Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάνος Αλεπλιώτης: Μετεπιβίβαση

Όσοι είχαν  ξεκι­νή­σει από το χωριό για την πόλη άλλα­ζαν λεω­φο­ρείο και μια και δυο φορές. Μερι­κοί είχαν πάει πιο μακριά με τρέ­νο και ήξε­ραν και άλλους που πήραν και αερο­πλά­νο. Είχαν ακού­σει πως αρκε­τές φορές υπάρ­χει μετε­πι­βί­βα­ση και αντα­πό­κρι­ση και μας τα έλε­γαν και κάνα­με χαμο­γε­λα­στοί εικόνες.

Κατε­βαί­νεις από το μέσον που ταξι­δεύ­εις και περι­μέ­νεις να έρθει το επό­με­νο λεω­φο­ρείο, τρέ­νο, καρά­βι ή αερο­πλά­νο να σε πάει στον τελι­κό προ­ο­ρι­σμό σου. Περι­μέ­νεις σε ένα σταθ­μό. Με κτί­ριο, υπό­στε­γο, τουα­λέ­τα, αναψυκτήριο.

Καμιά φορά προ­κύ­πτουν θέμα­τα όπως βλά­βες, άσχη­μος και­ρός, ασυ­νεν­νοη­σία και χάνεις το επό­με­νο. Η εται­ρία, αφού έχεις πλη­ρώ­σει εισι­τή­ριο, πρέ­πει να σου εξα­σφα­λί­σει την δια­νυ­κτέ­ρευ­ση, να σου πλη­ρώ­σει το φαγη­τό σου και μερι­κές φορές να σου δώσει και αποζημίωση.

Δεν βλέ­πει, τι χρώ­μα έχεις, τι φοράς, αν είσαι όμορ­φος, άσχη­μος, κοντός, ψηλός, χοντρός ή μοντέ­λο, γέρος ή παιδί.

Μερι­κές φορές οι γέροι πλη­ρώ­νουν μειω­μέ­νο και τα παι­διά ταξι­δεύ­ουν τζά­μπα. Όταν υπάρ­χουν μεγά­λες καθυ­στε­ρή­σεις δημιουρ­γού­νται νεύ­ρα, αγω­νί­ες, δια­φω­νί­ες, φωνές, ζητού­νται εξη­γή­σεις, η ίδια ερώ­τη­ση παντού και ξανά και ξανά. Πότε θα φύγου­με; Ιδιαί­τε­ρα στα παιδιά.

Ψάχνουν συνή­θως για τον υπεύ­θυ­νο, κάποιον υπάλ­λη­λο. Δεν ξέρει πολ­λές φορές. Δεν ξέρει!!! Και ποιος ξέρει;

Η Εται­ρία ξέρει.

Η Εται­ρία θα ειδο­ποι­ή­σει, θα ξέρουν οι υπάλ­λη­λοι και θα ξέρου­με κι εμείς που στοι­βια­ζό­μα­στε στον σταθ­μό μετε­πι­βί­βα­σης. Μέχρι τότε περι­μέ­νου­με. Έτσι και γω περι­μέ­νω να μου πει η Εταιρία!

Η Εται­ρία έχει πολ­λούς πελά­τες να σκε­φτεί.. Οι μέρες περ­νά­νε, οι εβδο­μά­δες, μήνες… και καμία πλη­ρο­φό­ρη­ση δεν έχουμε.

Έρχο­νται κι άλλοι πολ­λοί, πάρα πολ­λοί, γέροι, παι­διά, άλλος θέλει φάρ­μα­κα, άλλος Νοσο­κο­μείο, τα παι­διά Σχολείο.

Στον σταθ­μό δεν χωρά­με πια. Η Εται­ρία μας μετα­φέ­ρει σε μια απο­θή­κη, άλλους σε ένα παλιό στρα­τό­πε­δο, άλλους τους δίνει σκη­νές, δεν φτά­νουν τα κτί­ρια για όλους.

Κατα­λα­βαί­νω μέσα- μέσα πως ήρθα σε μια περί­ερ­γη τοπο­θε­σία ανα­μο­νής για την μετεπιβίβαση.

Προ­χθές  πέτα­ξαν μια γου­ρου­νο­κε­φα­λή πάνω από τον τοί­χο που μας περι­βάλ­λει. Μια άλλη μέρα πέτα­ξαν πέτρες και ένα βαρε­λό­το να μας κάψουν. Το σχο­λείο έκλει­σε κάποιες μέρες για­τί δεν θέλουν εκεί τα παι­διά μου.

Το νερό δεν φτά­νει, τρεις ώρες την ημέ­ρα μόνο, στην τουα­λέ­τα με την σει­ρά, ρεύ­μα δεν έχου­με πάντα.

Λεί­πουν τα τρό­φι­μα, τα ρού­χα, οι κου­βέρ­τες. Μου λεί­πουν οι άνθρω­ποι. Χάνω τα παι­διά μου σιγά σιγά. Είναι θυμω­μέ­να μαζί μου που τα πήρα και φύγαμε.

Ελπί­ζω κάπο­τε να κατα­λά­βουν πως δεν μπο­ρού­σα μόνη να τα βάλω με τον Στρα­τό και τους αλητοπολέμαρχους.

Αυτά του­λά­χι­στον πηγαί­νουν στο Σχο­λείο, όταν πηγαί­νουν. Εγώ κάθο­μαι στην σκη­νή και περιμένω.

Πότε θυμώ­νου­με και κάνου­με δια­μαρ­τυ­ρί­ες, πότε μαλώ­νου­με μετα­ξύ μας, για την θρη­σκεία, για τις γυναί­κες, για τις χώρες μας..

Περι­μέ­νω κάποια χώρα στην Ευρώ­πη να με δεχτεί. Ή να μεί­νω σαυ­τή την χώρα που ήρθα, μακριά όμως από την σκη­νή και το στρατόπεδο.

Να μένω σε γει­το­νιά με ανθρώπους.

Κανέ­νας όμως δεν μας θέλει πια. Τι κάνου­με εδώ; Απλά ζού­με και ελπί­ζου­με ακού­γο­ντας ειδή­σεις που στο τέλος είναι όλα ψέμματα..

Πέρα­σα όμως από την Σομα­λία με τα πόδια απέ­να­ντι στην Υεμέ­νη και από κει άκρη άκρη μέσα στην έρη­μο πέρα­σα όλη την Σαου­δι­κή Αρα­βία και έφτα­σα στην χερ­σό­νη­σο του Σινά. Μήνες περπατούσα.

Παντού πλή­ρω­να εισι­τή­ριο. Πλή­ρω­να για να περά­σω από τους Βεδουί­νους, τους τοπι­κούς οπλαρ­χη­γούς, από τους δου­λε­μπό­ρους, τον καπε­τά­νιο του σαπιο­κά­ρα­βου να με περά­σει στην Τουρ­κία και από κει τον άλλο καπε­τά­νιο να με περά­σει στην Σάμο.

Πλή­ρω­να ακρι­βά και έβλε­πα γύρω μου αυτούς που δεν είχαν να πλη­ρώ­σουν να γίνο­νται σκλά­βοι, να τους παίρ­νουν οι σωμα­τέ­μπο­ροι, μικρά κορί­τσια πανά­θε­μα τους, να τους παίρ­νουν οι Βεδουί­νοι να δώσουν τα όργα­να τους σε πλού­σιους του κόσμου που τα περίμεναν.

Πλή­ρω­να για να μην πει­ρά­ξουν τα παι­διά μου. Έφυ­γα με τα παι­διά 12 και 14 χρο­νών να μην τα πάρουν στο στρα­τό και τα κάνουν δολοφόνους.

Πήραν τον άντρα μου, τον αδερ­φό μου, τα ανί­ψια μου, ποιος ξέρει που να βρί­σκο­νται και αν ζουν.

Έτσι κάναν όταν ήρθαν και στο διπλα­νό χωριό.

Ακού­σα­με πολ­λές ιστο­ρί­ες, είδα πολ­λά, φονι­κά, βια­σμούς, απαν­θρω­πιές στο δρό­μο, ακούω φωνές μέσα στο κεφά­λι μου και κλάματα.

Δεν θέλω να τα θυμά­μαι. Πλή­ρω­σα πολ­λά εισι­τή­ρια αλλά η Εται­ρία δεν τα αναγνωρίζει.

Δεν πιά­νο­νται οι άνθρω­ποι που έχα­σα, που άφη­σα, για εισι­τή­ριο. Και οι υπάλ­λη­λοι της Εται­ρί­ας κου­ρά­στη­καν κιαυ­τοί μαζί μας.

Μήπως αυτοί είναι καλύ­τε­ρα; Με συμ­βά­σεις ή και εθε­λο­ντι­κά δου­λεύ­ουν μαζί μας. Υπάρ­χουν και καλοί άνθρω­ποι που βοη­θούν, νάναι καλά.

Ως πότε κιαυτοί;

Θέλω και γω να δου­λέ­ψω. Να δεί­ξω αυτό που ξέρω, να είμαι χρή­σι­μος άνθρω­πος. Να μην με μισούν σαν παρά­σι­το ή να με λυπού­νται μόνο σαν ζητιάνο.

 Περι­μέ­νω όμως και τα χρό­νια περ­νούν και η μετε­πι­βί­βα­ση δεν έρχεται.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο