Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάμπλο Πικάσο: «Η προσχώρησή μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα είναι η λογική συνέπεια όλης μου της ζωής»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

picasso8Οι πίνα­κες και τα σκί­τσα του ταξι­δεύ­ουν σ’ όλον τον κόσμο. Έγι­ναν γραμ­μα­τό­ση­μα και καρτ-ποστάλ, αφί­σες κρε­μα­σμέ­νες στους τοί­χους των σπι­τιών απλών ανθρώ­πων, κοσμούν τα λάβα­ρα των αγω­νι­στών της ειρή­νης, εμπνέ­ουν αυτούς που παλεύ­ουν για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον. Παράλ­λη­λα, τα πρω­τό­τυ­πα έργα του προ­κα­λούν κοσμο­συρ­ροή στα φημι­σμέ­να μου­σεία του κόσμου ή πωλού­νται σε αστρο­νο­μι­κά ποσά, προσ­δί­δο­ντας «κύρος» και επι­βε­βαί­ω­ση στη ματαιο­δο­ξία των πιο πλού­σιων αυτού του κόσμου. Ο ίδιος έλε­γε: «Όχι, η ζωγρα­φι­κή δεν έγι­νε για να δια­κο­σμεί δια­με­ρί­σμα­τα. Είναι όπλο στον αμυ­ντι­κό και επι­θε­τι­κό πόλε­μο ενά­ντια στον εχθρό»…

Ο Ισπα­νός κομ­μου­νι­στής ζωγρά­φος Πάμπλο Πικά­σο, ο δημιουρ­γός της «Γκου­έρ­νι­κα» και πολ­λών άλλων διά­ση­μων έργων, γνώ­ρι­μος στους Έλλη­νες και για τα σκί­τσα του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη και του περι­στε­ριού της ειρή­νης, γεν­νή­θη­κε στις 25 Οκτώ­βρη του 1881. Βγαλ­μέ­νος από τα σπλά­χνα της αστι­κής τάξης της Ισπα­νί­ας ο Πικά­σο δεν θ’ αργή­σει ν’ ανα­γνω­ρί­σει στην εργα­τι­κή τάξη τον φορέα του ανθρώ­πι­νου μέλ­λο­ντος και να συντα­χτεί με τους κατα­πιε­σμέ­νους και αδικημένους.

Ο Πικάσο σε στιγμές δημιουργίας, στη "Γκουέρνικα"

Ο Πικά­σο σε στιγ­μές δημιουρ­γί­ας, στη “Γκου­έρ­νι­κα”

“(…)Στα χρό­νια της κατο­χής ο αντι­στα­σια­κός Πικά­σο είχε γίνει στό­χος του Γερ­μα­νού κατα­κτη­τή. Του είχε απα­γο­ρευ­τεί να εκθέ­τει έργα του. Ζού­σε με το σκε­λε­τω­μέ­νο σκυ­λί του, τον Κασμπέκ (είναι το όνο­μα του πιο ψηλού βου­νού του Καυ­κά­σου) σε ένα ατε­λιέ αχα­νές, ξεχαρ­βα­λια­σμέ­νο, παρά­ξε­νο με τα μαύ­ρα του δοκά­ρια, το ασβε­στω­μέ­νο ταβά­νι και με τα έργα του να «βομ­βαρ­δί­ζουν» τις αισθή­σεις. Μια μέρα, κάτι Γερ­μα­νοί πήγαν στο κρη­σφύ­γε­τό του, τάχα για να θαυ­μά­σουν τα έργα του. Ένας απ’ αυτούς τον στρί­μω­ξε «ευγε­νι­κά» μπρο­στά στην «Γκου­έρ­νι­κα». «Εσείς το κάνα­τε αυτό;» τον ρώτη­σε. Το «τρο­με­ρό» παι­δί της Μάλα­γα, ο επα­να­στά­της — ζωγρά­φος του 20ου αιώ­να του απά­ντη­σε «Όχι, εσείς» κι ύστε­ρα με τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή σοφή ειρω­νεία του τους μοί­ρα­σε κάρ­τες — αντί­γρα­φα της «Γκου­έρ­νι­κα», λέγο­ντάς τους «Ορί­στε σου­βε­νίρ, σουβενίρ!».

Γκουέρνικα (1937) - Λάδι σε Καμβά, 3,54 × 7,82 Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία, Μαδρίτη

Πάμπλο Πικά­σο: Γκου­έρ­νι­κα (1937) — Λάδι σε Καμ­βά, 3,54 × 7,82
Εθνι­κό Μου­σείο Τέχνης Βασί­λισ­σα Σοφία, Μαδρίτη

Ένα σου­βε­νίρ — σύμ­βο­λο «της αγριό­τη­τας και του σκο­τα­δι­σμού», όπως τα αντι­λαμ­βά­νε­ται ο κομ­μου­νι­στής Πικά­σο, χωρίς όπως ο ίδιος έλε­γε «Να καρ­φώ­νω τα καρ­φιά με ξεχω­ρι­στό τρό­πο για να δεί­ξω τις πολι­τι­κές μου τάσεις».”

[Από αφιέ­ρω­μα του Ριζο­σπά­στη (20/3/1983), σε επι­μέ­λεια Αρι­στού­λας Ελληνούδη.]

Τα πρώ­τα ερε­θί­σμα­τα για την πολι­τι­κο­ποί­η­σή του τα δέχε­ται στα χρό­νια του Πρώ­του Παγκό­σμιου Πολέ­μου. Με το πρα­ξι­κό­πη­μα του Φράν­κο, τον εμφύ­λιο στην Ισπα­νία και τον βομ­βαρ­δι­σμό της πόλης Γκου­έρ­νι­κα, στις 26/4/1937, έχουν ήδη μπει οι βάσεις της  ταξι­κής του συνεί­δη­σης. Ενα­ντιώ­νε­ται στην αγριό­τη­τα και τον όλε­θρο που σπέρ­νει ο πόλε­μος και το κοι­νω­νι­κό σύστη­μα που τον γεν­νά, και αυτή την ενα­ντί­ω­ση την εκφρά­ζει και στο έργο του. Άλλω­στε για τον Πικά­σο η Τέχνη δεν είναι η εφαρ­μο­γή ενός κανό­να ομορ­φιάς, αλλά μορ­φή κοι­νω­νι­κής συνείδησης.

Γαλλία, Παρίσι, 1944. Ο Πάμπλο Πικάσο στο σπίτι του (6th arrondissement, Rue des Grands Augustins). Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson Πηγή: LIVEJOURNAL

Γαλ­λία, Παρί­σι, 1944. Ο Πάμπλο Πικά­σο στο σπί­τι του (6th arrondissement, Rue des Grands Augustins).
Φωτο­γρα­φία: Henri Cartier-Bresson
Πηγή: LIVEJOURNAL

Ο Δεύ­τε­ρος Παγκό­σμιος Πόλε­μος τον βρί­σκει στο Παρί­σι. Σε αντί­θε­ση με άλλους καλ­λι­τέ­χνες δεν μένει «ουδέ­τε­ρος», συμ­με­τέ­χει στη Γαλ­λι­κή Αντί­στα­ση. Τον Οκτώ­βρη του 1944 γίνε­ται μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Γαλ­λί­ας. Κάποιοι τον αμφι­σβη­τούν, αρνού­νται να τον πάρουν στα σοβα­ρά, κάποιοι άλλοι ενο­χλού­νται από τη στά­ση του. Ο ίδιος ο Πικά­σο φρο­ντί­ζει να κλεί­σει κάθε πόρ­τα στην αμφι­σβή­τη­ση «φίλων» και αντιπάλων:

«Βρή­κα τον εαυ­τό μου»

picasso6a«Η προ­σχώ­ρη­σή μου στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα είναι η λογι­κή συνέ­πεια όλης μου της ζωής, όλου μου του έργου για­τί, είμαι υπε­ρή­φα­νος γι’ αυτό, δεν πήρα ποτέ τη ζωγρα­φι­κή σαν δια­σκέ­δα­ση ή ψυχα­γω­γία. Θέλη­σα με το σχέ­διο και το χρώ­μα, αυτά ήταν το όπλα μου, να μπω όσο μπο­ρού­σα πιο μέσα στην ανθρώ­πι­νη ψυχή, πιο βαθιά στη γνώ­ση του κόσμου που μας λυτρώ­νει κάθε μέρα και περισ­σό­τε­ρο. Προ­σπά­θη­σα με τον δικό μου τρό­πο να εκφρά­σω αυτό που νόμι­ζα πιο αλη­θι­νό, πιο δίκιο, πιο υψη­λό κι όλοι οι μεγά­λοι καλ­λι­τέ­χνες ξέρουν καλά πως αυτό είναι και το πιο ωραίο.

Ναι, τώρα ξέρω πως αγω­νί­στη­κα με τη ζωγρα­φι­κή μου πάντα σαν αλη­θι­νός επα­να­στά­της, κατά­λα­βα όμως ταυ­τό­χρο­να πως αυτό μόνο δε φτά­νει. Τα τελευ­ταία τού­τα χρό­νια της τρο­με­ρής κατα­πιέ­σε­ως μού δεί­ξα­νε πως είχα την υπο­χρέ­ω­ση να πολε­μή­σω όχι μόνο με την τέχνη μου μα με ολό­κλη­ρο το είναι μου.

Και τότε πήγα προς το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα χωρίς τον παρα­μι­κρό δισταγ­μό, για­τί στο βάθος ήμου­να πάντα μαζί του. Ο Ελυάρ, ο Αρα­γκόν, ο Κασ­σού, ο Φου­ζε­ρόν, όλοι μου οι φίλοι το ξέρουν καλά κι αν ως τα τώρα δεν είχα προ­σχω­ρή­σει επί­ση­μα, αυτό οφεί­λο­νταν σε ένα είδος «αφέ­λειας» για­τί νόμι­ζα πως το έργο μου κι η καρ­διά μου που ήτα­νε μαζί του φτά­να­νε. Μέσα μου όμως πάντα αυτό ήταν το Κ ό μ μ α μου.

“(…)Γ. Κ. Για­τί υπάρ­χει τόση αγριό­τη­τα στον πίνα­κά σας Σφα­γή στην Κορέα;

Π. Π. Για να φτιά­ξω το πρό­σω­πο του πολέ­μου, δε σκέ­φτη­κα καμιά ιδιαί­τε­ρη ιδιό­τη­τα, εκτός από την κτη­νω­δία. Πολύ λιγό­τε­ρο το κρά­νος ή τη στο­λή του Αμε­ρι­κα­νού στρα­τιώ­τη ή όποιου άλλου. Δεν έχω τίπο­τα με τους Αμε­ρι­κα­νούς. Είμαι με το μέρος των ανθρώ­πων, όλων των ανθρώ­πων. Γι’ αυτό δεν μπο­ρού­σα να φαντα­στώ το πρό­σω­πο του πολέ­μου ξέχω­ρα από το πρό­σω­πο της ειρή­νης. Κι η ειρή­νη δε μου ήρθε στη σκέ­ψη με άλλο χαρα­κτη­ρι­στι­κό, πέρα από την από­λυ­τη εκπλή­ρω­ση των ανθρώ­πι­νων ανα­γκών και της απε­ριό­ρι­στης ελευ­θε­ρί­ας των ανθρώ­πων πάνω στη γη. Η τέχνη πρέ­πει να δίνει μια εναλ­λα­κτι­κή λύση.

Πάμπλο Πικάσο: Σφαγή στην Κορέα (1951) Λάδι σε ξύλο, Μουσείο Ρicasso, Παρίσι Πηγή εικόνας: Τέχνης Σύμπαν και Φιλολογία

Πάμπλο Πικά­σο: Σφα­γή στην Κορέα (1951)
Λάδι σε ξύλο, Μου­σείο Ρicasso, Παρί­σι
Πηγή εικό­νας: Τέχνης Σύμπαν και Φιλολογία

Ηθε­λα το έργο μου να βοη­θή­σει τους ανθρώ­πους να δια­λέ­ξουν, αφού πρώ­τα τους ανα­γκά­σει ν’ ανα­γνω­ρί­σουν τον εαυ­τό τους, σύμ­φω­να με την πραγ­μα­τι­κή τους κλί­ση, σε μια από τις εικό­νες μου. Τόσο το χει­ρό­τε­ρο για εκεί­νον, που, όντας ανα­γκα­σμέ­νος ν’ ανα­γνω­ρί­σει τον εαυ­τό του στο τέρας του πολέ­μου, θα είναι και πάλι τόσο αδύ­να­μος που να μην μπο­ρεί ν αλλά­ξει δρόμο.”

[Από­σπα­σμα από «διά­λο­γο» του ποι­η­τή και ζωγρά­φου Γιώρ­γου Κακου­λί­δη με τον Πάμπλο Πικά­σο. (Ριζο­σπά­στης, 26/1/2003)]

Μήπως δεν είν’ αλή­θεια πως το ΚΚ είναι εκεί­νο που προ­σπά­θη­σε περισ­σό­τε­ρο να γνω­ρί­σει και ν’ ανα­στη­λώ­σει τον κόσμο, να κάνει τους σημε­ρι­νούς και τους αυρια­νούς ανθρώ­πους πιο λεύ­τε­ρους, πιο ευτυ­χι­σμέ­νους, με καθά­ρια και τίμια σκέ­ψη; Δεν είν’ αλή­θεια πως οι κομ­μου­νι­στές δεί­χτη­καν οι πιο θαρ­ρα­λέ­οι τόσο στη Γαλ­λία, όσο και στην ΕΣΣΔ και στην Ισπα­νία μου; Για­τί τάχα να διστά­ζω; Μήπως από φόβο μην ανα­λά­βω υπο­χρε­ώ­σεις; Όμως αντί­θε­τα ποτές δεν έννοιω­σα τον εαυ­τό μου τόσο λεύ­τε­ρο, τόσο ολοκληρωμένο…

Μπροστά σε φωτογραφία του Ι. Στάλιν (1949) Φωτογραφία: AFP/Getty Images Πηγή: theguardian

Μπρο­στά σε φωτο­γρα­φία του Ι. Στά­λιν (1949)
Φωτο­γρα­φία: AFP/Getty Images
Πηγή: theguardian

Κι ακό­μα βια­ζό­μου­να τόσο να βρω μια πατρί­δα. Ήμου­να πάντα εξό­ρι­στος, τώρα δεν είμαι πια. Περι­μέ­νο­ντας την ώρα που η Ισπα­νία θα μπο­ρέ­σει επί τέλους να με δεχτεί, το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα της Γαλ­λί­ας άνοι­ξε την αγκα­λιά του και με δέχτη­κε. Μέσα σ’ αυτό βρή­κα ανθρώ­πους που περισ­σό­τε­ρο εκτι­μώ, τους πιο μεγά­λους σοφούς, τους πιο μεγά­λους ποι­η­τές κι ακό­μα όλες αυτές τις υπέ­ρο­χες φυσιο­γνω­μί­ες των Παρι­ζιά­νων επα­να­στα­τών που είδα τις μέρες του Αυγού­στου. Κι είμαι πάλι ανά­με­σα στ’ αδέλ­φια μου».

(Ο Ριζο­σπά­στης της 16 Φλε­βά­ρη 1945, δημο­σί­ευ­σε αυτό το κεί­με­νο στην πρώ­τη σελί­δα του, προ­λο­γί­ζο­ντάς το ως συνέ­ντευ­ξη του Πικά­σο «σε Αμε­ρι­κα­νι­κή επι­θε­ώ­ρη­ση». Το δημο­σί­ευ­μα του Ριζο­σπά­στη έχει τίτλο «ΜΙΛΑΕΙ Ο ΠΙΚΑΣΣΟ, Πώς έγι­να κομμουνιστής»).

Γαλλία, Παρίσι, 1952. Στην κηδεία του Γάλλου ποιητή Πωλ Ελυάρ. Από αριστερά: Έλσα Τριολέ, Λουίς Αραγκόν, Ντομινίκ Ελυάρ και Πικάσο. Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson Πηγή: LIVEJOURNAL

Γαλ­λία, Παρί­σι, 1952. Στην κηδεία του Γάλ­λου ποι­η­τή Πωλ Ελυάρ. Από αρι­στε­ρά: Έλσα Τριο­λέ, Λουίς Αρα­γκόν, Ντο­μι­νίκ Ελυάρ και Πικά­σο. Φωτο­γρα­φία: Henri Cartier-Bresson
Πηγή: LIVEJOURNAL

“(…)Και σας το λέω: μάλι­στα, ταξι­κοί λόγοι είναι που κάνουν ένα Λαν­ζα­βόν, έναν Ζολιό – Κιου­ρί, ένα Πικά­σο, έναν Ελυάρ να γίνουν κομ­μου­νι­στές. Αλλά αυτούς τους ταξι­κούς λόγους ― ας μην τους πολυ­ε­πι­κα­λού­νται οι αντι­κομ­μου­νι­στές. Απο­κα­λούν τιμή για τους κομμουνιστές.”

[Λουίς Αρα­γκόν, «Ο κομ­μου­νι­στής άνθρω­πος» (μετά­φρα­ση Απ. Σπή­λιου), Ριζο­σπά­στης 30/1/1947]
Ιλία Έρενμπουργκ – Πάμπλο Πικάσο Φωτογραφία: Jean Jacques Levy Πηγή: AP Photo

Ιλία Έρεν­μπουργκ – Πάμπλο Πικά­σο
Φωτο­γρα­φία: Jean Jacques Levy
Πηγή: AP Photo

Ο Σοβιε­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας Ιλία Έρεν­μπουργκ διη­γεί­ται στις ανα­μνή­σεις του (Ριζο­σπά­στης, 15/11/1981) ένα περι­στα­τι­κό με τον Πικά­σο: «Στη Ρώμη, μετά από μια πολυά­ριθ­μη συγκέ­ντρω­ση των «φίλων της ειρή­νης», περ­πα­τού­σα μαζί με τον Πικά­σο στους δρό­μους. Ήταν μια εργα­τι­κή συνοι­κία. Κάποιος ανα­γνώ­ρι­σε τον ξακου­στό ζωγρά­φο. Άρχι­σαν να τον αγκα­λιά­ζουν, τον παρα­κα­λού­σαν να χαϊ­δέ­ψει τα παι­διά τους, του έσφιγ­γαν τα χέρια. Αυτοί οι άνθρω­ποι γνώ­ρι­ζαν από τα πολυά­ριθ­μα έργα του Πικά­σο μόνον το «περι­στέ­ρι», που ίσως είχαν κρε­μά­σει στο σπί­τι τους, όμως ήξε­ραν πως εδώ, δίπλα τους, βρι­σκό­ταν ένας μεγά­λος άνθρω­πος και προ­σπα­θού­σαν, όπως μπο­ρού­σαν να του δεί­ξουν την αγά­πη τους». 

Εκεί­νο που κάνει τον κομ­μου­νι­στή Πικά­σο καλ­λι­τέ­χνη του λαού είναι το περιε­χό­με­νο της τέχνης του. Η Γκου­έρ­νι­κα έγι­νε αντι­πο­λε­μι­κή κραυ­γή στα πέρα­τα του κόσμου. Το περι­στέ­ρι του διε­θνές σύμ­βο­λο της ειρή­νης. Εκα­τό χρό­νια μετά τη γέν­νη­σή του, οι κάτοι­κοι ενός μικρού ισπα­νι­κού χωριού, μικρά παι­διά και μεγα­λύ­τε­ροι σε ηλι­κία, για να τον τιμή­σουν, ζωγρά­φι­σαν τους τοί­χους των σπι­τιών τους με έργα του.  Αυτά δεί­χνουν  τι θα πει η τέχνη να γίνε­ται κτή­μα του λαού.

Ο Πάμπλο Πικά­σο θα παρα­μεί­νει μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 8 Απρί­λη του 1973. Το έργο του θα ριζώ­σει βαθιά στις καρ­διές του ισπα­νι­κού λαού και των λαών όλου του κόσμου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

«Όταν είναι νύχτα να ονει­ρεύ­ε­σαι, αλλά όταν ξημε­ρώ­νει ν’ ανοί­γεις το παρά­θυ­ρο διά­πλα­τα…» – Όταν ο Ελύ­της συνά­ντη­σε τον Πικάσο

Guernica

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο