Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέντε βιβλία για το καλοκαίρι

 Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //
Υπάρ­χει η παρά­δο­ση κάθε καλο­καί­ρι να προ­τεί­νο­νται ελα­φρά ανα­γνώ­σμα­τα ή βιβλία που λαν­θα­σμέ­να θεω­ρού­νται ελα­φρά (πχ η αστυ­νο­μι­κή λογο­τε­χνία) ώστε να περά­σουν όσο γίνε­ται καλύ­τε­ρα οι μέρες που διαρ­κούν τα “μπά­νια του λαού.” Ελά­χι­στοι ξεφεύ­γουν αυτού του κανό­να προ­τεί­νο­ντας βιβλία κοι­νω­νι­κού προ­βλη­μα­τι­σμού, καλής προ­σεγ­μέ­νης λογο­τε­χνί­ας και ποί­η­σης ή άλλης θεμα­το­λο­γί­ας, στο­χεύ­ο­ντας περισ­σό­τε­ρο σε αυτά που η αγο­ρά θεω­ρεί ευπώλητα.
Εμείς, από την πλευ­ρά μας στο περιο­δι­κό Ατέ­χνως θα προ­σπα­θή­σου­με να προ­τεί­νου­με πέντε βιβλία που θα σας βοη­θή­σουν να προ­βλη­μα­τι­στεί­τε αφε­νός κι αφε­τέ­ρου να ψυχα­γω­γη­θεί­τε, ξεφεύ­γο­ντας λίγο από τα καθιε­ρω­μέ­να. Ένα αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα, μία μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία, μία πολι­τι­κή και οικο­νο­μι­κή μπρο­σού­ρα, μια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή κι ένα graphic novel είναι οι προ­τά­σεις μας για αυτό το καλο­καί­ρι. Χωρίς να ξεχνά­με πως τα βιβλία απο­τε­λούν ισχυ­ρά όπλα και πως παράλ­λη­λα η ανά­γνω­ση δεν πρέ­πει να περιο­ρί­ζε­ται σε συγκε­κρι­μέ­νες επο­χές του χρόνου.
 
Jean — Patrick Manchette, Η πρη­νής θέση του σκο­πευ­τή, μετά­φρα­ση: Μαρία Αγγε­λί­δου, εκδ. Άγρα (1988, 2015)
manchetteΕίναι το αστυ­νο­μι­κό και κοι­νω­νι­κό μυθι­στό­ρη­μα που σημα­το­δο­τεί την εκρη­κτι­κή πορεία του συγ­γρα­φέα στο γαλ­λι­κό αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα και γενι­κό­τε­ρα στην γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία που περι­γρά­φει την αδιέ­ξο­δη και μελαγ­χο­λι­κή πορεία ενός πλη­ρω­μέ­νου δολο­φό­νου σε μία κατά­λη­ξη χωρίς αίσιο τέλος και χωρίς την βοή­θεια κάποιου από μηχα­νής Θεού. Είναι ένα μυθι­στό­ρη­μα με “τερά­στια δύνα­μη πυρός”, σύμ­φω­να με περι­γρα­φή του μαιτρ της αστυ­νο­μι­κής λογο­τε­χνί­ας James Ellroy και με έντο­νο το αίσθη­μα του σκο­τει­νού και βαθύ­τα­τα πολι­τι­κού γαλ­λι­κού υπαρ­ξι­σμού. Μακριά από τις μικρο­α­στι­κές συμ­βά­σεις λογο­τε­χνών του τύπου της Αγκά­θα Κρί­στι, σκλη­ρό και ρεα­λι­στι­κό, μίνι­μαλ και αισθη­μα­τι­κό είναι μία κατάλ­λη­λη πρό­τα­ση ανά­γνω­σης για το καλοκαίρι.
Να σημειώ­σου­με πως το βιβλίο έχει μετα­φερ­θεί στον κινη­μα­το­γρά­φο από τον σκη­νο­θέ­τη Pierre Morel (Η αρπα­γή, Transporter) το 2015 με τον τίτλο “The Gunman — Σε θέση βολής”, με τους Σον Πεν και Χαβιέ Μπαρ­δέμ.
Volker Weidermann, Οστάν­δη 1936: Στέ­φαν Τσβαϊχ και Γιό­ζεφ Ροτ — Το καλο­καί­ρι πριν το σκό­τος, μετά­φρα­ση: Μαρία Αγγε­λί­δου, εκδ. Άγρα (2014, 2016)
Αυτή η μυθι­στο­ρη­μα­τι­κή βιο­γρα­φία περι­γρά­φει τη ζωή, τις αγω­νί­ες και τα πάθη της γερ­μα­νό­φω­νης κι ευρω­παϊ­κής δια­νό­η­σης που βρί­σκει κατα­φύ­γιο στην Οστάν­δη του Βελ­γί­ου στις παρα­μο­νές του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου. Η βελ­γι­κή παρα­θα­λάσ­σια πόλη δέχε­ται στα θέρε­τρά της πλή­θος καλ­λι­τέ­χνες, δια­νο­ού­με­νους αλλά και αλλό­φρο­νες, που βρί­σκο­νται εκεί μετέ­ω­ροι μπρο­στά στο θέα­μα της αβύσ­σου που θα προ­κα­λέ­σουν σύντο­μα ο φασι­σμός και ο πόλε­μος στην Ευρώ­πη. Εδώ βρί­σκε­ται και ο Στέ­φαν Τσβάιχ, ένας άνθρω­πος σε κρί­ση: ο Γερ­μα­νός εκδό­της του τον έχει μόλις απορ­ρί­ψει, ο γάμος του είναι στα πρό­θυ­ρα της διά­λυ­σης και το σπί­τι του στην Αυστρία δεν το νιώ­θει πια οικείο. Μαζί με τη Λότ­τε, την ερω­μέ­νη του, ανα­ζη­τά κατα­φύ­γιο σε αυτόν τον παρά­δει­σο με τους χαλα­ρούς περι­πά­τους και τις ομπρέ­λες για τον ήλιο. Και εδώ ακρι­βώς επα­να­συν­δέ­ε­ται με τον απο­ξε­νω­μέ­νο φίλο του Γιό­ζεφ Ροτ.Ερω­τεύ­ε­ται κι εκεί­νος, για μια τελευ­ταία φορά, τη συγ­γρα­φέα Ίρμ­γκαρντ Κόυν, η οποία απλώς ήθε­λε να ξεφύ­γει από τη χώρα των καμέ­νων βιβλί­ων. Ο έρω­τας του Ροτ και της νεα­ρής παθια­σμέ­νης Κόυν είναι τόσο ανα­πά­ντε­χος όσο εξω­πραγ­μα­τι­κή φαί­νε­ται η φιλία μετα­ξύ του ευκα­τά­στα­του Τσβάιχ και του γερού πότη Ροτ. Στην Οστάν­δη αυτό το καλο­καί­ρι βρί­σκο­νται επί­σης όλοι όσοι δεν έχουν πλέ­ον σπί­τι στη ναζι­στι­κή Γερ­μα­νία. Ο Έγκον Κις και ο Έρνστ Τόλ­λερ, ο Άρθουρ Καί­στλερ και ο Χέρ­μαν Κέστεν, οι “απα­γο­ρευ­μέ­νοι” κι εξό­ρι­στοι ποι­η­τές και συγγραφείς.
Η σχε­δόν δημο­σιο­γρα­φι­κή προ­σέγ­γι­ση του βιβλί­ου στα παρα­πά­νω ζητή­μα­τα μπο­ρεί να επη­ρε­ά­ζει σε βάρος της λογο­τε­χνι­κής γρα­φής αλλά οπωσ­δή­πο­τε δεν αλλοιώ­νει τα στοι­χεία του ντο­κου­μέ­ντου μιας επο­χής που έφε­ρε την ανα­τρο­πή κάθε βεβαιό­τη­τας. Δεν είναι τυχαίο που το συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο απο­τε­λεί, μπο­ρού­με να πού­με, το… “best seller” του καλο­και­ριού και μάλι­στα για όλους τους σωστούς λόγους: είναι επί­και­ρο και δια­χρο­νι­κό κι έρχε­ται η δημο­σί­ευ­ση του στην κατάλ­λη­λη επο­χή. Δεν δίνει απα­ντή­σεις, έτσι κι αλλιώς δεν είναι αυτός ο σκο­πός του αλλά προ­βλη­μα­τί­ζει σε πολ­λά περισ­σό­τε­ρα θέμα­τα από αυτά που υπο­πτεύ­ε­ται ο ανα­γνώ­στης. Ίσως δεν είναι τυχαίο που αρκε­τές δημό­σιες βιβλιο­θή­κες το προ­τεί­νουν για διά­βα­σμα. Η στρω­τή, βατή γλώσ­σα του είναι ακό­μη ένας λόγος για να το διαβάσετε.
John Reed, Πώς λει­τουρ­γούν τα Σοβιέτ, μετά­φρα­ση: Κώστας Πίτ­τας, εκδ. Μαρ­ξι­στι­κό Βιβλιο­πω­λείο (2017)
Το “Πως λει­τουρ­γούν τα Σοβιέτ” του Τζον Ριντ κυκλο­φό­ρη­σε για πρώ­τη φορά στην Ελλά­δα το 1976 και εξα­ντλή­θη­κε γρή­γο­ρα. Σύμ­φω­να με εκεί­νη την έκδο­ση, το άρθρο του Τζον Ριντήταν για δεκα­ε­τί­ες χαμέ­νο και ανα­κα­λύ­φθη­κε τυχαία στο σπί­τι ενός Χιλια­νού αγω­νι­στή λίγο πριν το πρα­ξι­κό­πη­μα του Πινο­σέτ. Ξανα­κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1997 από τις εκδό­σεις Εργα­τι­κή Δημο­κρα­τία. Εκα­τό χρό­νια από τη Ρώσι­κη Επα­νά­στα­ση, η παρού­σα επα­νέκ­δο­ση από το Μαρ­ξι­στι­κό Βιβλιο­πω­λείο (σε πιο προ­σεγ­μέ­νη μετά­φρα­ση και με την προ­σθή­κη κάποιων τμη­μά­των που έλει­παν από τις προη­γού­με­νες εκδό­σεις), έχει τον ίδιο στό­χο με τον συγ­γρα­φέα: να δεί­ξει ότι η εργα­τι­κή τάξη όχι μόνο είναι η δύνα­μη που μπο­ρεί ν’ αλλά­ξει τον κόσμο, αλλά και που μπο­ρεί να λύσει και τα πιο “πολύ­πλι­κα” ζητή­μα­τα οργά­νω­σης της οικο­νο­μί­ας και της κοι­νω­νί­ας με εργα­λείο την άμε­ση δημο­κρα­τία των εργο­στα­σια­κών κι εργα­σια­κών συμ­βου­λί­ων, των Σοβιέτ. Είναι ένα βιβλίο που δίνει απα­ντή­σεις, μέσα από την εμπει­ρία των απλών ανθρώ­πων, των ανθρώ­πων της δου­λειάς στη Ρωσία, σε φλέ­γο­ντα ζητή­μα­τα της περιό­δου που δια­νύ­ου­με σχε­τι­κά με τον κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό, με τις μάχες που ανοί­γουν ενά­ντια στις ταξι­κές και κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες και διά­φο­ρα άλλα.

Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος, Λόγια Θανάτου και Αγάπης, εκδ. Ένεκεν — poetry & stuff (2015)

Η συγκε­κρι­μέ­νη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, για την οποία πρέ­πει να γρά­ψου­με περισ­σό­τε­ρα σε επό­με­νη φορά, απο­τε­λεί ένα ολο­κλη­ρω­μέ­νο εικα­στι­κό και λογο­τε­χνι­κό γεγο­νός: ο ποι­η­τής Γιώρ­γος Γιαν­νό­που­λος και η εικα­στι­κός Βίλ­λη Γού­σιου κατα­φέρ­νουν να δώσουν ένα πόνη­μα που μπο­ρεί να μιλή­σει μέσα στην ψυχή του ανα­γνώ­στη. Ποι­ή­μα­τα χει­ρο­ποί­η­τα, από φυσι­κά υλι­κά είναι που ανα­τέ­μνουν και ξεγυ­μνώ­νουν το δίπο­λο του έρω­τα και του θανά­του, που δια­περ­νούν την σύγ­χρο­νη και νεό­τε­ρη ποι­η­τι­κή μας παρά­δο­ση, ανα­δει­κνύ­ο­ντας δια­λε­κτι­κά, στο­χα­στι­κά άρα και πλέ­ρια ποι­η­τι­κά το πραγ­μα­τι­κό υπό­βα­θρο αυτών των φαι­νο­μέ­νων. Έχου­με να κάνου­με δηλα­δή με μια ποί­η­ση επα­να­στα­τι­κή, τόσο στον τρό­πο όσο και στον λόγο, που τολ­μά να ανα­δεί­ξει την υλι­κό­τη­τα του ερω­τι­κού βιώ­μα­τος και την ανα­ζή­τη­ση της ελευ­θε­ρί­ας στον έρω­τα, στον θάνα­το και φυσι­κά, στην ευρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή ζωή. Δια­βά­ζου­με χαρα­κτη­ρι­στι­κά σ’ ένα από­σπα­σμα από το ομώ­νυ­μο, με το βιβλίο, ποι­ή­μα ότι:

Κάθε λέξη μια μαχαιριά
στο στόμα
κάθε λέξη το βλέμμα
το άγγιγμα
κι η παρου­σία του νεκρού

κάθε λέξη το βλέμμα
της αγάπης
η αγκα­λιά του κόσμου
κάθε λέξη μια υπόσχεση
στον πόνο
στο άφατο

(σελ. 32–33)

Αξί­ζει σε αυτό το σημείο να σημειώ­σου­με ότι ο Γιώρ­γος Γιαν­νό­που­λος γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1961. Από το 1995 εκδί­δει και διευ­θύ­νει το περιο­δι­κό Ένε­κεν και τις ομό­τι­τλες εκδό­σεις. Έχουν κυκλο­φο­ρή­σει οι ποι­η­τι­κές του συλ­λο­γές “Δια­δρο­μή” (2000), “Το θέρος των βρο­τών” (2010) και “Λόγια θανά­του και αγά­πης” (2015) καθώς και το μυθι­στό­ρη­μα “Το μαύ­ρο βιβλίο” (2003). Κεί­με­να και ποι­ή­μα­τά του έχουν με ταφρα­στεί σε διά­φο­ρες γλώσ­σες ενώ η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή “Λόγια θανά­του και αγά­πης” ηχο­γρα­φή­θη­κε σε στού­ντιο και κυκλο­φο­ρεί και σε cd.

Λευτέρης Παπαθανάσης, Τέρμινους (graphic novel), εκδ. ΚΨΜ (2017)

Το “Τέρ­μι­νους” είναι ένα εικο­γρα­φη­μέ­νο αφή­γη­μα για τους ανθρώ­πους του Εμφυ­λί­ου, για τους ανθρώ­πους της κοι­νω­νι­κής αντί­στα­σης και Επα­νά­στα­σης ενά­ντια στους ντό­πιους και ξένους δυνά­στες: οι ιστο­ρί­ες του Βασί­λη, της Ουρα­νί­ας, του Μιχά­λη, στα βου­νά των Τζου­μέρ­κων της Ηπεί­ρου, μα και χιλιά­δων άλλων ανθρώ­πων, που πλή­ρω­σαν με τη ζωή τους ή πλή­ρω­ναν για μια ολό­κλη­ρη ζωή την από­φα­σή τους να στα­θούν απέ­να­ντι σε κάθε τύραν­νο και να σηκώ­σουν το κόκ­κι­νο αστέ­ρι της ελευ­θε­ρί­ας και της δικαιο­σύ­νης πάνω από την Ελλά­δα και τον κόσμο ολό­κλη­ρο. Είναι επί­σης το σχέ­διο (τέρ­μι­νους σημαί­νει τελι­κός) του κυβερ­νη­τι­κού, εθνι­κού λεγό­με­νου, στρα­τού, υπό τις οδη­γί­ες και την υλι­κή στή­ρι­ξη των ΗΠΑ, για τη διά­λυ­ση του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας την άνοι­ξη του 1947. Το σχέ­διο αυτό ανα­τρά­πη­κε χάρη στην απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, τη γεν­ναιό­τη­τα και την αυτο­θυ­σία των μαχη­τών του ΔΣΕ.
Η κινη­μα­το­γρα­φι­κή γρα­φή του Λευ­τέ­ρη Παπα­θα­νά­ση, η εικα­στι­κή του αντί­λη­ψη, η θέση που παίρ­νει δίπλα στους αγω­νι­ζό­με­νους, απλούς και καθη­με­ρι­νούς ανθρώ­πους και το ίδιο το θέμα του έργου ανα­δει­κνύ­ουν από την μία την μονα­δι­κό­τη­τα της 9ης, όπως την απο­κα­λούν οι φίλοι της, τέχνης και από την άλλη παρα­δί­δουν ένα ολο­κλη­ρω­μέ­νο… πακέ­το ψυχα­γω­γί­ας και ιστο­ρι­κής ενσυ­ναί­σθη­σης που αξί­ζει να ανα­κα­λύ­ψε­τε. Ιδιαί­τε­ρα που αυτή την περί­ο­δο οι προ­σπά­θειες των ανα­θε­ω­ρη­τών της ιστο­ρί­ας προ­σπα­θούν να μας πεί­σουν πως ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο