Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέθανε ο σκηνοθέτης της «νουβέλ βαγκ» Ζαν-Λικ Γκοντάρ

Ο κινη­μα­το­γρα­φι­κός σκη­νο­θέ­της Ζαν-Λικ Γκο­ντάρ, ο “νονός” της γαλ­λι­κής “νου­βέλ βαγκ” πέθα­νε σήμε­ρα σε ηλι­κία 91 ετών, έκα­ναν γνω­στό η εφη­με­ρί­δα Liberation και άλλα γαλ­λι­κά ΜΜΕ.

Πριν από λίγο η οικο­γέ­νειά του ανα­κοί­νω­σε ότι πέθα­νε “ήσυ­χα” στην κατοι­κία του στη μικρή κοι­νό­τη­τα Ρολ στην Ελβετία.

“Ο κινη­μα­το­γρα­φι­στής Ζαν-Λικ Γκο­ντάρ πέθα­νε στις 13 Σεπτε­με­βρί­ου 2022, ανα­κοι­νώ­νουν η σύζυ­γός του Αν-Μαρί Μιε­βίλ και οι παρα­γω­γοί του. Καμία επί­ση­μη τελε­τή δεν θα λάβει χώρα. Ο Ζαν-Λικ Γκο­ντάρ πέθα­νε ήσυ­χα στην κατοι­κία του ανά­με­σα στους στε­νούς του ανθρώ­πους. Θα απο­τε­φρω­θεί”, ανα­φέ­ρει η σύντο­μη ανα­κοί­νω­ση που δια­βι­βά­στη­κε στο AFP.

Ο Γκο­ντάρ ήταν ανά­με­σα στους πιο κατα­ξιω­μέ­νους σκη­νο­θέ­τες στον κόσμο, γνω­στός για ται­νί­ες κλα­σι­κές όπως οι “Με κομ­μέ­νη την ανά­σα” και “Περι­φρό­νη­ση”, που έσπρω­ξαν πιο πέρα τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά όρια και ενέ­πνευ­σαν εικο­νο­κλά­στες σκη­νο­θέ­τες μετά την κορύ­φω­ση της καριέ­ρας του στα χρό­νια του 1960.

Οι ται­νί­ες του ήρθαν σε ρήξη με τις καθιε­ρω­μέ­νες συμ­βά­σεις του γαλ­λι­κού σινε­μά στα χρό­νια του 1960 και βοή­θη­σαν να δοθεί ώθη­ση σε έναν νέο τρό­πο κινη­μα­το­γρά­φη­σης, με την κάμε­ρα στο χέρι, τη χρή­ση της τεχνι­κής jump cut και υπαρ­ξια­κούς διαλόγους.

Ο Γκο­ντάρ δεν ήταν μόνος στη δημιουρ­γία του γαλ­λι­κού νέου κύμα­τος (νου­βέλ βαγκ), μια τιμή που μοι­ρά­ζε­ται με του­λά­χι­στον μια δεκα­ριά συνα­δέλ­φους του, περι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των Φραν­σουά Τρι­φό και Ερίκ Ρομέρ, οι περισ­σό­τε­ροι από τους οποί­ους φίλοι από τη μοδά­τη, μπο­έ­μι­κη Αρι­στε­ρή Όχθη του Σηκουά­να στο Παρί­σι, στα τέλη των χρό­νων του 1950.

Ωστό­σο, έγι­νε το πρό­τυ­πο του κινή­μα­τος, που απέ­κτη­σε δια­δό­χους στην Ιαπω­νία, στο Χόλι­γουντ, ακό­μα και στην τότε κομ­μου­νι­στι­κή Τσε­χο­σλο­βα­κία καθώς και στη Βραζιλία.

“Του οφεί­λου­με πολ­λά”, έγρα­ψε ο πρώ­ην υπουρ­γός Πολι­τι­σμού Τζακ Λανγκ σε δήλω­ση μέσω ηλε­κτρο­νι­κού ταχυ­δρο­μεί­ου. “Γέμι­σε το σινε­μά με ποί­η­ση και φιλο­σο­φία. Η κοφτε­ρή και μονα­δι­κή ματιά του του μας έκα­ναν να δού­με το αδιόρατο”.

Ο Γκο­ντάρ γεν­νή­θη­κε σε μια πλού­σια γαλ­λο­ελ­βε­τι­κή οικο­γέ­νεια στις 3 Δεκεμ­βρί­ου 1930 στο πολυ­τε­λές έβδο­μο δια­μέ­ρι­σμα του Παρι­σιού. Ο πατέ­ρας του ήταν για­τρός, η μητέ­ρα του η κόρη του Ελβε­τού που ίδρυ­σε την τρά­πε­ζα Paribas, που ήταν τότε μια επι­φα­νής επεν­δυ­τι­κή τράπεζα.

Ο Γκο­ντάρ ήταν ένας εκ των πιο παρα­γω­γι­κών συνα­δέλ­φων του, γυρί­ζο­ντας δεκά­δες μικρού και μεγά­λου μήκους ται­νί­ες για πάνω από μισόν αιώ­να από τα τέλη των χρό­νων του 1950.

“Μερι­κές φορές η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι πολύ περί­πλο­κη. Οι ιστο­ρί­ες της δίνουν μορ­φή”, έλεγε.

Οι περισ­σό­τε­ρες επι­δρα­στι­κές και εμπο­ρι­κά επι­τυ­χείς ται­νί­ες ήρθαν στα χρό­νια του 1960 περι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των “Ζού­σε τη ζωή της”, “Ο τρε­λός Πιε­ρό”, “Δύο ή τρία πράγ­μα­τα που ξέρω γι΄αυτήν” και “Γουί­κεντ”.

Στρά­φη­κε στη σκη­νο­θε­σία πιο πολι­τι­κών ται­νιών στα χρό­νια του 1970 προ­τού επι­στρέ­ψει σε ένα πιο εμπο­ρι­κό κυρί­αρ­χο ρεύ­μα. Πρό­σφα­τες ται­νί­ες του ωστό­σο –ανά­με­σά τους το “Απο­χαι­ρε­τι­σμός στη γλώσ­σα” το 2014 και “Το βιβλίο της εικό­νας” το 2018– ήταν πιο πειραματικά.

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο