Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Πάσχα το τερπνόν», από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Χρό­νια πολ­λά για το Πάσχα από τον Αλέ­ξαν­δρο Παπα­δια­μά­ντη (1851–1911). Το Πάσχα δεν είναι μόνο «τερ­πνόν», αλλά και «λύτρον λύπης» για τον Παπα­δια­μά­ντη, ο οποί­ος δημο­σί­ευ­σε πολ­λά διη­γή­μα­τα για τη Μεγά­λη Εβδο­μά­δα και την Ανά­στα­ση του Χρι­στού, ξετυ­λί­γο­ντας ιστο­ρί­ες ικα­νές να μαγέ­ψουν όχι μόνο τους ανα­γνώ­στες της επο­χής του, αλλά και όσους δεν έχουν πάψει να αγα­πούν τη λογο­τε­χνία μέχρι και το τέλος της δεύ­τε­ρης δεκα­ε­τί­ας του 21ου αιώ­να. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ανα­πα­ρά­γει σήμε­ρα όχι ένα διή­γη­μα, αλλά ένα άρθρο του Παπα­δια­μά­ντη, που δημο­σιεύ­τη­κε, υπό τον τίτλο «Το Πάσχα», στην αθη­ναϊ­κή εφη­με­ρί­δα «Εφη­με­ρίς», στις 6 Μαΐ­ου 1888, την Κυρια­κή του Πάσχα. Ο Παπα­δια­μά­ντης πανη­γυ­ρί­ζει για τις συνα­θροί­σεις του ελλη­νι­κού λαού, αλλά υμνεί και λατρεύ­ει το γιορ­τι­νό πνεύ­μα της αγά­πης, το οποίο παρα­μέ­νει υψη­λό­φρον και ανθη­ρό όπως η ανα­στη­μέ­νη φύση.

Το Πάσχα

«Ανα­στά­σε­ως ημέ­ρα και λαμπρυν­θώ­μεν… Πάσχα το τερ­πνόν, Πάσχα Κυρί­ου, Πάσχα. Πάσχα παν­σε­βά­σμιον ημίν ανέ­τει­λε. Πάσχα, εν χαρά αλλή­λους περιπτυξώμεθα…Ω Πάσχα, λύτρον λύπης. Πάσχα άμω­μον, Πάσχα μέγα, Πάσχα το πύλας ημίν του παρα­δεί­σου ανοί­ξαν. Πάσχα πάντας αγιά­ζον πιστούς…»

Δια τοιού­των στι­χη­ρών, εξ ων ανα­πέ­μπε­ται ευφρο­σύ­νη και αγαλ­λί­α­σις ανε­κλά­λη­τος, η Εκκλη­σία υμνεί και πανη­γυ­ρί­ζει την Ανά­στα­σιν του Σωτή­ρος. Η λέξις Πάσχα επε­νερ­γεί μαγι­κώ­τα­τα επί των οσί­ων υμνο­γρά­φων και λησμο­νού­σιν επί βρα­χύ το αυστη­ρόν και μελαγ­χο­λι­κόν κάλ­λος, όπερ χαρα­κτη­ρί­ζει τας εμπνεύ­σεις των προ της απα­λής και Λυδι­κής, ως ειπείν, αρμο­νί­ας, ήτις αυτό­μα­τος δια­χέ­ε­ται από των ιερών αυτών φορ­μίγ­γων επί τω τρι­σμε­γί­στω αγγέλ­μα­τι. Η Εκκλη­σία, απο­βάλ­λου­σα την πέν­θι­μον περι­βο­λήν, ενδύ­ε­ται λευ­κήν και φεγ­γο­βό­λον στο­λήν, ως αν αντα­να­κλά επ’ αυτής η λευ­κό­της και η λάμ­ψις του αγγέ­λου, του απο­κυ­λί­σα­ντος τον λίθον του μνημείου.

Τα ανή­λια βάθη, οι ζοφε­ροί θόλοι των χρι­στια­νι­κών ναών, διαυ­γά­ζο­νται ως εν ημέ­ρα ανε­σπέ­ρου φωτός, και τα άνθη τα εύο­σμα και δρο­σό­ε­ντα, άτι­να από των λει­μώ­νων και των κήπων μετη­νέ­χθη­σαν, όπως στο­λί­σω­σι την επι­τά­φιον σιν­δό­να του Σωτή­ρος, τηρού­σιν έτι της ραδι­νής των χάρι­τος, των κοσμι­κών των θελ­γή­τρων τα ίχνη εν τη τεθο­λω­μέ­νη υπό του λιβά­νου ατμο­σφαί­ρα των ναών. Και η Εκκλη­σία κατα­πέ­μπει την ευχήν αυτής την ανα­στά­σι­μον κατά την ημέ­ραν ταύ­την εν γλώσ­ση αλλοία ή η συνή­θης· εν γλώσ­ση πλή­ρει παι­δι­κών, θα ελέ­γο­μεν, σκιρ­τη­μά­των και παι­δι­κής συγκα­τα­βά­σε­ως. Εις την μεγά­λην ευω­χί­αν της Ανα­στά­σε­ως προ­σκα­λεί πάντας, παρό­ντας και από­ντας, νηστεύ­σα­ντας και μη νηστεύ­σα­ντας, πιστούς και απί­στους, και τους φέρο­ντας ένδυ­μα γάμου και τους αγο­ραί­ον περι­βαλ­λο­μέ­νους ιμά­τιον. Ω μέθη της Νύμ­φης επί τη ανα­κτή­σει του Νυμ­φί­ου, ω μέθη τρι­σα­γία και ανερμήνευτος!

Την υψη­λήν ταύ­την μέθην συναι­σθά­νε­ται εν τη καρ­δία αυτού ο ελλη­νι­κός λαός, ως ουδείς άλλος λαός. Ουδε­μία άλλη χρι­στια­νι­κή εορ­τή κατέ­χει παρ’ αυτώ την θέσιν της εορ­τής του Πάσχα. Οι Δυτι­κοί έχου­σι τα Χρι­στού­γεν­να. Ημείς έχο­μεν την Ανά­στα­σιν. Αύτη είναι η βασί­λισ­σα των εορ­τών, η πανή­γυ­ρις των πανη­γύ­ρε­ων ημών. Οι Δυτι­κοί εορ­τά­ζου­σι την γέν­νη­σιν του Χρι­στού εν πλού­τω τρυ­φε­ρών και ωραί­ων εθί­μων, εν οικο­γε­νεια­κή συνε­νώ­σει και τέρ­ψε­σιν ανθρώ­πων από και­ρού συνω­κειω­μέ­νων προς τον πολιτισμόν.

Αλλά του ελλη­νι­κού γένους η Λαμπρή ανα­τέλ­λει και δύει, εν θορυ­βώ­δει δια­χύ­σει και υπερ­τά­τη αγαλ­λιά­σει ανθρώ­πων, οίτι­νες εις τας φλέ­βας των τηρού­σιν έτι ρανί­δας τινάς του αίμα­τος των αγρί­ων και ατι­θά­σων και υπό του έρω­τος της ελευ­θε­ρί­ας βαυ­κα­λω­μέ­νων πατέ­ρων μας. Αρμα­τω­λι­καί συνή­θειαι, αγρία ποί­η­σις πλη­ρού­σιν εκεί­νην. Βαρύς χει­μών επι­κά­θη­ται της φύσε­ως, γογ­γύ­ζει ο βορ­ράς και πίπτου­σιν αι χιό­νες, και τα καλά Χρι­στού­γεν­να συσπει­ρού­νται πέριξ της σπιν­θη­ρο­βο­λού­σης εστίας.

Αλλά πόσον διά­φο­ρον εικό­να παρι­στά η φύσις παρ’ ημίν, όταν οι κώδω­νες των εκκλη­σιών εξαγ­γέλ­λω­σι χαρ­μο­σύ­νως την Ανά­στα­σιν! Το έαρ συνε­ορ­τά­ζει μετά της Εκκλη­σί­ας, η φύσις συνα­γάλ­λε­ται μετά της πίστε­ως. Οι θύμοι των ορέ­ων μοσχο­βο­λού­σιν, ο σμα­ρά­γδι­νος μαν­δύ­ας των πεδιά­δων ανα­κι­νεί­ται ηρέ­μα υπό της ζεφυ­ρί­τι­δος αύρας και στίλ­βει δια­κέ­ντη­τος εκ λευ­καν­θέ­μων, αι ευω­δί­αι των εσπε­ρι­δοει­δών βυθί­ζου­σι τας ψυχάς εις μυστι­κάς εκστά­σεις, τα ρόδα τα εφή­με­ρα, τα αιώ­νια ρόδα, ξαν­θά, λευ­κά, ωχρά, πορ­φυ­ρά, διη­γού­νται την δόξαν του Κυρί­ου. Η Άνοι­ξις, ως άλλη μυρο­φό­ρος, ως της Μαγδα­λη­νής Μαρί­ας αδελ­φή, κηρύσ­σει δια μυρί­ων στο­μά­των ότι «εώρα­κε τον Κύριον”. Δεύ­τε, εξέλ­θω­μεν των σκο­τει­νών θόλων των ναών, οίτι­νες δεν αφή­νου­σι την χαράν μας να εκρα­γή ακρά­τη­τος. Δεύ­τε, υμνή­σω­μεν τον Κύριον υπό τον σαπ­φεί­ρι­νον και αστε­ρό­ε­ντα θόλον του ουρα­νού και λάβω­μεν το φως το ανέ­σπε­ρον και ανα­μεί­νω­μεν τα πρώ­τα μει­διά­μα­τα της κρο­κο­πέ­πλου Ηούς.

Τοιαύ­την ώραν ο Κύριος ανέ­στη, «ζωήν τοις εν τοις μνή­μα­σι χαρι­σά­με­νος”. Εις ημάς, τους εν τω βίω, ας χαρί­ση ζωήν ζωής! Χρι­στός ανέ­στη! Συνα­θροι­σθώ­μεν πέριξ του οβε­λι­σθέ­ντος αμνού και συνο­δεύ­σω­μεν την όπτη­σιν αυτού, εντέ­χνως στρε­φο­μέ­νου επί της ανθρα­κιάς δια του κρό­του των πυρο­βό­λων. Η πυρί­τις έστω το σύμ­βο­λον της Ανα­στά­σε­ως και το φίλη­μα έστω το σύμ­βο­λον της Αγά­πης. Δεν εννο­ού­μεν την λάμ­ψιν της Ανα­στά­σε­ως άνευ της γλώσ­σης του τρο­μπο­νί­ου· και η αγά­πη χωρίς φιλή­μα­τος είναι το άνθος άνευ του αρώματος.

Ούτως υπο­δέ­χε­ται και ούτως αντι­λαμ­βά­νε­ται της εορ­τής του Πάσχα ο ελλη­νι­κός λαός. Αυτά τα ονό­μα­τα, δι’ ων υπο­δη­λού­ται το Πάσχα, χρη­σι­μεύ­ου­σιν, όπως εμπνέ­ω­σιν εις αυτόν ενθου­σια­σμόν και εξαί­ρω­σιν εις κόσμους ονεί­ρων, ως εν ουδε­μιά άλλη εορ­τή. Όταν λέγη Ανά­στα­σις ο ελλη­νι­κός λαός, κρυ­φία τις χορ­δή ανα­παλ­λο­μέ­νη εις τα μυχιαί­τα­τα της καρ­δί­ας του, υπεν­θυ­μί­ζει εις αυτόν και του Γένους την ανά­στα­σιν, και ο Χρι­στός και η Πατρίς συνα­ντώ­νται εν αυτώ ισο­πα­θείς και ισό­θε­οι. Και όταν λέγη Αγά­πη ο ελλη­νι­κός λαός, εκφω­νεί την γλυ­κυ­τά­την των λέξε­ων, ήτις κατ’ εξο­χήν τονι­ζο­μέ­νη εν τω Ευαγ­γε­λίω, και ανα­κη­ρυσ­σο­μέ­νη εν τη διδα­σκα­λία του Απο­στό­λου Παύ­λου, παρέ­μει­νεν εν τη γλώσ­ση του το κατ’ εξο­χήν περι­πα­θές και εγκάρ­διον ρήμα, δι’ ου εκφρά­ζει πάσαν στορ­γήν και πάντα έρω­τα και πάσαν αφο­σί­ω­σιν. Και νομί­ζει τις, ότι ο ημέ­τε­ρος λαός κατ’ εξο­χήν ησθάν­θη και απε­δέ­χθη και επραγ­μα­το­ποί­η­σε το κήρυγ­μα της Αγά­πης, ως φέρε­ται εν τη προς Κοριν­θί­ους επι­στο­λή του Απο­στό­λου. «Η αγά­πη μακρο­θυ­μεί, χρη­στεύ­ε­ται· η αγά­πη ου ζηλοί· η αγά­πη ου περ­πε­ρεύ­ε­ται, ου φυσιού­ται, ουκ ασχη­μο­νεί, ου ζητεί τα εαυ­τής, ου παρο­ξύ­νε­ται, ου λογί­ζε­ται το κακόν, ου χαί­ρει επί τη αδι­κία, συγ­χαί­ρει δε τη αλη­θεία· πάντα στέ­γει, πάντα ελπί­ζει, πάντα πιστεύ­ει, πάντα υπομένει».

Ευνό­η­τον δε ότι, όπως λάβη τις αγνήν ιδέ­αν περί του τρό­που καθ’ ον προσ­δε­χό­με­θα, κατα­νο­ού­μεν και εορ­τά­ζο­μεν την Ανά­στα­σιν, δέον να ευρε­θή κατά την ημέ­ραν της σήμε­ρον μακράν της πρω­τευού­σης, ένθα, φυσι­κώ τω λόγω, ο βίος δεν δύνα­ται να παρά­σχη τοιαύ­τας απο­λαύ­σεις. Αλη­θής και ανό­θευ­τος Λαμπρή ανα­τέλ­λει δια τους κατοί­κους των επαρ­χιών, των πόλε­ων, των κωμο­πό­λε­ων, των χωρί­ων, όπου δια­σώ­ζο­νται καθα­ρώ­τε­ρον και εκδη­λού­νται εμφα­νέ­στε­ρον του εθνι­κού βίου τα ήθη και έθιμα.

Εκεί αι γλυ­κύ­τα­ται παρα­δό­σεις, εκεί αι ελλη­νι­κώ­τα­ται συνή­θειαι, η χρι­στια­νι­κω­τέ­ρα πίστις και η ευαγ­γε­λι­κω­τέ­ρα χαρά συνε­νού­νται και ανα­φαί­νο­νται επί πάντων και υπό πάντων ακο­λου­θού­νται απρο­σποι­ή­τως και απε­ρίτ­τως· εκεί και άκων τις καθί­στα­ται χρι­στια­νός και εορ­τά­ζει την Ανά­στα­σιν και την Αγάπην.

Φωτό: Στέ­λιος Ανα­στα­σιά­δης (1926–1995). Τοπίο Σκύ­ρος 1980. Τέμπε­ρα σε κόντρα-πλα­κέ 154Χ104 εκ. Ιδιω­τι­κή συλλογή

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο