Τιμημένες, Άξιες, Γυναίκες της Πανανθρώπινης Αγάπης, της αγκαλιάς, του αγώνα, του πολέμου, της προσφυγιάς!
Σας χαιρετώ! Σας γράφω ποιήματα! Σας τραγουδώ!
Στέκω στο πλάι σας, πατώ στα βήματα σας και έχω για χτύπο στη καρδιά, τον χτύπο της καρδιάς σας!!!
ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ ΚΑΛΑ — ΕΙΡΗΝΙΚΑ- ΑΔΕΛΦΩΜΕΝΑ — ΔΙΚΑΙΑ — !!!
ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΙΛΙ Η ΖΩΗ
Και λέει, να ξημέρωνε μια αυγή, που η γη δεν θα είχε σύνορα!
Ένα τεράστιο σπίτι χτισμένο με αγκαλιές κι ένα τραπέζι που γύρω του,
θα κάθονταν άνθρωποι απ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης,
να τρώνε το αχνιστό ψωμί της Ειρήνης, να πίνουν το γλυκό κρασί
της Αδερφοσύνης, να γελάνε και να τραγουδούν τον ήλιο
της Δικαιοσύνης και την τίμια δουλειά της Εργατιάς!
Και λέει, να μιλάει ο καθένας στην γλώσσα του και να καταλαβαίνουν όλοι,
με τους κτύπους της καρδιάς τους και με τις λάμψεις από τα μάτια τους!
Και λέει, να υπήρχαν εργοστάσια, σχολειά, νοσοκομεία,
πλατείες και πάρκα, ανοιχτά σε όλους που θέλουν να ζήσουν,
το υπέρτατο όνειρο της Ελευθερίας και της Ισότητας!
Και λέει, οι άντρες να ήταν πατεράδες και οι γυναίκες μανάδες,
όλων των παιδιών, στοργικά πάνω απ’ τις κούνιες να τα θηλάζουν,
χωρίς να νοιάζονται για το χρώμα του δέρματος τους
και να λένε νανουρίσματα με τραγούδια της πατρίδας τους!!!
………………………
Και λέει, αυτά που θαύμα, ουτοπία μοιάζουν, όλοι να πιστέψουμε
και μιαν αυγή να μπορούσαν αλήθειες να γίνουν!
‑Όταν τα χέρια υψωθούν στον ουρανό, όταν στα μέτωπα λάμψη το φως,
σμίξουν οι φωνές των αδικημένων, τότε … Ναι!!!
— Ναι!!! Μπορούν Όλα, στο καινούργιο αύριο, Αλήθεια Μεγάλη να γίνουν!
‑Φτάνει οι Άνθρωποι, να ενώσουν την Δύναμη τους!
‑Κόκκινο φιλί είναι η Ζωή και ο Θάνατος … κρεβάτι!
‑Εμπρός!!! ‑Να κάνουμε την ουτοπία Αλήθεια Μας!!!
«ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΕΝ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ — ΓΙΝΕΣΑΙ»
(Σ. Ν. Μποβουάρ)
Για Σένα άγνωστη, ανώνυμη Γυναίκα,
μαύρη μαντήλα που κρύβει το πρόσωπο σου,
πληγωμένη περιστέρα μου, με τσακισμένα φτερά
μερόνυχτα σκεπάζεις τα παιδιά σου.
Για Σένα Γυναίκα,
τα χαμηλωμένα σου μάτια — ήλιοι- του μεσονυχτίου
ποτέ δεν κοιτούν στον ουρανό,
της πίκρας δάκρυα ενώνεις με αφρισμένα κύματα.
Ναι, για Σένα μόνο,
της περιπλάνησης Γυναίκα,
της προσφυγιάς, της ματωμένης αγκαλιάς,
του βίαιου έρωτα, της βάρβαρης εισβολής
του άνδρα στου κορμιού σου το κέντρο.
Για Σένα Γυναίκα,
που ήρωες βύζαξες και επαναστάτες,
καθάρματα αρσενικά, φονιάδες και προδότες.
Εσύ είσαι η Γυναίκα,
με τη σφραγίδα της Αγίας και της πουτάνας,
που σε ρωτούν σαρκαστικά :
‑Γιατί μωρή άνοιγες τα πόδια σου;
‑Γιατί γέννησες τόσα παιδιά;
‑Τότε ήταν καλά, σου άρεσε εεε;;
‑Ξετσίπωτη , σκύλα, κουνέλα, ουστ από δω ουσττ!
‑Αχχ περιστέρα μου πληγωμένη!
‑Αχχ γυναίκα ολομόναχη… δίχως Θεό
δίχως Αγίους και Αγγέλους,
σε μια βάρκα με σκυλόψαρα μεθυσμένα
απ’ του αίματος σου τη μυρωδιά
θανάτου κύκλους να κάνουν γύρο σου,
αν σωθείς, αν … υπάρχουν τ’ «άλλα» σκυλόψαρα
ιθαγενείς και ντόπιοι αφέντες ‑κατακτητές,-
που εξόκειλαν σε προβλήτες, σ΄ ακρογιάλια,
με δόντια και νύχια ακονισμένα
καρτερούν να σε κατασπαράξουν!
Γυναίκα ανώνυμη της προσφυγιάς,
με σφραγίδα πουτάνας και Αγίας …
‑Γυναίκα, Μητέρα, Αδερφή της θυσίας, κόρη,
ερωμένη, πολεμίστρια του πόνου, νικήτρια της ζωής!
— Άφησε με, ταπεινά στα κρόσσια της μαντήλας σου
έναν λυγμό ν΄ ακουμπήσω και του αίσχους μας
μια κόκκινη συγνώμη, σπίθα αγάπης,
συμπαράστασης κι ανθρωπιάς! ‑Συγγνώμηηη !!!
ΘΥΣΙΑΣ ΚΟΥΡΕΛΙΑ
Και εκεί, που το σμάρι των κυνηγημένων γυναικών
σκάλωσε στο δίχτυ της προσμονής και της απελπισίας,
εκεί, που οι ανάσες των μανάδων, κρυφά καμίνια έκαιγαν
φτιάχνοντας ξυλοκάρβουνα, την φαμίλια τους να ζεστάνουν
τους χειμώνες της παγωνιάς, της πείνας και του φόβου,
της ξαγρύπνια και του πολέμου, εκεί ακριβώς λοιπόν,
ξεπρόβαλε πίσω απ΄ τα δέντρα, λυσσασμένο κοπάδι
στρατιωτών μισθοφόρων, υπανθρώπων, φονιάδων,
που όρμησε πάνω τους, την σεξουαλική τους
αδηφαγία να χορτάσουν σκίζοντας τα ρούχα,
τα μπράτσα, το στήθος των γυναικών.
Εκεί ακριβώς, που κάποτε απελπισμένα βλέμματα
παγιδεύτηκαν στα δίχτυα της προσμονής, της σωτηρίας,
κρέμονται τώρα χρωματιστά κουρέλια, φορέματα και κιλότες,
σημαιούλες θυσίας ιερές, κοτσίδες ξανθές και μαύρες.
Τρελαμένες πεταλούδες οι ψυχές τους πετούν,
με φτερά τσακισμένα μανάδων που οι ανάσες έκαιγαν,
φτιάχνοντας ξυλοκάρβουνα, να ζεσταθεί η φαμίλια
τους χειμώνες της παγωνιάς, του φόβου, του πολέμου.
Ακριβώς εκεί, οι γυναίκες μπουκιές σάρκας άφησαν,
κρυμμένες μέσα στις παπαρούνες, πεινασμένα κοπάδια
στρατιωτών να ταϊζουν την σεξουαλική τους αδηφαγία,
να χορταίνουν, με την ελπίδα πως ίσως … γλυτώσουν, σωθούν,
οι κόρες τους, οι αδερφές τους, άλλες χαροκαμένες μάνες.
‑Όλης της γης οι Γυναίκες να σωθούν! — ΟΛΕΣ!!!
‑ΙΣΩΣ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ… ΙΣΩΣ ΣΩΘΟΥΝ!!!
Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
Έκλεινες νοσταλγικά τα μάτια
στην βυσσινή — βελούδινη πολυθρόνα,
ανέβαινες στον υπερσιβηρικό,
με το γούνινο παλτό σου ανέμελα
ριγμένο στην πλάτη, το μινγκ καπέλο,
τη βαλίτσα σου από γνήσιο δέρμα
με κελαρυστό γέλιο που ακούγονταν
μέχρι το Λένινγκραν ή Αγία Πετρούπολη,
στο Στάλινγκραντ ή Βόλγκογκραντ,
στη Μόσχα και στη κόκκινη πλατεία!
Έτσι ξεκινούσες κάθε βράδυ το ίδιο
μακρύ ταξίδι στην πατρίδα σου!
Πότε με ασημένια κουδουνάκια σε μια τρόϊκα,
πότε πάνω σε γερανών φτερά στις στέπες
στα δάση με τις σημύδες, στο Κρεμλίνο,
στο Ερμιτάζ και ανάσαινες, ζούσες στην Ρωσία!
Με δάκρυα την αυγή πριν ξημερώσει,
σκέπαζες το παλιό — σκαλιστό σαμοβάρι
με δαντέλα μπλέ και άσπρα ανθάκια,
άφηνες πάνω του μισό φιλί πικρό
με αναστεναγμό βαθύ κι ένα χάδι,
έβρεχες τα στήθη σου με λίγο τσάϊ
ζεστή να κρατιέται η καρδιά σου, ν΄ αντέχει!
Μετά τη Νατάσα ξεχνούσες κι έφευγες,
γινόσουν η Τασία, στη Κηφισιά υπηρέτρια,
μετανάστρια, παράνομη, φτωχή και ξένη!!!
ΘΕΑΤΗΣ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ
Ματωμένη του κόσμου η αρένα φως μου…
τις κρύες κερκίδες τις γεμίσαν θεριά,
πληγωμένο σκυλί αλυχτά και γαυγίζει
θεατής μοναχός, — η ανθρωπιά! -
Πυρωμένα χειροβομβίδας θραύσματα
διαμέλισαν τις λέξεις, τις συλλαβές μου
κι εσύ παρακαλάς να φτιάξω στιχάκια
αγάπης και ειρήνης τραγούδια να πεις!
Σημαία ελπίδας στα μάτια σου φως μου,
βιασμένες γυναίκες, παιδιά που πεινούν,
γλάροι λευκοί στην αγκάλη σου φως μου
με σπασμένα φτερά, να πετάξουν ποθούν!
‑Ματωμένη… ματωμένη η αρένα του κόσμου…
‑Ψυχή μου, αγάπη μου, λατρεμένη μου, φως μου!
Μη ζητάς τραγουδάκια, στιχάκια να γράψω,
οι κρύες κερκίδες γεμίσαν θεριά,
σαν σκυλί πληγωμένο αλυχτά και γαυγίζει
μοναχός θεατής, — η Ανθρωπιά -!!!