Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο Ανδρέας Τζέλλης, συνήγορος της οικογένειας Φύσσα στη δίκη της Χρυσής Αυγής

Πέθα­νε ο δικη­γό­ρος Ανδρέ­ας Τζέλ­λης, συνή­γο­ρος Πολι­τι­κής Αγω­γής της οικο­γέ­νειας του Παύ­λου Φύσ­σα στη δίκη της Χρυ­σής Αυγής.

Απο­χαι­ρε­τώ­ντας τον η οικο­γέ­νεια του Π. Φύσ­σα σημειώ­νει: «Ο Ανδρέ­ας, ο άνθρω­πος που στά­θη­κε το στή­ριγ­μά μας από την πρώ­τη στιγ­μή που χάσα­με τον Παύ­λο, δεν είναι πια ανά­με­σά μας. Ο πόνος μας μεγά­λος, μία που η παρου­σία του ήταν για εμάς πάντα μία ασφά­λεια, ήταν ο βρά­χος που μας προ­στά­τευε από την δίνη του μίσους μέσα στην οποία βρε­θή­κα­με μετά την δολο­φο­νία του παι­διού μας, ήταν ο άνθρω­πος που μας οδή­γη­σε στην δικαί­ω­ση και που υπέ­μει­νε μαζί μας πεντέ­μι­ση χρό­νια δικα­στι­κής δια­δι­κα­σί­ας. Ήταν ο άνθρω­πος που μας έδω­σε κου­ρά­γιο να δώσου­με αυτόν τον πολύ­χρο­νο αγώ­να, έγι­νε οικο­γέ­νειά μας, πόνε­σε, έκλα­ψε και γέλα­σε μαζί μας. Για μας δεν ήταν απλά ο δικη­γό­ρος που τίμη­σε όσο λίγοι τον ρόλο του, αλλά ο δικός μας Ανδρέ­ας. Τίπο­τα δεν θα είναι πια το ίδιο χωρίς αυτόν και στις μάχες που έρχο­νται η απου­σία του θα είναι ηχη­ρή. Αυτός ο Σεπτέμ­βρης είναι του Παύ­λου μας και του Ανδρέα μας».

Για τον αιφ­νί­διο θάνα­το του Ανδρέα Τζέλ­λη οι συνή­γο­ροι Πολι­τι­κής Αγω­γής των κομ­μου­νι­στών και συν­δι­κα­λι­στών του ΠΑΜΕ στην δίκη της Χρυ­σής Αυγής σημειώνουν:

«Ανδρέα,

Ο ξαφ­νι­κός θάνα­τός σου άστρα­ψε και βρό­ντη­ξε, όπως άστρα­φτε και βρό­ντα­γε η σκέ­ψη και η φωνή σου στο Εφε­τείο τα πέντε χρό­νια που παλεύ­α­με τους φασί­στες της Χρυ­σής Αυγής.

Είμα­στε παγω­μέ­νοι όλοι, μα εκεί­νη η αγκα­λιά σου, το χαμό­γε­λό σου, η καλο­σύ­νη σου, το χιού­μορ σου, η Πανα­θη­ναϊ­κά­ρα σου ‑η γερά καρ­φι­τσω­μέ­νη στο πέτο- έρχο­νται και ξανάρ­χο­νται στο νου μας και ρίχνου­νε στην ξαφ­νια­σμέ­νη μας ψυχή εκεί­νο το βάλ­σα­μο , που χρειά­ζε­ται τέτοιες στιγμές.

Πλάι — πλάι στα έδρα­να του Εφε­τεί­ου ανα­σά­να­με όλοι μαζί την ανά­σα του άλλου ο καθέ­νας μας, ελπί­σα­με για τη δίκη, θυμώ­σα­με για τη δίκη, απελ­πι­στή­κα­με για τη δίκη, αλλά παλέ­ψα­με και τελι­κά νικήσαμε. 

Κι εσύ ιδιαί­τε­ρα, αγγί­ζο­ντας με την ψυχή σου το φρέ­σκο, νεα­νι­κό σφα­για­σμέ­νο κορ­μί του Παύ­λου Φύσ­σα, έρι­χνες κεραυ­νούς στους φασί­στες κι έφτια­χνες σεντό­νι από αγά­πη για να προ­στα­τέ­ψεις το ωραίο λεί­ψα­νο από τα περιτ­τώ­μα­τα που πετού­σαν οι Χρυ­σαυ­γί­τες στη διάρ­κεια της δίκης. Και με την ακα­τά­βλη­τη μάνα δίπλα σου, υφαί­να­τε το δίχτυ της τιμω­ρί­ας των τεράτων.

Ποιος να το ΄λεγε, πως μετά τη νίκη μας, μετά το μεγά­λο λιθά­ρι που έβα­λες για να χτι­στεί η φυλα­κή για τους φασί­στες, θ΄άφηνες αίφ­νης τη ζωή και θα χανό­σουν, όπως μια ανά­σα απ΄ το φθι­νο­πω­ρι­νό αεράκι.

Ανδρέα, ήσουν τόσο πλη­θω­ρι­κά καλός άνθρω­πος, που η μνή­μη σου έχει κιό­λας νική­σει τη λήθη.

Θα ζεις μέσα στις σκέ­ψεις μας, στις κοι­νές ανα­μνή­σεις μας και στους αγώ­νες μας, που θα μας θυμί­ζουν ένα πιστό συνο­δοι­πό­ρο του δίκιου του λαού μας».

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο