Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάγωσαν δικαστές και ακροατήριο από όσα άκουσαν από το φίλο του Άλκη Καμπανού

«Ήταν ψυχροί σαν δολο­φό­νοι. Ήρθαν για να σκο­τώ­σουν, να κάνουν αθό­ρυ­βα αυτό που έκα­ναν και να φύγουν […] Ήρθαν με δρε­πά­νια, ξύλα, και μαχαί­ρια». Με αυτά τα λόγια, φίλος του Άλκη Καμπα­νού ‑αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας αλλά και θύμα του αιμα­τη­ρού επει­σο­δί­ου που στοί­χι­σε τη ζωή του 19χρονου φοι­τη­τή- περιέ­γρα­ψε από το βήμα του μάρ­τυ­ρα στο Μικτό Ορκω­τό Δικα­στή­ριο Θεσ­σα­λο­νί­κης, όπου συνε­χί­ζο­νται η δίκη των 12 που κατη­γο­ρού­νται για τη δολο­φο­νία, όσα δια­δρα­μα­τί­στη­καν τα ξημε­ρώ­μα­τα της 1ης Φεβρουα­ρί­ου 2022.

Ο 21 ετών σπου­δα­στής, με την εξέ­τα­ση του οποί­ου συνε­χί­ζε­ται σήμε­ρα η δίκη, περιέ­γρα­ψε καρέ καρέ όσα δια­δρα­μα­τί­στη­καν το μοι­ραίο εκεί­νο βρά­δυ, στην περιο­χή της Χαρι­λά­ου, εκφρά­ζο­ντας τη βεβαιό­τη­τα ότι οι δρά­στες είχαν συνερ­γούς, που «μας είδαν και τους ενη­μέ­ρω­σαν για να έρθουν να μας βρουν».

Ο μάρ­τυ­ρας ξεκί­νη­σε την κατά­θε­σή του κάνο­ντας ανα­δρο­μή στις ώρες που προη­γή­θη­καν του φονι­κού, προ­τού δηλα­δή κατα­λή­ξουν με τον κολ­λη­τό του, όπως απο­κά­λε­σε τον Άλκη, αλλά και τους υπό­λοι­πους τρεις φίλους τους, στα σκα­λιά της οικο­δο­μής επί της οδού Θ. Γαζή, όπου δέχθη­καν τη δολο­φο­νι­κή επί­θε­ση. «Ήταν γύρω στις 8 το βρά­δυ. Ήμα­σταν στο πάρ­κο του Άρη. Κάποια στιγ­μή πήγα­με στον σύν­δε­σμο φίλων του Άρη, ήπια­με έναν σύντο­μο καφέ και φύγα­με», κατέ­θε­σε ο νεα­ρός σπου­δα­στής, σημειώ­νο­ντας ότι ακο­λού­θως η παρέα τους επέ­στρε­ψε στο συγκε­κρι­μέ­νο πάρ­κο για να κινη­θούν λίγο αργό­τε­ρα στο σημείο του αιμα­τη­ρού επει­σο­δί­ου, το οποίο επέ­λε­ξαν για να «κόβει» από το κρύο.

Η ανέ­με­λη κου­βέ­ντα τους περί υπο­λο­γι­στών και σπου­δών διε­κό­πη ξαφ­νι­κά, όταν αντι­λή­φθη­καν τέσ­σε­ρα άτο­μα να πλη­σιά­ζουν από αρι­στε­ρά, «περ­πα­τώ­ντας ήρε­μα και ψύχραι­μα» και να τους ρωτά­νε «τι ομά­δα είστε;».

«Θυμά­μαι ο ένας ήταν ψηλός, ξαν­θός και μας ρώτη­σε: “τι ομά­δα είστε;”. Είχαν καλυμ­μέ­να τα πρό­σω­πα τους με full face κου­κού­λες. Φαι­νό­ταν μόνο τα μάτια και τα φρύ­δια. Ήταν μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νοι για να μην δια­κρί­νει κανείς κάτι στο σκο­τά­δι. Όλοι κρα­τού­σαν κάτι», είπε ο μάρ­τυ­ρας και συνέ­χι­σε: «Απά­ντη­σα ότι είμαι Άρης. Δεν κατά­λα­βα εκεί­νη την ώρα για­τί ήρθαν».

«Μετά αντι­λή­φθη­κα από τη δεξιά μεριά περισ­σό­τε­ρα άτο­μα να έρχο­νται- ήταν 5 με 6. Κοκά­λω­σα όταν είδα το δρε­πά­νι στα χέρια κάποιου. Το πρώ­το πράγ­μα ήταν να αμυν­θώ, οπό­τε σήκω­σα το κρά­νος μου για αυτο­ά­μυ­να. Ήρθαν επι­θε­τι­κά, φαί­νο­νταν οι προ­θέ­σεις τους. Χτύ­πη­σα ένα άτο­μο στο κεφά­λι, εκεί­νος έκα­νε 3–4 βήμα­τα πίσω, και με κάρ­φω­σε με μαχαί­ρι, αρι­στε­ρά στο πόδι, στο μπού­τι και στο δεξί πόδι. Με κρα­τού­σαν αρκε­τοί εκεί­νη την ώρα. Δεν ήμουν ένας προς έναν. Με κρα­τού­σαν, με στα­θε­ρο­ποιού­σαν για να με χτυ­πή­σουν οι άλλοι. Νομί­ζω ότι οι μαχαι­ριές ήταν από περισ­σό­τε­ρους. Όλα έγι­ναν πολύ γρή­γο­ρα, σε λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα», κατέ­θε­σε ο φίλος του Άλκη, τονί­ζο­ντας ότι δέχθη­κε 15 χτυ­πή­μα­τα με μαχαί­ρι, ξύλι­νο κοντά­ρι και δρεπάνι.

Στη συνέ­χεια της κατά­θε­σής του, ανα­φέρ­θη­κε στον Άλκη, σημειώ­νο­ντας χαρα­κτη­ρι­στι­κά: «Μετά από λίγο άκου­σα τον Άλκη να φωνά­ζει βοή­θεια. Ήταν πεσμέ­νος στα σκα­λο­πα­τά­κια. Με είχαν κολ­λή­σει στον τοί­χο της πολυ­κα­τοι­κί­ας και με χτυ­πού­σαν. Είδα πάνω από τον Άλκη πάρα πολ­λά άτο­μα να τον χτυ­πά­νε και να φωνά­ζει για βοή­θεια. Ήταν σίγου­ρα πάνω από δέκα άτο­μα πάνω του. Δεν πρό­λα­βα να κοι­τά­ξω παρα­πά­νω για­τί προ­σπα­θού­σα να σώσω τον εαυ­τό μου. Πήγα να τον προ­στα­τεύ­σω, αλλά με κρά­τη­σαν και με χτύ­πη­σαν. Προ­σπά­θη­σα να μην λιπο­θυ­μή­σω, για­τί δια­φο­ρε­τι­κά θα κατά­φερ­ναν να με σκο­τώ­σουν. Το τελευ­ταίο πράγ­μα που θυμά­μαι ήταν να με χτυ­πά­νε στο κεφά­λι. Εκεί­νη την ώρα θόλω­σα κι εκεί­νοι άρχι­σαν να φεύ­γουν. Είδα να φεύ­γουν προς την Πλα­στή­ρα. Κατέ­βη­κα τα σκα­λά­κια και σήκω­σα τον Άλκη, έκα­νε 2–3 βήμα­τα, πήγε στο παρ­τέ­ρι, κάθι­σε και προ­σπά­θη­σα να του δώσω βοή­θεια. Μετά από λίγα λεπτά ήρθε και η αστυ­νο­μία. Δεν πρό­λα­βα να επι­κοι­νω­νή­σω με κανέ­ναν άλλο. Τον πρώ­το που πήρα ήταν ο πατέ­ρας μου».

Σε ερω­τή­σεις που δέχθη­κε τόσο από τους δικα­στές όσο και την εισαγ­γε­λέα της έδρας, ανέ­φε­ρε ότι αυτό που τον σόκα­ρε περισ­σό­τε­ρο ήταν όταν είδε το δρε­πά­νι. Τόνι­σε δε, ότι κανέ­νας από την παρέα των πέντε νεα­ρών δεν είναι οργα­νω­μέ­νος οπα­δός του Άρη, ενώ σε ερώ­τη­ση για το εάν τον πλη­σί­α­σε κανείς όλο αυτό το διά­στη­μα για να του ζητή­σει συγ­γνώ­μη, απά­ντη­σε αρνητικά.

 

 

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο