Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάμπλο Νερούντα Ο ποιητής — αγωνιστής της Ειρήνης

Ανά­με­σα σε εκεί­νους που τους απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο Στά­λιν για την Ειρή­νη είναι και ο μεγά­λος Χιλια­νός ποι­η­τής και ακού­ρα­στος αγω­νι­στής για την Ειρή­νη Πάμπλο Νερούντα.

Ο Νερού­ντα είναι ένας θερ­μός φιλέλ­λη­νας και πάντα στά­θη­κε στο πλευ­ρό του λαού μας στον αγώ­να του ενα­ντί­ον της βάρ­βα­ρης τρο­μο­κρα­τί­ας και των στρα­το­πέ­δων του θανά­του. Από το Φεστι­βάλ του Βερο­λί­νου το 1951 έστει­λε το γνω­στό στον κυπρια­κό λαό χαιρετισμό:

«Στον κυπρια­κό λαό στέλ­λω τους αδελφικου΄ς μου χαι­ρε­τι­σμούς. Οι λαοί της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής υπο­φέ­ρουν το ίδιο όπως και ο κυπρια­κός λαός. Στον αγώ­να για τη δια­τή­ρη­ση της Ειρή­νης έχου­με ένα κοι­νό σκο­πό. Ενω­μέ­νοι οι λαοί θα κερδίσουν»

Η θέση του σαν ποι­η­τή ήταν πάντα με το μέρος των κατα­πιε­ζο­μέ­νων και των εκμεταλλευομένων.

***

Το καλο­καί­ρι του 1936 η Γερ­μα­νία και η Ιτα­λία άρχι­σαν στρα­τιω­τι­κή επέμ­βα­ση ενα­ντί­ον της Δημο­κρα­τί­ας της Ισπα­νί­ας υπο­στη­ρί­ζο­ντας τους Ισπα­νούς φασί­στες. Ο Πάμπλο Νερού­ντα ήταν τότε πρό­ξε­νος της Χιλής στη Μαδρί­τη. Φίλςο του ήταν ο ισπα­νι­κός λαός κι ο μεγά­λος ποι­η­τής του ισπα­νι­κού λαού Φεντε­ρί­κου Λόρ­κα. Οι φασί­στες σκό­τω­σαν το Λόρ­κα και κάθε νύχτα τα γερ­μα­νι­κά αερο­πλά­να σκό­τω­ναν τα παι­διά της Μαδρί­της. Ο Πάμπλο Νερού­ντα δεν μπό­ρε­σε να μεί­νει απλός παρα­τη­ρη­τής και πήρε το μέρος του ισπα­νι­κού λαού.

Να πώς τον περι­γρά­φει ο Ιλια Έρε­μπουργκ την περί­ο­δο αυτή:

«Συνά­ντη­σα τον Πάμπλο Νερού­ντα για πρώ­τη φορά στην ηρω­ι­κή μα κατα­δι­κα­σμέ­νη Μαδρί­τη. Μου έκα­ναν εντύ­πω­ση τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του. Οι κινή­σεις του ήταν ήσυ­χες, η φωνή του γλυ­κιά και αισθα­νό­σου­να πως ο άνθρω­πςο αυτός ήταν καμω­μέ­νος για συλ­λο­γι­σμούς και ποί­η­ση. Τα μάτια του έκαιαν πότε με τρυ­φε­ρό­τη­τα πότε με οργή. Μιλού­σε μονά­χα για αγώ­να. ‘’Την προ­δο­σία του Λον­δί­νου, τις διε­θνείς μπρι­κά­δες, τον λαό, την ελπί­δα από τη Μόσχα’’».

Έκα­νε ό,τι μπο­ρού­σε για τον λαό της Ισπα­νί­ας. Έμει­νε εκεί ως την τελευ­ταία στιγ­μή. Στη Χιλή πίσω, έγρα­ψε ένα βιβλίο «Η Ισπα­νία στην καρ­διά μου» — στί­χοι γεμά­τοι οργή και θαυ­μα­σμό, στί­χοι όχι ενός παρα­τη­ρη­τή αλλά στρα­τιώ­τη. Το βιβλίο σύντο­μα μετα­φρά­στη­κε σε πολ­λές γλώσ­σες του κόσμου. Εκυ­κλο­φό­ρη­σε και στην Ισπα­νία πάνω στο τελευ­ταίο κομ­μά­τι της ελεύ­θε­ρης ισπα­νι­κής γης. . Στο βιβλίο ο Νερού­ντα με μεγά­λη δύνα­μη και αγά­πη μιλά για την τρα­γω­δία της Ισπα­νί­ας. Ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας ονό­μα­σε το βιβλίο αυτό «Βιβλίο της λύπης και της ελπίδας».

Όταν οι τλευ­ταί­οι δημο­κρα­τι­κοί Ισπα­νοί εγκα­τέ­λει­παν την Ισπα­νία, ο Πάμπλο Νερού­ντα αφιέ­ρω­σε όλες του τις δυνα­μεις για να σώσει τους Ισπα­νούς δημο­κρα­τι­κούς από τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­ση που τους έρι­ξε η αστυ­νο­μνία του Ντα­λα­ντιέ. Κατόρ­θω­σε έτισ που χιλιά­δες Ισπα­νοί να εγκα­τα­λεί­ψουν τη Γαλ­λία. Τρία χρό­ναι αργό­τε­ρα έγρα­ψε το επι­κό ποί­η­μα «Στά­λιν­γκραντ» θυμού­με­νος τις τρα­γι­κές νύχτες της Μαδρί­της. Το ποί­η­μα αρχί­ζει έτσι σε ελεύ­θε­ρη μετάφραση:

Η Ισπα­νία έμει­νε μονάχη

Όπως εσύ Στά­λιν­γκραντ στέ­κεις μονάχο

Όταν η Ισπα­νία έσκα­φτε τη γης με τα νύχια της

Το Παρί­σι ήταν εύθυ­μο, μεθυ­σμέ­νο στη ματαιότητα

Όταν το αίμα έτρε­χε από την Ισπανίας

Το Λον­δί­νο ομόρ­φαι­νε τα πάρκα

Και τάι­ζε τους κύκνους

Τρεις πόλεις έπαι­ξαν τερά­στιο ρόλο στη ζωή και τον αγώ­να του ποι­η­τή. Τεμού­κο, η πόλη που γεν­νή­θη­κε, η Μαδρί­τη και το Στάλινγκραντ.

Το 1942 ο Πάμπλο Νερού­ντα ήταν πρό­ξε­νος της Χιλής στο Μεξι­κό. Ο Νερού­ντα κατα­λά­βαι­νε πολύ καλά πως το μέλ­λον της Ευρώ­πης και της Αμε­ρι­κής, το μέλ­λον του πολι­τι­σμού και της ανθρω­πό­τη­τας, βρι­σκό­ταν στο μακρι­νό Στάλινγκραντ

Ω Στά­λιν­γκραντ δεν μπο­ρού­με να φτά­σου­με τα τεί­χη σου

Δεν μπο­ρού­με να σε φτά­σου­με, είμα­στε πολύ μακριά

Εμείς, οι Μεξι­κα­νοί, οι Αργε­ντι­νοί, οι Χιλια­νοί και Ουραγκιανοί

Τα εκα­τομ­μύ­ρια, εκα­τομ­μύ­ρια των λαών δεν μπο­ρού­με να ‘ρθου­με να σε υπερασπίσουμε

Εσύ φλο­γι­σμέ­νη πόλη, αντι­στά­σου ως εκεί­νη τη μέρα

Όταν θα ‘ρθου­με εμείς οι θυελ­λο­κτ­πη­μέ­νοι ινδιάνοι

Ν’ αγγί­σου­με τα τεί­χη σου με τα φιλιά των γιων που νοσταλ­γού­σαν κι ήλπι­ζαν ναρ­θούν εκεί.

Τελεί­ω­σε ο πόλε­μος με λαμπρή νίκη των δυνά­με­ων της προ­ό­δου ένα­ντι του σκο­τα­δι­σμού και της βαρ­βα­ρό­τη­τας κι ο Νερού­ντα γύρι­σε πίσω στη Χιλή αφιε­ρώ­νο­ντας όλη του τη δρά­ση στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα. Μιλού­σε σε συγκε­ντρώ­σεις, έγρα­φε στί­χους και άρθρα, μιλού­σε στους μεταλ­λω­ρύ­χους , γεργου΄ς και ναύ­τες. Οι εργά­τες τον εξέ­λε­ξαν αντι­πρό­σω­πό τους στη Βου­λή. Στις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές οι κομμ­κου­νι­στές υπο­στή­ρι­ξαν την υπο­ψη­φιό­τη­τα του Γκον­ζά­λες Βίτε­λα. Ο Βίτε­λα βγή­κε πρό­ε­δρος και τρεις κομ­μου­νι­στές έγι­ναν μέλη της κυβέρ­νη­σης. Μα ο Βίτε­λα πρό­δω­σε και με την υπο­στή­ρι­ξη των αντι­δρα­στι­κών αμε­ρι­κά­νι­κων κύκλων έκα­νε αντε­πα­νά­στα­ση. Άρχι­σε μια άγρια επί­θε­ση ενά­ντια στις Λαϊ­κές Οργα­νώ­σεις, κατα­δί­ω­ξε το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα και διέ­κο­ψε τις σχέ­σεις της Χιλής με τη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Το Φθι­νό­πω­ρο του 1947 ο Νερού­ντα έγραφε:

«Σήμε­ρα διε­ρω­τά­ται κανείς από πού προ­έρ­χε­ται ο κίν­δυ­νος. Ο κίν­δυ­νος προ­έρ­χε­ται από ένα πράγ­μα: Από την προ­σπά­θεια να υπο­δη­λω­θεί ο άνθρω­πος, να εμπο­δι­στεί η πρό­ο­δός του. Οι ναζή­δες ηττή­θη­καν στα πεδία των μαχών στη Γερ­μα­νία, μα οι ναζή­δες βρή­καν προ­στα­σία από τους γιά­γκη­δες, τους λάτρεις της φυλε­τι­κής υπεροχής».

Ο Βίτε­λα έβλε­πε στο πρό­σω­πο του Πάμπλο Νερού­ντα ένα επι­κίν­δυ­νο εχθρό. Οι πρά­κτο­ρες του έβα­λαν φωτιά στο σπί­τι του, όπου είχε και την πολύ­τι­μη βιβλιο­θή­κη του και μεγά­λη συλ­λο­γή από έργα τέχνης. Η κυβέρ­νη­ση του Βίτε­λα κατη­γό­ρη­σε τον Νερού­ντα επί προδοσία.

Αξέ­χα­στα θα μεί­νουν στο λαό της Χιλής τα τελευ­ταία λόγια του Νερού­ντα το 1948 από τη Βουλή:

«Κατη­γο­ρώ τον Βιτέ­λα για προ­δο­σία. Πρό­δω­σε τη χώρα του προς όφε­λος των ξένων. Χαι­ρε­τώ όλους τους αγω­νι­στές της Χιλής, τις γυναί­κες και τους άντρες, που κατα­διώ­κο­νται και φυλα­κί­ζο­ντα, τους χαι­ρε­τώ και τους λέω: Το κόμ­μα μας είναι αθά­να­το. Γεν­νή­θη­κε σαν απο­τέ­λε­σμα του πόνου του λαού, κι αυτή η κατα­δί­ω­ξη το κάνει ακό­μη ισχυρότερο».

Τα όργα­να του Βίτε­λα ζητούν να βρουν το Νερού­ντα, που ζζει παρά­νο­μα, για να τον δολο­φο­νή­σουν. Στο ποί­η­μά του «Χρο­νι­κό» του 1948 γρά­φει: «ο λαός μαου θα νική­σει, όλοι οι λαοί θα νικήσουν».

Στις 25 Απρι­λί­ου 1949, το Συνέ­δριο των οπα­δώνβ της Ειρή­νης πλη­σί­α­ζε προς το τέλος του. Μια υπό­κω­φη φωνή και συγκί­νη­ση κατέ­λα­βε τους αντι­προ­σώ­πους. Ο Πάμπλο Νερού­ντα ανέ­βαι­νε σιγά σιγά το βήμα. Κατόρ­θω­σε να εγκα­τα­λεί­ψει τη Χιλή και βρέ­θη­κε στην πρώ­τη γραμ­μή του αγώ­να για την Ειρή­νη. Πότε στην Πάρ­γα, στο Βερο­λί­νο, στη Ρώμη, ακού­ε­ται η ήσυ­χη, γλυ­κιά φωνή για την ιερή υπό­θε­ση της ανθρω­πό­τη­τας, την δια­τή­ρη­σιν της ειρήνης.

Το 1952 ξανα­γύ­ρι­σε στην πατρί­δα του αφιε­ρώ­νο­ντας τις δυνά­μεις του για τον λαό του, για την ειρή­νη και την πρό­ο­δο της ανθρωπότητας.

Α. Πρω­τό­πα­πας

 

Το κεί­με­νο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα «Δημο­κρά­της» της Κύπρου και ανα­δη­μο­σιεύ­τη­κε από την «Αυγή» στις 14/1/1954

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο