Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάμπλο Νερούδα: Καινούργιο τραγούδι αγάπης στο Στάλινγκραδ (1943)

Εγώ έγρα­ψα για το νερό και για το χρόνο
περί­γρα­ψα το πέν­θος και το μαύ­ρο μέταλ­λό του,
έγρα­ψα για τον ουρα­νό και για τα μήλα,
και τώρα γρά­φω για το Στάλινγκραδ.

Με το μαντή­λι της έχει φυλά­ξει η νύφη
του ερω­τευ­μέ­νου μου έρω­τα τη λάμψη,
Πάνω στο χώμα είναι η καρ­διά μου, τώρα,
στο φως και στον καπνό του Στάλινγκραδ.

Αγγι­ξα με τα χέρια το σκισμένο
σωκάρ­δι της γαλά­ζιας δύσης:
τώρα καθώς το πρω­ι­νό της ζωής γεννιέται
τ’ αγγί­ζω στον ήλιο του Στάλινγκραδ.

Ξέρω πως ο αιώ­νιος νέος με τα εφή­με­ρα φτε­ρά του,
σαν ένας κύκνος δεμένος,
το γνώ­ρι­μο του πόνο ξεδιπλώνει
με την κραυ­γή μου αγά­πης για το Στάλινγκραδ.

Αφή­νω την ψυχή μου όθε μ’ αρέσει.
Εμέ­να δεν με τρέ­φουν κουρασμένα
χαρ­τιά μου­τζου­ρω­μέ­να και μελάνι.
Γεν­νή­θη­κα να τρα­γου­δή­σω το Στάλινγκραδ.

Ήταν μαζί με τους αθά­να­τους νεκρούς σου
στα τρυ­πη­μέ­να τεί­χη σου η φωνή μου,
κ’ ήχη­σε σαν καμπά­να ή σαν αγέρας
κοι­τά­ζο­ντάς σε να πεθαί­νεις, Στάλινγκραδ.

Πολε­μι­στές Αμε­ρι­κά­νοι τώρα
λεφού­σια, άσπροι και μαύροι
σκο­τώ­νου­νε στην έρη­μο το φίδι.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραδ.

Γυρί­ζει στα παλιά οδο­φράγ­μα­τα ή Γαλλία
με μια σημαία τρι­κυ­μί­ας στημένη
πάνω σε δάκρυα που μόλις εστεγνώσαν.
Τώρα δεν είσαι μόνο, Στάλινγκραδ.

Τα τρο­με­ρά λιο­ντά­ρια της Αγγλίας
πάνω απ’ την άγρια θάλασ­σα πετώντας
στη μαύ­ρη γη καρ­φώ­νου­νε τα νύχια.
Τώρα δεν είσαι μόνο Στάλινγκραδ.

Μόνο οι δικοί σου δεν είναι θαμμένοι
στο χώμα των βου­νών της τιμωρίας:
εκεί το κρέ­ας των πεθα­μέ­νων τρέμει
που αγγί­ξα­νε το μέτω­πό σου, Στάλινγκραδ.

Νικη­μέ­να φεύ­γου­νε των εισβο­λέ­ων τα χέρια,
και δίχως φως τα μάτια του στρατιώτη,
πλημ­μυ­ρι­σμέ­να με αίμα τα παπούτσια
που πάτη­σαν την πόρ­τα τη δίκη σου, Στάλινγκραδ.

Με περη­φά­νεια είναι το ατσά­λι σου φτιαγμένο,
η χαί­τη σου από φωτει­νούς πλανήτες,
οι επάλ­ξεις σου είναι από καρ­βέ­λια μοιρασμένα,
το μέτω­πό σου σκο­τει­νια­σμέ­νο, Στάλινγκραδ.

Η πατρί­δα σου είναι από σφυ­ριά και δάφνες,
στο χιο­νι­σμέ­νο μεγα­λείο σου είναι το αίμα,
πάνω στο χιό­νι είναι η ματιά του Στάλιν,
με το αίμα σου πλεγ­μέ­νη, Στάλινγκραδ.

Οι δάφ­νες, τα μετάλ­λια που οι νεκροί σου
από­θε­σαν στο τρυ­πη­μέ­νο στήθος
της γης, και τη συγκί­νη­ση όλης
της ζωής και του θανά­του, Στάλινγκραδ.

Η βαθιά πίστη που τώρα ξαναφέρνεις
στην καρ­διά του κου­ρα­σμέ­νου ανθρώπου
με τη γενιά των ρού­σων καπετάνιων
από το αίμα σου βγαλ­μέ­νων Στάλινγκραδ.

Η ελπί­δα που γεν­νιέ­ται μες στους κήπους
σαν το λου­λού­δι που προ­σμέ­νου­με του δέντρου,
σελί­δα χαραγ­μέ­νη με τουφέκια,
τα γράμ­μα­τα απ’ το φως σου, Στάλινγκραδ.

Τον Πύρ­γο σου που ανέ­βα­σες στα ύψη,
τους ματω­μέ­νους πέτρι­νους βωμούς σου,
τους υπε­ρα­σπι­στές της ώρι­μης ηλικίας,
τους γιούς της σάρ­κας της δικής σου, Στάλινγκραδ.

Τους παθια­σμέ­νους σου αετούς των βράχων,
τα μέταλ­λα που βύζα­ξε ή ψυχή σου,
τους χαι­ρε­τι­σμούς με δάκρυα δίχως τέλος
και τα κύμα­τα της αγά­πης, Στάλινγκραδ.

Τα κόκ­κα­λα κατα­ρα­μέ­νων δολοφόνων
τα σφα­λι­σμέ­να μάτια του εισβολέα,
και τους κατα­χτη­τές καταδιωγμένους
πίσω απ’ τη λάμ­ψη τη δική σου, Στάλινγκραδ.

Αυτοί που ταπει­νώ­σαν την Αψίδα
και πέρα­σαν τα νερά του Σηκουάνα
με την ιδία τη συγκα­τά­θε­ση του σκλάβου,
εμεί­να­νε στο Στάλινγκραδ.

Αυτοί που στην ωραία Πράγα,
πάνω σε δάκρυα, σε σιω­πή και προδοσία
περά­σα­νε πατώ­ντας τις πλη­γές της,
πεθά­να­νε στο Στάλινγκραδ.

Αυτοί που στις ελλη­νι­κές σπηλιές
λερώ­σαν τον κρυ­στάλ­λι­νο σπα­σμέ­νο σταλαχτίτη
και τη γαλά­ζια κλασ­σι­κή του ακρίβεια,
πού είναι χαμέ­νοι τώρα, Στάλινγκραδ;

Αυτοί που γκρέ­μι­σαν στην Ισπα­νία και κάψαν
κι αφή­σαν την καρ­διά άλυσσοδεμένη
της μάνας των δρυών και πολεμάρχων,
στά πόδια σου σαπί­ζουν, Στάλινγκραδ.

Εκεί­νοι που στην Όλλαν­δία ραντίσαν
του­λί­πες και νερό με ματω­μέ­νη λάσπη,
κι άπλω­σαν το σπα­θί και το μαστίγιο,
τώρα ανα­παύ­ο­νται στο Στάλινγκραδ.

Εκεί­νοι που στης Νορ­βη­γί­ας την άσπρη νύχτα
με ούρ­λια­σμα τσα­κα­λιού ξαμολημένου
κάψαν την παγω­μέ­νη άνοι­ξή της,
βου­βά­θη­καν στο Στάλινγκραδ.

Τιμή σ’ εσέ γι’ αυτό που ο αγέ­ρας φέρνει,
γι’ αυτό που τρα­γου­δή­θη­κε, γι’ αυτό που τραγουδιέται,
τιμή για τα παι­διά σου, τις μανάδες
και για τους εγγο­νούς σου, Στάλινγκραδ.

Τιμή στον πολε­μάρ­χο της ομίχλης,
τιμή στον κομισ­σά­ριο, στο στρατιώτη,
τιμή στον ουρα­νό του φεγ­γα­ριού σου,
τιμή στον ήλιο το δικό σου, Στάλινγκραδ.

Φύλα μου ένα του­φέ­κι κ’ ένα αλέτρι,
κ’ ένα κομ­μά­τι αφρού να μου φυλάξεις,
κ’ ένα κόκ­κι­νο στά­χυ από τη γη σου,
μαζί μου να τα βάλου­νε στο μνήμα,
για να γνω­ρί­ζουν, αν ποτέ αμφιβάλουν,
πως αν και δεν πολέ­μη­σα μαζί σου,
πως πέθα­να αγα­πώ­ντας σε, πως μ’ είχες αγαπήσει·
αυτό το μαύ­ρο ρόδι αφή­νω στην τιμή σου,
αυτόν τον ύμνο αγά­πης για το Στάλινγκραδ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο