­ζαν τον δημό­σιο πλού­το που φόρ­τω­σαν στο θωρη­κτό Αβέ­ρωφ. Τέλος πάντων το 1947, μας έφυ­γε κι αυτός. Ανέ­λα­βε ο Παύ­λος. Για γέλια και για κλά­μα­τα. Ώσπου το 1964 ορκί­στη­κε ο Κων­στα­ντί­νος Β’, βασι­λιάς των Ελλήνων.

Αυτός που τσα­λα­πά­τη­σε με τον πιο επαί­σχυ­ντο τρό­πο το Σύνταγ­μα, διό­ρι­σε πρω­θυ­πουρ­γό όποιον ήθε­λε ή μάλ­λον όποιον όρι­ζαν οι προ­στά­τι­δες δυνάμεις…

Και στο τέλος όρκι­σε και τους συνταγ­μα­τάρ­χες που επι­κά­θι­σαν στο σβέρ­κο του ελλη­νι­κού λαού εφτά ολό­κλη­ρα χρό­νια. Δεν χρειά­ζο­νται και περισ­σό­τε­ρα. Τα ζήσαμε. 
Στο καλό. Το ελλη­νι­κό έθνος δεν χρω­στά­ει τίπο­τε. Από τον Κιου­τα­χή και τον Ιμπρα­ήμ, όπως θα έλε­γε και ο Σκα­ρί­μπας, χρ΄πονια τώρα απαλ­λα­γή­κα­με. Από τα βασι­λι­κά κατά­λοι­πα, ακό­μη ξυνόμαστε.

Και για να τελειώ­νου­με. Για όσους/ες θα κλάψουν…

Κλεί­σε τ’ αυτιά σου στους σοβα­ρο­γε­λοί­ους πολιτικάντηδες.
«Και μην ανοί­γεις όσο κι αν χτυπούν
Φωνά­ζουν μα δεν έχουν τι να πουν» (Σεφέ­ρης)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο