Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΦΙΔΕΛ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Πλη­σιά­ζουν τα Χρι­στού­γεν­να και, όπως κάθε θρη­σκευ­τι­κή γιορ­τή, φέρ­νουν στην επι­φά­νεια το ρόλο της θρη­σκεί­ας στην κοι­νω­νία και την απο­τύ­πω­σή της σαν πιο επί­μο­νο στοι­χείο της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης στην ψυχή των ανθρώ­πων, κυρί­ως των λαϊ­κών στρω­μά­των. Σε συν­δυα­σμό με το φυσι­κό θάνα­το της εμβλη­μα­τι­κής επα­να­στα­τι­κής μορ­φής του 20ου αιώ­να, του Φιδέλ Κάστρο, καλό είναι να (ξανα)διαβάσουμε ένα πολύ σημα­ντι­κό βιβλίο που κυκλο­φό­ρη­σε το 1987 από τις εκδό­σεις «Γνώ­σεις» με τον τίτλο Ο Φιδέλ και η Θρη­σκεία και τον υπό­τι­τλο Συνο­μι­λί­ες με τον Φράϊ Μπέτ­το σε μετά­φρα­ση της Δέσποι­νας Μάρ­κου. Οι συνο­μι­λί­ες αυτές του ηγέ­τη της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης με τον Βρα­ζι­λιά­νο μονα­χό του Τάγ­μα­τος των Δομι­νι­κα­νών στρέ­φο­νται γύρω από τη θρη­σκεία και την επα­νά­στα­ση, τη θρη­σκεία και την ταξι­κή πάλη, τη θρη­σκεία και τον μαρ­ξι­σμό. Τέτοιες συζη­τή­σεις απο­κτούν συνή­θως μια έξαρ­ση εκεί που γίνο­νται επα­να­στά­σεις, ιδιαί­τε­ρα σε περί­πτω­ση που η εκκλη­σία έχει τερά­στια επί­δρα­ση στις βαθιά θρη­σκό­λη­πτες φτω­χές μάζες. Η ιστο­ρία έχει δώσει παρα­δείγ­μα­τα, για­τί τα επα­να­στα­τι­κά περά­σμα­τα του 20ου αιώ­να έχουν γίνει μόνο σε χώρες με τη θρη­σκεία να είναι κυρί­αρ­χο στοι­χείο στη συνεί­δη­ση της πλειο­νό­τη­τας του λαού. Στις χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής το θέμα εξα­κο­λου­θεί να είναι επί­και­ρο. Από τη μία μεριά η φτώ­χεια οδη­γεί κατά και­ρούς σε εξε­γέρ­σεις, επα­να­στα­τι­κά κινή­μα­τα, από την άλλη η θρη­σκεία πατά­ει φρέ­νο σε κάθε τέτοια ενδε­χό­με­νη εξέ­λι­ξη. Βεβαί­ως υπάρ­χει το φαι­νό­με­νο ο κατώ­τε­ρος κλή­ρος να συμπα­ρα­στέ­κε­ται το λαό στη μιζέ­ρια του και ακό­μα να προ­σχω­ρεί μαζί του στη δια­μαρ­τυ­ρία, αλλά σαν θεσμός οι θρη­σκεί­ες και οι εκκλη­σί­ες έχουν παί­ξει στην ιστο­ρία αντι­δρα­στι­κό ρόλο. Πώς να δια­χει­ρι­στεί αυτή την αντί­φα­ση, πώς να σεβα­στεί τα θρη­σκευ­τι­κά αισθή­μα­τα του λαού και ταυ­τό­χρο­να να πεί­σει για τα επα­να­στα­τι­κά ιδα­νι­κά που τα βάζουν με κάθε κατα­σταλ­τι­κό θεσμό – είτε στον τομέα της συνεί­δη­σης, είτε στον τομέα του κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού να το δύσκο­λο καθή­κον κάθε επα­να­στα­τι­κής ηγε­σί­ας. Να συμ­φω­νού­με για τον παρά­δει­σο στη γη και να αφή­σου­με για μετά τον παρά­δει­σο στον ουρα­νό, ήταν η άπο­ψη του Λένιν στη βαθιά θρη­σκό­λη­πτη επα­να­στα­τη­μέ­νη Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα.

Μαρ­ξι­σμός και χριστιανισμός

Οι ανα­τρο­πές των 1989–1991 σήμα­ναν μια τερά­στια αντι­δρα­στι­κή στρο­φή στον παγκό­σμιο χάρ­τη και μαζί με αυτήν μια ανα­βί­ω­ση – ή του­λά­χι­στο μια προ­σπά­θεια ανα­βί­ω­σης – θρη­σκευ­τι­κο­ποί­η­σης της κοι­νω­νι­κής ζωής και της συνεί­δη­σης, ιδιαί­τε­ρα στις χώρες που η επί­ση­μη ιδε­ο­λο­γία ήταν αντι-θρη­σκευ­τι­κή. Ο Φιδέλ Κάστρο από πολύ νωρίς το θεώ­ρη­σε σωστό να έρχε­ται σε διά­λο­γο για το φαι­νό­με­νο της θρη­σκεί­ας. Η σημεί­ω­ση στην κου­βα­νέ­ζι­κη έκδο­ση του ως άνω βιβλί­ου ξεκι­νά­ει ως εξής: «Υπάρ­χουν αλή­θειες κρυμ­μέ­νες στο κου­βά­ρι που έχει υφαν­θεί μέσα σε χιλιε­τη­ρί­δες σκο­τα­δι­σμού; Τα πρώ­τα χρό­νια της Επα­νά­στα­σης ο Φιδέλ Κάστρο τόνι­σε: «Μας πάντρε­ψαν με την ψευ­τιά και μας ανά­γκα­σαν να ζού­με μαζί της και γι’ αυτό φαί­νε­ται σαν να φτά­νει η συντέ­λεια του κόσμου όταν ακού­με την αλή­θεια»». Στο βιβλίο λοι­πόν ένας στρα­τευ­μέ­νος καθο­λι­κός συζη­τά­ει με τον κομ­μου­νι­στή ηγέ­τη και όταν έχει τελεί­ω­σει η ανταλ­λα­γή από­ψε­ων οι δύο νοιώ­θουν πιο σίγου­ροι για τις από­ψεις τους και όχι μόνο αυτό, αλλά θέλουν να συσφί­ξουν τις σχέ­σεις τους σε μια κοι­νή πολι­τι­κή πρα­κτι­κή πάλη. Πώς γίνε­ται αυτό; Ψάχνο­ντας στις πρω­τό­τυ­πες πηγές του χρι­στια­νι­σμού και του μαρ­ξι­σμού. Δεν είναι, όμως, μόνο τα θέμα­τα καθε­αυ­τά που θίγο­νται στις συνο­μι­λί­ες αυτές, δηλα­δή θρη­σκεία-επα­νά­στα­ση, εκκλη­σία-επα­νά­στα­ση. Γνω­ρί­ζου­με και τα παι­δι­κά χρό­νια του Φιδέλ, το σπί­τι που γεν­νή­θη­κε και τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα της οικο­γέ­νειάς του, τη βάφτι­σή του, τη φοί­τη­σή του σε καθο­λι­κά κολ­λέ­για στο Σαντιά­γο της Κού­βας και στην Αβά­να με τη διδα­σκα­λία των θρη­σκευ­τι­κών. Άλλα θέμα­τα συζή­τη­σης με τον Φράϊ Μπέτ­το ήταν η πρώ­τη επα­φή με τη μαρ­ξι­στι­κή φιλο­λο­γία, το επα­να­στα­τι­κό πρό­γραμ­μα πριν από το πρα­ξι­κό­πη­μα στις 10 Μαρ­τί­ου του 1952, η επί­θε­ση στο στρα­τώ­να Μον­κά­δα και όσα ακο­λού­θη­σαν, οι σχέ­σεις με την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία μετά την Επα­νά­στα­ση του 1959, οι αιτί­ες των πρώ­των εντά­σε­ων στις σχέ­σεις αυτές, το ΚΚΚού­βας και οι πιστοί, συζη­τή­σεις με καθο­λι­κούς επι­σκό­πους των ΗΠΑ, αλλά και γενι­κό­τε­ρα για το επα­να­στα­τι­κό κίνη­μα και την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή στην ιστο­ρία και στο παρόν, τη δια­βό­η­τη Θεο­λο­γία της Απε­λευ­θέ­ρω­σης, την αγά­πη σαν επα­να­στα­τι­κή απαί­τη­ση, αλλά τότε τί γίνε­ται με το ταξι­κό μίσος; Περ­νούν από τη συζή­τη­ση και θέμα­τα δημο­κρα­τί­ας και του εξω­τε­ρι­κού χρέ­ους της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, αλλά δεν μπο­ρού­σαν να μην ειπω­θούν και μερι­κές κου­βέ­ντες για τον Τσε Γκε­βά­ρα προς το τέλος του βιβλίου.

Τα κοι­νά σημεία

Ο Φιδέλ θυμώ­με­νος τα χρό­νια που ήταν μαθη­τής σε καθο­λι­κά κολ­λέ­για θα πει: «Τί συνέ­βαι­νε με την καθο­λι­κή θρη­σκεία; Υπήρ­χε πολύ μεγά­λη χαλά­ρω­ση. Ήταν εντε­λώς τυπι­κή. Δεν είχε κανέ­να περιε­χό­με­νο. Σχε­δόν όλη η παι­δεία ήταν δια­πο­τι­σμέ­νη μ’ όλα αυτά. Μορ­φώ­θη­κα με τους ιησουί­τες. Ήταν άνθρω­ποι ευθείς, πει­θαρ­χη­μέ­νοι, αυστη­ροί, ευφυ­είς και με χαρα­κτή­ρα. Πάντα το λέω. Γνώ­ρι­σα όμως και τον παρα­λο­γι­σμό εκεί­νης της παι­δεί­ας. Για σας όμως, εδώ μετα­ξύ μας, λέω ότι υπάρ­χει ένα μεγά­λο κοι­νό σημείο ανά­με­σα στους στό­χους που κηρύσ­σει ο χρι­στια­νι­σμός και τους στό­χους που ανα­ζη­τού­με εμείς οι κομ­μου­νι­στές. Ανά­με­σα στο κήρυγ­μα για ταπει­νό­τη­τα, αυστη­ρό­τη­τα, πνεύ­μα αυτο­θυ­σί­ας, αγά­πη προς τον πλη­σί­ον και σε όλα αυτά που μπο­ρού­με να ονο­μά­σου­με περιε­χό­με­νο της ζωής και στη συμπε­ρι­φο­ρά ενός επα­να­στά­τη» (σελ. 17). Και έχο­ντας μιλή­σει για διά­φο­ρα συμ­βά­ντα στη ζωή του θα κατα­λή­ξει παρα­κά­τω «Όπως βλέ­πεις, οι συμ­πτώ­σεις αυτές της ζωής μου δεν ήταν ευνοϊ­κές για την άσκη­ση μιας δυνα­τής θρη­σκευ­τι­κής επιρ­ρο­ής επά­νω μου. Περισ­σό­τε­ρο έπρε­πε να ασκή­σουν μια δυνα­τή επιρ­ροή στις πολι­τι­κές και επα­να­στα­τι­κές δια­θέ­σεις μου» (σελ.138).  Ο Φιδέλ από­κτη­σε τις επα­να­στα­τι­κές ιδέ­ες μόνος του σε μια βαθ­μιαία πορεία χωρίς καθο­δή­γη­ση. Χρειά­στη­κε να ακο­λου­θή­σει ένα μακρύ δρό­μο για την ανά­πτυ­ξη των επα­να­στα­τι­κών του ιδε­ών. Στην επί­θε­ση στο στρα­τώ­να Μον­κά­δα είχε ήδη μαρ­ξι­στι­κές-λενι­νι­στι­κές ιδέ­ες που τις απέ­κτη­σε στο πανε­πι­στή­μιο από τις επα­φές του με την επα­να­στα­τι­κή φιλο­λο­γία.  Και βεβαί­ως παντα­χού παρού­σα η μεγά­λη επα­να­στα­τι­κή στο­χα­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά του προ­δρό­μου Χοσέ Μαρτί.

Το ταξι­κό μίσος και η παρερ­μη­νεία του

Η αγά­πη μπο­ρεί να θεω­ρεί­ται επα­να­στα­τι­κή απαί­τη­ση, σύμ­φω­να με τον Φιδέλ, αλλά τί γίνε­ται με το ταξι­κό μίσος που υπάρ­χει; Στο βιβλίο δεν δια­φεύ­γει η φαι­νο­με­νι­κή αυτή αντί­φα­ση. Εδώ ο Φιδέλ θα απα­ντή­σει στον Φράϊ Μπέτ­το, ότι «αυτό που γεν­νά το μίσος δεν είναι ο μαρ­ξι­σμός-λενι­νι­σμός, που έτσι κι αλλιώς δεν κηρύσ­σει το ταξι­κό μίσος. Απλά λέει: Υπάρ­χουν τάξεις, υπάρ­χει ταξι­κή πάλη και η πάλη γεν­νά μίση. Αυτός που γεν­νά το μίσος, αυτός που κηρύσ­σει το μίσος, δεν είναι ο μαρ­ξι­σμός-λενι­νι­σμός, αλλά η ύπαρ­ξη των τάξε­ων και η ταξι­κή πάλη. Τί γεν­νά ουσια­στι­κά το μίσος; Αυτά που δημιουρ­γούν το μίσος είναι η εκμε­τάλ­λευ­ση, η κατα­πί­ε­ση, η περι­θω­ριο­ποί­η­ση του ανθρώ­που, η κοι­νω­νι­κή αδι­κία. Αυτά γεν­νούν αντι­κει­με­νι­κά το μίσος, όχι ο μαρ­ξι­σμός. […] Δεν πρό­κει­ται για διδα­σκα­λία του ταξι­κού μίσους, αλλά για εξή­γη­ση μιας κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, για κάτι που έχει συμ­βεί σ’ όλη την πορεία της ιστο­ρί­ας. Δεν πρό­κει­ται για προ­τρο­πή στο μίσος, αλλά για εξή­γη­ση του μίσους που υπάρ­χει, όταν ο άνθρω­πος συνει­δη­το­ποιεί ότι είναι θύμα εκμε­τάλ­λευ­σης» (σελ. 364).

Η θρη­σκεία όπιο ή πανάκεια;

Στην ερώ­τη­ση του Φράϊ Μπέτ­το αν η θρη­σκεία είναι το όπιο του λαού, ο Φιδέλ ανα­λύ­ει τις ιστο­ρι­κές συν­θή­κες στις οποί­ες ο Μαρξ το είχε πει, αλλά επί­σης επι­ση­μαί­νει ότι ποτέ οι χρι­στια­νοί δεν έχουν απο­κλει­στεί από τα κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα. Ανα­φε­ρό­με­νος στο παρά­δειγ­μα της επα­να­στα­τη­μέ­νης Νικα­ρά­γουας στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1980, τονί­ζει ότι πολ­λοί πιστοί μπο­ρού­σαν να πάρουν επα­να­στα­τι­κές θέσεις. Από τη στιγ­μή, ωστό­σο, που η θρη­σκεία χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως όργα­νο κυριαρ­χί­ας είναι λογι­κό οι επα­να­στά­τες να έχουν αντι­κλη­ρι­κή θέση και μάλι­στα αντι­θρη­σκευ­τι­κή. Δεί­χνο­ντας τις συν­θή­κες στις οποί­ες γεν­νή­θη­κε η φρά­ση «η θρη­σκεία είναι το όπιο του λαού» θα πει «Φαντά­σου, …τους θεσμούς, τους γαιο­κτή­μο­νες, τους ευγε­νείς, τους αστούς, τους πλού­σιους, τους μεγα­λέ­μπο­ρους, την ίδια την Εκκλη­σία, όλους πρα­κτι­κά σε αγα­στή συμ­φω­νία για να εμπο­δί­σουν τις κοι­νω­νι­κές αλλα­γές» (σελ.355).

Ωστό­σο, στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή, παρ’ όλο που δεν μπο­ρού­με να αμφι­σβη­τή­σου­με τις καλές προ­θέ­σεις κάποιων ιερέ­ων, ιδιαί­τε­ρα του χαμη­λόυ στην εκκλη­σια­στι­κή ιεραρ­χία κλή­ρου, η ανά­μι­ξη των εκκλη­σιών (καθο­λι­κοί, αλλά και διεισ­δύ­σεις από προ­τε­στά­ντες από τη Βόρεια Αμε­ρι­κή) έχει από πίσω μεγά­λα εμπο­ρι­κά συμ­φέ­ρο­ντα στη μαρ­τυ­ρι­κή και κατα­σπα­ραγ­μέ­νη νοτιο­α­με­ρι­κα­νι­κή υπο­ή­πει­ρο.  Οπωσ­δή­πο­τε η θρη­σκεία, αν δεν είναι, του­λά­χι­στο λει­τουρ­γεί ως ναρκωτικό.

Το βιβλίο αξί­ζει τη μελέ­τη μας.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο