Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης

Πέθα­νε σήμε­ρα σε ηλι­κία 67 ετών, ο δια­κε­κρι­μέ­νος σκη­νο­θέ­της της όπε­ρας και του θεά­τρου, Βασί­λης Νικο­λα­ΐ­δης, ο οποί­ος συνερ­γά­στη­κε με την Εθνι­κή Λυρι­κή Σκη­νή για περί­που δύο δεκαετίες.

Η συνερ­γα­σία του Βασί­λη Νικο­λα­ΐ­δη με την Εθνι­κή Λυρι­κή Σκη­νή ξεκί­νη­σε στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1990, ενώ διε­τέ­λε­σε και μέλος του Δ.Σ. του οργα­νι­σμού. Σκη­νο­θέ­τη­σε με μεγά­λη επι­τυ­χία διά­ση­μα έργα (Ένας χορός μεταμ­φιε­σμέ­νων, Αδρια­νή Λεκου­βρέρ, Τα επτά θανά­σι­μα αμαρ­τή­μα­τα, Ο βαφτι­στι­κός, Τα παρα­μύ­θια του Χόφ­μαν, ‘Αννα Μπο­λέ­να, Ο τρο­βα­δού­ρος, Κάρ­μεν, Η όπε­ρα του ζητιά­νου του Τζων Γκέυ και Ο γυρι­σμός του Αργύ­ρη Κου­νά­δη). Τελευ­ταία φορά που συνερ­γά­στη­κε με την Εθνι­κή Λυρι­κή Σκη­νή ήταν τον Ιού­λιο του 2011 με την όπε­ρα «Ναμπούκ­κο», η οποία παρου­σιά­στη­κε στο Ωδείο Ηρώ­δου Αττικού.

Ο Βασί­λης Νικο­λα­ΐ­δης γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1954. Σπού­δα­σε αρχαιο­λο­γία στο Πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών και θεα­τρο­λο­γία στο Παρί­σι, ειδι­κευό­με­νος στην όπε­ρα. Ξεκί­νη­σε να σκη­νο­θε­τεί το 1985, ενώ συνο­λι­κά είχε σκη­νο­θε­τή­σει σχε­δόν ενε­νή­ντα έργα ενός ευρύ­τα­του ρεπερ­το­ρί­ου: από μονό­πρα­κτα μέχρι οπε­ρέ­τες και όπερες.

Καθ’ όλη τη διάρ­κεια της στα­διο­δρο­μί­ας του συνερ­γά­στη­κε με το Μέγα­ρο Μου­σι­κής Αθη­νών, το Εθνι­κό Θέα­τρο, καθώς επί­σης με το Θέα­τρο Πόρ­τα, το Θέα­τρο Τέχνης, το Κρα­τι­κό Θέα­τρο Βορεί­ου Ελλά­δος, το Θέα­τρο Αμό­ρε, το Θεσ­σα­λι­κό Θέα­τρο, το Φεστι­βάλ Αθη­νών και πολ­λά ΔΗΠΕΘΕ. Επι­πλέ­ον, εργά­στη­κε ως παρα­γω­γός μου­σι­κών εκπο­μπών στο Τρί­το Πρό­γραμ­μα της κρα­τι­κής ραδιο­φω­νί­ας (από το 1984) και ως σκη­νο­θέ­της στο ραδιό­φω­νο (από το 1988). Επι­με­λή­θη­κε τα προ­γράμ­μα­τα της Ορχή­στρας των Χρω­μά­των, εκδό­σεις πολ­λών και σημα­ντι­κών μου­σι­κών δίσκων, ενώ έγρα­ψε δεκά­δες άρθρα σε πολι­τι­στι­κά περιο­δι­κά (Το Τέταρ­το, Ήχος & hi-fi, Δίφω­νο κ.ά.). Επι­πλέ­ον, έγρα­ψε το πολύ σημα­ντι­κό βιβλίο «Μαρία Κάλ­λας. Οι μετα­μορ­φώ­σεις μιας τέχνης». Πάντα με ενδια­φέ­ρον προς τη νεό­τε­ρη γενιά, δίδα­ξε υπο­κρι­τι­κή στο Ωδείο Ατε­νέ­ουμ, στο Ωδείο Φίλιπ­πος Νάκας, αλλά και στην Ανώ­τε­ρη Σχο­λή Δρα­μα­τι­κής Τέχνης «Μαί­ρης Βογια­τζή-Τρά­γκα». Από το 2007 έως το 2014 διε­τέ­λε­σε καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής του ΔΗΠΕΘΕ Αγρι­νί­ου, όπου επί­σης σκη­νο­θέ­τη­σε πλη­θώ­ρα έργων. Τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο της Ένω­σης Κρι­τι­κών Μου­σι­κής και Θεά­τρου (1998) και με το Βρα­βείο Σκη­νο­θε­σί­ας «Κάρο­λος Κουν» (2000).

Η Διοί­κη­ση και το προ­σω­πι­κό της Εθνι­κής Λυρι­κής Σκη­νής εκφρά­ζουν τη λύπη και τη βαθιά συγκί­νη­σή τους για τον θάνα­τό του.

Φώτης Αγγου­λές, ο προ­λε­τά­ριος ποιητής

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο