Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάνος Αλεπλιώτης: Ο…. Χριστούγεννος (Διήγημα)

Θα ‘ρθει ο Χρι­στού­γεν­νος, πότε θα ’ ρθει; ρωτού­σαν και ξανα­ρω­τού­σαν επί ώρες τα παιδάκια.

Και γω ανα­ρω­τιό­μουν για­τί ταξί­δευα 7 ώρες με το τραί­νο, για να τα τρα­βάω όλα αυτά.

Άγιος Βασί­λης δεν υπάρ­χει εδώ. Εδώ έρχε­ται την παρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων ένας χοντρός κοι­λα­ράς με κόκ­κι­να ρού­χα και γενειά­δα και μοι­ρά­ζει δώρα σε όλους, Γιούλ Τόμ­τεν τον λένε. Και δω τα βόλε­ψαν ώστε o Γιούλ Τόμ­τεν, παρό­λο που έρχε­ται από τον πολι­κό, νάχει σχέ­ση με τον Χρι­στό από την Ιου­δαία. Τα δώρα ήδη έχουν αγο­ρα­στεί από όλους για όλους.

Έτσι και γω, γαμπρός σε πρώ­τη εμφά­νι­ση, έπρε­πε να πάρω γύρω στα δέκα δώρα για τα πεθε­ρι­κά μου, τα αδέρ­φια της πρώ­ην, που ήταν τέσ­σε­ρα παρα­κα­λώ και είχαν φίλους ή συζύ­γους μαζί τους. Είχε και δυο παι­δά­κια. Γι’ αυτά δεν πήρα κάτι. Τα δώρα, αφού τα πακε­τά­ρεις, πρέ­πει να γρά­ψεις και ένα στί­χο για τον καθέ­να, με κάποια ευχή. Αγό­ρα­σα βιβλία. Πήρα το ίδιο για όλους, που να ψάχνω τωρα; Έγρα­ψα Καλά Χρι­στού­γεν­να χωρίς στί­χο, πού να βρώ δέκα στί­χους, και πήγα­με 7 ώρες ταλαι­πω­ρί­ας και αυπνί­ας με το βρα­δι­νό τραί­νο στην άκρη της νότιας Σου­η­δί­ας, κοντά στην Δανία.

Για να δού­με, πώς θα πάει; Μια αγω­νία την είχα.

Χιό­νια δεν είχε, για σκη­νι­κό. Αλλά το σπί­τι ωραίο, στο­λι­σμέ­νο με χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα λαμπιό­νια, λαμπά­κια, αστε­ρα­κια στα παρά­θυ­ρα και στις γλά­στρες, σε δυο επί­πε­δα, γεμά­το κόσμο, πολ­λά δωμά­τια, ωραί­ος κήπος και δυο απο­θη­κά­κια στο πίσω μέρος της αυλής. Εκεί πήγαι­νε ο πατέ­ρας της πρώ­ην κάθε λίγο και μασού­σε συνέ­χεια μαστί­χες. Μας περί­με­νε ένα τερά­στιο πρω­ι­νό, με σπι­τι­κό χοι­ρο­μέ­ρι, λου­κά­νι­κα, παν­τζα­ρο­σα­λά­τα, μαρι­να­ρι­σμέ­νη ωμή ρέγκα- κάτι σαν απο­τυ­χη­μέ­νη ταρα­μο­σα­λά­τα- φρυ­γα­νιές σαν ξυλο­κέ­ρα­τα και ρυζό­γα­λο, η κου­ζί­να είχε πάρει φωτιά.

Το ρυζό­γα­λο είχε μέσα ένα αμύ­γδα­λο, όποιος το τύχει, κάτι σαν το φλου­ρί της βασι­λό­πι­τας, θα έχει καλό τυχε­ρό, από παντρειά μέχρι ξέρω και γω, και θα φάει και ένα έξτρα γλυ­κό. Με μαστο­ρι­κό τρό­πο βρέ­θη­κε στο πιά­το μου, παρό­λο που τα μικρά στε­να­χω­ρή­θη­καν. Έπρε­πε όμως να πω ένα τρα­γού­δι, έτσι έλε­γε το έθι­μο. Πήρα φόρα δεν μούρ­θε και κάτι καλύ­τε­ρο και είπα το «βαδί­ζω και παρα­μι­λώ..» του Διονυσίου.

-Εσάς θα σας πέσει όταν πάμε στο δικό μας σπί­τι, είπαν στα παι­διά, που είχαν τις δικές τους ελπί­δες για το αμύ­γδα­λο και τελεί­ω­σε κι αυτό.

- Θάρ­θει ο Χρι­στού­γεν­νος, πότε θάρ­θει ο Χρι­στού­γεν­νος, πήγαι­ναν κι έρχο­νταν τα παιδάκια.

-Μόνο αν είστε καλά παι­διά, τους απα­ντού­σαν. Και ξανά και ξανά και ξανά.

-Πήρα ούζο για σένα από την κρα­τι­κή κάβα. Πάει ωραία με τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα φαγη­τά. Έλα να σου δεί­ξω τα απο­θη­κά­κια, μου λέει ο πεθερός.

Εργα­λεία τακτο­ποι­η­μέ­να, σκού­τερ για τα χιό­νια, σκά­λες, τρυ­πά­νια, πλά­νες, γυα­λο­χαρ­τιέ­ρες, ό,τι θες.

-Να τινά­ξου­με και ένα για το κρύο; μου λέει.

-Φυσι­κά, του απο­κρί­νο­μαι. Άρχι­σα να τον συμπαθώ.

-Δεν είμα­στε Σου­η­δοί, μου λέει. Είμα­στε Δανοί. Ήρθα­με όταν μπή­καν οι Ναζί, έτσι το είπε, στην Δανία και ήρθα­με εδώ. Ήταν φρί­κη. Ακό­μη δεν τους κατα­λα­βαί­νω τους Σουηδούς.

Εγώ ακό­μη και τώρα δεν μπο­ρώ να ξεχω­ρί­σω τους Σκαν­δι­να­βούς μετα­ξύ τους αλλά ξέρω πια ότι για τους Δανούς οι Σου­η­δοί είναι οι «χαζοί» του χωριού όπως οι Νορ­βη­γοί είναι για τους Σουηδούς.

Βγά­ζει ένα μπου­κά­λι βότ­κα από κάπου και δυο πλα­στι­κά, μου βάζει και μέχρι να πιω το δικό μου ήπιε κιό­λας δυο. Και ξανά την μαστίχα.

-Το ούζο; ρωτάω βλακωδώς.

-Στο γεύ­μα, μου λέει και κρύ­βει το μπου­κά­λι και τα πλαστικά.

 

Μέχρι το γεύ­μα θα φτιά­χνα­με παζλ. Έκα­τσα και γω μαζί, ούτε κατά­λα­βα τι κάνουν αλλά και πώς τα βρί­σκουν. Ούτε ένα δεν βρή­κα. Όλα ίδια μου φαι­νό­ταν. Τα παι­διά συμ­με­τεί­χαν χωρίς να ακού­γο­νται. Η πεθε­ρά στην κου­ζί­να που είχε πάρει πάλι φωτιά, ο πεθε­ρός πηγαι­νο­ερ­χό­ταν στην απο­θή­κη και τον κοι­τού­σαν επί­μο­να, χωρίς να τον κάμψουν.

-Πάμε στην απο­θή­κη, λέει σε μένα τραυλίζοντας.

-Όχι, πετά­γο­νται η πεθε­ρά και οι τρεις κόρες μαζί.

-Μα για­τί; λέω στην πρώην.

-Πίνει πολύ και θα μας χαλά­σει τα Χρι­στού­γεν­να, θα δεις.

-Ε Χρι­στού­γεν­να είναι, επέμενα.

-Όχι μου λέει, μην του δίνεις θάρ­ρος. Εσύ θα πιεις μια φορά κι αυτός πίνει πολύ κάθε μέρα.

Τρεις η ώρα όλοι μπρο­στά στην τηλε­ό­ρα­ση. Ντό­ναλντ Ντακ και άλλα κινού­με­να, κάθε χρό­νο τα ίδια επί 50 χρό­νια, μου λένε. Και ένα σκετς εγγλέ­ζι­κο, ωραίο πρέ­πει να πω, με έναν μπά­τλερ και μια δού­κισ­σα. Όλη η Σου­η­δία νεκρώ­νει για το μισά­ω­ρο του Ντίσ­νει κάθε χρό­νο στις 3 το μεσημέρι.

Η προ­σμο­νή για τα δώρα και η διά­θε­ση να κρα­τη­θούν οι παρα­δό­σεις κρε­μό­ταν στον αέρα. Εμέ­να μια χαζο­μά­ρα μου φαι­νό­ταν όλα αυτά.

Όσο βλέ­πα­με τους Μίκυ Μαους και σια, στρω­νό­ταν το τρα­πέ­ζι. Το κυρί­ως, εκτός από αυτά που ήδη φάγα­με στο πρω­ι­νό, ήταν χήνα ψητή στον φούρ­νο. Δεν είχα ξανα­φά­ει. Είχε και γέμι­ση με φρού­τα, αχλά­δια, μήλα, δεν βαριέ­σαι. Σως βατό­μου­ρα και φυσι­κά βρα­στές πατά­τες. Φάγα­με, φάγα­με και φάγα­με. Βγή­κε και το ούζο, κρα­σί και ανα­ψυ­κτι­κά. Ήπια­με, αν και αγριο­κοί­τα­ζαν οι γυναί­κες τον πεθε­ρό, μετρού­σαν τις γου­λιές του.

-Φτά­νει, του είπε η πεθε­ρά κάποια στιγ­μή, αυτός γρύ­λι­σε κάτι και άρχι­σαν πάλι τα μικρά, το τρο­πά­ριο του πότε θα’ ρθει ο Χρι­στού­γεν­νος. Βγή­κε δια­κρι­τι­κά ο πεθε­ρός πήγε στην απο­θή­κη, ντύ­θη­κε Χρι­στού­γεν­νος με γενειά­δα, μπό­τες και κόκ­κι­να ρού­χα και ήρθε από το μπαλ­κό­νι και χτυ­πού­σε την μπαλ­κο­νό­πορ­τα να μπει. Μπή­κε με το σακού­λι, είχε μαζέ­ψει ό,τι είχα­με βάλει κάτω από το τερά­στιο στο­λι­σμέ­νο δέντρο, μοί­ρα­σε τα δώρα, ότι έπια­νε από το σακού­λι, τού­πε­φταν κάτω, έτσι όπως ντύ­θη­κε κρέ­μο­νταν τσα­πα­τσού­λι­κα τα ρού­χα του, τρέ­κλι­ζε κι αυτός και η φωνή του, έκα­νε την δου­λειά του όμως, κι έφυ­γε με τον ίδιο τρόπο.

Ένα από τα παι­διά φοβή­θη­κε, έκλαι­γε και έλε­γε δεν τον θέλω αλλά τα δωρά­κια τα πήρε, το άλλο πιο μεγά­λο γελού­σε για­τί κατά­λα­βε πως ήταν ο παπ­πούς του. Έφυ­γε ο Χρι­στού­γεν­νος, σχη­μα­τί­στη­κε ένα βου­νό από τα περι­τυ­λίγ­μα­τα, για όλα έπρε­πε να πού­με μια καλή κου­βέ­ντα, ααα, οοοο, ωραί­ο­οο, τέλειο­οο, ζεστό­οο κλπ. Πήρα βιβλία και ζακέ­τες, βιβλία και μπλού­ζες και βιβλία και βιβλία. Στο τέλος αυτό που έκλαι­γε ρωτού­σε πότε θάρ­θει ξανά ο Χριστούγεννος.

-Ένας πού­στης να του πει πως δεν υπάρ­χει Χρι­στού­γεν­νος δεν υπάρ­χει; Είπα χαμη­λό­φω­να στην πρώ­ην που με κοί­τα­ξε πληγωμένα.

Ήρθε κι ο παπ­πούς τάχα ξαφ­νια­σμέ­νος που έτυ­χε να λεί­πει όταν ήρθε ο Χρι­στού­γεν­νος και έκα­τσε δίπλα στην πρώ­ην και στην άλλη κόρη για να της πει-της πρώην‑, ώστε βρή­κες τώρα άντρα να σε πηδά­ει ε; Και της χού­φτω­σε το βυζί μπρο­στά μου, ο πατέρας!

Έσκα­σα στα γέλια μετά το σοκ, μόνο που «δεν ήταν αστείο για­τί έφται­γα και γω που δεν του έβα­ζα φρέ­νο όταν έπι­νε τόο­ο­ο­σο», μου είπε μετά. Δεν το είδαν όλοι το επει­σό­διο, εκτός από τους τέσ­σε­ρίς μας νομί­ζω, για­τί αφού τον μάλω­σαν οι δυο, πήγα­με ξανά στο σαλό­νι και συνε­χί­σα­με να φτιά­χνου­με παζλ, αυτοί δηλα­δή, που ήταν των δέκα χιλιά­δων κομ­μα­τιών. Έπρε­πε να στη­θεί οπωσ­δή­πο­τε σήμε­ρα. Ο “Χρι­στού­γεν­νος’ είχε πάει για ξάπλα ήδη. Τους παρά­τη­σα και πήγα κι έπεσα..

________________________________________________________________________________________________

Πάνος Αλεπλιώτης Δημοτικός σύμβουλος Πυλαίας Θεσσαλονίκης 87/90 και 99/2002. Αντιδήμαρχος Πυλαίας από το 1987 έως και το 1990 και από το 1999 έως και το 2000. Εργάστηκε σαν γεωλόγος, περιβαλλοντολόγος και χωροτάκτης στην Ελλάδα και στην Σουηδία

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο