-Εσύ είσαι ο καινούργιος ε;
Σήκωσα το κεφάλι και την είδα. Λεπτή, μελαχρινή, κατσαρό μαλλί και λάμψη χαμογελαστή στα μαύρα μάτια της.
-Ε ναι, αποκρίθηκα.
Με κοίταξε πιο έντονα.
-Δεν με θυμάσαι ε, με ρώτησε;
-Εεε κάτι, τώρα που το λες.
- Έτσι είναι οι πιο μεγάλοι δεν θυμούνται τους πιο μικρούς στο σχολείο.
Μάλιστα, την θυμήθηκα τώρα, αλλά όχι σαν κάτι ιδιαίτερο, στα 15–16. Τώρα δέκα χρόνια μετά είχε ομορφύνει. Πολύ όμως! Τάπαμε λίγο για τις παρέες τότε, κοινούς γνωστούς, πως βρεθήκαμε στην ίδια δουλειά μέχρι που άνοιξε η πόρτα του αφεντικού.
-Έλα μέσα Κυριάκο, με φώναξε.
Να βρεθούμε για καφέ είπαμε και έφυγε για το πόστο της.
-Τι γίνεται; το ρίξαμε στα σαλιαρίσματα; Δεν έχετε δουλειά; Πήγε να με μαλώσει, το αφεντικό, τον κοίταξα απότομα, τα γύρισε.
-Άκου τα πράγματα είναι σοβαρά. Είναι ζήτημα χρόνου να βγάλω τους περισσότερους σε αναστολή σύμβασης. Και σένα. Εσύ όμως θα συνεχίσεις να δουλεύεις με τον λογαριασμό σου από το σπίτι, κανείς δεν θα το ξέρει και θα σου δίνω μαύρα. Θα παίρνεις τα διπλάσια. Ο λογαριασμός που χειρίζεσαι θα ξεσκίσει τώρα με την κρίση. Ε τι λες; Άσε τους άλλους. Κοίτα την πάρτη σου.
Του είπα πως θα το σκεφτώ και πήγα στο γραφείο. Δεν του άρεσε που δεν απάντησα αμέσως που δεν αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη που με έκανε δικό του.
Είχα να σκεφτώ και την “γνωριμία”. Όλα μαζί γαμώτο.
Ήταν αρχές Μάρτη. Βρεθήκαμε στην καφετέρια με την Ζωή και τα είπαμε. Συμφωνήσαμε πως έχουμε πολλά κοινά, συμφωνήσαμε για τον μαλάκα αφεντικό και ξαφνικά βρεθήκαμε να συζητάμε σε ποιο νησί να πάμε μαζί διακοπές το καλοκαίρι. Μούδιασε λίγο το κεφάλι μου. Μ’ άρεσε που καθόμασταν, τα λέγαμε και γίναμε ζευγαράκι ή μου φάνηκε;
Κόψαμε και πήγα στο σωματείο.
-Κοίτα μου λέει ο πρόεδρος. Όλοι μας έχουμε δουλέψει “μαύρα”. Το θέμα είναι τι θα γίνει στην συνέχεια. Θα επικρατήσει η τηλεργασία και τα μαύρα, χωρίς ωράριο, ασφάλιση, χωρίς συντάξιμα; Είναι στο χέρι σου.
Το βράδυ τα είπαμε στο Σκάιπ αν θάταν καλύτερα στην Αμοργό ή στην Φολέγανδρο.
Να ξαναβγούμε, είπαμε πάλι. Και μετά συμφωνήσαμε να βρισκόμαστε κάθε μέρα μετά την δουλειά και ότι ξεχνούσαμε, να το λέμε στο Σκάιπ τα βράδια.
Οι μέρες περνούσαν, οι σκέψεις με βασάνιζαν, ποιο είναι το σωστό;
Να πάρω τα μαύρα, δεν τα στερώ από κανέναν άλλωστε ή να μείνω όπως τώρα όπως όλοι οι άλλοι;
Να κρατηθώ σταθερός, νόμιμος, ακέραιος; Γιαυτό υπάρχουν τα εργατικά δικαιώματα σκεφτόμουν. Εγώ τα βρήκα έτοιμα. Κάποιοι μάτωσαν για να τα έχω. Εγώ θα τα χαλάσω τώρα, από αδυναμία, από ανάγκη; Δεν έχω ακόμη τις ίδιες ανάγκες που βγάζει η οικογένεια, οι δόσεις ενός σπιτιού, τα άλλα βάσανα.
Από την άλλη παίρνω τον κατώτερο μισθό και διαχειρίζομαι λογαριασμό εκατομμυρίων και βγάζω κέρδη για τον επιχειρηματία. Πότε θα αμοιφθώ γιαυτό που μου αξίζει; Είναι η ευκαιρία μου τώρα;
Ο άλλος με παρακολουθούσε κάθε μέρα τι θα πω. Με μικρές ερωτήσεις για την δουλειά για τις παραγγελίες, αν έχω καλό ίντερνετ στο σπίτι..
-Αποφάσισα να μη δεχθώ. Το επόμενο διάστημα οι εργοδότες θα ξεσαλώνουν, πολλοί απ’ αυτούς θα απασχολούν τους εργαζόμενους μισά μαύρα μισά νόμιμα, με επιχειρήματα τύπου τόσα νόμιμα μπορώ να δωσω, σου δίνω και τα μαύρα για να σε βοηθήσω και άλλα τέτοια.
Ειδικά στη δική μου δουλειά, που χειρίζομαι έναν λογαριασμό και γίνεται άνετα απ’ το σπίτι, χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί ότι δουλεύω, θεωρώ πως θα είναι βούτυρο στο ψωμί του και θα θέλει να με καθιερώσει στα μαύρα την περίοδο επίθεσης που έρχεται.
Αυτά της τα είπα, χάρηκε, το είδα στο βλέμμα της στον τρόπο της. Έγινε πιο διαχυτική, πιο παιχνιδιάρα και σοβαρή μαζί.
Την άλλη μέρα έκλεισαν όλα, μαγαζιά, καφετέριες, μπαρ..
Είπα στο αφεντικό την απόφασή μου. Με κοίταξε καλά καλά.
-Με πρόλαβες, είπε. Το ξανασκέφτηκα. Συνεχίζεις να δουλεύεις κανονικά, εσύ και κάνα δυό ακόμη. Τους άλλους τους σταματάω. Θα αλλάξεις όμως συμπεριφορά. Ένα στέλεχος έρχεται πιο νωρίς και φεύγει πιο αργά. Εσύ τηρείς ακριβώς τα ωράρια. Πρέπει να δείχνεις την διαφορά στους άλλους.
-Ποιους άλλους, του βγάζω γλώσσα, όλους τους σταματάς, συνειδητοποιώ ξαφνικά πως σταμάτησε και το “αίσθημα” και του ορμάω με τα λόγια. Στέλεχος με 600 τον μήνα; Έτσι είναι τα στελέχη; Πόση δουλειά σου βγάζω, το ξέρεις και πόσο αποτελεσματική είναι η δουλειά μου.
Δεν αλλάζω ωράριο.
Έκανε μεταβολή, χτύπησε την πόρτα, μου κρατούσε μούτρα. Λίγο πριν σχολάσω ήρθε να απολογηθεί πως εκτιμά την δουλειά μου, τον χαρακτήρα μου και διάφορα σάλια. Δεν τον άκουγα σε όλα που έλεγε. Σταμάτησε τους συναδέλφους από την δουλειά με 800 ευρώ για 40 μέρες. Μετά τι θα γίνει; Κανείς δεν ξέρει.
Μαζί με όλους τους άλλους και το “αίσθημα”. Να τον μπατσίσω ήθελα.
Υποκριτής και διπλωμάτης.
Δεν θα την έβλεπα πια στην δουλειά. Αυτό δεν μάρεσε καθόλου. Κόπηκα, έχασα την όρεξη να σηκώνομαι το πρωί, να την ψάχνω με το βλέμμα, να βλέπω το δικό της να με ψάχνει, να βρίσκουμε και οι δύο δικαιολογίες για να περνάμε από τα πόστα μας, να πούμε καλημέρα με ένα χαμόγελο, να έχω προσμονή πότε θα σχολάσουμε για να βρεθούμε. Να βλέπω την προσμονή και στα δικά της μάτια..
Βρεθήκαμε την άλλη μέρα και κάναμε βόλτα με το αμάξι. Μια πολύ ακριβή βόλτα. Κόστισε 150 ευρώ.
Από τότε στέλνω sms στην υπηρεσία πως θα πάω στο φαρμακείο και βρισκόμαστε στα πάρκα και στο αμάξι.
Παραβιάζουμε τις αποστάσεις συστηματικά…
Στο αμάξι έχω αμέτρητα κουτιά Depon για να τα δείξω όταν με πιάσουν..