Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέτρος Αβδίκος: Ο Γίγαντας που φόρεσε στα σύννεφα Παντελόνια…

Ψάχνω λέξεις για σένα να βρω
μήνες πολλούς
ή μήπως χρόνια;
Μέσα στη σκέ­ψη μου.
Βλα­δί­μη­ρε Μαγιακόφσκι,
ποιος άνθρω­πος διανοήθηκε,
αν δεν λέγε­ται Χικ­μέτ ή Μπρεχτ
Ρίτσος ή Νερούντα,
να σ’ ανα­φέ­ρει σε στίχους,
παρε­κτός κι αν έγρα­φε σε τοίχους:
Μαγια­κόφ­σκι, Ζεις !!!
Που είσαι τώρα;

Τρα­νέ ποιητή,
η ‘Poderosa’ του μυα­λού μου
έκα­ψε τα λάδια της
σε κακο­τρά­χα­λους δρόμους
ανά­με­σα σε λέξεις άγρια ειρωνικές,
τρυ­φε­ρές κι ευσαίσθητες,
λέξεις των χαρ­το­παι­χτι­κών καταγωγίων,
λέξεις ζαριών πάνω σε τσό­χες πράσινες,
λέξεις μυστι­κές ερωτικές
σε ατμό­σφαι­ρα λαγνεί­ας κρυ­φών καταφυφυγίων.

Μαγια­κόφ­σκι,
Του Ουλιά­νοφ φέρ­νεις τ’ όνομα
Επάξια !!!

Ο ήχος της μηχα­νής του Κόκ­κι­νου Τρένου
της Προλέτ-Κουλτούρ,
της Επανάστασης
αντη­χού­σε στα μάρ­μα­ρα της Ακρόπολης
κι η στε­ντό­ρεια φωή σου,
σαν μίλα­γες για το Και­νούρ­γιο που είχε έρθει
ακου­γό­ταν μέχρι τη φάμπρι­κα της ΓΙΟΥΛΑ,
στον Πει­ραιά, στο διά­λειμ­μα των εργα­τών για κολατσό,
που άκου­γαν μαγεμένοι.
Στα καφε­νεία των βου­λε­βάρ­των του Παρισιού,
εκστα­σια­σμέ­νοι από το πάθος που εξέπεμπες
σ’ άκου­γαν ο Αρα­γκόν κι ο Ελυάρ,
οι μου­σκε­μέ­νοι από τον ιδρώ­τα εργάτες
στην Αμερική,
στο Πεκίνο,
ο κού­λης που τρά­βα­γε το καρό­τσι του
πηγαί­νο­ντας τον κλέ­φτη έμπο­ρο στο μαγα­ζί του.

Παγκό­σμιε της Ποί­η­σης Γίγαντα,
Εσύ,
ένας φου­του­ρι­στής, μαζί με άλλους ομό­τε­χνούς σου,
που κου­βα­λού­σα­τε ίδια μυα­λά και μάτια,
νωρίς βάλα­τε την τέταρ­τη διάσταση
στο έργο σας: τον Χρό­νο-δίπλα στο ύψος, μήκος, βάθος.
Η ματιά κι η γρα­φή σας προχώρησε
πέρα από την στα­τι­κή αναπαράσταση
αυτού που τα μάτια βλέπουν:
όχι μια νεκρή φύση-Nature Morte.
Η σκέ­ψη σου προ­χώ­ρη­σε πιο μακριά,
όχι σ’ αυτά που βλέ­πει το μάτι,
αλλά σαν ‘μαιευ­τή­ρας’ δεν είδες
στον υπέ­ρη­χο της σκέ­ψης σου
ένα έμβρυο στον πλακούντα,
αλλά το και­νούρ­γιο που γεννήθηκε:
έναν εργά­τη στα ορυ­χεία του Μαγκνιτογκόρσκ,
ένα δάσκα­λο σ’ ένα από­μα­κρο χωριό,
ανά­με­σα σε φτω­χο­ντυ­μέ­να παιδιά,
να τους μαθαί­νει τη μαγι­κή λέξη: Σοτσιαλίσμ.

Για το και­νούρ­γιο που μόλις είχε γεννηθεί,
Βλα­δί­μη­ρε Μαγιακόφσκι,
οργά­νω­σες χιλιά­δες μεταγγίσεις
κόκ­κι­νου εργα­τι­κού αίματος,
στι­χουρ­γι­κό φάρ­μα­κο εργα­τι­κής Συνείδησης,
μείγ­μα Έρω­τα κι Επανάστασης,
για­τί μια μορ­φή Έρωτα
είναι κι ο Έρω­τας για την Και­νούρ­για Πατρίδα,
την απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη από την εκμετάλλευση,
άλμα Ελευ­θε­ρί­ας από το Εγώ στο κοι­νω­νι­κό Εμείς.

Αυτό είναι το σημεί­ω­μα που βρέ­θη­κε δίπλα στο σώμα σου:

“Σε όλους.
Μην κατη­γο­ρή­σε­τε κανέ­ναν για το θάνα­το μου και παρα­κα­λώ να λεί­ψουν τα κου­τσο­μπο­λιά. Ο Μακα­ρί­της τα απε­χθα­νό­ταν φοβερά.
Μαμά, αδελ­φές, και σύντρο­φοι, σχω­ρέ­στε με – αυτός δεν είναι τρό­πος (δεν τον συμ­βου­λεύω σε κανέ­να), μα εγώ δεν έχω διέ­ξο­δο. Λιλ­λή αγά­πα με.
Συντρό­φισ­σα κυβέρ­νη­ση, η οικο­γέ­νειά μου είναι η Λιλ­λή Μπρικ, η μαμά, οι αδελ­φές και η Βερό­νι­κα Βιτόλ­νταβ­να Πολόν­σκα­για. Αν τους εξα­σφα­λί­σεις μια ανε­κτή ζωή, σ’ ευχα­ρι­στώ. Τα αρχι­νι­σμέ­να ποι­ή­μα­τα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.
Όπως λένε “Το επει­σό­διο έληξε”.
Η βάρ­κα του έρω­τα συντρί­φτη­κε πάνω στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Έχω ξοφλή­σει τους λογα­ρια­σμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοι­πόν, η απα­ρίθ­μη­ση των αμοι­βαί­ων πόνων, των συμ­φο­ρών και των προσβολών;
Να ‘στε ευτυχισμένοι.”
Το τελευ­ταίο ‘Κεφά­λαιο’ της ζωής σου
το διά­βα­σα αμέ­τρη­τες φορές-έχω χάσει το μέτρημα.
Εγώ, είμαι ένας χέστης-
δεν θα τρά­βα­γα ποτέ την σκανδάλη.
Χρειά­ζε­ται μεγά­λη απόφαση,
η τελευ­ταία σφαί­ρα στη θαλά­μη της ζωής σου.
Απα­σφά­λι­σε τους ‘κοριούς’
που τόσο ενο­χλή­θη­καν από το έργο σου,
ρου­φού­σαν λαί­μαρ­γα το αίμα της νέας Εξουσίας,
μασκα­ρε­μέ­νοι με την προ­βιά του ‘επα­να­στά­τη’.
Χαρές και πανη­γύ­ρια έστη­σαν γύρω
από το σκο­τω­μέ­νο πελώ­ριο κου­φά­ρι σου.
Και τι δεν άκου­σες, Βλαδίμηρε.
Εσύ, δεν χρειά­στη­κες φιλο­λο­γι­κά και λογοτεχνικά
σεμι­νά­ρια και ημε­ρί­δες για το πρότυπο
του ‘και­νούρ­γιου ανθρώ­που’ που αναδυόταν
από τα σπλά­χνα της νέας ζωής.
Πριν ακό­μα γεν­νη­θεί η ‘νέα ζωή’
είχες ταχτεί στο πλάι της.
‘Ασυγ­χώ­η­τος’ φουτουριστής
έβλε­πες χρό­νια μακριά.
Η σκέ­ψη του Λένιν δού­λευε πυρετωδώς
στο μεγα­λο­φυή εγκέ­φα­λό σου,
είδες τρα­κτέρ εκεί που οι άλλοι έβλε­παν χέρ­σα γη,
έβλε­πες ηλε­κτρι­σμό, εκεί που οι άλλοι
έβλε­παν κεριά παντού,
έβλε­πες νέους επιστήμονες,
στις αφίσ­σες, στους λόγους, στους στί­χους σου.
εκεί που άλλοι έβλε­παν αναλφαβητισμό.
Ενό­χλη­σες τους ‘κοριούς’,
κιν­δύ­νευαν ν’ απο­κα­λυ­φθεί ο ρόλος τους.
Το 20ο Συνέ­δριο έκα­νε ότι δεν άκουγε
τον ήχο της μηχα­νής του ‘κόκ­κι­νου τρένου’,
της Προ­λέτ-Κουλ­τούρ, που σεριά­νι­ζε μέσα
στην Αίθου­σα του Συνεδρίου,
νάνοι και προ­δό­τες μιας εποχής,
σου ‘έσου­ραν’ τα εξ αμάξης-
οι ‘αρα­μπα­τζή­δες’ της Ιστορίας,
οι θια­σώ­τες του συνυ­πάρ­χειν ειρηνικώς,
με τους δολο­φό­νους των 20 εκα­τομ­μυ­ρί­ων θυμάτων
του Μεγά­λου Πατριω­τι­κού Πολέμου,
που πέθαι­ναν, τραυματιζόντουσαν
απαγ­γέ­λο­ντας στί­χους από τον ‘Λένιν’ και τον Οχτώ­βρη σου.
Δεν σου συγ­χώ­ρε­σαν-οι νάνοι- ότι
πρώ­τος εσύ και μοναδικός
φόρε­σες στα σύν­νε­φα παντελόνια.

Βλα­δί­μη­ρε Μαγιακόσφκι,
Πρώ­τος Εσύ,
χρη­σι­μο­ποί­η­σες μεγε­θυ­ντι­κό ποι­η­τι­κό φακό,
μικρο­σκο­πί­ου ή τηλεσκοπίου,
κι εμείς θαμπω­μέ­νοι από το εκτυ­φλω­τι­κό Φως,
της στι­χουρ­γι­κής σου δεινότητας,
που τόσο επι­δέ­ξια κατεβάζει
στο επί­πε­δο των δικών μας ματιών
ένα ‘σύν­νε­φο’
και μάλι­στα ντυ­μέ­νο με παντελόνια,
όχι του καθωσπρεπισμού,
αλλά του επε­λαύ­νο­ντος νέου ανθρώπου
που οραματιζόσουν.
Βλα­ντι­μίρ Μαγιακόφσκι,
άφες αυτοίς ου γάρ οίδασιν.…
Ο ‘κρι­τι­κός αφη­γη­τής’ της Ιστο­ρί­ας της Παγκό­σμιας Ποίησης,
σ’ έχει βάλει στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιο­θή­κης του…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο