Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Τσάρλι Τσάπλιν, «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» και η διαχρονική αξία ενός αριστουργήματος

“Ο Μεγά­λος Δικτά­τωρ” είναι μία ται­νία που έχει περά­σει πλέ­ον στο DNA όλων των κινη­μα­το­γρα­φό­φι­λων σε κάθε γωνιά της γης. Για την κλα­σι­κή ται­νία, την πρώ­τη ομι­λού­σα του Τσάρ­λι Τσά­πλιν, έχουν γρα­φτεί χιλιά­δες άρθρα και ανα­λύ­σεις. Δικαιο­λο­γη­μέ­να. Αυτός ο αένα­ος διά­λο­γος με το πέρα­σμα των δεκα­ε­τιών πάντα θα προ­σφέ­ρει στην κατα­δί­κη του φασι­σμού. Φέτος, το αθά­να­το αρι­στούρ­γη­μα συμπλη­ρώ­νει 80 χρό­νια από την πρώ­τη προ­βο­λή του και τα μηνύ­μα­τά του παρα­μέ­νουν ζωντα­νά. Ένα φιλμ, σαν να γυρί­στη­κε τώρα, δίχως ούτε μία ρυτί­δα και με την καλ­λι­τε­χνι­κή ματιά, το ανυ­πό­τα­κτο πνεύ­μα, την ιδιο­φυία ενός δημιουρ­γού που, δυστυ­χώς, ως είδος πλέ­ον εκλείπει.

Ο δαι­μό­νιος Τσάρ­λι Τσά­πλιν εξου­δε­τε­ρώ­νει κάθε ιδε­ο­λο­γία μίσους, κάθε προ­σπά­θεια υπο­τα­γής των λαών, τον ρατσι­σμό, την τρέ­λα της εξου­σί­ας, τη φρί­κη της θυσί­ας αθώ­ων ανθρώ­πων, με την ανε­λέ­η­τη σάτι­ρα, το γέλιο, αλλά και τις σαφείς μελαγ­χο­λι­κές επι­ση­μάν­σεις του για το δρό­μο που έχει πάρει η ανθρω­πό­τη­τα. Άλλω­στε ο λατρε­μέ­νος “Σαρ­λώ” είχε εκφρά­σει με όσους τρό­πους μπο­ρού­σε ‑ται­νί­ες, κεί­με­να, δηλώ­σεις, δρά­σεις- την απο­στρο­φή του για τον καπι­τα­λι­σμό στις ΗΠΑ και την Ευρώ­πη και την πλή­ρη κυριαρ­χία της οικο­νο­μι­κής ολι­γαρ­χί­ας. Άλλω­στε, το οικο­νο­μι­κό κραχ στην Αμε­ρι­κή ήταν πρό­σφα­το και ο Τσά­πλιν είχε δια­λέ­ξει να στα­θεί δίπλα στον λαό, στα εκα­τομ­μύ­ρια των εξα­θλιω­μέ­νων, κάνο­ντας εχθρούς όλους αυτούς που συγκέ­ντρω­ναν πύρ­γους από δολά­ρια, ενώ ταυ­τό­χρο­να θα πλή­ρω­νε βαρύ τίμη­μα στην προ­σω­πι­κή του ζωή, αλλά και στο έργο του.

Η ταινία της Ρίφενσταλ και η ιδέα

Η ιδέα για τον “Μεγά­λο Δικτά­το­ρα” μπή­κε στον Τσά­πλιν όταν είδε στη Νέα Υόρ­κη την προ­πα­γαν­δι­στι­κή και δοξα­στι­κή ται­νία για τον Χίτλερ, της Λένι Ρίφεν­σταλ, “Η Δύνα­μη της Θελή­σε­ως”, μαζί με τον Μπου­νιου­έλ και κάποιους άλλους. Όλοι οι παρευ­ρι­σκό­με­νοι στη μικρή σκο­τει­νή αίθου­σα είχαν τρο­μο­κρα­τη­θεί με αυτό που έβλε­παν. Ο μόνος που γελού­σε συνε­χώς με τους κομπα­σμούς και τις πόζες του “φύρερ” ήταν ο Τσά­πλιν. Εκεί του μπή­κε η ιδέα, ενώ την από­φα­ση την πήρε όταν έγι­ναν γνω­στά τα γεγο­νό­τα της “Νύχτας των Κρυ­στάλ­λων”, βάζο­ντας μπρο­στά το σχέ­διο για την ται­νία. Η από­φα­σή του αυτή όμως δεν ήταν εύκο­λη, κάτι το ευνό­η­το. Ήταν μία παρά­τολ­μη ιδέα, καθώς πολι­τι­κοί και πανί­σχυ­ρα οικο­νο­μι­κοί παρά­γο­ντες, αλλά και η αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νή γνώ­μη ήταν αρνη­τι­κοί στην εμπλο­κή των ΗΠΑ στον Πόλεμο.

Μπαίνοντας στο στούντιο

Κι ενώ ο Β’ Παγκό­σμιος Πόλε­μος είχε ξεκι­νή­σει, ο Τσά­πλιν μπαί­νει στο στού­ντιο, παρό­τι υπήρ­χαν πολ­λές ενστά­σεις για την παρα­γω­γή της ται­νί­ας. Κι αυτό, για­τί στην Αμε­ρι­κή δεν ήταν λίγοι οι πολι­τι­κοί ηγέ­τες που είχαν κατα­τρο­μά­ξει με το γερ­μα­νι­κό μοντέ­λο και τους ναζι­στές, θέλο­ντας να μεί­νουν μακριά, ενώ κάποιοι άλλοι ήταν έτοι­μοι να έρθουν σε συνεν­νό­η­ση μαζί του. Αλλά ήταν τόσο αγα­πη­τός σε όλο τον κόσμο που δύσκο­λα μπο­ρού­σαν να τον ανα­κό­ψουν. Ακό­μη και στη Γερ­μα­νία, παρό­τι είχε ξεκι­νή­σει μια τερά­στια επι­χεί­ρη­ση κατα­συ­κο­φά­ντη­σής του, παρέ­με­νε ο αγα­πη­μέ­νος “αλη­τά­κος” του κοινού.

Ο Τσά­πλιν προ­χώ­ρη­σε την ται­νία του, απο­φα­σι­σμέ­νος να είναι και η πρώ­τη ομι­λού­σα, παρά την αντί­θε­σή του στη χρη­σι­μο­ποί­η­ση του ήχου κι ενώ γύρι­σε, λίγα χρό­νια πριν, τα δυο άλλα τερά­στια αρι­στουρ­γή­μα­τά του με την τεχνι­κή του βωβού κινη­μα­το­γρά­φου, “Τα Φώτα της Πόλης” και τους “Μοντέρ­νους Και­ρούς”. Ο ήχος, όμως, ήταν απα­ραί­τη­τος για τον συντα­ρα­κτι­κό μονό­λο­γό του στο φινά­λε της ται­νί­ας, ένα προ­φη­τι­κό κεί­με­νο επα­να­στα­τι­κής ανθρω­πιάς. Όταν έγι­ναν γνω­στές οι θηριω­δί­ες των χιτλε­ρι­κών είχε πει ότι δεν θα έκα­νε την ται­νία επι­ση­μαί­νο­ντας ότι «δεν θα μπο­ρού­σε να αστειευ­τεί με τη φονι­κή της παρά­νοια». Ως άνθρω­πος είχε δίκιο. Ως καλ­λι­τέ­χνης άδι­κο. Κι αυτό διό­τι τα μηνύ­μα­τα της ται­νί­ας τα χρεια­ζό­μα­στε ακό­μη και σήμε­ρα. Και το χει­ρό­τε­ρο θα τα χρεια­στού­με και στο μέλλον…

Η ιδιοφυής υπεράσπιση της ελευθερίας

Στην ται­νία ο Τσά­πλιν ερμη­νεύ­ει δυο ρόλους, αυτόν του παρα­νοϊ­κού δικτά­το­ρα, που μιλά­ει αγγλι­κά ανα­κα­τε­μέ­να με μια γερ­μα­νί­ζου­σα διά­λε­κτο, κι αυτόν ενός αγα­θού Εβραί­ου κου­ρέα, που πολέ­μη­σε στον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο. Οι δυο χαρα­κτή­ρες έχουν εκπλη­κτι­κή ομοιό­τη­τα, ενώ ο κου­ρέ­ας πάσχει από αμνη­σία, έχο­ντας δια­γρά­ψει τις παρα­στά­σεις του από τον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, κι επι­στρέ­φει στη στο κου­ρείο του, που βρί­σκε­ται στο γκέ­το, χωρίς να γνω­ρί­ζει ότι η πόλη έχει κατα­λη­φθεί από ένστο­λους ναζί. Μετά από εξω­φρε­νι­κές κατα­στά­σεις, ο Τσά­πλιν θα κατα­λή­ξει, κόντρα στα πιστεύω του περί ομι­λού­ντος κινη­μα­το­γρά­φου, να βγά­ζει ένα μνη­μειώ­δη λόγο, πάντα επί­και­ρο, υπε­ρα­σπι­ζό­με­νος την ελευ­θε­ρία, πιστός στις παναν­θρώ­πι­νες αξί­ες, θέλο­ντας να αφυ­πνί­σει τον αμε­ρι­κα­νι­κό λαό, καθώς αμέ­σως μετά θα απο­κα­λυ­φθούν τα εγκλή­μα­τα των ναζί. Η ται­νία δια­θέ­τει αλλε­πάλ­λη­λα ιδιο­φυή σκετς, ενώ δυο από τις αθά­να­τες σεκάνς του φιλμ είναι γυρι­σμέ­νες με την τεχνι­κή του βωβού κινη­μα­το­γρά­φου. Είναι η σκη­νή στο κου­ρείο με μου­σι­κή υπό­κρου­ση την Ουγ­γρι­κή Ραψω­δία και η ανε­πα­νά­λη­πτη σκη­νή που ο δικτά­το­ρας χορεύ­ει και κάνει κόλ­πα με μία υδρό­γειο σφαί­ρα- μπα­λό­νι. Όταν η έμπνευ­ση μπαί­νει στη σφαί­ρα του μεγαλείου.

Δίπλα του, πρω­τα­γω­νι­στεί η εξαί­σια Πολέτ Γκο­ντάρ, ερμη­νεύ­ο­ντας το κορί­τσι που κερ­δί­ζει την καρ­διά του κου­ρέα, ενώ ο Τζακ Όκι, στο ρόλο του Μου­σο­λί­νι ως “Μπεν­τσί­νο Ναπα­λό­νι” τα πάει περί­φη­μα, μπαί­νο­ντας και αυτός στο κάδρο με τις κλα­σι­κές αξέ­χα­στες ερμηνείες.

Αγνοήθηκε στα Όσκαρ, κέρδισε τον κόσμο

Η ται­νία είχε μεν πέντε οσκα­ρι­κές υπο­ψη­φιό­τη­τες αλλά τελι­κά δεν κέρ­δι­σε καμία. Το Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Ται­νί­ας πήγε στη “Ρεβέ­κα” του Χίτσκοκ, ένα αξιό­λο­γο φιλμ, αλλά λίγο… μπρο­στά στον “Μεγά­λο Δικτά­το­ρα”. Οι στε­νό­μυα­λοι και υπερ­συ­ντη­ρη­τι­κοί της Ακα­δη­μί­ας Κινη­μα­το­γρά­φου έδει­ξαν για ακό­μη μια φορά ότι δεν κατά­λα­βαν τίπο­τα. Ούτε την ιστο­ρι­κή συγκυ­ρία, ούτε το μεγα­λείο ενός προ­φή­τη, ούτε καν την κινη­μα­το­γρα­φι­κή έμπνευ­ση ενός μονα­δι­κού δημιουρ­γού. Η ται­νία, πάντως, αγα­πή­θη­κε κι έκα­νε ένα γιγα­ντιαίο ρεκόρ εισι­τη­ρί­ων. Εν αντι­θέ­σει με τους ειδι­κούς, ο απλός κόσμος είχε καταλάβει…

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγωνστάκης

«Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβε­λα­αρ, Μια ιστο­ρία εκμε­τάλ­λευ­σης στις αποι­κί­ες καφέ»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο