Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο Αμερικανός ποιητής Τζον Λόρενς Άσμπερι

Ο Τζον Άσμπε­ρι, ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους ποι­η­τές της λεγό­με­νης «Σχο­λής της Νέας Υόρ­κης» πέθα­νε σε ηλι­κία 90 ετών. Ο Άσμπε­ρι, που είχε βρα­βευ­τεί με κάθε σημα­ντι­κό λογο­τε­χνι­κό βρα­βείο, αλλά και ένα Pulitzer το 1976 για τη συλ­λο­γή του «Αυτο­προ­σω­πο­γρα­φία σε παρα­μορ­φω­τι­κό καθρέ­φτη» (Self-portait in a Convex Mirror), έφυ­γε από τη ζωή από φυσι­κά αίτια.

Ο Τζον Λόρενς Άσμπε­ρι, γεν­νή­θη­κε στις 28 Ιου­λί­ου 1927 στο Ρότσε­στερ της Νέας Υόρκης.

Έχει δημο­σιεύ­σει περισ­σό­τε­ρους από 20 τόμους με ποι­η­τι­κό έργο, το οποίο χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν από μετα­μο­ντέρ­να πολυ­πλο­κό­τη­τα. Συχνά η ποί­η­σή του είχε χαρα­κτη­ρι­στεί αμφιλεγόμενο.

Πίστευε ότι η ποί­η­ση πρέ­πει να έιναι προ­σβά­σι­μη σε όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρους ανθρώ­πους και έλε­γε ότι το έργο του δεν ήθε­λε να είναι ένας ιδιω­τι­κός διά­λο­γος με τον εαυ­τό του.

Ο πρό­ε­δρος του Τμή­μα­τος Αγγλι­κής Φιλο­λο­γί­ας του Πανε­πι­στή­μί­ου του Γέιλ, είχε πει για τον Άσμε­πε­ρι ότι «κανέ­νας δεν είναι τόσο σημα­ντι­κός στην αμε­ρι­κα­νι­κή ποί­η­ση τα τελευ­ταία 50 χρό­νια όσο ο Τζον Άσμπε­ρι» και τόνι­ζε το πλού­σιο και δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο λεξι­λό­γιο που χρη­σι­μο­ποιού­σε στην ποί­η­σή του.

Ενώ ο ποι­η­τής και καθη­γη­τής Αγγλι­κών του Χάρ­βαρντ, Στί­βεν Μπερτ, συνέ­κρι­νε τον Άσμπε­ρι με τον Τ. Σ. Έλιοτ, λέγο­ντας ότι ο Άσμπε­ρι «είναι η τελευ­ταία ποι­η­τι­κή φιγού­ρα που στα μάτια των μισών εν ζωή αγγλό­φω­νων ποι­η­τών είναι μοντέ­λο, και στα μάτια των άλλων μισών απο­λύ­τως ακατανόητος».

Πέντε χαϊκού του Τζον Άσμπερι

Η νύχτα συμ­βαί­νει πιο θαμπή
Κάθε φορά με τα κομ­μά­τια του φωτός
Μικρό­τε­ρα και πιο τετραγωνισμένα

***
Κι είν’ ένα όνειρο
Που αρμε­νί­ζει σ’ ένα σκοτεινό,
Απρο­στά­τευ­το λιμανάκι

***
Παρα­με­ρί­ζεις τα μαλ­λιά σου
Σαν ένα βιβλίο που είναι πολύ σημαντικό
Για να δια­βα­στεί τώρα

***
Πολύ αργά το τελευ­ταίο εξπρές
Περ­νά­ει μέσα
Απ’ τη σκό­νη των κήπων

***
Τα όνει­ρα κατε­βαί­νουν σαν πελαργοί
Με επιχρυσωμένα,
Ξεχα­σιά­ρι­κα φτερά

• Από το ποί­η­μα «37 χαϊ­κού» που περιέ­χε­ται στη συλ­λο­γή A WAVE (1984) σε μετά­φρα­ση Κώστα Λιννού

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο