Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος

Έζη­σε 89 «δια­γώ­νια» χρό­νια… Ο φιλό­λο­γος Κων­στα­ντί­νος Δημη­τριά­δης (το «Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος» είναι ψευ­δώ­νυ­μο του ποι­η­τή), ο συλ­λέ­κτης έργων τέχνης, ο πρώ­ην ιδιο­κτή­της της πινα­κο­θή­κης της «Δια­γω­νί­ου», ο μελε­τη­τής, ο μετα­φρα­στής, ο δοκι­μιο­γρά­φος, ο σχο­λια­στής (ενί­ο­τε ιδιαί­τε­ρα δει­κτι­κός) των έργων και των ζωών των άλλων, ο πλέ­ον «συζη­τη­μέ­νος» ποι­η­τής των τελευ­ταί­ων χρό­νων, πέθα­νε σήμε­ρα στη γενέ­θλια πόλη του, τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, την οποία ουδέ­πο­τε εγκα­τέ­λει­ψε (αντί­θε­τα μ’ εκεί­νη), ύστε­ρα από πολυ­ε­τή ασθένεια.

Κατα­βε­βλη­μέ­νος από τις αλλε­πάλ­λη­λες, τα τελευ­ταία χρό­νια, περι­πέ­τειες της υγεί­ας του, παρέ­με­νε πάντα στο ισό­γειο δια­μέ­ρι­σμά του στις Σαρά­ντα Εκκλη­σιές της Θεσ­σα­λο­νί­κης, περι­βε­βλη­μέ­νος από …ποι­η­τές. Ο Καβά­φης κι ο Τσι­τσά­νης σε κάδρα στον τοί­χο πάνω από το γρα­φείο του.

Γεν­νή­θη­κε στις 21 Μαρ­τί­ου του 1931. Χρό­νια μετά, η ημέ­ρα της γέν­νη­σής του (Εαρι­νό ηλιο­στά­σιο- πρώ­τη μέρα της Άνοι­ξης), έμελ­λε να χρι­σθεί ως… «παγκό­σμια μέρα της ποί­η­σης». «Δεν θέλω και πολύ τις αυτο­βιο­γρα­φί­ες, για­τί μου δίνουν την εντύ­πω­ση ότι ξόφλη­σα κι ότι δεν έχω πια να κάνω τίπο­τα άλλο παρά να βυθί­ζο­μαι στις ανα­μνή­σεις…», έλεγε.

Στην εφη­βεία αμφι­τα­λα­ντευό­ταν για το εάν θα σπου­δά­σει θεο­λο­γία (πήγαι­νε στο κατη­χη­τι­κό και είχε ανα­φέ­ρει πως είχε επη­ρε­α­στεί) ή να σπου­δά­σει στη Σχο­λή Καλών Τεχνών. Τελι­κά απο­φά­σι­σε να γίνει φιλό­λο­γος και φοί­τη­σε στο τμή­μα Φιλο­λο­γί­ας του Αρι­στο­τε­λεί­ου Πανε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης (απο­φοί­τη­σε στα 1954) αλλά δε θέλη­σε ποτέ να εξα­σκή­σει τη φιλο­λο­γία ως επάγ­γελ­μα. Εργά­στη­κε ως βιβλιο­θη­κά­ριος στη Δημο­τι­κή Βιβλιο­θή­κη και ύστε­ρα από οκτώ­μι­σι χρό­νια παραι­τή­θη­κε. Είχε δηλώ­σει εξάλ­λου ότι θεω­ρεί … «κατά­ρα» το να είναι κάποιος υπάλληλος…

Την πρώ­τη του εμφά­νι­ση στη λογο­τε­χνία πραγ­μα­το­ποί­η­σε το 1949, με τη δημο­σί­ευ­ση του ποι­ή­μα­τος «Βιο­γρα­φία» στο περιο­δι­κό της Θεσ­σα­λο­νί­κης «Μορ­φές». Το 1950 κυκλο­φό­ρη­σε την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο «Επο­χή των ισχνών αγε­λά­δων». Το 1958 ίδρυ­σε και ανέ­λα­βε το περιο­δι­κό «Δια­γώ­νιος» που κυκλο­φό­ρη­σε ως το 1983, και το 1962 δημιούρ­γη­σε τον εκδο­τι­κό οίκο «Εκδό­σεις της Δια­γω­νί­ου», προ­τεί­νο­ντας και εκδί­δο­ντας σημα­ντι­κούς λογο­τέ­χνες. (Νίκος — Αλέ­ξης Ασλά­νο­γλου, Γιώρ­γος Ιωάν­νου, Περι­κλής Σφυ­ρί­δης, Σάκης Παπα­δη­μη­τρί­ου κ.ά).

Εκτός από ποι­η­τής και εκδό­της, ο Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος υπήρ­ξε διη­γη­μα­το­γρά­φος, δοκι­μιο­γρά­φος, μετα­φρα­στής, ερευ­νη­τής, λαο­γρά­φος, επι­με­λη­τής εκδό­σε­ων, βιβλιο­κρι­τι­κός, συλ­λέ­κτης, μελε­τη­τής και ερμη­νευ­τής ρεμπέ­τι­κων τρα­γου­διών. Είχε ασχο­λη­θεί επι­στα­μέ­να με το Διο­νύ­σιο Σολω­μό, το Στρα­τή Δού­κα, τον Κων­στα­ντί­νο Καβά­φη, το Νίκο Καβ­βα­δία, το Βασί­λειο Λαούρ­δα, ενώ είχε εντρυ­φή­σει στο έργο του Βασί­λη Τσι­τσά­νη κι εξέ­δω­σε μελέ­τες για το ρεμπέ­τι­κο τραγούδι.

Το 2011 τιμή­θη­κε με το Μεγά­λο Βρα­βείο Γραμ­μά­των για την προ­σφο­ρά του τόσο στην πνευ­μα­τι­κή ζωή της Θεσ­σα­λο­νί­κης αλλά και γενι­κό­τε­ρα στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα. Αρνή­θη­κε όμως να το παρα­λά­βει παρα­πέ­μπο­ντας στο κεί­με­νό του «Ενα­ντί­ον» από το 1979 όπου ανα­φέ­ρει: «Είμαι ενα­ντί­ον των βρα­βεί­ων για­τί μειώ­νουν την αξιο­πρέ­πεια του ανθρώ­που. Βρα­βεύω σημαί­νει ανα­γνω­ρί­ζω την αξία κάποιου κατω­τέ­ρου μου και κάπο­τε θα πρέ­πει να διώ­ξου­με τα αφε­ντι­κά από τη ζωή μας».

Η ποί­η­σή του χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από έντο­να ερω­τι­κή διά­θε­ση και επιρ­ρο­ές από το έργο του Κων­στα­ντί­νου Καβά­φη. «Πάντως, η βασι­κό­τε­ρη δια­φο­ρά είναι ότι ο Καβά­φης είναι φιλή­δο­νος, ενώ εγώ γρά­φω για την αγω­νία της ερω­τι­κής στέ­ρη­σης», έλεγε .

Τα τελευ­ταία δέκα και πλέ­ον χρό­νια διέ­με­νε μόνος του (μετά τα …«υπε­ρή­φα­να χρό­νια της Δημη­τρί­ου Πολιορ­κη­τού») σ’ ένα ισό­γειο δια­μέ­ρι­σμα των 40 Εκκλη­σιών, ενώ η υγεία του είχε επιδεινωθεί.

Είπε και έγραψε:

*Το ρεμπέ­τι­κο είναι η πολι­τι­στι­κή αξία του ελλη­νι­σμού. Σ’ ολό­κλη­ρη την Ευρω­παϊ­κή Ένω­ση δεν υπάρ­χει σύγ­χρο­νο λαϊ­κό τρα­γού­δι.. Μόνο στην Πορ­το­γα­λία τα φάντος και στην Ελλά­δα το ρεμπέ­τι­κο είναι οι τελευ­ταί­ες εστί­ες του…

*«Εγώ; Από νταλ­κά τραγουδάω».

*«Είναι αλή­θεια. Μιλώ συχνά αθυ­ρό­στο­μα. Έβρι­σα πολ­λούς ανθρώ­πους , τους σχο­λί­α­σα αρνη­τι­κά. Κιν­δύ­νε­ψα να συρ­θώ και σε δικα­στή­ρια για αυτά που είπα. Ας είναι. Δεν μου βγή­κε σε κακό… Δεν μετανιώνω».

*«Τι να τα κάνω τα τρα­γού­δια σας/ είναι πολύ ζαχαρωμένα/ ται­ριά­ζουν σε σοκολατόπαιδα/ μα δεν ται­ριά­ζου­νε σε μένα/ Τι να τα κάνω τα τρα­γού­δια σας/ ποτέ δε λένε την αλήθεια/ ο κόσμος υπο­φέ­ρει και πει­νά / κι εσείς τα ίδια παραμύθια…».

- Και το …θρυ­λι­κό «Ενα­ντί­ον» (το ομό­τι­τλο κεί­με­νό του, τού 1977) σύμ­φω­να με το οποίο ..(«Είμαι ενα­ντί­ον της κάθε τιμη­τι­κής διά­κρι­σης, απ΄ όπου και αν προ­έρ­χε­ται. Δεν υπάρ­χει πιο χυδαία φιλο­δο­ξία, απ’ το να θέλου­με να ξεχω­ρί­ζου­με. Αυτό το απαί­σιο «υπεί­ρο­χον έμμε­ναι άλλων», που μας άφη­σαν οι αρχαίοι./ Είμαι ενα­ντί­ον των βρα­βεί­ων, για­τί μειώ­νουν την αξιο­πρέ­πεια του ανθρώ­που. Βρα­βεύω σημαί­νει ανα­γνω­ρί­ζω την αξία κάποιου κατώ­τε­ρου μου ‑και κάπο­τε θα πρέ­πει να απαλ­λα­γού­με από την συγκα­τά­βα­ση των μεγά­λων. Παίρ­νω βρα­βείο σημαί­νει παρα­δέ­χο­μαι πνευ­μα­τι­κά αφε­ντι­κά ‑και κάπο­τε θα πρέ­πει να διώ­ξου­με τα αφε­ντι­κά από τη ζωή μας…

..Είμαι ενα­ντί­ον των χρη­μα­τι­κών επιχορηγήσεων/ Είμαι ενα­ντί­ον των λογο­τε­χνι­κών συντά­ξε­ων. .. των σχέ­σε­ων με το κρά­τος , των εφημερίδων/ των κλικών/ των κουλτουριάρηδων/ κάθε ιδε­ο­λο­γί­ας / κάθε ατο­μι­κής φιλο­δο­ξί­ας που καθη­με­ρι­νά μας οδη­γεί σε μικρούς και μεγά­λους συμ­βι­βα­σμούς. Αν σήμε­ρα κυριαρ­χούν παρα­γο­ντί­σκοι και τσα­νά­κια, δεν φταί­ει μόνο το κωλο­χα­νείο· φταί­νε και οι δικές μας παρα­χω­ρή­σεις και αδυ­να­μί­ες. Αν πιά­στη­κε η μέση του οδο­κα­θα­ρι­στή, φταί­με και εμείς που πετά­με το τσι­γά­ρο μας στον δρό­μο. Κι αν η λογο­τε­χνία μας κατά­ντη­σε σκάρ­τη, μήπως δεν φταί­ει και η δική μας σκαρταδούρα;”).

Ανή­με­ρα της παγκό­σμιας μέρας της ποί­η­σης, της πρώ­της μέρας της Άνοι­ξης, ανή­με­ρα και των γενε­θλί­ων του (προ πεντα­ε­τί­ας) ο ποι­η­τής Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λος, απα­ντού­σε στην ερώ­τη­ση του ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Σε τι βοη­θά λοι­πόν η ποίηση;»

-«Ακαν­θώ­δες το ερώ­τη­μα και δε νομί­ζω να δύνα­ται κανείς να δώσει τη σωστή απά­ντη­ση. Ίσως, θα μπο­ρού­σα να πω ότι δίνει έκφρα­ση στην ψυχι­κή ανά­γκη μιας μερί­δας ανθρώ­πων που λέγο­νται ποι­η­τές. Ίσως και σε ορι­σμέ­νους από τους ανα­γνώ­στες τους. Είναι απί­θα­νο μυστή­ριο αυτό της ποί­η­σης… Εμέ­να, πάντα μου άρε­σαν- μου αρέ­σουν πολύ, οι λέξεις… Δεν μπο­ρώ όμως να διεισ­δύ­σω σ αυτό το μυστή­ριο που λέγε­ται ποί­η­ση… Μπο­ρεί όμως η ποί­η­ση να ανα­στεί­λει πολέ­μους, να δώσει λύση σ’ αυτή την κρί­ση που βιώ­νου­με; Δε νομίζω…».

Δεν έγρα­φε ‑εδώ και χρό­νια- ποίηση.

-«Η επο­χή σιγά σιγά χει­ρο­τε­ρεύ­ει. Ήδη οι νεώ­τε­ροι ποι­η­τές εμέ­να προ­σω­πι­κά δεν με ικα­νο­ποιούν. Κάτι έχει χαλά­σει παντού, σε όλα. Έχει χαλά­σει η ίδια η ουσία της ζωής μας. Δεν υπάρ­χει πλέ­ον ατο­μι­κή έκφρα­ση που να σε πεί­θει… Λόγια παρ­μέ­να από τα σλό­γκαν των εφη­με­ρί­δων. Ο καθέ­νας γρά­φει ό,τι μπο­ρείς να φαντα­στείς με την πεποί­θη­ση πως εκφρά­ζει τον εαυ­τό του, ενώ δεν εκφρά­ζει παρά μόνο την ηλι­θιό­τη­τα ή τη μετριό­τη­τά του.. Τη μετριό­τη­τα της ζωής που βιώνει».

-«Εγκα­τα­λεί­πω την ποί­η­ση δε θα πει προδοσία/ Βρί­σκει κανείς τόσους τρό­πους να επι­με­λη­θεί την κατα­στρο­φή του», είχε γρά­ψει εξάλ­λου από τα 1956. Στα 25 του χρόνια.
Φιλό­λο­γος, βρα­βευ­μέ­νος, συν-ιδρυ­τής της «Δια­γω­νί­ου», ποι­η­τής, μελε­τη­τής, ρεμπε­το­λό­γος — και τρα­γου­δι­στής- ανθο­λό­γος και συνα­ξα­ρι­στής της τέχνης και των δημιουρ­γών της, μάλ­λον συντη­ρη­τι­κός, ιδιό­τυ­πα Χρι­στια­νός, ουδέ­πο­τε πολι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος, πάντα και κατά το δικό του τρό­πο «ερω­τι­κός», φτω­χός, απλός — κάποιοι τον είπαν «απλοϊ­κό»- και πάντα «Ενα­ντί­ον» .

«Είμαι στ’ αλή­θεια προ­κλη­τι­κός; Δεν ξέρω. Μ’ αρέ­σει να προ­κα­λώ τους υπο­κρι­τές», ομολόγησε .

Ο Χρι­στια­νό­που­λος ήταν η Θεσ­σα­λο­νί­κη. «Με τα όλα της» …

Μέρος ‑το ενα­πο­μεί­ναν υλι­κό του αρχεί­ου τού Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου (56 ετή­σια ημε­ρο­λό­για, κεί­με­να αλλη­λο­γρα­φί­ας, περιο­ρι­σμέ­νος αριθ­μός χει­ρο­γρά­φων του, απο­κόμ­μα­τα συνε­ντεύ­ξε­ών του, αλλά και ηχο­γρα­φή­σεις στις οποί­ες ερμη­νεύ­ει ρεμπέ­τι­κα και λαϊ­κά τρα­γού­δια με την κομπα­νία «Παρέα του Τσι­τσά­νη»)- βρί­σκο­νται ήδη στη βιβλιο­θή­κη του ΑΠΘ όπου δωρή­θη­καν προ τριε­τί­ας από τον συλ­λέ­κτη- συγ­γε­νή και μονα­δι­κό δια­χει­ρι­στή της πνευ­μα­τι­κής κλη­ρο­νο­μιάς του Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου Ιωάν­νη Μέγα (ξεπερ­νά τα 90.000 τεκμήρια).

«Ο κ. Χρι­στια­νό­που­λος δεν υπήρ­ξε συλ­λέ­κτης. Το υλι­κό που προ­έρ­χε­ται από τον κ. Χρι­στια­νό­που­λο δεν είναι βεβαί­ως συλ­λο­γή, αλλά το ενα­πο­μεί­ναν υλι­κό του αρχεί­ου του. Δυστυ­χώς δεν χρη­σι­μο­ποιού­σε γρα­φο­μη­χα­νή, ούτε βεβαί­ως υπο­λο­γι­στή, το αρχείο του δεν είναι ψηφιο­ποι­η­μέ­νο, αλλά χει­ρό­γρα­φα κεί­με­να, πολ­λά από τα οποία έχουν με τα χρό­νια χαθεί… Έδι­νε τα κεί­με­νά του σε τυπο­γρα­φεία ή στους εκδό­τες και συχνά δεν τα έπαιρ­νε πίσω…», έλε­γε, στη διάρ­κεια της παρου­σί­α­σης της δωρε­άς στο ΑΠΘ, τον Οκτώ­βριο του 2016, ο κ. Μέγας.

Τα δωρη­θέ­ντα αρχεία μετά την τεκ­μη­ρί­ω­ση, βιβλιο­θη­κο­νο­μι­κή επε­ξερ­γα­σία και αρχειο­θέ­τη­ση τους θα είναι προ­σβά­σι­μα στους μελε­τη­τές και το κοι­νό και ηλε­κτρο­νι­κά (http://www.lib.auth.gr) ενώ τα τεύ­χη του λογο­τε­χνι­κού περιο­δι­κού «Δια­γώ­νιος» που εξέ­δι­δε ο Ντί­νος Χρι­στια­νό­που­λο (με την γρα­φι­στι­κή συνερ­γα­σία του Κάρο­λου Τσί­ζεκ) ψηφιο­ποιού­νται και θα είναι προ­σβά­σι­μα και ηλε­κτρο­νι­κά στο κοι­νό από το Κέντρο Ελλη­νι­κής γλώσσας.

Η κηδεία του Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου θα γίνει την Πέμ­πτη το πρωί, από τα νεκρο­τα­φεία της Ανα­στά­σε­ως του Κυρί­ου (Θέρ­μη). Δεν έχει ανα­κοι­νω­θεί ακό­μη η ώρα της κηδείας.

Πηγή: ΑΠΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο