Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας: 5 ποιήματα της Ηλέκτρας Στρατωνίου

Τιμη­μέ­νες, Άξιες, Γυναί­κες της Παναν­θρώ­πι­νης Αγά­πης, της αγκα­λιάς, του αγώ­να, του πολέ­μου, της προσφυγιάς!

Σας χαι­ρε­τώ! Σας γρά­φω ποι­ή­μα­τα! Σας τραγουδώ!

Στέ­κω στο πλάι σας, πατώ στα βήμα­τα σας και έχω για χτύ­πο στη καρ­διά, τον χτύ­πο της καρ­διάς σας!!!

ΧΡΟΝΙΑ ΣΑΣ ΚΑΛΑ — ΕΙΡΗΝΙΚΑ- ΑΔΕΛΦΩΜΕΝΑ — ΔΙΚΑΙΑ — !!!

ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΙΛΙ Η ΖΩΗ

Και λέει, να ξημέ­ρω­νε μια αυγή, που η γη δεν θα είχε σύνορα!
Ένα τερά­στιο σπί­τι χτι­σμέ­νο με αγκα­λιές κι ένα τρα­πέ­ζι που γύρω του,
θα κάθο­νταν άνθρω­ποι απ’ όλα τα πλά­τη και τα μήκη της γης,
να τρώ­νε το αχνι­στό ψωμί της Ειρή­νης, να πίνουν το γλυ­κό κρασί
της Αδερ­φο­σύ­νης, να γελά­νε και να τρα­γου­δούν τον ήλιο
της Δικαιο­σύ­νης και την τίμια δου­λειά της Εργατιάς!
Και λέει, να μιλά­ει ο καθέ­νας στην γλώσ­σα του και να κατα­λα­βαί­νουν όλοι,
με τους κτύ­πους της καρ­διάς τους και με τις λάμ­ψεις από τα μάτια τους!
Και λέει, να υπήρ­χαν εργο­στά­σια, σχο­λειά, νοσοκομεία,
πλα­τεί­ες και πάρ­κα, ανοι­χτά σε όλους που θέλουν να ζήσουν,
το υπέρ­τα­το όνει­ρο της Ελευ­θε­ρί­ας και της Ισότητας!
Και λέει, οι άντρες να ήταν πατε­ρά­δες και οι γυναί­κες μανάδες,
όλων των παι­διών, στορ­γι­κά πάνω απ’ τις κού­νιες να τα θηλάζουν,
χωρίς να νοιά­ζο­νται για το χρώ­μα του δέρ­μα­τος τους
και να λένε νανου­ρί­σμα­τα με τρα­γού­δια της πατρί­δας τους!!!
………………………
Και λέει, αυτά που θαύ­μα, ουτο­πία μοιά­ζουν, όλοι να πιστέψουμε
και μιαν αυγή να μπο­ρού­σαν αλή­θειες να γίνουν!
‑Όταν τα χέρια υψω­θούν στον ουρα­νό, όταν στα μέτω­πα λάμ­ψη το φως,
σμί­ξουν οι φωνές των αδι­κη­μέ­νων, τότε … Ναι!!!
— Ναι!!! Μπο­ρούν Όλα, στο και­νούρ­γιο αύριο, Αλή­θεια Μεγά­λη να γίνουν!
‑Φτά­νει οι Άνθρω­ποι, να ενώ­σουν την Δύνα­μη τους!
‑Κόκ­κι­νο φιλί είναι η Ζωή και ο Θάνα­τος … κρεβάτι!
‑Εμπρός!!! ‑Να κάνου­με την ουτο­πία Αλή­θεια Μας!!!

«ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΕΝ ΓΕΝΝΙΕΣΑΙ — ΓΙΝΕΣΑΙ»
(Σ. Ν. Μποβουάρ)

Για Σένα άγνω­στη, ανώ­νυ­μη Γυναίκα,
μαύ­ρη μαντή­λα που κρύ­βει το πρό­σω­πο σου,
πλη­γω­μέ­νη περι­στέ­ρα μου, με τσα­κι­σμέ­να φτερά
μερό­νυ­χτα σκε­πά­ζεις τα παι­διά σου.
Για Σένα Γυναίκα,
τα χαμη­λω­μέ­να σου μάτια — ήλιοι- του μεσονυχτίου
ποτέ δεν κοι­τούν στον ουρανό,
της πίκρας δάκρυα ενώ­νεις με αφρι­σμέ­να κύματα.
Ναι, για Σένα μόνο,
της περι­πλά­νη­σης Γυναίκα,
της προ­σφυ­γιάς, της ματω­μέ­νης αγκαλιάς,
του βίαιου έρω­τα, της βάρ­βα­ρης εισβολής
του άνδρα στου κορ­μιού σου το κέντρο.
Για Σένα Γυναίκα,
που ήρω­ες βύζα­ξες και επαναστάτες,
καθάρ­μα­τα αρσε­νι­κά, φονιά­δες και προδότες.
Εσύ είσαι η Γυναίκα,
με τη σφρα­γί­δα της Αγί­ας και της πουτάνας,
που σε ρωτούν σαρκαστικά :
‑Για­τί μωρή άνοι­γες τα πόδια σου;
‑Για­τί γέν­νη­σες τόσα παιδιά;
‑Τότε ήταν καλά, σου άρε­σε εεε;;
‑Ξετσί­πω­τη , σκύ­λα, κου­νέ­λα, ουστ από δω ουσττ!
‑Αχχ περι­στέ­ρα μου πληγωμένη!
‑Αχχ γυναί­κα ολο­μό­να­χη… δίχως Θεό
δίχως Αγί­ους και Αγγέλους,
σε μια βάρ­κα με σκυ­λό­ψα­ρα μεθυσμένα
απ’ του αίμα­τος σου τη μυρωδιά
θανά­του κύκλους να κάνουν γύρο σου,
αν σωθείς, αν … υπάρ­χουν τ’ «άλλα» σκυλόψαρα
ιθα­γε­νείς και ντό­πιοι αφέ­ντες ‑κατα­κτη­τές,-
που εξό­κει­λαν σε προ­βλή­τες, σ΄ ακρογιάλια,
με δόντια και νύχια ακονισμένα
καρ­τε­ρούν να σε κατασπαράξουν!
Γυναί­κα ανώ­νυ­μη της προσφυγιάς,
με σφρα­γί­δα που­τά­νας και Αγίας …
‑Γυναί­κα, Μητέ­ρα, Αδερ­φή της θυσί­ας, κόρη,
ερω­μέ­νη, πολε­μί­στρια του πόνου, νική­τρια της ζωής!
— Άφη­σε με, ταπει­νά στα κρόσ­σια της μαντή­λας σου
έναν λυγ­μό ν΄ ακου­μπή­σω και του αίσχους μας
μια κόκ­κι­νη συγνώ­μη, σπί­θα αγάπης,
συμπα­ρά­στα­σης κι ανθρω­πιάς! ‑Συγ­γνώ­μη­ηη !!!

ΘΥΣΙΑΣ ΚΟΥΡΕΛΙΑ

Και εκεί, που το σμά­ρι των κυνη­γη­μέ­νων γυναικών
σκά­λω­σε στο δίχτυ της προ­σμο­νής και της απελπισίας,
εκεί, που οι ανά­σες των μανά­δων, κρυ­φά καμί­νια έκαιγαν
φτιά­χνο­ντας ξυλο­κάρ­βου­να, την φαμί­λια τους να ζεστάνουν
τους χει­μώ­νες της παγω­νιάς, της πεί­νας και του φόβου,
της ξαγρύ­πνια και του πολέ­μου, εκεί ακρι­βώς λοιπόν,
ξεπρό­βα­λε πίσω απ΄ τα δέντρα, λυσ­σα­σμέ­νο κοπάδι
στρα­τιω­τών μισθο­φό­ρων, υπαν­θρώ­πων, φονιάδων,
που όρμη­σε πάνω τους, την σεξουα­λι­κή τους
αδη­φα­γία να χορ­τά­σουν σκί­ζο­ντας τα ρούχα,
τα μπρά­τσα, το στή­θος των γυναικών.
Εκεί ακρι­βώς, που κάπο­τε απελ­πι­σμέ­να βλέμματα
παγι­δεύ­τη­καν στα δίχτυα της προ­σμο­νής, της σωτηρίας,
κρέ­μο­νται τώρα χρω­μα­τι­στά κου­ρέ­λια, φορέ­μα­τα και κιλότες,
σημαιού­λες θυσί­ας ιερές, κοτσί­δες ξαν­θές και μαύρες.
Τρε­λα­μέ­νες πετα­λού­δες οι ψυχές τους πετούν,
με φτε­ρά τσα­κι­σμέ­να μανά­δων που οι ανά­σες έκαιγαν,
φτιά­χνο­ντας ξυλο­κάρ­βου­να, να ζεστα­θεί η φαμίλια
τους χει­μώ­νες της παγω­νιάς, του φόβου, του πολέμου.
Ακρι­βώς εκεί, οι γυναί­κες μπου­κιές σάρ­κας άφησαν,
κρυμ­μέ­νες μέσα στις παπα­ρού­νες, πει­να­σμέ­να κοπάδια
στρα­τιω­τών να ταϊ­ζουν την σεξουα­λι­κή τους αδηφαγία,
να χορ­ταί­νουν, με την ελπί­δα πως ίσως … γλυ­τώ­σουν, σωθούν,
οι κόρες τους, οι αδερ­φές τους, άλλες χαρο­κα­μέ­νες μάνες.
‑Όλης της γης οι Γυναί­κες να σωθούν! — ΟΛΕΣ!!!
‑ΙΣΩΣ ΓΛΥΤΩΣΟΥΝ… ΙΣΩΣ ΣΩΘΟΥΝ!!!

Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Έκλει­νες νοσταλ­γι­κά τα μάτια
στην βυσ­σι­νή — βελού­δι­νη πολυθρόνα,
ανέ­βαι­νες στον υπερσιβηρικό,
με το γού­νι­νο παλ­τό σου ανέμελα
ριγ­μέ­νο στην πλά­τη, το μινγκ καπέλο,
τη βαλί­τσα σου από γνή­σιο δέρμα
με κελα­ρυ­στό γέλιο που ακούγονταν
μέχρι το Λένιν­γκραν ή Αγία Πετρούπολη,
στο Στά­λιν­γκραντ ή Βόλγκογκραντ,
στη Μόσχα και στη κόκ­κι­νη πλατεία!
Έτσι ξεκι­νού­σες κάθε βρά­δυ το ίδιο
μακρύ ταξί­δι στην πατρί­δα σου!
Πότε με αση­μέ­νια κου­δου­νά­κια σε μια τρόϊκα,
πότε πάνω σε γερα­νών φτε­ρά στις στέπες
στα δάση με τις σημύ­δες, στο Κρεμλίνο,
στο Ερμι­τάζ και ανά­σαι­νες, ζού­σες στην Ρωσία!
Με δάκρυα την αυγή πριν ξημερώσει,
σκέ­πα­ζες το παλιό — σκα­λι­στό σαμοβάρι
με δαντέ­λα μπλέ και άσπρα ανθάκια,
άφη­νες πάνω του μισό φιλί πικρό
με ανα­στε­ναγ­μό βαθύ κι ένα χάδι,
έβρε­χες τα στή­θη σου με λίγο τσάϊ
ζεστή να κρα­τιέ­ται η καρ­διά σου, ν΄ αντέχει!
Μετά τη Νατά­σα ξεχνού­σες κι έφευγες,
γινό­σουν η Τασία, στη Κηφι­σιά υπηρέτρια,
μετα­νά­στρια, παρά­νο­μη, φτω­χή και ξένη!!!

ΘΕΑΤΗΣ Η ΑΝΘΡΩΠΙΑ

Ματω­μέ­νη του κόσμου η αρέ­να φως μου…
τις κρύ­ες κερ­κί­δες τις γεμί­σαν θεριά,
πλη­γω­μέ­νο σκυ­λί αλυ­χτά και γαυγίζει
θεα­τής μονα­χός, — η ανθρωπιά! -
Πυρω­μέ­να χει­ρο­βομ­βί­δας θραύσματα
δια­μέ­λι­σαν τις λέξεις, τις συλ­λα­βές μου
κι εσύ παρα­κα­λάς να φτιά­ξω στιχάκια
αγά­πης και ειρή­νης τρα­γού­δια να πεις!
Σημαία ελπί­δας στα μάτια σου φως μου,
βια­σμέ­νες γυναί­κες, παι­διά που πεινούν,
γλά­ροι λευ­κοί στην αγκά­λη σου φως μου
με σπα­σμέ­να φτε­ρά, να πετά­ξουν ποθούν!
‑Ματω­μέ­νη… ματω­μέ­νη η αρέ­να του κόσμου…
‑Ψυχή μου, αγά­πη μου, λατρε­μέ­νη μου, φως μου!
Μη ζητάς τρα­γου­δά­κια, στι­χά­κια να γράψω,
οι κρύ­ες κερ­κί­δες γεμί­σαν θεριά,
σαν σκυ­λί πλη­γω­μέ­νο αλυ­χτά και γαυγίζει
μονα­χός θεα­τής, — η Ανθρωπιά -!!!

_______________________________________________________

Η Ηλέκτρα Στρατωνίου γεννήθηκε στη Χαλκιδική, έζησε σε πολλά μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό. Είναι ζωγράφος, ζει Stratoniou34και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδόσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Ποιήματα» (1989, Γερμανία), «Στο ναρκοπέδιο του μυαλού» (2011, Αθήνα) και «Σςςς… ο Θεός κοιμάται» (2014, Αθήνα). Η Ηλέκτρα είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε. Ε. Λ.)
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο