Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέντε ποιήματα της Δέσποινας Κουτούφαρη με αφορμή την πανδημία του κορωναϊού

Ο θρήνος μαζί με τους δαίμονες χορεύει

Και ξαφ­νι­κά, όλο το φως της Γης έγι­νε μαύρο
Κι όλα τα δεδο­μέ­να της ζωής μας ανατράπηκαν
Και ένας θρή­νος μέσα στις αίθου­σες αναμονής
Χορεύ­ει μαζί με τους δαί­μο­νες που περι­μέ­νουν στο κενό.

Ήρθε ο θάνα­τος μας λένε να πάρει είσπραξη
Όλα τα όνει­ρα κι οι σκέ­ψεις μας αδειάσανε
Μόνο οι δαί­μο­νές μας μεί­ναν να κοιτάζουνε
Μέσα στο βλέμ­μα μας να δού­νε τι θ’ αρπάξουνε.

Στά­σου ακί­νη­τος για λίγο και μην πλανιέσαι
Μες στα αδιέ­ξο­δα του νου δεν θα βρεις άκρη
Αυτοί οι δαί­μο­νες δεν ήρθαν εδώ μόνο για σένα
Μα ο φόβος όλων πρό­σκλη­ση τους έκα­νε και να ’τοι.

Είναι ωραία η ζωή, μην τη χαρίζεις
Έτσι απλό­χε­ρα σ’ αυτούς και μην αφήνεις
Το βλέμ­μα σου τους φόβους να κοιτά
Μα να θυμά­σαι , πως ένας ήλιος περι­μέ­νει πάντα
Να σε κρα­τή­σει αγκαλιά.

 

Φωνή μες στην ομίχλη

Μην περι­μέ­νεις άλλο
Αυτό το πλοίο δεν θα σε πάει πουθενά
Μία ψευ­δαί­σθη­ση είναι που αιωρείται
Πάνω απ’ της θάλασ­σας τα γαλά­ζια κύματα.

Να κολυ­μπή­σεις πρέ­πει και να καταδυθείς
Σε άγνω­στες αβύσσους
Αν θέλεις πάλι την ελευ­θε­ρία σου να βρεις.

Το ξέρω, δεν μπο­ρούν να φωνά­ξουν όλοι εκείνοι
Που παλεύ­ουν τον εχθρό
Μέσα στ’ αδύ­να­μα πνευ­μό­νια τους.

Ήξε­ρε εκεί­νος που να πάει να κατοικήσει
Για να σωπά­σει όλους αυτούς
Που την κραυ­γή τους με την βία την σιωπούν.

Μες στην ομί­χλη να κρυ­φτείς, να μην σε δούνε
Και ν’ ανα­πνέ­εις απ’ τον αέρα της ψυχής
Και τη φωνή σου σαν τον βοριά να την σκορπίσεις
Για να σ’ ακού­σουν όλοι αυτοί
Που να φωνά­ξουν δεν μπορούν.

Ναυαγοί της σκιάς

Ναυά­γη­σαν οι μέρες μας σε άδειες πόλεις
Πέρα­σαν οι μνή­μες και το φορ­τίο τους
Άδεια­σαν σε σκο­τει­νά δωμάτια
Μεί­να­με μόνοι και μαζί να πολεμάμε
Αόρα­τους εχθρούς
Σαν ναυα­γοί μες στη σκιά της νύχτας.

Μάχε­ται ο νους μέσα στο σώμα φόβους
Που σπεί­ρα­νε οι συνερ­γοί του σκοταδιού.
Θα περ­πα­τή­σου­με μαζί αυτό το δρό­μο αδελφέ
Κι όταν εσύ λυγί­ζεις, σαν στή­ριγ­μά σου
Θα ’ρθω να σταθώ.

Μα μη δακρύ­σεις και νομί­σει ο εχθρός
Πως παρα­δό­θη­κες, ούτε τους ψίθυρους
Στ’ αυτιά σου να πιστέψεις
Για­τί η αλή­θεια ξέρει να κρύ­βε­ται καλά
Μας βλέ­πει όλους , μα εμείς την προσπερνάμε.

 

Ημέρες και νύχτες εντός μας

Σε ποια αλή­θεια και ποιο ψέμα να πιστέψεις
Μόνο μπο­ρείς να υποθέσεις
Ποιος κρύ­βε­ται πίσω από τις πρά­ξεις και τις λέξεις
Αυτών που τον κόσμο κυβερνούν.

Με ποιο σκο­πό στα χείλη
Να ψελ­λί­σεις ένα τραγούδι
Όταν στης άνοι­ξης τους κάμπους
Μια μονα­ξιά μόνο έχει μείνει
Και μας κοι­τά­ει με τα μάτια της θολά.

Σε ποιον αγέ­ρα τη φωνή σου να σκορπίσεις
Όλη η Γη ν’ ακού­σει τις αλή­θειες πριν να δύσει
Ο Ήλιος εκεί­νος που τη φλό­γα της ψυχής κρα­τά γερά.

Έλα μαζί μας

Φορέ­σα­με τα χρώ­μα­τα της άνοιξης
Και περ­πα­τή­σα­με σ’ αγκά­θι­νους αγρούς.
Κανέ­νας ήλιος δεν θα σώσει τη σοδιά μας
Αυτή που σπεί­ρα­με με αίμα
Απ’ τις όχθες τ’ ουρανού.

Έλα μαζί μας στο τρα­γού­δι μας
Της Γης φαντά­σμα­τα να κρύ­ψουν τη σκιά τους
Μήπως στο φως και κολυμπήσουμε
Μακριά απ’ τη στε­ριά τους.

Πίκρες που βάρυ­ναν πολύ τη ζυγα­ριά του νου
Άστες μακριά να φύγου­νε, να κατοι­κή­σουν αλλού.
Δύο μπου­μπού­κια άνθη­σαν, δεν βλέπεις;
Είναι κοντά, πολύ κοντά η άνοι­ξη που θέλεις.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο