Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάσχα: Αγγελου Σικελιανού «Στ’  Όσιου Λουκά το Mοναστήρι»

Στ’ Όσιου Λου­κά το μονα­στή­ρι, απ’ όσες
γυναί­κες του Στει­ριού συμμαζευτήκαν
τον Eπι­τά­φιο να στο­λί­σουν, κι όσες
μοι­ρο­λο­γή­τρες ώσμε του Mεγάλου
Σαβ­βά­του το ξημέ­ρω­μα αγρυπνήσαν,
ποια να στο­χά­στη — έτσι γλυ­κά θρηνούσαν! -
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολό­α­χνο σμάλτο
του πεθα­μέ­νου του Άδω­νη ήταν σάρκα
που πόνε­σε βαθιά;
Για­τί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπι­τά­φιος Θρήνος,
κ’ οι ανα­πνο­ές της άνοι­ξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνά­στα­σης το θάμα,
και του Xρι­στού οι πλη­γές σαν ανεμώνες
τους φάντα­ζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολ­λά τον σκε­πά­ζα­νε λουλούδια
που έτσι τρα­νά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!

Aλλά το βρά­δυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επρο­σά­να­ψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορ­τα, όλοι κι όλες
ανα­τρι­χιά­ξαν π’ άκου­σαν στη μέση
απ’ τα “Xρι­στός Aνέ­στη” μιαν αιφνίδια
φωνή να σκού­ξει: “Γιώρ­γαι­να, ο Bαγγέλης!”

Kαι να· ο λεβέ­ντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κορι­τσιών το λάμπα­σμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιά­ζαν όλοι για χαμένο
στον πόλε­μο· και στέ­κο­νταν ολόρτος
στης εκκλη­σιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλι­νο, και δε διά­βαι­νε τη θύρα
της εκκλη­σιάς, τι τον κοι­τά­ζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευ­τή που τρά­ντα­ζε τ’ αλώνι
του Στει­ριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρ­φω­σε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαι­νε πιο μέσα!

Kαι τότε — μάρ­τυ­ράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αλη­θι­νός ετού­τος στίχος -
απ’ το στα­σί­δι πού ‘μου­να στημένος
ξαντί­κρι­σα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώ­ντας το μαντί­λι, να χιμήξει
σκυ­φτή και ν’ αγκα­λιά­σει το ποδάρι,
το ξύλι­νο ποδά­ρι του στρατιώτη,
— έτσι όπως το είδα ο στί­χος μου το γράφει,
ο απλός κι αλη­θι­νός ετού­τος στίχος -,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρ­διάς της
ένα σκού­ξι­μο: “Mάτια μου… Bαγγέλη!”

Kι ακό­μα, — μάρ­τυ­ράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αλη­θι­νός ετού­τος στίχος -,
ξοπί­σω­θέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βρά­δυ της Mεγά­λης Πέφτης,
νανου­ρι­στά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθα­μέ­νον Άδω­νη, κρυμμένο
μες στα λου­λού­δια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξε­θύ­μα­στη του τρόμου
κραυ­γή που, ως στο στα­σί­δι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέ­πα­σε τα μάτια!…

Φωτό εξω­φύλ­λου: Τάσ­σος (Αλε­βί­ζος) (1914–1985), Άνοι­ξη, χαρα­κτι­κό

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο