Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάνος Αλεπλιώτης: Έρωτας στα χρόνια της Κορώνας

-Εσύ είσαι ο και­νούρ­γιος ε;

Σήκω­σα το κεφά­λι και την είδα. Λεπτή, μελα­χρι­νή, κατσα­ρό μαλ­λί και λάμ­ψη χαμο­γε­λα­στή στα μαύ­ρα μάτια της. 

-Ε ναι, αποκρίθηκα. 

Με κοί­τα­ξε πιο έντονα. 

-Δεν με θυμά­σαι ε, με ρώτησε; 

-Εεε κάτι, τώρα που το λες.

- Έτσι είναι οι πιο μεγά­λοι δεν θυμού­νται τους πιο μικρούς στο σχολείο. 

Μάλι­στα, την θυμή­θη­κα τώρα, αλλά όχι σαν κάτι ιδιαί­τε­ρο, στα 15–16. Τώρα δέκα χρό­νια μετά είχε ομορ­φύ­νει. Πολύ όμως! Τάπα­με λίγο για τις παρέ­ες τότε, κοι­νούς γνω­στούς, πως βρε­θή­κα­με στην ίδια δου­λειά μέχρι που άνοι­ξε η πόρ­τα του αφεντικού. 

-Έλα μέσα Κυριά­κο, με φώναξε. 

Να βρε­θού­με για καφέ είπα­με και έφυ­γε για το πόστο της. 

-Τι γίνε­ται; το ρίξα­με στα σαλια­ρί­σμα­τα; Δεν έχε­τε δου­λειά; Πήγε να με μαλώ­σει, το αφε­ντι­κό, τον κοί­τα­ξα από­το­μα, τα γύρισε.

-Άκου τα πράγ­μα­τα είναι σοβα­ρά. Είναι ζήτη­μα χρό­νου να βγά­λω τους περισ­σό­τε­ρους σε ανα­στο­λή σύμ­βα­σης. Και σένα. Εσύ όμως θα συνε­χί­σεις να δου­λεύ­εις με τον λογα­ρια­σμό σου από το σπί­τι, κανείς δεν θα το ξέρει και θα σου δίνω μαύ­ρα. Θα παίρ­νεις τα διπλά­σια. Ο λογα­ρια­σμός που χει­ρί­ζε­σαι θα ξεσκί­σει τώρα με την κρί­ση. Ε τι λες; Άσε τους άλλους. Κοί­τα την πάρ­τη σου.

Του είπα πως θα το σκε­φτώ και πήγα στο γρα­φείο. Δεν του άρε­σε που δεν απά­ντη­σα αμέ­σως που δεν αισθάν­θη­κα ευγνω­μο­σύ­νη που με έκα­νε δικό του.

Είχα να σκε­φτώ και την “γνω­ρι­μία”. Όλα μαζί γαμώτο.

Ήταν αρχές Μάρ­τη. Βρε­θή­κα­με στην καφε­τέ­ρια με την Ζωή και τα είπα­με. Συμ­φω­νή­σα­με πως έχου­με πολ­λά κοι­νά, συμ­φω­νή­σα­με για τον μαλά­κα αφε­ντι­κό και ξαφ­νι­κά βρε­θή­κα­με να συζη­τά­με σε ποιο νησί να πάμε μαζί δια­κο­πές το καλο­καί­ρι. Μού­δια­σε λίγο το κεφά­λι μου. Μ’ άρε­σε που καθό­μα­σταν, τα λέγα­με και γίνα­με ζευ­γα­ρά­κι ή μου φάνηκε;

Κόψα­με και πήγα στο σωματείο. 

-Κοί­τα μου λέει ο πρό­ε­δρος. Όλοι μας έχου­με δου­λέ­ψει “μαύ­ρα”. Το θέμα είναι τι θα γίνει στην συνέ­χεια. Θα επι­κρα­τή­σει η τηλερ­γα­σία και τα μαύ­ρα, χωρίς ωρά­ριο, ασφά­λι­ση, χωρίς συντά­ξι­μα; Είναι στο χέρι σου. 

Το βρά­δυ τα είπα­με στο Σκάιπ αν θάταν καλύ­τε­ρα στην Αμορ­γό ή στην Φολέγανδρο. 

Να ξανα­βγού­με, είπα­με πάλι. Και μετά συμ­φω­νή­σα­με να βρι­σκό­μα­στε κάθε μέρα μετά την δου­λειά και ότι ξεχνού­σα­με, να το λέμε στο Σκάιπ τα βράδια. 

Οι μέρες περ­νού­σαν, οι σκέ­ψεις με βασά­νι­ζαν, ποιο είναι το σωστό; 

Να πάρω τα μαύ­ρα, δεν τα στε­ρώ από κανέ­ναν άλλω­στε ή να μεί­νω όπως τώρα όπως όλοι οι άλλοι;

Να κρα­τη­θώ στα­θε­ρός, νόμι­μος, ακέ­ραιος; Γιαυ­τό υπάρ­χουν τα εργα­τι­κά δικαιώ­μα­τα σκε­φτό­μουν. Εγώ τα βρή­κα έτοι­μα. Κάποιοι μάτω­σαν για να τα έχω. Εγώ θα τα χαλά­σω τώρα, από αδυ­να­μία, από ανά­γκη; Δεν έχω ακό­μη τις ίδιες ανά­γκες που βγά­ζει η οικο­γέ­νεια, οι δόσεις ενός σπι­τιού, τα άλλα βάσανα. 

Από την άλλη παίρ­νω τον κατώ­τε­ρο μισθό και δια­χει­ρί­ζο­μαι λογα­ρια­σμό εκα­τομ­μυ­ρί­ων και  βγά­ζω κέρ­δη για τον επι­χει­ρη­μα­τία. Πότε θα αμοι­φθώ γιαυ­τό που μου αξί­ζει; Είναι η ευκαι­ρία μου τώρα;

Ο άλλος με παρα­κο­λου­θού­σε κάθε μέρα τι θα πω. Με μικρές ερω­τή­σεις για την δου­λειά για τις παραγ­γε­λί­ες, αν έχω καλό ίντερ­νετ στο σπίτι..

-Απο­φά­σι­σα να μη δεχθώ. Το επό­με­νο διά­στη­μα οι εργο­δό­τες θα ξεσα­λώ­νουν, πολ­λοί απ’ αυτούς θα απα­σχο­λούν τους εργα­ζό­με­νους μισά μαύ­ρα μισά νόμι­μα, με επι­χει­ρή­μα­τα τύπου τόσα νόμι­μα μπο­ρώ να δωσω, σου δίνω και τα μαύ­ρα για να σε βοη­θή­σω και άλλα τέτοια.

Ειδι­κά στη δική μου δου­λειά, που χει­ρί­ζο­μαι έναν λογα­ρια­σμό και γίνε­ται άνε­τα απ’ το σπί­τι, χωρίς να μπο­ρεί να απο­δει­χθεί ότι δου­λεύω, θεω­ρώ πως θα είναι βού­τυ­ρο στο ψωμί του και θα θέλει να με καθιε­ρώ­σει στα μαύ­ρα την περί­ο­δο επί­θε­σης που έρχεται.

Αυτά της τα είπα, χάρη­κε, το είδα στο βλέμ­μα της στον τρό­πο της. Έγι­νε πιο δια­χυ­τι­κή, πιο παι­χνι­διά­ρα και σοβα­ρή μαζί.

Την άλλη μέρα έκλει­σαν όλα, μαγα­ζιά, καφε­τέ­ριες, μπαρ..

Είπα στο αφε­ντι­κό την από­φα­σή μου. Με κοί­τα­ξε καλά καλά. 

-Με πρό­λα­βες, είπε. Το ξανα­σκέ­φτη­κα. Συνε­χί­ζεις να δου­λεύ­εις κανο­νι­κά, εσύ και κάνα δυό ακό­μη. Τους άλλους τους στα­μα­τάω. Θα αλλά­ξεις όμως συμπε­ρι­φο­ρά. Ένα στέ­λε­χος έρχε­ται πιο νωρίς και φεύ­γει πιο αργά. Εσύ τηρείς ακρι­βώς τα ωρά­ρια. Πρέ­πει να δεί­χνεις την δια­φο­ρά στους άλλους.

-Ποιους άλλους, του βγά­ζω γλώσ­σα, όλους τους στα­μα­τάς, συνει­δη­το­ποιώ ξαφ­νι­κά πως στα­μά­τη­σε και το “αίσθη­μα” και του ορμάω με τα λόγια. Στέ­λε­χος με 600 τον μήνα; Έτσι είναι τα στε­λέ­χη; Πόση δου­λειά σου βγά­ζω, το ξέρεις και πόσο απο­τε­λε­σμα­τι­κή είναι η δου­λειά μου. 

Δεν αλλά­ζω ωράριο. 

Έκα­νε μετα­βο­λή, χτύ­πη­σε την πόρ­τα, μου κρα­τού­σε μού­τρα. Λίγο πριν σχο­λά­σω ήρθε να απο­λο­γη­θεί πως εκτι­μά την δου­λειά μου, τον χαρα­κτή­ρα μου και διά­φο­ρα σάλια. Δεν τον άκου­γα σε όλα που έλε­γε. Στα­μά­τη­σε τους συνα­δέλ­φους από την δου­λειά με 800 ευρώ για 40 μέρες. Μετά τι θα γίνει; Κανείς δεν ξέρει. 

Μαζί με όλους τους άλλους και το “αίσθη­μα”. Να τον μπα­τσί­σω ήθελα. 

Υπο­κρι­τής και διπλωμάτης. 

Δεν θα την έβλε­πα πια στην δου­λειά. Αυτό δεν μάρε­σε καθό­λου. Κόπη­κα, έχα­σα την όρε­ξη να σηκώ­νο­μαι το πρωί, να την ψάχνω με το βλέμ­μα, να βλέ­πω το δικό της να με ψάχνει, να βρί­σκου­με και οι δύο δικαιο­λο­γί­ες για να περ­νά­με από τα πόστα μας, να πού­με καλη­μέ­ρα με ένα χαμό­γε­λο, να έχω προ­σμο­νή πότε θα σχο­λά­σου­με για να βρε­θού­με. Να βλέ­πω την προ­σμο­νή και στα δικά της μάτια..

Βρε­θή­κα­με την άλλη μέρα και κάνα­με βόλ­τα με το αμά­ξι. Μια πολύ ακρι­βή βόλ­τα. Κόστι­σε 150 ευρώ. 

Από τότε στέλ­νω sms στην υπη­ρε­σία πως θα πάω στο φαρ­μα­κείο και βρι­σκό­μα­στε στα πάρ­κα και στο αμάξι. 

Παρα­βιά­ζου­με τις απο­στά­σεις συστηματικά…

Στο αμά­ξι έχω αμέ­τρη­τα κου­τιά Depon για να τα δεί­ξω όταν με πιάσουν..

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο