Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο χορός να μη σκολάσει

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Ένα παλιό σημά­δι στο λαθρα­κια­σμέ­νο ξύλο πάνω από το μπρού­τζι­νο κερ­κέ­λι της πόρτας.
Ένα ολό­γιο­μο φεγ­γά­ρι από­ψε στο φεγγίτη.
Ένα ολό­λευ­κο για­σε­μί που φέγ­γει ακό­μα το ίδιο όμορφα.
Το λευ­κό μεσο­φό­ρι απλω­μέ­νο στο δώμα.

Χορός ΚρήτηΟι Μοσκο­κού­ζου­λες χόρευαν κιό­λας ξυπό­λη­τες στους τσί­γκους και στα κεραμίδια.
Η Όστρια χτύ­πη­σε τα παρα­θυ­ρό­φυλ­λα. Όταν φυσά η Όστρια συμ­βαί­νουν μυστή­ρια πράγ­μα­τα, αλλά όχι σημεία και τέρατα.
Όταν στο Λασί­θι φυσά η Όστρια, ακό­μη και η Μονα­ξιά αλλά­ζει ρού­χα. Φορά­ει τα μετα­ξω­τά και τις δαντέ­λες του ανέ­μου και χορεύ­ει μέχρι να λιώ­σει το παρά­πο­νο στις μαύ­ρες σόλες των παπου­τσιών της. Τα παπού­τσια της, της Μονα­ξιάς, είναι λου­στρί­νια. Κόκ­κι­να, κατα­κόκ­κι­να λου­στρί­νια με μωβ κορ­δό­νια. Όταν της λύνο­νται τα κορ­δό­νια γλι­στρά και πέφτει, μα δεν θυμώνει.

Η Μονα­ξιά δεν αγα­πά τα φαι­νό­με­να,  προ­τι­μά τους ανθρώ­πους και δεν κάνει πλά­κα για να περά­σει την ώρα της, ούτε ξαφ­νιά­ζε­ται ποτέ. Εκτός κι αν φυσά η Όστρια. Τότε, ακό­μη και στη Μονα­ξιά, έρχο­νται τα πάνω κάτω.

Θυμά­σαι την ιστο­ρία της θεί­ας Χαρί­κλειας, της όμορ­φης αγέ­ρα­στης γερο­ντο­κό­ρης αδελ­φής της Γαρυ­φαλ­λιάς. Ξανα­γί­νε­σαι παι­δί και ακούς ανά­σες και λέξεις και τη για­γιά όπως τότε στον παλιό καλό καιρό :

Ξεχεί­λι­ζε τ’ ασή­μι και χύνο­νταν στα­γό­νες στα­γό­νες στις πέτρες και στα κλή­μα­τα. Η Χαρί­κλεια κοι­μό­ταν τυλιγ­μέ­νη στ’ άσπρο σεντό­νι, στον οντά. Από τη θυρί­δα του τοί­χου έμπαι­νε το φως κι έπε­φτε πάνω στα ματό­φυλ­λά της, που ήταν μισά­νοι­χτα. Το φεγ­γά­ρι καμιά φορά παί­ζει με τον ύπνο μας. Έτσι και τότε, μπή­κε από τη θυρί­δα του τοί­χου και κρε­μά­στη­κε στη μέση στην ασβε­στω­μέ­νη μεγά­λη καμά­ρα.  Ο λύχνος, μόλις το είδε δίπλα του, τά ’χασε,  δεν είχε και πολύ λάδι, ντρά­πη­κε, έκα­νε ένα πουφ κι έσβησε…

Την ίδια ώρα, η Όστρια έφτα­σε από τα διπλα­νά δώμα­τα κι άνοι­ξε διά­πλα­τα την πόρ­τα στον οντά. Κυρά κι αφέ­ντρα τού­τη η μου­σα­φί­ρισ­σα, μπή­κε και σήκω­σε το σεντό­νι της Χαρί­κλειας ίσα­με ψηλά στα δοκά­ρια, και το μεσο­φό­ρι της μέχρι τα γόνατα.

Κάτι κατά­λα­βε η Χαρί­κλεια, πετά­χτη­κε στον ύπνο της, και μόλις είδε τόσο φως γύρω νόμι­σε πως είχε ξημε­ρώ­σει. Είχε δου­λειές αφή­σει στη μέση από την προη­γού­με­νη μέρα και βάλ­θη­κε να προλάβει.

Έκα­με όλη τη λάτρα του σπι­τιού κι αφού τέλειω­σε κατέ­βη­κε στο κατώι. Ένα πόδι σήκω­νε η Χαρί­κλεια, ένα πόδι πάτα­γε και το φεγ­γά­ρι στην πέτρι­νη σκά­λα, κι ακο­λου­θού­σε βήμα προς βήμα.

Και παρα­πί­σω η Όστρια, συνά­με­νη­κου­νά­με­νη, κι από όπου περ­νού­σε έρι­χνε και κάτι κάτω. Ένα λαή­νι, ένα σκα­μνί, την ανέ­μη, τα τυλι­γά­δια, μια πετσέ­τα, την κνη­σά­ρα, μια βαθιά κου­τά­λα, ένα προ­σώ­μι, στο τέλος και το κου­ρού­πι με τα χαρούπια.

Η έρμη η Χαρί­κλεια θάρ­ριε­νε πως εκεί­νη τά ’κανε, από βια­σύ­νη κι απροσεξία.

Κάποια στιγ­μή είδε τα κοφί­νια με το μαλ­λί κι ενώ ήταν καθα­ρά και γνε­σμέ­να έτοι­μα για να κλω­στούν και να μπουν στ’ αργα­στή­ρι, αυτή τα πέρα­σε για άπλυτα.

Τι να κάνει, πάει στο βου­κο­λιά, φέρ­νει τ’ άλο­γο, του βάζει το σαμά­ρι, το χαλι­νά­ρι, κρε­μά το σκοι­νί, φορ­τώ­νει τα κοφί­νια αρι­στε­ρά και δεξιά. Μεσο­σώ­μα­ρα έβα­λε τέσ­σε­ρις πλά­κες πρά­σι­νο σαπού­νι, και ξεκί­νη­σε για το βασι­λι­κό πηγά­δι στη μέση στην Πλα­τιά Στρά­τα. Μπρο­στά το άλο­γο, και χτυ­πού­σαν τα πέτα­λα στις πέτρες, πίσω η Χαρί­κλεια, και χτυ­πού­σε τα δόντια της για­τί είχε απόι, παρα­πί­σω το φεγ­γά­ρι, και η Όστρια πότε εδώ και πότε εκεί κατά το συνή­θειό της να περ­νά ανά­με­σα από δέντρα και φρά­χτες, να χορεύ­ει στα δώμα­τα, και να παίρ­νει ό,τι έβρι­σκε μπρο­στά της.

ΑνθόςΜε όλα τού­τα ξυπνή­σα­νε και οι Νεράι­δες και οι Μοσκο­κού­ζου­λες κι ακο­λού­θη­σαν κι αυτές, όλες με ξέπλε­κα μαλ­λιά, να κάνουν χάζι. Ύστε­ρα από μισή ώρα δρό­μο, φτά­σα­νε. Το φεγ­γά­ρι έδω­σε μια κι ανέ­βη­κε σαν τόπι πάνω από τον μπο­τζά­λε του πηγα­διού. Η Χαρί­κλεια έρι­ξε τον κου­βά, τρά­βη­ξε νερό, και γέμι­σε τις πέτρι­νες γούρ­νες για να βάλει τα μαλ­λιά να τα πλύνει…
Και σαπού­νι­ζε ανυ­πο­ψί­α­στη από την αρχή το πλυ­μέ­νο μαλ­λί και όλες τού­τες οι καλο­νοι­κο­κε­ρά­δες, που δεν τις είχε δει ακό­μα, το κλέ­βα­νε, το κρε­μού­σαν στον λαι­μό τους και χόρευαν ολοκούζουλες.
Στο τέλος, μέχρι και τ’ άλο­γο, ως και αυτό είχε μπει στον χορό και χόρευε ορθό στα πισι­νά του πόδια σάμα­τις ήταν άνθρωπος.

Όσο για το φεγ­γά­ρι, μια χαμή­λω­νε, μια ψήλω­νε, κι αυτό τρι­σχει­ρό­τε­ρα κου­ζου­λα­μέ­νο. Κάποια στιγ­μή η Όστρια, πριν φύγει, αυγή τσ’ αυγής, μαρ­τύ­ρη­σε την αλή­θεια στο ζερ­βό αφτί της Χαρί­κλειας και της είπε πως έπρε­πε κι εκεί­νη να μπει στον χορό για να μην της κλέ­ψουν τη φωνή. Μάλι­στα, να μπει και να τρα­γου­δή­σει και να χορέ­ψει. Τι νά ’κανε; Κρέ­μα­σε και η Χαρί­κλεια το μαλ­λί στον λαι­μό ‚όπως είχαν κάνει κι αυτές, μπή­κε πρώ­τη στον χορό και τρα­γού­δη­σε, όχι όπως θέλα­νε αυτές μα όπως εκεί­νη ήξερε:

«Αγκα­λια­στό θα κάμο­με να πού­με μαντινάδες/μα δε θα τσ’ αγο­ρά­σο­με να δώσο­με παράδες.
Σαν το δια­μά­ντι καθα­ρό είναι το πρό­σω­πό σου/κι αστρά­φτει κάθε σου μαθιά μες στο χαμό­γε­λό σου.
Αγκα­λια­στό θα κάμο­με έλα ν’ αγκαλιαστούμε/και κρά­τα και στα χέρια σου ρόδα να μυριστούμε.
Μα είντα ’ναι πάλι τού­το να, ο ξένος με την ξένη/να γίνο­νται δικο­λο­γιά και φίλοι μπιστεμένοι.
Σύρε φεγ­γά­ρι στα ψηλά, μη μού χαλάς χατίρι/κι εγώ θα γρά­ψω σ’ αγα­πώ στο πέρα παραθύρι…»

Όσες μαντι­νά­δες ήξε­ρε η Χαρί­κλεια, τις είπε όλες από τρεις φορές κι έκα­με δώδε­κα κύκλους στον χορό, κι όταν έμπαι­νε στον δέκα­το τρί­το κύκλο ακού­στη­κε: «O χορός να μη σκο­λά­σει», μέσα από το πηγά­δι ακού­στη­κε η φωνή. Τότε κατέ­βη­καν τα Μηλια­ρού­δια από τα κλα­διά και μπή­καν κι αυτά στον χορό, μα μόνο για ένα γύρο. Και σχό­λα­σε ο χορός, και ανέ­βη­κε και το φεγ­γά­ρι στον ουρα­νό, στη θέση του, και γύρι­σε και η Χαρί­κλεια πίσω στο σπί­τι την ώρα που λαλού­σε ο τρί­τος πετει­νός, μα ήταν πλέ­ον η Χαρί­κλεια αλλιώτικη…».

Όταν πήγαι­νες με τη για­γιά στο Μαρ­μα­κέ­τω, στη θειά Χαρί­κλεια, όχι μόνο δεν τα αρνιό­ταν όλα αυτά, αλλά τα επι­βε­βαί­ω­νε και συμπλή­ρω­νε κιό­λας , κάνο­ντας την ιστο­ρία περισ­σό­τε­ρο ενδια­φέ­ρου­σα κατα­λή­γο­ντας πως αυτό ήταν η αιτία και δεν παντρεύ­τη­κε ποτέ. Λες και είναι χτες την ακούς από το βαθύ του χρόνου:

«Έγι­να κι εγώ Μοσκο­κού­ζου­λη! Κι από κει και μετά, όπο­τε έστη­να τ’ αργα­στή­ρι μου, το ανυ­φα­ντι­κό ξεστρά­τι­ζε και μού ’βγαι­νε λοξό. Μυστή­ρια πράγ­μα­τα. Τ’ αντιά, καλά, από μουρ­νό­ξυ­λο, οι κολώ­νες ίσιες, ο πατη­ρό­λακ­κος  ζυγι­σμέ­νος στην τρί­χα, το χτέ­νι πάντα το σωστό, τα ντο­ντό­λια το ίδιο, και τ’ ανυ­φα­ντι­κό να βγαί­νει ζερ­βά μακρύ, δεξά κοντό. Πώς τα κατά­φερ­να; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, αλή­θεια μυστή­ρια πράγ­μα­τα!»,  επα­να­λάμ­βα­νε δίδο­ντας έμφα­ση στα μυστή­ρια. Και τα μυστή­ρια δεν είχαν τέλος!

Στο Λασί­θι είναι κάποιες νύχτες που το φεγ­γά­ρι δεν αντέ­χει τη μονα­ξιά. Το αση­μέ­νιο φως πλα­νιέ­ται πάνω από τις κορ­φές και ύστε­ρα γλι­στρά στις χαλα­σιές για να βρε­θεί, μέσα από πρί­νους και δρυά­δες, στα Χαρά­κια, και συνε­χί­ζει να παί­ζει στα πυκνά φυλ­λώ­μα­τα με τις σκιές. Μετά αγγί­ζει διστα­κτι­κά και φευ­γα­λέα τα υγρά σου μάτια, πριν φωτί­σει τις βαθιές χαρά­δρες και το Φαράγ­γι του Χαυ­γά. Λίγες μόνο ώρες πριν από τη χάση του, με την ενο­χή της αθω­ό­τη­τας και την αμφι­βο­λία του φόβου, ξεκό­βει απ’ τ’ άστρα, παίρ­νει το δαχτυ­λί­δι του, και πέφτει στη Σκα­λο­πού­λα. Εδώ, τη Σελή­νη δεν την κατε­βά­ζουν μάγισ­σες, κατε­βαί­νει μονα­χή της…

Λασήθι οροπέδιο «τόπος μέγας»

Από­ψε, αυτό το φεγ­γά­ρι σε παίρ­νει από το χέρι και σε οδη­γεί στον Άγιο Κων­στα­ντί­νο. Εσύ δεν έχεις άλο­γο, όπως η Χαρί­κλεια. Οδοι­πο­ρείς μαζί του, σε δονού­με­νη μυστι­κή σιγή. Μαζί περ­πα­τή­σα­τε με τα πόδια. Όλα τα βήμα­τα που αφή­σα­τε πίσω σας μυρί­ζουν για­σε­μί. ‘Έχεις και εσύ την ενο­χή της αθω­ό­τη­τας και την αμφι­βο­λία του φόβου…

Στου Πεζα­λή θα σε προ­σπε­ρά­σει. Θα κρε­μά­σει αση­μέ­νιες κλω­στές στα κλα­διά για να μην χαθείς. Μέχρι τη Σκα­λο­πού­λα θα συνε­χί­σεις μονα­χή σου γεμά­τη περιέρ­γεια. Δεν ξέρεις ούτε πώς βρέ­θη­κες ντυ­μέ­νη έτσι, ούτε πού τα βρή­κες αυτά τα ρού­χα: την πλου­μι­στή κωδο­νό­σχη­μη φού­στα, την κόκ­κι­νη ζώνη, το εφαρ­μο­στό απο­κα­λυ­πτι­κό περι­κόρ­μιο, την κεντη­τή ποδιά με τα πολύ­χρω­μα μοτί­βα, και το διά­φα­νο μετα­ξέ­νιο πέπλο.

Το στή­θος σου απο­κα­λύ­πτε­ται, αλλά δεν φαί­νε­ται να σε πει­ρά­ζει, δεν ντρέ­πε­σαι… Είσαι σίγου­ρη ότι δεν έχει κανέ­να μα κανέ­να ερω­τι­κό στοι­χείο, ότι οι γυμνοί σου μαστοί παρα­πέ­μπουν μόνο στον ιερό γονι­μι­κό χαρα­κτή­ρα της γυναίκας.

Από­ψε δανεί­ζεις τη μορ­φή σου σε μιαν άλλη, την αρχαιό­τε­ρη όλων, από­ψε τιμάς την άλλο­τε ισχυ­ρή θέση της γυναί­κας στη λατρεία, την κοι­νω­νία, τη θρη­σκευ­τι­κή ιδε­ο­λο­γία, την ίδια τη ζωή.

Εκεί, στο πλα­τύ­γυ­ρο παλιό αλώ­νι, χορεύ­ουν. Ακούς τα σεί­στρα από μακριά. Μιλούν με περη­φά­νια τα ανδρι­κά σώμα­τα όταν τινά­ζο­νται ψηλά, μα και τα γυναι­κεία όταν χαμη­λώ­νουν γέρ­νο­ντας προς τη γη, όταν, ακου­μπώ­ντας τις παλά­μες στο χώμα, επι­κα­λού­νται μυστι­κά την «Ορεία Μητέρα».

Είσαι έτοι­μη. Χτες, πάνω στον δίσκο του φεγ­γα­ριού είδες να αντα­να­κλά­ται η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Την έχεις ανά­γκη αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του τόπου. Η φύση στο Ορο­πέ­διο, μαγε­μέ­νη μα κατα­δε­κτι­κή, αντα­να­κλά προς τον εξω­τε­ρι­κό κόσμο ό,τι λαμ­βά­νει, το μυστή­ριο, το φως, το ένστι­κτο, το πεπρω­μέ­νο, την πίστη, την αγά­πη, την έκσταση…

Λασήθι

Τρέ­χουν τα νερά…

Λύνεις τα κορ­δό­νια, βγά­ζεις τα πάνι­να παπού­τσια, βημα­τί­ζεις αργά, υψώ­νεις τα χέρια, τα φίδια τυλί­γο­νται στα δάχτυ­λα, κατε­βά­ζεις το αρι­στε­ρό χέρι, λυγί­ζεις τον καρ­πό μπρο­στά στα μάτια, όχι για να κρυ­φτείς από το φως, όχι, χορεύ­εις στο φως, το κατέ­βα­σμα του χεριού, το λύγι­σμα του καρ­πού, μια κίνη­ση είναι μόνο, για να τρα­βή­ξεις την προ­σο­χή εκεί­νου που έξω από τον κύκλο περι­μέ­νει ένα σου νεύ­μα. Δεν τον βλέ­πεις. Αισθά­νε­σαι την παρου­σία, ή, μήπως, την αγω­νία του…

Συνε­χί­ζεις να κινεί­σαι, ρυθ­μι­κά στον γύρο του αλω­νιού, στην άκρη του ολό­φω­του γκρε­μού. Δεν νοιά­ζε­σαι, δεν θέλεις να ξέρεις. Μέχρι και τ’ αγριό­ρο­δα βρί­σκουν φωνή και συμ­με­τέ­χουν. Στον κύκλο του φεγ­γα­ριού τού­τη τη νύχτα, τα χεί­λη έχουν μετα­λά­βει το φως, εδώ μπαί­νεις στον χορό ανα­ζη­τώ­ντας την ουσία, γυρεύ­ο­ντας τον εαυ­τό σου.

Αυτό κάνουν όλοι όσοι βρί­σκο­νται μέσα στο αση­μέ­νιο δαχτυ­λί­δι, χορεύ­ο­ντας μετρούν τον χρό­νο αλλιώς, χορεύ­ο­ντας ανα­κα­λούν τις ανα­μνή­σεις, κάπο­τε τα πεσμέ­να φύλ­λα επι­στρέ­φουν κατα­πρά­σι­να στα κλα­διά, συνε­χί­ζουν να ζουν, οι παλιές μέρες είναι πάλι εδώ, χορεύ­ο­ντας υφαί­νουν από την αρχή ένα και­νούρ­γιο πεπρωμένο.

Δεν είναι μόνο τα βήμα­τα, όχι, καλεί­σαι να ανα­κα­λύ­ψεις εκεί­νη την παλιά σου ταυ­τό­τη­τα στην αση­μο­βαμ­μέ­νη Δίκτη, να ορκι­στείς, αση­μο­ζω­σμέ­νη κι εσύ, να πέσεις σε έκστα­ση, μέσα από την έντα­ση του χορού με ανε­παί­σθη­τα αγγίγ­μα­τα και λοξές ματιές, πριν αρχί­σεις να δια­πραγ­μα­τεύ­ε­σαι το παρόν.
Μου­σκεύ­ουν τα δάκρυα το διά­φα­νο πέπλο. Εδώ λυτρώ­νε­σαι.  Ναυά­γη­σαν όλα τα κρί­μα­τα. Ο αγνός θεός, τρυ­φε­ρή ανά­μνη­ση, σε περι­μέ­νει στο κέντρο του κύκλου καθι­σμέ­νος κάτω από τη μεγά­λη μηλιά.
Κάποιος άλλος, εύθραυ­στος σαν παι­δί, σε ικε­τεύ­ει, σε φωνά­ζει εκεί έξω, μα εδώ που είσαι δεν μπο­ρεί ν’ ακου­στεί, δεν ακούς.

Αυτό το «μη φεύ­γεις», δεν θα φτά­σει ποτέ στα αφτιά σου.

Μη στα­μα­τάς, όχι τώρα που ο αση­μέ­νιος δίσκος γεμί­ζει χρω­μα­τι­στές πετα­λού­δες. Όλες στρο­βι­λί­ζο­νται μαζί σου, όλο και πιο γρή­γο­ρα, τώρα αρχί­ζουν τα θαύματα…

Σε μαγνη­τί­ζει στο κέντρο του κύκλου, ένα βαθύ πηγά­δι φως, και εσύ στρο­βι­λί­ζε­σαι αμέ­ρι­μνη και αέρι­νη στη δίνη του. Ο ήχος των κου­δου­νιών στη φού­στα φτά­νει στην ψίχα της ψυχής και σε συναρ­πά­ζει. Η έντα­ση μετου­σιώ­νε­ται στο βλέμ­μα. Τόσο καθα­ρό, τόσο αλη­θι­νό, όσο ποτέ!
Πλη­σιά­ζεις κι άλλο, όλο και πιο κοντά, το σώμα χωρίς δια­μαρ­τύ­ρη­ση μεσο­λα­βεί χορεύ­ο­ντας ανά­με­σα σε άγνω­στες κοσμι­κές και οικεί­ες γήι­νες δυνά­μεις. Στη μέση του κύκλου, υπάρ­χει κάτι που σε καλεί να ξεχά­σεις την ερημιά.

Η απάρ­θε­νη ψυχή ονει­ρεύ­ε­ται αμά­ρα­ντα κρί­να και γλυ­κό­λα­λα που­λιά. Η ζωή σε κυκλώ­νει αλλιώς. Θέλεις να μεί­νεις ευγε­νι­κή σαν τη σιω­πή. Λησμο­νιά­ρης ο άνε­μος γεν­νιέ­ται στα λυτά σου τα μαλλιά.

Θητεία στην αιω­νιό­τη­τα και ο αυθόρ­μη­τος δικός σου τελε­τουρ­γι­κός χορός. Οι εκφρα­στι­κές πλα­στι­κές κινή­σεις, τα χρώ­μα­τα, το άλι­κο κόκ­κι­νο της φωτιάς, οι ήχοι του νερού μέσα από δέκα χιλιά­δες πηγά­δια, η δόξα του λασι­θιώ­τι­κου ουρα­νού, η αγά­πη τού­της της φλού­δας της γης, όλα όσα συνη­γο­ρούν σε αυτόν τον χορό, όλα τα έχεις ανά­γκη για να νική­σεις το κακό, για να ζήσεις χωρίς να φοβά­σαι τον θάνατο!

Σε μιαν άλλη δια­δρο­μή και ανα­ζή­τη­ση της ψυχής, σ’ έναν από­λυ­τα ιερό χορό, καμιά φιγού­ρα δεν είναι σκο­τει­νή και τίπο­τα δεν έχεις να φοβά­σαι. Ούτε καν όταν θα πια­στεί­τε σφι­χτά ο ένας με τον άλλον, χορευ­τές και χορεύ­τριες, και τα σώμα­τα θα κινού­νται όπως το φίδι ‚και έξυ­πνα, κρα­τώ­ντας την ανά­σα, με λικνι­στι­κές ελι­κοει­δείς κινή­σεις, άλλοι θα βρουν την έξο­δο από τον λαβύ­ριν­θο και άλλοι θα μπουν στη μεγά­λη περι­πέ­τεια και δοκιμασία.

Το βου­η­τό από τα πανιά των ανε­μό­μυ­λων, στη φαντα­σία σου μόνο και στ’ όνει­ρο, σημαί­νει το τέλος του χορού.

Το Ορο­πέ­διο γίνε­ται ακό­μη ομορ­φό­τε­ρο καθώς απλώ­νεις εσύ και τα οκτώ άσπρα πανιά στους σιδε­ρέ­νιους πύρ­γους των μύλων, και αρχί­ζει ο δικός τους ιερός χορός. Ευγνώ­μων σε αυτό που έζη­σες, αφή­νεις τη Σκα­λο­πού­λα. Θα επι­στρέ­ψεις στον Άγιο Κων­στα­ντί­νο εξαϋλωμένη.


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020

Από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρή­τη. Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο»…
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο