Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο τύμβος των αεροπόρων

ΧΑΜΗΛΩΝΟΥΝ ΟΙ ΑΠΕΝΘΗΤΕΣ ΦΛΟΓΕΣ έως την καρ­διά, όταν ξανα­γυρ­νάς στο Ορο­πέ­διο. Ακα­τα­σκεύ­α­στη και σκο­τει­νή η αγά­πη σε τού­τα τα νοη­μα­τι­σμέ­να βου­νά, εσέ­να καλεί να γυρί­σεις, να βρεις το νόη­μα του γενέ­θλιου τόπου μέσα σου. Η επα­νά­κτη­ση των ανα­μνή­σε­ων απο­κτά άλλη αξία τώρα. Επι­στρέ­φεις, μα δεν είναι αυτή η ανα­ζή­τη­ση μιας χαμέ­νης εικό­νας. Τα παλιά σου ίχνη, σου δεί­χνουν ξανά τον τόπο σου με μιαν αλλιώ­τι­κη, πιο δυνα­τή, συγ­γέ­νεια και οικειότητα.

Σε βρή­κα συντρο­φιά με τους αθώ­ους, εκεί­νους που αγά­πη­σαν τη γλώσ­σα που βύζα­ξαν, εκεί­νους που προ­σεύ­χο­νται με τις λέξεις που δεν λησμο­νή­θη­καν και τη ρακή στον ουρα­νί­σκο. Μετρά η αγά­πη τα βου­νά, μετριέ­ται κι η αγά­πη, συλ­λα­βι­στά να μη ραγί­σουν οι λέξεις. Το φιλί δικά­ζεις. Κοι­τάς ψηλά στις κορ­φές. Θαρ­ρείς κι ανά­βουν  όλες μαζί οι πικρο­δάφ­νες τ’ ουρα­νού σ’ ένα ηλιοβασίλεμα.

Θαρ­ρείς, σε κάθε επι­στρο­φή, ένα και­νού­ριο ταξί­δι σού τάζει ο ορί­ζο­ντας, φτά­νει να ξέρεις να περι­μέ­νεις, να κρα­τάς την ψυχή, πετα­λού­δα στις απλω­μέ­νες χού­φτες. Αυτή τη φορά, συλ­λα­βί­ζο­ντας καλο­καί­ρια και φθι­νό­πω­ρα θα ψιθυ­ρί­σεις «ευχα­ρι­στώ».

Σα να ήταν μοί­ρα σου, πάντο­τε να φεύ­γεις και πάντο­τε να επι­στρέ­φεις. Αυτή τη φορά ήρθες για να βρεις θραύ­σμα­τα της παλιάς σου ζωής, ένα αλγει­νό ταξί­δι, που απ’ όποιον δρό­μο κι αν το επι­χει­ρή­σεις πάλι νόστος, νόστος, θα πεις ότι είναι.

Ο άνε­μος φέρ­νει ακό­μη τις φωνές. Όχι, εδώ δεν πεθαί­νει κανείς. Εδώ θαρ­ρείς κοι­μού­νται ίσκιοι κι ονει­ρεύ­ο­νται κάθε ξημέ­ρω­μα μιαν άλλη ανά­στα­ση κι ας μεγα­λώ­νουν περισ­σό­τε­ρο οι νύχτες. Εδώ ρίχνουν αλά­τι στην πλη­γή ν’ αγιά­σει ο πόνος να μη σιμώ­σει η άβυσσος.

Έτσι έκα­νε ο γέρο Τζε­νο­γιώρ­γης σ’ εκεί­νες τις απο­σπε­ρί­δες στο σπί­τι του στην Καζάρ­μα, στο Τζερ­μιά­δων, κάθε φορά που κοί­τα­ζε την ασπρό­μαυ­ρη φωτο­γρα­φία τού γιου του, του Ιππο­κρά­τη. Θυμά­σαι να λένε και να ξανα­λέ­νε την τρα­γι­κή του ιστορία.

Αυτή η παι­δι­κή ανά­μνη­ση σ’ έφε­ρε μέχρι εδώ, στον τύμ­βο, στο κέντρο περί­που του λασι­θιώ­τι­κου κάμπου, όπου σε μια μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα είναι γραμ­μέ­να τα ονό­μα­τα των αερο­πό­ρων που έπε­σαν σε δια­τε­ταγ­μέ­νη πτή­ση, τον Δεκέμ­βρη του χίλια εννια­κό­σια σαρά­ντα τέσσερα.

Με δάκρυα δια­βά­ζεις: «Ανθυ­πο­σμη­να­γός Κωστής Ευάγ­γε­λος του Νικο­λά­ου, κυβερ­νή­της, από τον Οξύ­λιν­θο Ευβοί­ας, γεν­νή­θη­κε το 1920. Ανθυ­πο­σμη­να­γός Τζε­νά­κης Ιππο­κρά­της, ασυρ­μα­τι­στής πολυ­βο­λη­τής, από το Τζερ­μιά­δων Λασι­θί­ου Κρή­της, γεν­νή­θη­κε το 1917. Επι­σμη­νί­ας Κου­λε­πά­κης Βασί­λειος, πυρο­βο­λη­τής αέρος, από την Αλε­ξάν­δρεια, γεν­νή­θη­κε το 1924. Επι­σμη­νί­ας Δικαί­ος Αλέ­ξαν­δρος, ναυ­τί­λος, από την Αλε­ξάν­δρεια, γεν­νή­θη­κε το 1917».

Ο Ιππο­κρά­της ενθου­σια­σμέ­νος, μετά από την επι­τυ­χία της απο­στο­λής του, μαζί με το πλή­ρω­μα του αερο­πλά­νου είχε έρθει με ταξί στο Τζερ­μιά­δων για να δει τους δικούς του. Ο Τζε­νο­γιώρ­γης άνοι­ξε την καρ­διά και το σπί­τι του και υπο­δέ­χτη­κε την παρέα. Την τρί­τη φορά που πήγε στο βαρέ­λι να γεμί­σει την κανά­τα κρα­σί άνοι­ξε την κάνου­λα, μα του φάνη­κε πως μαζί με το άσπρο κρα­σί έτρε­χε πού και πού κάτι κόκ­κι­νο, πηχτό.

«Θαρ­ρώ πως εμέ­θυ­σα από την πολ­λή χαρά», είπε δυνα­τά, θαρ­ρείς για να ξορ­κί­σει το κακό. Δεν ήθε­λε να παρα­δε­χτεί την πρώ­τη του σκέ­ψη. Με την άκρη της μύτης έπια­σε στον αέρα και μια μυρω­διά λιβά­νι, μα το προ­σπέ­ρα­σε κι αυτό.

Εκεί­νη τη νύχτα ένα πέν­θι­μο σημα­ντή­ρι ακου­γό­ταν από μακριά. Κανείς δεν έδω­σε σημασία.

Εκεί­νη τη νύχτα, στο μεσο­δό­κι του σπι­τιού, άνοι­ξε μια ραγι­σμα­τιά κι έτρε­ξε παλιά θανα­τε­ρή σκου­ριά πάνω στον ασβέστη.

Εκεί­νη τη νύχτα τέσ­σε­ρα άστρα έπε­σαν μαζί. Τα παι­διά που τα είδαν έκα­ναν ευχές: «Ποτέ πια πόλεμος!»

Εκεί­νη τη νύχτα η Μοί­ρα παρα­δέ­χτη­κε πως της είχε ξεφύ­γει αυτός ο φόρος κι έτσι υπο­χρε­ώ­θη­κε να συντά­ξει ένα ακό­μη αξό­φλη­το γραμ­μά­τιο, όχι με άστρα, μα με ονόματα…

Νύχτα βαθιά. Ο Ιππο­κρά­της δεν είχε ύπνο. Μιλού­σε για όσα έγι­ναν στον πόλε­μο. Όλο το χωριό, μικροί και μεγά­λοι, κρέ­μο­νταν από τα χεί­λη του. Ύστε­ρα άρχι­σε το γλέ­ντι κι ήταν η ψυχή τόσο ανέ­γνοια­στη που χαμο­γε­λού­σε και στ’ ανα­πά­ντε­χο και το καλού­σε να σιμώ­σει και να κεραστεί.

Όσο η χαρά και το γλέ­ντι έκλε­βαν κι από τις μικρές ώρες της επό­με­νης ημέ­ρας, στον παρα­στά­τη της πόρ­τας η λύπη είχε στο­λι­στεί και περί­με­νε ορθή τη δική της σει­ρά για να δώσει παράσταση.

Ξημε­ρώ­μα­τα. Νόμι­σαν πως ήταν η χαρά που τους κατευό­δω­νε για το Ηρά­κλειο και αγκα­λιά­ζο­νταν με περη­φά­νια. Στον απο­χαι­ρε­τι­σμό ετού­το, ο Τζε­νο­γιώρ­γης, αφού έβγα­λε την τσα­τσά­ρα του και χτέ­νι­σε τα μαύ­ρα μαλ­λιά τού Ιππο­κρά­τη, καμα­ρώ­νο­ντας, του πέρα­σε κι ένα γαρύ­φαλ­λο στ’ αφτί, θαρ­ρείς και ήθε­λε να επι­βε­βαιώ­σει εκεί­νο το «αχτέ­νι­στο κι αστό­λι­στο του Χάρου δεν σε δίνω».               Γελώ­ντας, έσπρω­ξαν το ταξί, που δεν έπαιρ­νε μπρος, κι έφυ­γαν, γελώ­ντας, για­τί δεν είχαν ακού­σει την κραυ­γή στα μικρά γράμ­μα­τα, στο «αχ» και στο κρί­μα της λύπης.

Κατά τις εννέα το πρωί ο χει­ρι­στής του αερο­πλά­νου, θέλο­ντας να τιμή­σει τη φιλο­ξε­νία της προη­γού­με­νης νύχτας, περ­νώ­ντας από το Λασί­θι έκα­νε χαμη­λές πτή­σεις, όχι μόνο γύρω από το Ορο­πέ­διο, αλλά και πάνω από το Δημο­τι­κό Σχο­λείο και τη γει­το­νιά της Καζάρ­μας. Ο κόσμος ζητω­κραύ­γα­ζε, ανά­με­σά τους η Καλ­λιό­πη κι ο Αρι­στεί­δης, που ήταν τότε παι­διά – για χρό­νια μετά, κάθε φορά που έφερ­ναν αυτή την αθι­βο­λή, έπια­ναν πάλι τα χέρια τους σφι­χτά και τα μάτια τους βούρ­κω­ναν, όχι μόνο από συγκί­νη­ση αλλά και για το «κρί­μα κι άδικο».

Λίγα λεπτά μετά τους πανη­γυ­ρι­σμούς της μικρής κοι­νω­νί­ας, ο ήχος μιας εκκω­φα­ντι­κής έκρη­ξης θα σβή­σει τη χαρά απ’ όλα τα πρό­σω­πα. Γλί­στρη­σαν τα παλι­κά­ρια από το σκα­λο­πά­τι της χαράς στο υπε­ρώο του άλλου κόσμου και ίσως κι εκεί­νες τις τελευ­ταί­ες στιγ­μές να γελού­σαν, όπως γελού­σαν  ευτυ­χι­σμέ­νοι όταν έβλε­παν –και με τους δικούς τους αγώ­νες– την πατρί­δα λεύτερη.

Οι τέσ­σε­ρις ψυχές σήμε­ρα ανα­παύ­ο­νται σε κοι­νό τάφο στο κοι­μη­τή­ριο της Αγί­ας Άννης, στο Τζερ­μιά­δων. Σ’ εκεί­νο το μοι­ραίο αερο­σκά­φος επέ­βαι­ναν εκτός του πλη­ρώ­μα­τος και δυο Άγγλοι, ο στρα­τιώ­της Τ. Morris, 79471, 5 BS Μονά­δας, και ο στρα­τιώ­της Πυρο­βο­λι­κού 1140131 RSTR Parent Unit RA Field, όλοι τους νερό και δάκρυ, αύρες πια στην αγκα­λιά του κάμπου, ξεπρο­βά­λουν με την πάχνη, φορ­τω­μέ­νοι ουρα­νό στους ώμους πετούν σαν τ’ αγριο­πε­ρί­στε­ρα από μηλιά σε μηλιά, κι από ανε­μό­μυ­λο σε ανε­μό­μυ­λο, χωρίς θλί­ψη, μαχη­τές μέχρι θανά­του.  Παχνι­σμέ­νες αύρες πια στην αγκα­λιά του κάμπου, με το χρέ­ος που φτιά­χνει η μέσα πατρί­δα, πάντα γεν­ναί­οι και πάντα ευγε­νι­κοί, ασπά­ζο­νται τα μελ­τέ­μια, ανά­βουν κερο­δο­σιές της ειρή­νης, μνη­μο­νεύ­ουν ονό­μα­τα. Κι όταν ξεγε­λιού­νται στ’ άκου­σμα μιας μαντι­νά­δας και γυρεύ­ουν να πάρουν πίσω τις κομ­μα­τια­σμέ­νες σάρ­κες, η λασι­θιώ­τι­κη γη κάτω από τις φτέρ­νες τους γίνε­ται απα­λή, μάνα, να μην τους πονέ­σει. Τις νύχτες κατε­βά­ζουν γι’ αλέ­τρι μια φέτα φεγ­γά­ρι, οργώ­νουν και σπέρ­νουν ανά­με­σα στις μαντι­λί­δες την αγάπη.

Η αλι­σά­χνη χτε­νί­ζει τα βλέφαρα…
Όμως έτσι συμ­βαί­νει, κι εσύ το ξέρεις καλά, για τους ήρω­ες δεν υπάρ­χει μόνο παρελ­θόν, οι ήρω­ες συνε­χί­ζουν το γλέ­ντι στην αιωνιότητα…

Τα μάτια σου έχουν μια παρά­ξε­νη μέθη. Αρμέ­γουν το φως του κλει­στού τόπου, λιγω­μέ­να από τις πολ­λές ομορ­φιές και τη συγκί­νη­ση. Το φως της αυγής μοι­ρά­ζει υπο­σχέ­σεις σε μιαν ατμό­σφαι­ρα τρυ­φε­ρή και υγρή, απο­κα­λύ­πτο­ντας το μεγα­λείο του Ορο­πε­δί­ου. Τόπος μυστη­ρί­ου και κατοι­κία θεών. Οι επι­βλη­τι­κοί ορει­νοί σχη­μα­τι­σμοί διε­γεί­ρουν τη φαντα­σία και τις αισθή­σεις από τις κορυ­φο­γραμ­μές μέχρι τον κάμπο. Ρίχνεις πλά­γιες ματιές όπου δια­κρί­νεις το ανε­πι­τή­δευ­τα ωραίο, το μονο­πά­τι της από­δρα­σης, που ψάχνεις κι ας είναι μ’ ένα δάκρυ σε τού­το το λιτό τύμ­βο των αεροπόρων…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερί­γου | Από το βιβλίο «Λασί­θι, τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών»

Μνη­μείο Αεροπόρων:
Τύμ­βος των τεσ­σά­ρων αερο­πό­ρων, στο κέντρο περί­που του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου όπου σε μια μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ανα­γρά­φο­νται τα ονό­μα­τα των αερο­πό­ρων που έπε­σαν σε δια­τε­ταγ­μέ­νη πτήση.
α. Ανθ/γός Κωστής Ευάγ­γε­λος του Νικο­λά­ου, κυβερ­νή­της, από τον Οξύ­λιν­θο Ευβοί­ας, γεν­νή­θη­κε το 1920.
β. Επι­σμη­νί­ας Δικαί­ος Αλέ­ξαν­δρος, ναυ­τί­λος, από την Αλε­ξάν­δρεια, γεν­νή­θη­κε το 1917.
γ. Ανθ/γός Τζε­νά­κης Ιππο­κρά­της, ασυρ­μα­τι­στής πολυ­βο­λη­τής, από το Τζερ­μιά­δω Λασι­θί­ου Κρή­της, γεν­νή­θη­κε το 1917.
δ. Επι­σμη­νί­ας Κου­λε­πά­κης Βασί­λειος, πυρο­βο­λη­τής αέρος, από την Αλε­ξάν­δρεια, γεν­νή­θη­κε το 1924.
Στο Baltimore IV υπ’ αριθ­μό FA563 της 13ης Μ. Μ.Ε.Β. που συνε­τρί­βη στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου την 18η Δεκεμ­βρί­ου 1944 εκτός του πλη­ρώ­μα­τος επέ­βαι­ναν επί­σης — α. Αγγλος στρα­τιώ­της επι­βά­της Τ. Morris 79471, 5 BS Μονά­δας. β. Aγγλος στρ. Πυροβ. επι­βά­της 1140131 RSTR Parent Unit RA Field οι οποί­οι επι­βι­βά­στη­καν στο Ηρά­κλειο για Χασά­νι το πρωί της 18/12/1944.

Γεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962. Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζω στην Κέρ­κυ­ρα. Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις. Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο». Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθι­νο­πώ­ρου. Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργο­γρα­φία …

Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογο­τε­χνία Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο (μυθι­στό­ρη­μα) Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια (μυθι­στό­ρη­μα) Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, (διη­γή­μα­τα) Αύριο, στά­χυα οι λέξεις (ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή) Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα (διη­γή­μα­τα) Λασί­θι, Τόπος Μέγας (αφή­γη­μα) κά, με συμ­με­το­χές στις ποι­η­τι­κές ανθο­λο­γί­ες “Μονό­λο­γοι”,  “Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης”. Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου… Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως.


facebook logo click

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο