Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέρα από τη βιωμένη ιστορία: ο Ηλίας Τσέχος στο Γιαννακοχώρι

Γρά­φει ο Σίμος Ανδρο­νί­δης* //

«Άκου που­λά­κι μου! Αδιά­φο­ροι οι θεοί για ανθρώ­πους Αυτοί για θεούς ενδια­φέ­ρο­νται Άντε ! Πέτα Οι φωλιές είναι Θάνα­τοι γλυ­κείς Μήτε γου­λιά στο σύμπαν Στά­λα θάμα­τος Πτε­ρέ Δεν γρά­φω να Απο­φυ­λα­κι­στώ Να απο­κε­φα­λι­στώ Να μετα­νιώ­σεις Ζαλι­στώ Ελλά­δα Κάμε τη δου­λειά σου Μεί­νε μακριά μου Να μια ανά­στρο­φη». (Ηλί­ας Τσέ­χος, ‘Στό­μα’).
Ο εκ Γιαν­να­κο­χω­ρί­ου προ­ερ­χό­με­νος ποι­η­τής Ηλί­ας Τσέ­χος επι­κα­λύ­πτει με το ποι­η­τι­κό του έργο την ιστο­ρι­κή περί­ο­δο που δια­νύ­ου­με. Το χρο­νι­κό διά­στη­μα 2011–2015 έχει εκδώ­σει τέσ­σε­ρις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, με την πρώ­τη που έχει τίτλο ‘Ή στα­γό­να ή ωκε­α­νός,’ να εκδί­δε­ται το 2011. Ακο­λού­θη­σαν οι ‘Νόμοι Αφιε­ρώ­σε­ων’ (2012), ‘Τα πλή­θη του ενός’ (2013), και το ‘Αγριό­χορ­το στό­μα’ (2015). Ο ιδιαί­τε­ρα ενερ­γός ποι­η­τής διαυ­γά­ζει το ποι­η­τι­κό του έργο στο βιω­μέ­νο ‘τώρα’, «ζητώ­ντας» ουσια­στι­κά από τον ίδιο τον ανα­γνώ­στη να εγκι­βω­τί­σει, στο ‘χώρο’ και στον ‘χρό­νο’, την ποι­η­τι­κή του έκφρα­ση και έκφαν­ση. Και το κάθε ‘αυτό­νο­μο’ ποί­η­μα δύνα­ται να εκφρά­σει ένα ολό­κλη­ρο νοη­μα­τι­κό ‘σύμπαν’ το οποίο ενσω­μα­τώ­νει ολι­κά μνή­μες, στά­σεις, την ίδια τη βιω­μέ­νη ιστο­ρία του τόπου και του και­ρού του.
Ο ποι­η­τής μετου­σιώ­νει ακρι­βώς αυτή την ιστο­ρία, τη βιω­μέ­νη ιστο­ρία, σε ποί­η­ση, σε ‘κει­με­νι­κές’ λέξεις που θρυμ­μα­τί­ζουν το οικο­δό­μη­μα των απλοϊ­κών αφη­γή­σε­ων, της ιστο­ρι­κής λήθης που μετα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε καθη­με­ρι­νή έξη, των «μεγά­λων» πρά­ξε­ων που ζητούν και απαι­τούν τη «νομι­μο­ποί­η­ση» του και­ρού τους. «Στα ύδα­τα της Στυ­γός ορκί­ζο­μαι Δεν είμαι μύθος ή 17 Νοέμ­βρη Νόμος οφθαλ­μών Πτω­χός και άγα­μος Οι χίλιοι ελλη­νι­κοί χοροί Ο Ηρά­κλει­τος Οι στά­βλοι του Αυγεία Δεν είμαι ύπα­τος μαντεί­ων αλά­θη­τος Η βολε­μέ­νη φάρα Στο παντε­λό­νι τσά­κι­ση ευτυ­χι­σμέ­νης μάνας Στα ύδα­τα της Στυ­γός ορκί­ζο­μαι Δεν είμαι».

ilias tsexos poiisi 2
Πραγ­μα­τι­κά, εδώ συντε­λεί­ται η εμβά­πτι­ση στα νάμα­τα της ποί­η­σης, της ποί­η­σης που αίρει τις βεβαιό­τη­τες, ανα­γό­με­νη όχι στο απλό και στο «τυχαίο», αλλά στην πολ­λα­πλό­τη­τα που συγκρο­τεί τον κοι­νω­νι­κό βιό­κο­σμο. Η ποί­η­ση μετα­τρέ­πε­ται σε βίω­μα, σε καθη­με­ρι­νή παρου­σία, σε ‘εργα­λείο’ και τρό­πο εξορ­κι­σμού της δυστο­πί­ας που μας περι­βάλ­λει. Ο ποι­η­τής διαυ­γά­ζει το πάθος του δια­μέ­σου της πολύ­ση­μης άρνη­σης, αντι­στρέ­φο­ντας αρι­στο­τε­χνι­κά τους όρους πρό­σλη­ψης της ποι­η­τι­κής του πρά­ξης: ‘Δεν είναι΄ στα­θε­ρός, ο ποι­η­τής του «ενός» και μονα­δι­κού πλή­θους αλλά ο ποι­η­τής της διαρ­κούς ετε­ρο­νο­μί­ας, ο ποι­η­τής που παί­ζει με τους όρους της ανο­μοιο­γέ­νειας και της άρσης μίας δεδο­μέ­νης και δοσμέ­νης «σιγου­ριάς».
Πέρα και πάνω από τις καθιε­ρω­μέ­νες ποι­η­τι­κές νόρ­μες, συγκρο­τεί­ται διαρ­κώς ως υπαρ­κτή-γρα­πτή «πραγ­μα­τι­κό­τη­τα» η «υπό­γεια» ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου, η οποία ως άλλη «μήτρα γεν­νή­σε­ως» περι­λαμ­βά­νει και παρά­γει συνά­μα τις εγκλή­σεις ενός άλλου ποι­η­τι­κού κόσμου, αυθύ­παρ­κτου και αυτο­νο­μη­μέ­νου από ότι ορί­ζε­ται και προσ­διο­ρί­ζε­ται ως τέχνη του μέτρου και της εν πολ­λοίς «αυτι­στι­κής ωραιο­πά­θειας». Κι εδώ ακρι­βώς ανα­κύ­πτει η ποι­η­τι­κή τέχνη του Ημα­θιώ­τη ποι­η­τή: η ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου, «διά­φα­νη και αλη­θι­νή», απο­τε­λεί το κατο­πτρι­κό «είδω­λο» μίας τέχνης που χαρά­ζει και δια­περ­νά το «είναι» του ανθρώ­που της κρί­σης, για την ακρί­βεια ενός συγκε­κρι­μέ­νου «ανθρω­πο­λο­γι­κού» τύπου ο οποί­ος και «συγκρο­τεί­ται» την ιστο­ρι­κή περί­ο­δο της βαθιάς οικο­νο­μι­κής κρί­σης. Οι τέσ­σε­ρις τελευ­ταί­ες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του Ηλία Τσέ­χου, ανα­τέ­μνο­ντας την κρί­ση και τις πολ­λα­πλές της εκφάν­σεις απο­τε­λούν το αντε­στραμ­μέ­νο είδω­λο της διαρ­κούς αμφι­σβη­τη­σια­κής πρα­κτι­κής και δράσης.
ilias tsehos 3Η ποί­η­ση ως κατε­ξο­χήν «κοι­νω­νι­κή» από­πει­ρα ερμη­νεί­ας του όλου δεν προ­κύ­πτει εν κενώ. Αντι­θέ­τως απο­τε­λεί «προ­εί­κα­σμα», δομι­κό-γρα­πτό στοι­χείο επα­νερ­μη­νεί­ας του πεδί­ου του κοι­νω­νι­κού, ‘εργα­λείο’ μίας περαι­τέ­ρω γεί­ω­σης της αμφι­σβη­τη­σια­κής-συγκρου­σια­κής πρα­κτι­κής. Για να υπει­σέλ­θου­με και στο πεδίο της πολι­τι­κής φιλο­σο­φί­ας, θα ανα­φέ­ρα­με (παρα­πέ­μπο­ντας στον Λουί Αλτου­σέρ), πως οι τέσ­σε­ρις «κρι­σια­κές» ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του Ηλί­ας Τσέ­χου συγκρο­τού­με­νες σε ολό­τη­τα, απο­τε­λούν μία «δομή με ορί­ζου­σα». Σε αυτή την περί­πτω­ση, η ίδια η ποι­η­τι­κή δομή (το ποι­η­τι­κό του γίγνε­σθαι), είναι το κομ­βι­κό και δεσπό­ζον σημαί­νον της παρέμ­βα­σης του ποι­η­τή, το οποίο ακρι­βώς ορί­ζει τα πολ­λα­πλά σημαι­νό­με­να (πεδία) της παρέμ­βα­σης και του σκε­πτι­κού του.
Η ποι­η­τι­κή δομή συγκρο­τεί­ται με ορί­ζου­σα το εύρος της ποι­η­τι­κής-κοι­νω­νι­κής του παρέμ­βα­σης, την ανα­ση­μα­σιο­δό­τη­ση της όλης ποι­η­τι­κής του παρου­σί­ας και πορεί­ας, την ανά­δυ­ση της κοι­νω­νι­κής ετε­ρό­τη­τας και πολ­λα­πλό­τη­τας, την διά­δρα­ση και ώσμω­ση με ότι δύνα­ται να νοη­θεί και να μετου­σιω­θεί σε ποί­η­ση. Οι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του Ηλία Τσέ­χου, από την ‘Ή στα­γό­να ή ωκε­α­νός’ μέχρι και το ‘Αγριό­χορ­το Στό­μα’ προσ­διο­ρί­ζο­νται ως ποι­η­τι­κή «δομή με ορί­ζου­σα» που προ­κύ­πτει από τα βιώ­μα­τα και τις αγω­νί­ες του ποι­η­τή. Σε αυτό το πλαί­σιο, η έννοια της «ορί­ζου­σας» προ­σλαμ­βά­νει μία διφυή διά­στα­ση: από τη μία πλευ­ρά νοεί­ται ως «ταυ­το­λο­γι­κή συγκρό­τη­ση», η οποία προ­κύ­πτει και παρα­πέ­μπει στις προ­σλαμ­βά­νου­σες του ποι­η­τή, στις διά­φο­ρες και διά­σπαρ­τες επιρ­ρο­ές του, εν τέλει στη δια­μόρ­φω­ση και απο­κρυ­στάλ­λω­ση του ποι­η­τι­κού του ‘σύμπα­ντος’.
Από την άλλη πλευ­ρά, γίνε­ται αντι­λη­πτή ως το εύρος της ποι­η­τι­κής παρέμ­βα­σης του ποι­η­τή την τρέ­χου­σα ιστο­ρι­κή περί­ο­δο. Έτσι, η «ορί­ζου­σα» συν­θέ­τει τη μεγά­λη εικό­να, υπο­στα­σιο­ποιεί τα «θέλω» του ποι­η­τή, κατη­γο­ριο­ποιεί τη μνή­μη και τα βιώ­μα­τα, κατα­δει­κνύ­ει τις εγκάρ­σιες τομές που προ­κα­λεί στο «σώμα» της τέχνης. Ακό­μη και η μακρό­χρο­νη «σιω­πή» του ποι­η­τή Ηλία Τσέ­χου, διεκ­δι­κεί, με τον δικό της τρό­πο και τους δικούς της όρους την εγκι­βώ­τι­ση και «εδα­φο­ποί­η­ση» της στο ποι­η­τι­κό του έργο. Η ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου απο­τε­λεί μία διαρ­κή και κοι­νω­νι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση του τρό­που με τον οποίο ο άνθρω­πος «συγκρο­τεί» βήμα-βήμα την πορεία του εντός της «χωρο­χρο­νι­κής μήτρας», «παλεύ­ει» με τους γενέ­θλιους μύθους του, «ξορ­κί­ζει» τους δαί­μο­νες του. Πραγ­μα­τι­κά, η συγκε­κρι­μέ­νη επι­τε­λε­στι­κή κοι­νω­νι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση της ποί­η­ση του σχε­τί­ζε­ται με τις ανα­γκαιό­τη­τες, τα θέλω και τα πάθη του παλ­λό­με­νου συλ­λο­γι­κού πλή­θους (multitude).
«Οι Καρ­πα­θιώ­τες χορεύ­ουν αστα­μά­τη­τα Σα μεθυ­σμέ­να τοπία Βωμός «ζερ­βός» χορός Κλεί­νει ανοί­γει το σώμα του ilias tsehos 4καθώς βεντά­λια Νυμ­φεύ­ο­ντας ευθύς όλες τις Καρ­πα­θιώ­τισ­σες Έμνο­στες Ανοι­χτο­α­γκα­λού­σες Και η Μαρία; Αυτή η θαλασ­σω­μέ­νη λιγνή ποί­η­ση Με λαϊ­κά κεντή­μα­τα Φούρ­νους ευω­δια­στούς στην ποδιά; «Να αγα­πάς όταν κατα­φτά­νει Να απο­σύ­ρε­σαι πριν προ­φτά­σει…» Θυμά­μαι από την Κάρ­πα­θο ‑Ο ταχυδρόμοοοος…».
Εδώ ακρι­βώς προ­κύ­πτει το νόη­μα της ποί­η­σης του Ηλία Τσέ­χου. Για την Μαρία και από τη Μαρία προ­σλαμ­βά­νει τις Μαρί­ες όλου του κόσμου, «φέρ­νο­ντας» έναν αέρα ανα­νέ­ω­σης και ανα­ζω­ο­γό­νη­σης του ποι­η­τι­κού πράτ­τειν. Στο συγκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα ο χορός των Καρ­πα­θιω­τών εκφρά­ζει το παρόν, το διαρ­κές τώρα που διεκ­δι­κεί την ανα­πα­ρά­στα­ση του στο μέλ­λον. Ο ποι­η­τής δεν φεί­δε­ται τρό­πων και μεθό­δων: αρθρώ­νει την ποί­η­ση στους ρυθ­μούς ενός «τρε­λού» χορού, τη συγκρο­τεί σαν δεσπό­ζου­σα παρέμ­βα­ση, την ανά­γει στη Μαρία της πρω­τεϊ­κής και πρω­ταρ­χι­κής ύπαρ­ξης. Εδώ το βιω­μέ­νο πεδίο γίνε­ται ο χορός που εμφι­λο­χω­ρεί στο «σώμα» της ποί­η­σης. Έτσι ακρι­βώς θέλει ο ποι­η­τής την ποί­η­ση: «ανοι­χτο­α­γκα­λού­σα», φέρου­σα πρά­ξεις, πραγ­μα­το­λο­γι­κό πεδίο μίας βαθιάς υπο­κει­με­νο­ποί­η­σης η οποία και ενέ­χει τις θεσμί­σεις της κοι­νω­νι­κής συγ­χρο­νί­ας. Ο «ταχυ­δρό­μος» είναι εδώ και μας φωνά­ζει. Η πρώ­τη ύλη του έργου του Ηλία Τσέ­χου είναι η υπεν­θύ­μι­ση της στιγ­μής και των αναγκαιοτήτων.
Διεκ­δι­κώ­ντας τις ‘δάφ­νες’ μίας πραγ­μα­το­λο­γκής ποι­η­τι­κής γραμ­μα­τεί­ας της ευρύ­τε­ρης «κρι­σια­κής» περιό­δου, ο Ηλί­ας Τσέ­χος δεσπό­ζει στο χώρο της υφέρ­που­σας πρά­ξης του ανθρώ­που και του συλ­λο­γι­κού υπο­κει­μέ­νου της κρί­σης. «Στο βου­νό Ιού­λιος Άγνω­στο αν κατα­λή­ξω ποί­η­μα Αν κλά­ψω πριν αγα­πη­θώ Όσο δε γρά­φω ανε­μί­ζο­μαι Πλέω ανα­στα­τω­μέ­να Αφο­ρού­ντα Χώρι­σα την Πει­θώ Άνοι­ξα τα μπου­μπού­κια Στη χήρα θάλασ­σα Επεί­γο­ντα μετάλ­λια Εις στους ιχθείς Που αν ζωή δε μετα­νιώ­σεις Για όσα σήμε­ρα συμ­βαί­νουν Ματαιώνεσαι».
Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ‘Τα πλή­θη του ενός’ ανα­ση­μα­σιο­δο­τούν την έγκλη­ση του ενός, συναι­ρό­ντας το ειδι­κό με το γενι­κό, το ποι­η­τι­κό μικρο­ε­πί­πε­δο με το κοι­νω­νι­κό μακρο­ε­πί­πε­δο. Το πλή­θος ως αυθύ­παρ­κτη «κατα­σκευή» και ολό­τη­τα δια­περ­νά τις δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές και συμ­βά­σεις, γινό­με­νο το (τα) ‘πλή­θη του ενός’, ήτοι του ποι­η­τή που αναι­ρεί και αναι­ρεί­ται, του ποι­η­τή που τέμνει την μονα­δι­κό­τη­τα χάριν μίας πλη­θυ­ντι­κής σήμαν­σης και εκφο­ράς. Η ποί­η­ση του «δρό­μου» καμώ­νε­ται από το μέταλ­λο των πολ­λών, προ­ϋ­πο­θέ­τει την επα­φή, την ώσμω­ση, την ίδια την ταυ­το­τι­κή συγκρό­τη­ση του πλή­θους. Το πλή­θος μέσα στο έναν, και ο ένας μέσα στο πλή­θος. Αυτή είναι η ανά­γκη, η «ανά­σα», η ευρύ­τε­ρη και η ειδι­κή παρου­σία της ποί­η­σης του Ηλία Τσέ­χου, που γνω­ρί­ζει ότι τα «πλή­θη» είναι η «πλη­θυ­ντι­κή» ποί­η­ση, η ποί­η­ση που απευ­θύ­νε­ται στης «γης τους κολα­σμέ­νους». Η συγκρό­τη­ση της ποί­η­σης ως οργα­νω­μέ­νης «πρά­ξης» συγκρο­τεί μία δομή ενερ­γούς σήμαν­σης και έκφαν­σης η οποία και καταρ­ρί­πτει τους παγιω­μέ­νους μύθους της αέναης στα­θε­ρό­τη­τας. Αυτού του είδους η ποί­η­ση «ανα­τρέ­πει» το καθε­στώς άχρο­νης λήθης και των σημάν­σε­ων του τρέ­χο­ντος «κρι­σια­κού» κοι­νω­νι­κού-πολι­τι­κού γίγνε­σθαι. Ακό­μη αίρει τη διά­κρι­ση βάση-εποι­κο­δό­μη­μα, θέτο­ντας στο ενδιά­με­σο πεδίο το συλ­λο­γι­κό (λαϊ­κό-εργα­τι­κό) «πλή­θος» ως οντο­λο­γία ύπαρ­ξης και ως ιστο­ρι­κή-ποι­η­τι­κή «παρα­δο­ξό­τη­τα», ακρι­βώς διό­τι το «παρά­δο­ξο» της ποί­η­σης είναι το «παρά­δο­ξο» και αστάθ­μη­το της κοι­νω­νι­κής-πολι­τι­κής ανα­τρο­πής. Η ποί­η­ση του Ηλία Τσέ­χου ενέ­χει ένα διά­χυ­το ιστο­ρι­κό «βάθος», μία ιστο­ρι­κό­τη­τα της σύμ­φυ­σης «χώρου» και «χρό­νου». Η δομή είναι εδώ.
ilias tsexospoiisi 1«Οι τάφοι ταχυ­δρό­μοι Μεθυ­σμέ­να δρό­μια Έρη­μες απο­λαύ­σεις Ξερό­κω­λες θυρί­δες Απ’ την πλα­τεία Νάου­σας ‑Ανά­πη­ρη θα πεις- Ευνού­χα αφο­πλι­σμέ­νη Έξι χιλιό­με­τρα Από τον τάφο της πλα­τεί­ας Γιαν­να­κο­χω­ρί­ου Ένα κερί σε μπόι Ανά­βο­μαι να λιώ­σεις Να φωτι­στείς Απ’ το κου­φά­ρι μου Κρί­μα που λίγο στά­ζω Υγραί­νο­ντας Οπί­σθια σας Στοι­χειο­θε­τη­μέ­να». Αυτή είναι η ποι­η­τι­κή κατα­κλεί­δα: «Οι τάφοι ταχυ­δρό­μοι Μεθυ­σμέ­να δρό­μια» μίας ποί­η­σης που «στά­ζει» ανθρω­πι­σμό όσο και τρα­χύ­τη­τα, μία «άγρια» ποι­η­τι­κή πρά­ξη ενός «άγριου» στό­μα­τος που δεν συμ­βι­βά­ζε­ται με ότι θεω­ρούν και ορί­ζουν ως παρόν χρόνο.
Στο Γιαν­να­κο­χώ­ρι «φύε­ται» μία ποί­η­ση που κανο­νι­κο­ποιεί τα πάθη του φθαρ­τού σώμα­τος, συγκρο­τώ­ντας και συναι­ρό­ντας, δια­μέ­σου του ‘ενός’ τα πολ­λά σώμα­τα του «άγριου» και δια­με­σο­λα­βη­μέ­νου βίου. Το ‘Αγριό­χορ­το στό­μα’ μετα­το­πί­ζει τις δομι­κές ορί­ζου­σες της σύνο­λης ποί­η­σης του Ηλία Τσέ­χου προς την κατεύ­θυν­ση της συμπε­ρί­λη­ψης της αέναης και άφθαρ­της ουσί­ας: η ποί­η­ση του τότε και η ποί­η­ση του τώρα. Το ένα του χρό­νου και το δύο της ρηξια­κής πρά­ξης. Αυτού του είδους η ποί­η­ση δια­τρέ­χει γρή­γο­ρα και βια­στι­κά, με μια ανά­σα τους δρό­μους που διά­βη­καν και θα δια­βούν οι άνθρω­ποι που θα μετα­βάλ­λουν τον «και­ρό».
Το ‘Αγριό­χορ­το στό­μα’ είναι το στό­μα που κλαί­ει και γελά, που συγκρο­τεί παρα­δο­ξό­τη­τες και αντι­φα­τι­κό­τη­τες δια­μέ­σου της ποί­η­σης. Το στό­μα που επι­κοι­νω­νεί με το «σώμα» της ποί­η­σης, σώμα έμφορ­το με την «πρά­ξη» του αγγίγ­μα­τος που αμφι­σβη­τεί και «καταρ­γεί» τις όψεις του «εμπο­ρευ­μα­τι­κού σώματος».
Η συγκε­κρι­μέ­νη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή που φέρει τον εύγλωτ­το τίτλο ‘Αγριό­χορ­το Στό­μα’ ορί­ζει τον «άγριο» και­ρό μας, τον πολύ­ση­μο χρό­νο του τώρα, ποί­η­μα και ποί­η­ση μίας επο­χής που προ­βάλ­λει ως κανο­νι­κό­τη­τα «αγριά­δας».
Ο Ηλί­ας Τσέ­χος ανα­δει­κνύ­ε­ται σε ποι­η­τή της επο­χής του, ποι­η­τής των ανθρώ­πων που βαδί­ζουν με μία «σιω­πη­ρή» και υφέρ­που­σα περη­φά­νια, πέρα και πάνω από τον ποσο­τι­κο­ποι­η­μέ­νο οικο­νο­μι­σμό. Με τα λόγια του Τάσου Λει­βα­δί­τη: «Τα δέντρα είναι τ’ ανα­λό­για που τα που­λιά ακου­μπά­νε τα φλύ­α­ρα ανα­γνώ­σμα­τα τους οι δρό­μοι προς την ηδο­νή τη νύχτα χάνο­νται στο άπει­ρο – ως ας μην ξανα­γυ­ρί­ζα­με αλλά το πρωί βγά­ζω το καπέ­λο μου στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα που ξανα­γρά­φει απ’ την αρχή την Ιλιάδα».
Η ιστο­ρία είναι εδώ, γραμ­μέ­νη από τους ποι­η­τές, από τον ποι­η­τή της πλη­θυ­ντι­κής «μονά­δας». Άλλο­τε σαν μικρή στα­γό­να και άλλο­τε σαν ορμη­τι­κός ωκε­α­νός ο Ηλί­ας Τσέ­χος δεν παύ­ει να δεί­χνει ότι η ίδια η ιστο­ρία (από τα κάτω προς τα άνω) περιέ­χε­ται στην ποίηση.

* Ο Σίμος Ανδρο­νί­δης είναι υπο­ψή­φιος διδά­κτο­ρας στο τμή­μα Πολι­τι­κών Επι­στη­μών του ΑΠΘ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο