Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέντε ποιήματα για την ΕΠΟΝ από το περιοδικό Νέα Γενιά

Επι­μέ­λεια Ελέ­νη Κακνα­βά­του //

Στον τάφο τοῦ Ἐπο­νί­τη (Ν. Καββαδία)

Ἐπέ­τα­ξα τὴ σάκα μου καὶ τρέ­χω μὲ τουφέκια
Μικρού­λης φαί­νο­μαι Ἀδερ­φέ, τὸ μάτι δὲν μὲ πιάνει.
Στὴ μάχη ὅμως κου­βά­λη­σα χιλιά­δες τὰ φουσέκια
κι ἀκό­μα μ᾿ εἶδαν Γερ­μα­νο­ὺς νὰ στρώ­νω στὸ ρουμάνι.
Στὴ γει­το­νιὰ μὲ ξέχα­σε τὸ τόπι, τὸ ξυλίκι.
Καὶ μονα­χὰ ποὺ πέρ­να­γα μὲ τὸ χωνὶ στὸ στόμα.
Παι­δί! Μὰ μὲ λογά­ρια­σαν οἱ λυσ­σα­σμέ­νοι λύκοι.
Τερά­στιο τὸ κου­ρά­γιο μου. Καὶ ποῦ νὰ δεῖς ἀκόμα.
Μία μέρα μᾶς μπλο­κά­ρα­νε. Δυὸ ἐμε­ῖς καὶ αὐτοὶ σαράντα.
Σφαί­ρα τὴ βρῆκε τὴν καρ­διὰ πού ῾μοια­ζε μὲ γρανίτη.
Σὲ μία γωνιὰ μὲ θάψα­νε χωρὶς ἀνθούς, μὰ πάντα
Σὰ ρόδο θὰ μοσκο­βο­λά­ει ὁ τάφος τοῦ Ἐπονίτη.

* Δημο­σιεύ­τη­κε στὸ περιο­δι­κὸ «Νέα Γενιά» χρό­νος 3ος, ἀρ. φύλ­λου 51, 15 Ἰου­νί­ου 1945.

 23 Φλε­βά­ρη ( Ρεγ­γί­νας Παγουλάτου) 

Μεσ’ το χει­μώ­να της σκλα­βιάς πετιέται,
Σα μυγδα­λιά ανθι­σμέ­νη το Φλεβάρη
Η νέα Γενιά, κι ολό­γυ­ρα σκορπιέται
Ευθύς φλο­γά­το φως, ορμή και χάρη.

Και να που χέρι χέρι σ’ ένα γύρο
Στή­νουν χορό τα’ αδά­μα­στα παι­διά της
Κι είν’ η πνοή τους λού­λου­δο και μύρο
Και κάνου­νε τρα­γού­δι τα όνει­ρα της.

Με τη δου­λειά, τη μάχη, το βιβλίο,
Παλεύ­ουν να κερ­δί­σου­νε τη ζήση

Να κάμουν το πανάρ­χαιο μεγαλείο
Ακό­μα πιο θερ­μό να ξανανθίσει.

Τρα­γού­δι, αγώ­νες, μόρ­φω­ση και δράση
Να, της ΕΠΟΝ τ’ ολό­φω­το γιορτάσι.

Δημο­σιεύ­θη­κε στο  ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ 1–13 Μάρ­τη 1946, αρ. φύλ­λου 67

 

ΕΠΟΝ (Κ. ΚΑΛΑΝΤΖΗ – Θεσσαλού)

Μεσ’ απ’ τη θυσία απ’ τον Αγώνα
Βγή­κα­με  επο­νί­τες θρυλικοί
Έφη­βοι του Μαραθώνα
Νέου Εικο­σιέ­να σταυραϊτοί.

Ρίξε τα παλιά σου Ελλά­δα κάστρα
Είμα­στε κοντά σου τώρα εμείς
Κι όπως ταί­ρι ταί­ρι πάνε τ’ άστρα
Πάμε με τα Νιά­τα όλης της γης.

…Μ’ όπλα τις αξί­νες, τα βιβλία
Στό­λι­σμα ακρι­βό τη λεβεντιά
Για τη λαϊ­κή Δημοκρατία
Παίρ­νου­με τη στρά­τα την πλατιά.

Φλά­μπου­ρο την άμιλ­λα κρατάμε

Κι έχου­με τον Ήλιο οδηγητή
Χτί­ζου­με μαζί και τραγουδάμε
Μια Πατρί­δα δίκηα αληθινή.

Δημο­σιεύ­θη­κε στο  ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ 1–13 Μάρ­τη 1946, αρ. φύλ­λου 67

                       ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΠΟΝ —  Γιώρ­γη Σημηριώτη

Είμα­στε της Αντί­στα­σης η Νειότη
Το βόλι, η δυνα­μί­τη, τα χωνιά!
Πάντα μπρο­στά τρα­βά­με πρώ­τοι- πρώτοι!
Είμα­στε η Νέα Ηρω­ι­κή Γενιά!
Η Επον, η Επον είμα­στε εμείς!
Η επον του αγώ­να, της τιμής!

Είμα­στε του Δεκέμ­βρη η ορμή κι η τόλμη.
Μεσ’ τη φωτιά, στην πεί­να, στο χαμό,
Δε μας λυγί­ζουν τανκς, σπιτ- φάιερ κι όλμοι,
Θα τον νική­σου­με το φασισμό!
Η Επον, η Επον είμαστ’ εμείς!
Η Επον της Νίκης, της Τιμής!

Είμα­στε της δου­λειάς εμείς η Νειότη!
Με το σφυ­ρί, την πένα, τη σπορά,
Πάντα μπρο­στά τρα­βά­με πρώ­τοι – πρώτοι,
Στο φως, στην καλο­σύ­νη, στη Χαρά!

Η Επον, η Επον είμα­στε εμείς!
Επον Ειρή­νης και Τιμής!

Στη Λευ­τε­ριά τρα­βά­με, στην Αλήθεια,
Στης κοσμα­δελ­φω­σύ­νης την Αυγή.
Κι από τα χέρια μας, το νου, τα στήθια,
Μια Νέα Ελλάδ’ αθά­να­τη θα βγει!
Η επον, η επον , είμαστ’ εμείς!
Η Επον της Δόξας, της Τιμής!

Δημο­σιεύ­θη­κε στο  ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ 1–13 Μάρ­τη 1946, αρ. φύλ­λου 67

 Η ΕΠΟΝΙΤΙΣΣΑ (Χρ. Γάνιαρη)

Κι οι γέροι μεσ’ το καπηλειό
και τ’  άγου­ρα παι­διά της γει­το­νιάς της,
πρωί πρωί  που πήγα­νε σκολειό
πλημ­μύ­ρι­ζαν χαρά στο πέρα­σμά της.
Σαν άστρου, ύστε­ρα, καμιά φορά,
Σα σπί­θα ταξι­διά­ρα από μαγκάλι,
Ακέ­ρια πριν νοιώ­σω τη χαρά
Σβυ­νό­ταν απ΄τα μάτια μου και πάλι.
Πλα­κώ­σαν, βλέ­πεις δίσε­χτες χρονιές,
Ο κόσμος εφορ­τώ­θη­κε φροντίδες
Εχά­σα­νε τα κέφια οι γειτονιές
Κι εγώ τις δυο τις πορ­φυ­ρές πλεξίδες.

Μα μια­νη­μέ­ρα άνα­ψεν η γη
Μας έβρε­χεν ο ουρα­νός ατσάλι
Κι η δόλια Αθή­να πήγε να πνιγεί
Στα αίμα­τα και την ανεοζάλη.
Μπρο­στά μου βλέ­πω, τότε ένα στρατό
Απ’ τα παι­διά τα συνο­μή­λι­κα της
Κι ομπρός εκεί­νη, φλά­μπου­ρο σωστό
Με τάλι­κα και ξέμπλε­κα μαλ­λιά της.

Αλί! Τ’ όμορ­φο δεν κρα­τά πολύ.
Τα ρού­σα τα μαλ­λιά τα δοξασμένα,
Δυο- τρια θεριά μ’ ανθρώ­πι­νη στολή,
Τα κόψαν ένα βρά­δυ τα καημένα!
Και πήρα την αυγή διπλή ντροπή
Θλιμ­μέ­νος όταν πήγα και την είδα,
Τι βιά­στη­κε, γελώ­ντας, να μου πει:
« Το πιο φτη­νό μου δώρο στην Πατρίδα!»

Δημο­σιεύ­τη­κε στο ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ 1–15 Ιανουα­ρί­ου 1946, αρ. φύλ­λου 64

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο