Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο μαχητής του ΔΣΕ Γιώργης Ποδιάς — Ανακοίνωση του ΚΚΕ

Η ΤΕ Χίου του ΚΚΕ με βαθιά θλί­ψη ανα­κοι­νώ­νει το θάνα­το του Γιώρ­γη Ποδιά, που απε­βί­ω­σε την 1η Οκτώ­βρη πλή­ρης ημε­ρών, εκφρά­ζο­ντας «από βάθους καρ­διάς τα συλ­λυ­πη­τή­ρια στα παι­διά του Χρή­στο και Άννα καθώς και στους συγ­γε­νείς και τους οικεί­ους του».

Στην ανα­κοί­νω­σή της αναφέρει:

«O Γιώρ­γης Ποδιάς γεν­νή­θη­κε στο Λιθρί στα Καρά­πουρ­να της Μικράς Ασί­ας το 1921. Ο πατέ­ρας του Χρή­στος και η μητέ­ρα του Άννα είχαν άλλα 9 παι­διά. Στην Πολω­νία γνώ­ρι­σε τη γυναί­κα του Ευγε­νία, που μαζί της απέ­κτη­σε δύο παι­διά, τον Χρή­στο και την Άννα.

Η πολυ­κύ­μα­ντη ζωή του ίδιου και της οικο­γέ­νειάς του σημα­δεύ­τη­κε από τα γεγο­νό­τα της Εκστρα­τεί­ας στη Μ. Ασία, το Διωγ­μό των Ελλή­νων και την προ­σφυ­γιά το 1922, την κρί­ση του 1928–32, τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο και τα γεγο­νό­τα στη Μέση Ανα­το­λή, τα γεγο­νό­τα στα Σύρ­μα­τα, τον Εμφύ­λιο, την πολι­τι­κή προσφυγιά.

Τα χρό­νια της κρί­σης του ’28 χάθη­καν 6 από τα αδέρ­φια του από τις κακου­χί­ες και έμει­ναν 2 κόρες και 2 γιοι. Ακο­λού­θη­σε πολ­λά επαγ­γέλ­μα­τα από τα 16 του (στην οικο­δο­μή, στα ξυλο­κάρ­βου­να, στη γη, στα αγώ­για, στο ξεφόρ­τω­μα των καϊ­κιών κλπ.).

Όταν το Μάη του 1941 μπή­καν στη Χίο οι Γερ­μα­νοί και προ­σπα­θώ­ντας να επι­βιώ­σει από την πεί­να πέρα­σε με άλλους με βάρ­κα στην Τουρ­κία. Στη συνέ­χεια και με το φόβο της σύλ­λη­ψης, οδη­γή­θη­καν από τον Τσε­σμέ σε ένα ταξί­δι πεί­νας και δίψας 13 ημε­ρών με άλλες οικο­γέ­νειες προς στην Κύπρο.

Ο ίδιος λίγο πριν πεθά­νει μαρ­τυ­ρού­σε: “Βλέ­πεις πόσο οι λαοί πλη­ρώ­νουν τα δει­νά του πολέ­μου, βλέ­πεις πόσο ίδια είναι τα γεγο­νό­τα και στις σημε­ρι­νές δύσκο­λες επο­χές του πολέ­μου στη Μέση Ανα­το­λή, που οι λαοί φεύ­γουν για να γλι­τώ­σουν απ’ τους βομ­βαρ­δι­σμούς, την πεί­να και το κυνηγητό”.

Βρέ­θη­κε στρα­τιώ­της στη 2η Ταξιαρ­χία στην “κοι­λά­δα του δια­βό­λου” ανά­με­σα στο Λίβα­νο και τη Συρία, το Φλε­βά­ρη του 1943 όπου παίρ­νει μέρος στο κίνη­μα του Στρα­τού της Μέσης Ανα­το­λής. Οργα­νώ­νε­ται στην Αντι­φα­σι­στι­κή Στρα­τιω­τι­κή Οργά­νω­ση (ΑΣΟ). Για την αντι­φα­σι­στι­κή του δρά­ση του συλ­λαμ­βά­νε­ται και στέλ­νε­ται στην Τρί­πο­λη του Λιβά­νου μαζί με άλλους όπου δημιουρ­γούν το 8ο Τάγ­μα. Υφί­στα­ται βασα­νι­στή­ρια όπως ο ίδιος έχει μαρ­τυ­ρή­σει, όπως αυτό των “αλμυ­ρών φαγη­τών”, που ήταν τακτι­κή των Άγγλων.

Απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται όταν οι Άγγλοι πέρα­σαν στην Ιτα­λία και οδη­γεί­ται στη Βεγ­γά­ζη της Λιβύ­ης όπου φυλά­ει το αερο­δρό­μιο. Εκεί παίρ­νει μέρος στον ξεση­κω­μό της ΑΣΟ ύστε­ρα από ενη­μέ­ρω­ση ότι οι Άγγλοι βομ­βαρ­δί­ζουν γει­το­νιές της Αθή­νας και του Πει­ραιά με “Στού­κας” κατά την περί­ο­δο των Δεκεμ­βρια­νών του 1944. Στην είδη­ση της γνω­στής ιμπε­ρια­λι­στι­κής επέμ­βα­σης των Άγγλων στην Ελλά­δα, αρνεί­ται να φυλά­ξει το αερο­δρό­μιο, συλ­λαμ­βά­νε­ται, αφο­πλί­ζε­ται και με αγγλι­κή συνο­δεία οδη­γεί­ται στο Τομπρούκ και από κει κατα­λή­γει στο στρα­τό­πε­δο του Ντε­κα­με­ρέ με άλλους 2–3 χιλιά­δες στρα­τιώ­τες στα σύρ­μα­τα μέσα στον ήλιο σε άθλιες συνθήκες.

Σε εκεί­νες τις απί­στευ­τα δύσκο­λες συν­θή­κες εξα­κο­λου­θεί να δρα μέσα από την ΑΣΟ, που περι­φρου­ρού­σε τους “συρ­μα­τέ­νιους”, αγω­νι­ζό­ταν για να περιο­ρί­ζο­νται οι άσχη­μες συνέ­πειες κρά­τη­σής τους, για να απε­λευ­θε­ρω­θούν και να επι­στρέ­ψουν στην πατρίδα.

Εκεί έμει­νε μέχρι το Γενά­ρη του 1946 και ένα μήνα αργό­τε­ρα, στις 2 Φλε­βά­ρη επι­στρέ­φει στη Χίο και βιώ­νει νέα τρο­μο­κρα­τία, κυνη­γη­τό από τη Χωρο­φυ­λα­κή όταν ήδη οι “συρ­μα­τέ­νιοι” θρη­νού­σαν τα δύο πρώ­τα θύμα­τα, τον Μαυ­ρά­κη και Πίτ­τα , στο Βαρ­βά­σι της Χίου, το Γενά­ρη του ΄46.

Στο χωριό του, τα Καρ­δά­μυ­λα, φτιά­χνει με άλλους νέους Λαϊ­κή Επι­τρο­πή και αγω­νί­ζε­ται για να έχουν οι οικο­γέ­νειες φαγη­τό, ξύλα για τις ανά­γκες και τη ζεστα­σιά, για τη λει­τουρ­γία του σχο­λεί­ου και για να βρει ξανά δου­λειά στα καρά­βια. Εκεί­νη την περί­ο­δο οργα­νώ­νε­ται στην ΕΠΟΝ. Για τη δρά­ση του αυτή, το 1946, για μια ακό­μα φορά οδη­γεί­ται στα κρα­τη­τή­ρια των Καρ­δα­μύ­λων, με τότε διοι­κη­τή τον ανθυ­πα­στυ­νό­μο Κολώνια.

Το 1947 καθώς πήγε για μπάρ­κο στην Αλε­ξάν­δρεια, συν­δέ­θη­κε με την Ομο­σπον­δία Ελλη­νι­κών Ναυ­τερ­γα­τι­κών Οργα­νώ­σε­ων (ΟΕΝΟ) που πάλευε πρω­το­πό­ρα για το δίκιο των ναυ­τερ­γα­τών, τις ΣΣΕ, το μισθό, το φαγη­τό στα πλοία κ.λπ. Με την ΟΕΝΟ πήρε μέρος σε νέους αγώ­νες για τα δικαιώ­μα­τα των ναυ­τερ­γα­τών. Περ­νώ­ντας από πολ­λές χώρες και πάντα αλύ­γι­στος, κατά τον Εμφύ­λιο και συγκε­κρι­μέ­να το 1948 αντα­πο­κρί­θη­κε στο κάλε­σμα του ΚΚΕ να ανέ­βει στο βου­νό, παίρ­νει μέρος στην ένο­πλη ταξι­κή σύγκρου­ση με τον ΔΣΕ, αφού βοη­θή­θη­κε από το ΚΚ Γαλ­λί­ας και εκπαι­δεύ­ε­ται στην Πρέ­σπα στα Έμπε­δα σε Σχο­λή Αξιω­μα­τι­κών του ΔΣΕ μαζί με άλλους ναυτεργάτες.

Παίρ­νει μέρος στη Μάχη της Φλώ­ρι­νας στις 12–14 Φλε­βά­ρη του ’49 όπου χάνει τον ξάδελ­φό του Στέ­λιο. Επί­σης, παίρ­νει μέρος και σε πολ­λές απο­στο­λές και κινή­σεις ομά­δων του ΔΣΕ, στη μετα­φο­ρά υλι­κών, πολε­μο­φο­δί­ων κλπ.

Ύστε­ρα από την υπο­χώ­ρη­ση στις μάχες στο Γράμ­μο, όπου πήρε μέρος, φτά­νει στην Αλβα­νία και μετα­φέ­ρε­ται στο Μπούλ­κες όπου και φεύ­γει για την Πολω­νία. Ως πολι­τι­κός πρό­σφυ­γας στις χώρες του σοσια­λι­σμού θυμάται:

“Βρή­κα­με κατευ­θεί­αν δου­λειά, δού­λε­ψα 30 χρό­νια στα πολω­νι­κά πλοία. Όσοι ήθε­λαν σπού­δα­σαν σε τεχνι­κές σχο­λές ή Πανε­πι­στή­μια ή βρή­καν δου­λειά και σπού­δα­ζαν. Μας έδω­σαν σπί­τια, πήγαν τα παι­διά μας σε παι­δι­κούς σταθ­μούς και οι άρρω­στοι και τραυ­μα­τί­ες πήγαν σε κέντρα απο­κα­τά­στα­σης ή νοσο­κο­μεία. Έτσι άρχι­σε ο δύσκο­λος δρό­μος της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς που κρά­τη­σε μέχρι το 1977. Συνε­χί­σα­με όλο αυτό το διά­στη­μα να δίνου­με τις μάχες στη νέα μας πατρί­δα που μας στά­θη­κε, μας μόρ­φω­σε, μας στή­ρι­ξε με δου­λειά και δικαιώματα”.

Η γυναί­κα του Ευγε­νία σπού­δα­σε, μορ­φώ­θη­κε και έγι­νε δασκά­λα στην Πολω­νία και δού­λε­ψε στο ελλη­νι­κό σχο­λείο για τη μόρ­φω­ση των παι­διών των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων. Ο Γιώρ­γης γύρι­σε στην Ελλά­δα με τη γυναί­κα του το 1985 αφού πριν δεν του επέ­τρε­ψαν να έρθει ούτε στην κηδεία της μάνας του».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο