Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο φασισμός είναι θάνατος

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανάκης //

Ο Άρτις Πάμπρικς είναι ο Λετο­νός υπουρ­γός άμυ­νας. Δήλω­σε: «Είναι καθή­κον μας να τιμού­με αυτούς τους Λετο­νούς πατριώ­τες από τα βάθη της ψυχής μας». Και συνέ­χι­σε: «Μπρο­στά από τους τάφους και τα μνη­μεία της Λεγε­ώ­νας μας, είμα­στε όλοι συγκλο­νι­σμέ­νοι, με την δύνα­μη και την πεποί­θη­ση ότι η χώρα μας έχει μέλ­λον και ότι είμα­στε στον σωστό δρόμο».

Ο φασί­στας υπουρ­γός ανα­φε­ρό­ταν στη Λετο­νι­κή λεγε­ώ­να, τους συνερ­γά­τες των Waffen-SS, που ευθύ­νο­νται για εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες δολο­φο­νί­ες και μαζι­κές φρικαλεότητες.

Κι αυτή η δήλω­ση έγι­νε ανή­με­ρα της επε­τεί­ου του Μπά­μπι Γιάρ όπου δολο­φο­νή­θη­καν μαζι­κά 35.000 Εβραί­οι. Έγι­νε στο έδα­φος της πρώ­ην Σοβιε­τι­κής Ένω­σης όπου εκα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι – παι­διά, γυναί­κες, γέροι και νέοι βρή­καν τον θάνα­το. Εκεί όπου οι χιτλε­ρο­φα­σί­στες είχαν βαλ­θεί να εξο­ντώ­σουν κάθε Εβραίο, Σλά­βο, κομ­μου­νι­στή, τσιγ­γά­νο, μέσα στα δεκά­δες στρα­τό­πε­δα θανά­του που είχαν οργα­νώ­σει. Αυτά δήλω­σε ο φασί­στας υπουρ­γός, λίγες μέρες μετά το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό ψήφι­σμα του Ευρω­παϊ­κού Κοι­νο­βου­λί­ου.  Την ίδια χρο­νιά που υπουρ­γί­νες του σημε­ρι­νού σιω­νι­στι­κού κρά­τους δολο­φό­νων δήλω­ναν υπε­ρη­φά­νως πως είναι φασίστριες.

Σε πλή­ρη αντί­θε­ση με τον φασι­σμό του Λετο­νού κυβερ­νη­τι­κού, ο Λεόν Ουέλς, του οποί­ου η οικο­γέ­νεια εξο­ντώ­θη­κε και ο ίδιος επι­βί­ω­σε ως εκ θαύ­μα­τος στο στρα­τό­πε­δο Για­νόφ­σκα, κατέ­θε­τε στη Δίκη της Νυρεμβέργης:

«Όταν φτά­σα­με στην άμμο είδα­με ότι δεν είχαν ετοι­μα­στεί τάφοι για εμάς. Γδυ­θή­κα­με, ανα­φέ­ρα­με ξανά όλα τα ονό­μα­τα για να είναι σίγου­ροι ότι δεν χάθη­κε κανείς στο δρό­μο. Όλοι πήραν φτυά­ρι και αρχί­σα­με να σκά­βου­με τους τάφους μας. Όταν οι τάφοι τέλειω­σαν άρχι­σαν να δια­βά­ζουν από μια λίστα, έσπρω­χναν ανά δύο στους τάφους, ξάπλω­ναν μπρού­μυ­τα ο ένας δίπλα στον άλλον και τους πυρο­βο­λού­σαν. Οι επό­με­νοι δύο έπρε­πε να πετά­ξουν λίγη άμμο πάνω στους προη­γού­με­νους και να ξαπλώ­σουν προς την άλλη κατεύ­θυν­ση οπό­τε τους πυρο­βο­λού­σαν και ούτω καθε­ξής. Το όνει­ρό μου εκεί­νη τη στιγ­μή, καθώς στε­κό­μουν εκεί ήταν να πετα­χτεί το αίμα μου για να πιώ κάτι εξ’ αιτί­ας του υψη­λού πυρε­τού από την πνευ­μο­νία και τον τύφο. Να πιω το ίδιο μου το αίμα, αυτό ήταν το όρα­μά μου, σ’ αυτό προσέβλεπα.

Εκεί κοντά μια μεγα­λύ­τε­ρη ομά­δα κατα­σκεύ­α­ζε το στρα­τό­πε­δο χτί­ζο­ντας στρα­τώ­νες και χάθη­κα ανά­με­σά τους. Φαί­νε­ται πως ο άντρας των Ες-Ες ανη­σύ­χη­σε πως με έχα­σε και φοβό­ταν τους ανω­τέ­ρους του. Επει­δή σύμ­φω­να με τους κανό­νες όσοι ήταν ήδη στην άμμο δεν μπο­ρού­σαν να επι­στρέ­ψουν στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης. Το να φύγεις από το στρα­τό­πε­δο εκεί­νη την περί­ο­δο, να δρα­πε­τεύ­σεις από εκεί, δεν ήταν πρό­βλη­μα. Μπο­ρού­σες εύκο­λα να δρα­πε­τεύ­σεις. Το πρό­βλη­μα ήταν ότι αν το έσκα­γε κάποιος δολο­φο­νού­σαν δέκα ανθρώ­πους από την ταξιαρ­χία μας και έπια­ναν όλους τους συγ­γε­νείς σου και τους κρε­μού­σαν δημό­σια. Κι εκεί­νη την επο­χή οι περισ­σό­τε­ροι από εμάς είχα­με συγ­γε­νείς στην πόλη».

Όχι, φασί­στα υπουρ­γέ κι οι όμοιοί σου! Δεν είναι στο σωστό δρό­μο η χώρα σου και δεν έχει μέλ­λον. Γενι­κά, δεν έχουν μέλ­λον οι λαοί αν παρα­μεί­νουν αδρα­νείς κι αμέ­το­χοι. Ακό­μη κι η αδια­φο­ρία τους απέ­να­ντι στο σκο­τει­νό πισω­γύ­ρι­σμα, στον φασι­στι­κό μεσαιω­νι­σμό που βαλ­θή­κα­τε να επι­βάλ­λε­τε είναι κολάσιμη.

Θυμη­θεί­τε, λαοί της ανθρω­πό­τη­τας: Το τελευ­ταίο πέρα­σμα του φασι­σμού από τη Γη στοί­χι­σε πάνω από 70 εκα­τομ­μύ­ρια νεκρούς. Κι οι Γερ­μα­νοί που έβλε­παν αδιά­φο­ρα να καί­γο­νται τα σπί­τια των Εβραί­ων δεν ήταν όλοι φασί­στες. Τα επτά εκα­τομ­μύ­ρια των Γερ­μα­νών στρα­τιω­τών που θάφτη­καν στο Σμο­λένσκ, στη Μόσχα, στο Λένιν­γκραντ, στο Στά­λιν­γκραντ, στο Κουρσκ και αλλού και στην επέ­λα­ση του Κόκ­κι­νου Στρα­τού προς τη Νίκη, δεν ήταν όλοι φασί­στες. Μπο­ρεί να πρό­λα­βαν να δουν τις σκε­πές από τα σπί­τια της Μόσχας, αλλά δεν ξανά­δαν το δικό τους σπι­τι­κό. Κι όσοι άκου­σαν την εβδό­μη συμ­φω­νία του Σοστα­κό­βιτς (του Λένιν­γκραντ) από τα μεγά­φω­να της ηρω­ι­κής πόλης, ίσως, μέσα στο δέος που τους δημιούρ­γη­σαν οι νότες της, να αντι­λή­φθη­καν πως ήταν η τελευ­ταία συμ­φω­νία που άκουγαν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο