Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάνω απ’ όλα, η συναίνεση!

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Τελι­κά, το αστι­κό μας σύστη­μα έχει πλά­κα ώρες-ώρες, όταν δεν μας σπά­ει τα νεύ­ρα. Τόσα χρό­νια κόλ­λη­σε η γλώσ­σα μας (όσων, δηλα­δή, έχου­με το χούι να δια­τη­ρού­με την ταξι­κή μας συνεί­δη­ση) να λέμε ότι η απλή ανα­λο­γι­κή απο­τε­λεί συστα­τι­κό τής δημο­κρα­τί­ας εκ των ων ουκ άνευ, αλλά οι ταγοί μας επέ­με­ναν ότι για την προ­κο­πή τού τόπου χρειά­ζο­νται στα­θε­ρές μονο­κομ­μα­τι­κές κυβερ­νή­σεις και, μάλι­στα, με άνε­τη πλειο­ψη­φία (άλλω­στε, γι’ αυτό και τα εκλο­γι­κά μας συστή­μα­τα πρι­μο­δο­τούν ‑άλλο λιγώ­τε­ρο κι άλλο περισ­σό­τε­ρο- το πρώ­το σε ψήφους κόμ­μα). Τόσα χρό­νια λέγα­με τα ίδια και τα ίδια, αλλά το μόνο που κερ­δί­σα­με ήταν ταμπέλ­λες όπως “κολ­λη­μέ­νοι”, “αιθε­ρο­βά­μο­νες”, “φαντα­σιό­πλη­κτοι”, “ανερ­μά­τι­στοι” κλπ.

Τόσα χρό­νια, λοι­πόν, ο τόπος χρεια­ζό­ταν μονο­κομ­μα­τι­κές και στα­θε­ρές κυβερ­νή­σεις. Έλα, όμως, που μόλις έσφι­ξαν τα γάλα­τα, λάσκα­ραν τα γρα­νά­ζια κι άρχι­σε το σύστη­μα να μπά­ζει, οι ταγοί μας άλλα­ξαν τρο­πά­ρι και ανα­κά­λυ­ψαν την… συναί­νε­ση! Ξαφ­νι­κά, οι αυτο­δύ­να­μες κυβερ­νή­σεις, οι οποί­ες προ­βάλ­λο­νταν τόσα χρό­νια ως εγγύ­η­ση στα­θε­ρό­τη­τας, έγι­ναν ανε­παρ­κείς. Ή, μάλ­λον, μπρο­στά στον κοι­νό εχθρό του συστή­μα­τος (δηλα­δή, τον λαό και το ταξι­κό κίνη­μα) κάποιοι ένοιω­σαν την ανά­γκη τής συσπείρωσης.

Βέβαια, το τωρι­νό σκη­νι­κό δεν είναι πρω­τό­γνω­ρο. Και θα μάθου­με πολ­λά, αν κάνου­με μια βόλ­τα στον χρό­νο, γυρ­νώ­ντας σε μια επο­χή όπου ο τόπος περ­νού­σε άλλη μια “κρί­ση χρέ­ους” (εδώ γελά­με), στα από­νε­ρα μιας ευρύ­τε­ρης καπι­τα­λι­στι­κής κρίσης…

C11Βρι­σκό­μα­στε στο 1932, με τον πλα­νή­τη να μην έχει συνέλ­θει από το κραχ τού 1929, το οποίο έπλη­ξε καί­ρια τα κέντρα τού καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος. Η Ελλά­δα, ως καπι­τα­λι­στι­κή χώρα κι αυτή, δεν ήταν δυνα­τόν να μη βιώ­σει τις επι­πτώ­σεις: λου­κέ­τα σε πολ­λές επι­χει­ρή­σεις, εκτό­ξευ­ση της ανερ­γί­ας, διό­γκω­ση των ελλειμ­μά­των τού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού και του εμπο­ρι­κού ισο­ζυ­γί­ου, πτώ­ση τής αξί­ας τής δραχ­μής, αύξη­ση των φόρων κλπ.

Η όξυν­ση της κρί­σης προ­κά­λε­σε όξυν­ση και στις σχέ­σεις των δυο μεγά­λων πολι­τι­κών παρα­τά­ξε­ων της επο­χής, τους Φιλε­λεύ­θε­ρους του Βενι­ζέ­λου και τους Βασι­λι­κούς, οι οποί­οι εκφρά­ζο­νταν κυρί­ως από το Λαϊ­κό Κόμ­μα τού Πανα­γή Τσαλ­δά­ρη. Η αλή­θεια είναι ότι από το 1928 (όταν επα­νήλ­θε στην πρω­θυ­πουρ­γία ο Βενι­ζέ­λος), οι αντι­θέ­σεις των δυο παρα­τά­ξε­ων είχαν αμβλυν­θεί αλλά οι δυσκο­λί­ες τού αστι­κού συστή­μα­τος να δια­χει­ρι­στεί την κρί­ση ξανα­φού­ντω­σαν την κόντρα.

Στις 21 Απρι­λί­ου 1932 έλη­γε η τριε­τής θητεία 48 εκ των 120 γερου­σια­στών, οπό­τε έπρε­πε να γίνουν εκλο­γές γι’ αυτές τις 48 θέσεις. Ο Βενι­ζέ­λος φοβό­ταν ένα δυσμε­νές απο­τέ­λε­σμα και, ξέρο­ντας ότι ένα τέτοιο απο­τέ­λε­σμα θα επη­ρέ­α­ζε αργό­τε­ρα τις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, ήθε­λε να γίνουν ταυ­τό­χρο­να οι εκλο­γές για την γερου­σία και για την βου­λή. Δεν ήθε­λε, όμως, ούτε να επι­σπεύ­σει τις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, επει­δή ήλπι­ζε ότι μέχρι το τέλος της τετρα­ε­τί­ας θα ανέ­στρε­φε το κακό γι’ αυτόν κλί­μα. Τί έκα­νε, λοι­πόν, ο πολυ­δια­φη­μι­σμέ­νος “δημο­κρά­της” πολι­τι­κός; Συγκά­λε­σε την εθνο­συ­νέ­λευ­ση στις 11 Μαΐ­ου και επέ­βα­λε από­φα­ση με την οποία παρα­τει­νό­ταν η θητεία των γερου­σια­στών μέχρι την λήξη τής τετραετίας!

Έκα­νε κι άλλη “ομορ­φιά” ο Βενι­ζέ­λος. Ενώ το 1928 υπο­στή­ρι­ζε ότι η απλή ανα­λο­γι­κή οδη­γεί σε ακυ­βερ­νη­σία και αναρ­χία κι έφτα­σε μέχρι πρα­ξι­κο­πή­μα­τος για να την καταρ­γή­σει και να επα­να­φέ­ρει το πλειο­ψη­φι­κό εκλο­γι­κό σύστη­μα, τώρα επα­νέ­φε­ρε την ανα­λο­γι­κή, σχε­διά­ζο­ντας την μετε­κλο­γι­κή συνερ­γα­σία των κομ­μά­των! Μνη­μειώ­δης έμει­νε η δήλω­σή του: “Την αντι­πα­θώ την ανα­λο­γι­κήν. Αλλά με την ανα­λο­γι­κήν δύνα­μαι να δια­βε­βαιώ­σω τον ελλη­νι­κόν λαόν ότι ουδέ­να κίν­δυ­νον δια­τρέ­χει”.

Η δημο­σιο­νο­μι­κή κατά­στα­ση της χώρας ήταν φρι­κτή. Οι πλη­ρω­μές για εξυ­πη­ρέ­τη­ση του χρέ­ους απο­μυ­ζού­σαν το 43% των εσό­δων τού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού κι αυτό σήμαι­νε ότι η εκπλή­ρω­ση των δανεια­κών υπο­χρε­ώ­σε­ων ήταν πρα­κτι­κά αδύ­να­τη. Τελι­κά, η κυβέρ­νη­ση στις 23 Απρι­λί­ου ανα­κοι­νώ­νει την ανα­στο­λή πλη­ρω­μών τού δημο­σί­ου και στις 27 Απρι­λί­ου κατα­θέ­τει νόμο, βάσει του οποί­ου η δραχ­μή εγκα­τα­λεί­πει τον κανό­να τού χρυσού.

Στις 14 Μαΐ­ου ο άγγλος πρε­σβευ­τής επι­δί­δει διά­βη­μα έντο­νης δια­μαρ­τυ­ρί­ας, επει­δή το ελλη­νι­κό κρά­τος δεν είχε πλη­ρώ­σει την δόση τής 1ης Μαΐ­ου. Λίγες μέρες αργό­τε­ρα επι­δί­δουν ανά­λο­γα δια­βή­μα­τα και οι πρε­σβευ­τές τής Γαλ­λί­ας και της Ιτα­λί­ας. Οι εξε­λί­ξεις είναι πλέ­ον ανε­ξέ­λεγ­κτες και στις 21 τού μηνός η κυβέρ­νη­ση Βενι­ζέ­λου παραιτείται.

Ο Αλέ­ξαν­δρος Ζαΐ­μης, ως πρό­ε­δρος της δημο­κρα­τί­ας, ζητά σχη­μα­τι­σμό οικου­με­νι­κής κυβέρ­νη­σης. Ο Τσαλ­δά­ρης αντι­δρά. Μετά από δια­βου­λεύ­σεις, ο Ζαΐ­μης δίνει εντο­λή στον Αλέ­ξαν­δρο Παπα­να­στα­σί­ου. Πράγ­μα­τι, ο Παπα­να­στα­σί­ου σχη­μα­τί­ζει κυβέρ­νη­ση αλλά ο Βενι­ζέ­λος χολώ­νε­ται για­τί ο εκλε­κτός του Γεώρ­γιος Κον­δύ­λης μένει εκτός κυβερ­νη­τι­κού σχή­μα­τος. Τότε ο Βενι­ζέ­λος συλ­λαμ­βά­νει ένα μακ­κια­βε­λι­κό σχέ­διο για να χτυ­πή­σει τον Παπα­να­στα­σί­ου: οι Φιλε­λεύ­θε­ροι εκφρά­ζουν την αμέ­ρι­στη στή­ρι­ξή τους στην νέα κυβέρ­νη­ση, αφή­νο­ντας να εννοη­θεί ότι ουσια­στι­κά συνε­χί­ζουν να κυβερ­νούν την χώρα. Ο πανέ­ξυ­πνος Παπα­να­στα­σί­ου κατα­λα­βαί­νει το ύπου­λο χτύ­πη­μα του Βενι­ζέ­λου, θίγε­ται και παραιτείται.

C10

Τότε ο Βενι­ζέ­λος προ­τεί­νει για πρω­θυ­πουρ­γό τον Κον­δύ­λη, αν και ακό­μη κι οι πέτρες γνώ­ρι­ζαν ότι ο Κον­δύ­λης προ­ε­τοί­μα­ζε από και­ρό την επι­βο­λή δικτα­το­ρί­ας (κάτι που έκα­νε αργό­τε­ρα, το 1935). Όμως, η πρω­θυ­πουρ­γο­ποί­η­ση Κον­δύ­λη δεν προ­χω­ρά­ει επει­δή αντι­δρά με σθέ­νος ένας άλλος στρα­τη­γός, ο Νικό­λα­ος Πλα­στή­ρας, ο οποί­ος επί­σης φιλο­δο­ξού­σε να επι­βά­λει δικτα­το­ρία και δεν ήθε­λε να δώσει πλε­ο­νέ­κτη­μα στον Κον­δύ­λη (σχό­λιο: πόσο που­τά­να γίνε­ται η Ιστο­ρία μερι­κές φορές…). Μπρο­στά στο αδιέ­ξο­δο, ο Ζαΐ­μης ξανα­δί­νει εντο­λή στον Βενι­ζέ­λο, ο οποί­ος επι­στρέ­φει στον πρω­θυ­πουρ­γι­κό θώκο ως… σωτήρας.

Τελι­κά, ορί­ζο­νται εκλο­γές για την 25η Σεπτεμ­βρί­ου. Όμως, η σύγκρου­ση Λαϊ­κών-Φιλε­λευ­θέ­ρων έχει ως βασι­κό της θέμα την… δικτα­το­ρία. Ο Τσαλ­δά­ρης υπό­σχε­ται ότι, αν εκλε­γό­ταν πρω­θυ­πουρ­γός, “δεν επρό­κει­το επ’ ουδε­νί λόγω να επι­διώ­ξη πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κήν μετα­βο­λήν τού πολι­τεύ­μα­τος” και ο Βενι­ζέ­λος δηλώ­νει ότι ανα­γνω­ρί­ζει “ως νόμι­μον και δεδι­καιο­λο­γη­μέ­νην την παρέμ­βα­σιν των στρα­τιω­τι­κών προς υπο­στή­ρι­ξιν του πολι­τεύ­μα­τος μόνον μετε­κλο­γι­κώς” (!!).

Όσο πλη­σιά­ζει η ημέ­ρα των εκλο­γών τόσο αυξά­νε­ται η πόλω­ση. Ο Βενι­ζέ­λος εκβιά­ζει ανοι­χτά τους ψηφο­φό­ρους των μικρών κομ­μά­των, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι η διά­σπα­ση των δημο­κρα­τι­κών ψήφων θα οδη­γού­σε σε εμφύ­λιο. Ιδιαί­τε­ρη αίσθη­ση, μάλι­στα, προ­κά­λε­σε η δήλω­σή του ότι δεν πρό­κει­ται να παρα­δώ­σει την εξου­σία “αν δεν δοθούν επαρ­κείς εγγυ­ή­σεις διά το πολί­τευ­μα και ο Τσαλ­δά­ρης, αν έχη το θάρ­ρος, ας οπλί­ση τον λαόν κατά του στρα­τεύ­μα­τος”.

Παρά τους εκβια­σμούς, ο Βενι­ζέ­λος χάνει τις εκλο­γές, από τις οποί­ες δεν προ­κύ­πτει αυτο­δύ­να­μη κυβέρ­νη­ση. Έτσι, ο πλειο­ψη­φών Τσαλ­δά­ρης υπο­χρε­ώ­νε­ται να σχη­μα­τί­σει κυβέρ­νη­ση συνερ­γα­σί­ας με τον Κον­δύ­λη, τον Μετα­ξά και τον Χατζη­κυ­ριά­κο. Για να το κατα­λά­βου­με καλύ­τε­ρα αυτό, να το πού­με με άλλα λόγια: προ­κει­μέ­νου να ξεπε­ρά­σει η χώρα την “κρί­ση χρέ­ους”, το αστι­κό καθε­στώς σχη­μά­τι­σε κυβέρ­νη­ση συνερ­γα­σί­ας τεσ­σά­ρων κομ­μά­των, τα δύο εκ των οποί­ων είχαν ως αρχη­γούς κατο­πι­νούς δικτά­το­ρες. Τόσο καλά!

Η κωμω­δία ολο­κλη­ρώ­θη­κε στις 11 Νοεμ­βρί­ου, όταν ο Τσαλ­δά­ρης παρου­σί­α­σε τις προ­γραμ­μα­τι­κές δηλώ­σεις της κυβέρ­νη­σής του. Για όσα αφο­ρού­σαν τον λαό, ο Τσαλ­δά­ρης μίλη­σε γενι­κά κι αόρι­στα: ενί­σχυ­ση της παρα­γω­γής (δηλα­δή… ανά­πτυ­ξη!), κατα­πο­λέ­μη­ση της ανερ­γί­ας κλπ. Όμως, σε όσα αφο­ρού­σαν το κεφά­λαιο ήταν συγκε­κρι­μέ­νος: συγ­χώ­νευ­ση των δυο μεγα­λύ­τε­ρων τρα­πε­ζών, Ελλά­δος και Εθνι­κής (πάνω απ’ό­λα η διά­σω­ση των τρα­πε­ζών, μη ξεχνιό­μα­στε!), ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση τραί­νων-ταχυ­δρο­μεί­ων-τηλε­γρά­φων (ναι, ναι, δεν ανα­κά­λυ­ψε ο Φρή­ντμαν τις ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις!) και απο­ζη­μί­ω­ση όσων είχαν κατα­θέ­σεις σε χρυ­σό ή συνάλ­λαγ­μα και ζημί­ω­σαν με την εγκα­τά­λει­ψη του κανό­να τού χρυ­σού. Αμ πώς!

Κλεί­νου­με την διδα­κτι­κή αυτή ιστο­ριού­λα με το πιο κωμι­κό στιγ­μιό­τυ­πο από την παρα­πά­νω συνε­δρί­α­ση της 11ης Νοεμ­βρί­ου 1932. Στην ομι­λία του, ο Βενι­ζέ­λος ζήτη­σε από τον Τσαλ­δά­ρη να δεχτεί την συγκρό­τη­ση οικου­με­νι­κής κυβέρ­νη­σης, τονί­ζο­ντας ότι αυτό επι­βάλ­λε­ται για εθνι­κούς λόγους. Ο Τσαλ­δά­ρης αρνή­θη­κε κατη­γο­ρη­μα­τι­κά και επέ­μει­νε στην ψήφο εμπι­στο­σύ­νης. Στην ψηφο­φο­ρία που ακο­λού­θη­σε (ετοι­μα­στεί­τε για το χοντρό γέλιο), οι Φιλε­λεύ­θε­ροι τού Βενι­ζέ­λου, “οργι­σμέ­νοι” από την άρνη­ση του Τσαλ­δά­ρη, έδω­σαν… ψήφο ανο­χής!!! Αν αυτό δεν λέγε­ται απρο­κά­λυ­πτη συνερ­γα­σία των αστι­κών δυνά­με­ων, τότε πώς λέγεται;

 

Υστε­ρό­γρα­φο: Το 1932 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν 199 απερ­γί­ες, όπου συμ­με­τεί­χαν 80.000 εργά­τες. Στις περισ­σό­τε­ρες, οι κυβερ­νή­σεις Βενι­ζέ­λου και Τσαλ­δά­ρη απά­ντη­σαν με πυρά και συλ­λή­ψεις. Στο μετα­ξύ, οργί­α­ζαν οι κατα­δί­κες με το βενι­ζε­λι­κής έμπνευ­σης “ιδιώ­νυ­μο”, ενώ από τις 31 Αυγού­στου 1931 είχε κλεί­σει ο “Ριζο­σπά­στης” με δικα­στι­κή από­φα­ση. (Τα στοι­χεία είναι από το “Δοκί­μιο ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ”, τόμος Α’)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο