Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων — Από την αρχαιότητα στο σήμερα

Η σχέ­ση του ανθρώ­που με τα ζώα είναι υπό­θε­ση ηθι­κής. Σε μια παγκό­σμια κοι­νό­τη­τα ελλό­γων, όπου ένστι­κτα και ορμέμ­φυ­τα έχουν τιθα­σευ­τεί, συναι­σθή­μα­τα έχουν προσ­διο­ρι­στεί και νοη­τι­κή καλ­λιέρ­γεια έφτα­σε να επι­τρέ­πει τη συζή­τη­ση για μετοί­κη­ση σε άλλο πλα­νή­τη, η ενδε­δειγ­μέ­νη σχέ­ση του ανθρώ­που με τα υπό­λοι­πα έμβια της Γης εξα­κο­λου­θεί να προσ­διο­ρί­ζε­ται ‑ακό­μη πιο επι­τα­κτι­κά- από έναν αδια­πραγ­μά­τευ­το αξια­κό κώδι­κα, που επι­βάλ­λει σεβα­σμό για όλα τα «φέρο­ντα ζωήν» όντα. Είναι αυτή ακρι­βώς η καλ­λιέρ­γεια του ανθρώ­που, ως όντος ευρι­σκό­με­νου στην κορυ­φή της ζωι­κής πυρα­μί­δας, που ταυ­το­ποιεί τη σχέ­ση του με το υπό­λοι­πο ζωι­κό βασί­λειο και απο­τε­λεί σήμε­ρα αδιά­ψευ­στο μάρ­τυ­ρα ηθι­κής και πολιτισμού. 

Η σημε­ρι­νή Παγκό­σμια Ημέ­ρα των Ζώων γιορ­τά­στη­κε για πρώ­τη φορά σε μία άσχε­τη μέρα του έτους 1931, κατά την οποία ήταν σε εξέ­λι­ξη ένα συνέ­δριο περι­βαλ­λο­ντι­στών στην Τοσκά­νη. Τότε καλού­σε κοι­νό και ειδι­κούς σε ευαι­σθη­το­ποί­η­ση για τα υπό εξα­φά­νι­ση ζώα. Αργό­τε­ρα, η μνεία συμπε­ριέ­λα­βε όλα τα είδη του ζωι­κού βασι­λεί­ου και καθιε­ρώ­θη­κε να γιορ­τά­ζε­ται την 4η Οκτω­βρί­ου, ημέ­ρα μνή­μης του προ­στά­τη των ζώων και του περι­βάλ­λο­ντος, Αγί­ου Φρα­γκί­σκου της Ασί­ζης.

   Η ΖΩΟΦΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ…

   Από κατα­βο­λής κόσμου τα ζώα φαί­νε­ται να κατέ­χουν σημα­ντι­κό ρόλο στη ζωή του ανθρώ­που. Παρέ­χουν τρο­φή, πρώ­τη ύλη για ένδυ­ση, χρη­σι­μεύ­ουν στην εργα­σία, τις μετα­φο­ρές, τη μάχη, είναι φύλα­κες και σύντρο­φοι, θυσιά­ζο­νται σε θεούς, προ­σφέ­ρο­νται ως δώρα… Ωστό­σο, σε αντί­θε­ση με τις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες, στην αρχαιό­τη­τα η σχέ­ση ανθρώ­που και ζώου δεν αντα­να­κλά ανθρω­πο­κε­ντρι­κή θεώ­ρη­ση του κόσμου. Εκτός από τον Αρι­στο­τέ­λη για τον οποίο τα ζώα δημιουρ­γή­θη­καν για να υπη­ρε­τούν τον άνθρω­πο και στον οποίο πιστώ­νε­ται η πρώ­τη συστη­μα­τι­κή μελέ­τη του ζωι­κού βασι­λεί­ου (τα φυσιο­γνω­στι­κά έργα του υπό τον γενι­κό τίτλο «Βιο­λο­γι­κά» απο­τε­λούν τις πρώ­τες ζώσες ακρι­βείς μαρ­τυ­ρί­ες περί τη φύση και τα ζώα. Πρό­κει­ται για περισ­σό­τε­ρες από 20 μελέ­τες στις οποί­ες ο φυσιο­δί­φης φιλό­σο­φος θέτει ως κεντρι­κό της θέμα την ανα­το­μία ειδών της πανί­δας), πραγ­μα­τεί­ες άλλων φιλο­σό­φων και ιστο­ρι­κών ανα­δει­κνύ­ουν τα ζώα σε ισό­τι­μες οντό­τη­τες με νοη­μο­σύ­νη και σοφία. Πράγ­μα­τι, τα πατή­μα­τα των μακρι­νών προ­γό­νων που κλη­ρο­δο­τή­θη­καν στην ανθρω­πό­τη­τα (αγγειο­γρα­φί­ες, έργα φιλο­σό­φων, ανα­σκα­φι­κά ευρή­μα­τα κ.α.) φανε­ρώ­νουν την ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση τους με τα ζώα. Η πρώ­τη ζώσα μαρ­τυ­ρία για τον ιδιαί­τε­ρο δεσμό ανθρώ­που με ζώο δίδε­ται από τον Όμη­ρο (12ος αι.-8ος αι. πΧ) στην Οδύσ­σειά του. Είναι η σχέ­ση του Οδυσ­σέα με τον σκύ­λο του, ‘Αργο. Κατά τον επι­κό ποι­η­τή, το αγα­πη­μέ­νο ζώο του ήρωα, περί­με­νε 20 χρό­νια την επι­στρο­φή του κύρη του για να πεθά­νει στα χέρια του. Στα έπη του ο Όμη­ρος κάνει ανα­φο­ρά και σε άλλα είδη της τοπι­κής πανί­δας, αλλά ιδιαί­τε­ρα στον λέο­ντα, ζώο που συν­δέ­ει με τη δύνα­μη, την τόλ­μη, το κύρος, την αίγλη. Μάλι­στα, τόσο από τα δικά του έργα και από συνε­χείς ανα­φο­ρές άλλων αρχαί­ων συγ­γρα­φέ­ων (Ηρό­δο­τος, Ξενο­φών, Αρι­στο­τέ­λης κ.α.), όσο και από μνη­μεία και γλυ­πτές ανα­πα­ρα­στά­σεις (λέο­ντες της Δήλου, Πύλη των Λεό­ντων Μυκή­νες, ο λέων της Χαι­ρώ­νειας κ.α.), οι επι­στή­μο­νες οδη­γή­θη­καν στο συμπέ­ρα­σμα ότι το συγκε­κρι­μέ­νο είδος ενδη­μού­σε κάπο­τε εν αφθο­νία στην Ελλά­δα. Αλλά η αρχε­τυ­πι­κή στρε­βλή αντί­λη­ψη του ανθρώ­που να αντα­γω­νί­ζε­ται παν φυσι­κό δημιούρ­γη­μα, ωσάν να μη του αρκεί η λογι­κή ως απο­κλει­στι­κό προ­νό­μιο, οδή­γη­σε συχνά σε απο­ψί­λω­ση του ζωι­κού πλού­του του πλα­νή­τη. Η ανά­γκη του να κυνη­γά πολ­λές φορές για… επι­βε­βαί­ω­ση της ισχύ­ος του επί των υπο­λοί­πων εμβί­ων όντων, οδή­γη­σε προ­φα­νώς στην εξα­φά­νι­ση και του λέο­ντα από τον ελλη­νι­κό χάρτη.

   Ως πρώ­τη εξη­μέ­ρω­ση ζώου από τον άνθρω­πο κατα­γρά­φε­ται αυτή του κυνός, του σκύ­λου. Ο μύθος λέει πως τον σκύ­λο εξη­μέ­ρω­σε ο θεός Απόλ­λων και τον χάρι­σε στην αδελ­φή του, θεά ‘Αρτε­μη, για να τη συνο­δεύ­ει στο κυνή­γι. ‘Αλλος μύθος ανα­φέ­ρει ότι ο σκύ­λος προ­έ­κυ­ψε από το Κέρ­βε­ρο (τον φύλα­κα του ‘Αδη). Σημα­σία έχει ότι τη συν­δρο­μή του κυνός «επι­στρά­τευ­σε» ο άνθρω­πος για τη συλ­λο­γή βρώ­σι­μου υλι­κού, εξ ου και η ετυ­μο­λο­γία των λέξε­ων «κυνα­γός-κυνη­γός / κυνή­γι» (ο οδη­γός του σκύ­λου / το απο­τέ­λε­σμα της συνερ­γα­σί­ας οδη­γού και κυνός). Στην αρχαιό­τη­τα, μάλι­στα, κατά μία εκδο­χή, ο κύων έδω­σε το όνο­μά του σε ένα φιλο­σο­φι­κό κίνη­μα. Οι «κυνι­κοί» (4ος αι. πΧ), με κυριό­τε­ρο εκπρό­σω­πο τον Διο­γέ­νη τον Λαέρ­τιο, περιε­φέ­ρο­ντο ανυ­πό­δη­τοι σε δημό­σιους χώρους και έτρω­γαν έξω σαν κύνες, θέλο­ντας με αυτόν τον τρό­πο ζωής να εκφρά­σουν την αντί­θε­σή τους στην «καλή εικό­να του αρχαί­ου κόσμου, που υπη­ρε­τού­σαν με τον στο­χα­σμό και τον “επι­τη­δευ­μέ­νο” βίο τους οι μεγά­λοι φιλό­σο­φοι της επο­χής». «Ο σκύ­λος εντο­πί­ζει και δαγκώ­νει τους εχθρούς, εγώ δαγκώ­νω τους φίλους. Για να τους συνε­τί­σω» συνή­θι­ζε να λέει ο Διο­γέ­νης, που κυκλο­φο­ρού­σε συμ­βο­λι­κά με έναν φανό ανα­ζη­τώ­ντας τον «ποιο­τι­κό» άνθρω­πο, ακο­λου­θεί­το από τον αγα­πη­μέ­νο του σκύ­λο και ζού­σε σε ένα πιθάρι.

   Ως μέγας ζωό­φι­λος και παθια­σμέ­νος χορ­το­φά­γος παρου­σιά­ζε­ται ο Πυθα­γό­ρας από τους μαθη­τές του. «Όλα τα έμψυ­χα πλά­σμα­τα πρέ­πει να θεω­ρού­νται ομοει­δή» συνή­θι­ζε να λέει ο μέγας δάσκα­λος και απέ­τρε­πε από την κατα­νά­λω­ση κρέ­α­τος, δηλώ­νο­ντας πως «δεν είναι δίκαιο να χρη­σι­μο­ποιού­νται τα ζώα στη δια­τρο­φή των ανθρώ­πων». Του απο­δί­δε­ται, δε, η πεποί­θη­ση της μετεμ­ψύ­χω­σης ανθρώ­πων σε ζώα, καθώς ‑όπως ανα­φέ­ρει ο Πορ­φύ­ριος- κάπο­τε ο Πυθα­γό­ρας, βλέ­πο­ντας κάποιον να κακο­ποιεί έναν σκύ­λο στον δρό­μο, τον πλη­σί­α­σε και του είπε: «Μη χτυ­πάς το ζώο. Είναι η ψυχή ενός φίλου μου και τον ανα­γνώ­ρι­σα ακού­γο­ντας το κλά­μα του»… Μία άλλη μαρ­τυ­ρία κατα­γρά­φει από την πλευ­ρά του ο Πλού­ταρ­χος. Ανα­φέ­ρει πως κάπο­τε ο Πυθα­γό­ρας αγό­ρα­σε όλη την ψαριά ενός ψαρά και την έρι­ξε στη θάλασ­σα, σαν τα ψάρια να ήταν αιχ­μά­λω­τοι δικοί του άνθρω­ποι και πλή­ρω­σε λύτρα για να τους απελευθερώσει.

   Από την αρχαία ελλη­νι­κή γραμ­μα­τεία προ­κύ­πτει πως από την επο­χή του Ομή­ρου και προ­ϊ­ό­ντων των χρό­νων ο σκύ­λος μπή­κε βαθιά στη ζωή των μακρι­νών προ­γό­νων και απο­τέ­λε­σε έμπνευ­ση όχι μόνο για την παρα­γω­γή πλή­θους διδα­κτι­κών μύθων, αλλά και θεα­τρι­κών δρώ­με­νων. Δρα­μα­τι­κοί και Αρι­στο­φά­νης εντάσ­σουν στις ιστο­ρί­ες τους σκύ­λους ή και ανθρώ­πους μετα­μορ­φω­μέ­νους σε σκύ­λους. Αλλά και οι αστρο­λό­γοι της αρχαιό­τη­τας δεν παρέ­λει­ψαν να μνη­μο­νεύ­σουν στον ουρα­νό το αγα­πη­μέ­νο ζώο συντρο­φιάς. Ο αστε­ρι­σμός του Μεγά­λου Κυνός (περι­λαμ­βά­νει τον Σεί­ριο) είναι ο λαμπρό­τε­ρος και πλη­σιέ­στε­ρος στη Γη. Οι παρα­τη­ρη­τές της αρχαιό­τη­τας πρό­σε­ξαν πως αμέ­σως μετά την ανα­το­λή του λαμπε­ρού αστέ­ρα Σεί­ριου και σε σύνο­δο με τον Ήλιο, ξεκι­νού­σε ο καλο­και­ρι­νός καύ­σω­νας. Εκεί­νες τις καυ­τές μέρες τις ονό­μα­ζαν κυνι­κά καύ­μα­τα, επει­δή μόνον οι σκύ­λοι κυκλο­φο­ρού­σαν έξω με τέτοια ζέστη. Έτσι ο Σεί­ριος ταυ­τί­στη­κε με τους σκύ­λους (κύνες) και εντά­χθη­κε στον Αστε­ρι­σμό του Μεγά­λου Κυνός.

Νωρί­τε­ρα, σαφείς ανα­φο­ρές για την ουσια­στι­κή συμ­βο­λή των ζώων στην ανθρώ­πι­νη δρα­στη­ριό­τη­τα, γίνο­νται από τους προ­σω­κρα­τι­κούς φιλο­σό­φους (6ος αι. — 5ος αι.). Ο Θαλής ο Μιλή­σιος μακα­ρί­ζει την τύχη του, όπως λέει, για τρία πράγ­μα­τα: «Πρώ­τον διό­τι γεν­νή­θη­κα άνθρω­πος και όχι ζώο, δεύ­τε­ρον διό­τι γεν­νή­θη­κα άνδρας και όχι γυναί­κα και τρί­τον διό­τι γεν­νή­θη­κα Έλλη­νας και όχι βάρ­βα­ρος». Με αυτόν τον τρό­πο ασκεί τη σκλη­ρή κρι­τι­κή του στους ανθρώ­πους που κακο­ποιούν τα ζώα, στους άνδρες που δεν τιμούν τις γυναί­κες και στους Έλλη­νες, που δεν σέβο­νται τους μη Έλληνες…

Πάντως, ο Αρι­στο­τέ­λης φαί­νε­ται πως κλη­ρο­δό­τη­σε το ενδια­φέ­ρον του για τα ζώα στον μαθη­τή του, Μεγά­λο Αλέ­ξαν­δρο. Όσο εκεί­νος ζού­σε στην Πέλ­λα, είχε μια αγα­πη­μέ­νη σκυ­λί­τσα, που τον ακο­λου­θού­σε παντού. Αργό­τε­ρα, στην Περ­σία, κατά τη διάρ­κεια της εκστρα­τεί­ας του κατά του Δαρεί­ου, αντί αδράς αμοι­βής απέ­κτη­σε έναν αρσε­νι­κό σκύ­λο, τον οποίο βάφτι­σε Περί­τα. Αλλά με τον Μακε­δό­να στρα­τη­λά­τη συν­δυά­στη­κε κι ένα άλλο ζώο. Ο Βου­κε­φά­λας. Το άλο­γο που τον συνό­δευ­σε για 20 χρό­νια στις εκστρα­τεί­ες του και που όταν εκεί­νο πέθα­νε από φυσι­κά αίτια, ο αφέ­ντης του το θρή­νη­σε γοε­ρά. Ο Αλέ­ξαν­δρος τίμη­σε και τα δύο αυτά αγα­πη­μέ­να ζώα του, δίνο­ντας τα ονό­μα­τά τους σε αντί­στοι­χες πόλεις της Ασίας.

   Οι μακρι­νοί πρό­γο­νοι, πάντως, καλ­λιέρ­γη­σαν τόσο πολύ τη σχέ­ση τους με τα ζώα συντρο­φιάς, κυρί­ως τους σκύ­λους, που ενί­ο­τε έπλε­αν μαζί στα νερά του Αχέ­ρο­ντα… Οι σοφι­στές του 2ου αι. μΧ. Κλαύ­διος Αιλια­νός στο έργο του «Περί ζώων ιδιό­τη­τος» και Ιού­λιος Πολυ­δεύ­κης στο «Ονο­μα­στι­κόν» του, ανα­φέ­ρουν παρα­δείγ­μα­τα για ταφές σκύ­λων ή για σκύ­λους που ακο­λού­θη­σαν τα αφε­ντι­κά τους στον θάνα­το, αρνού­με­νοι τον απο­χω­ρι­σμό. Μια τέτοια περί­πτω­ση ήταν αυτή του Εύπο­λη, ο οποί­ος ‑κατά τη μαρ­τυ­ρία του Αιλια­νού- όταν άφη­σε την τελευ­ταία του πνοή και τάφη­κε στην Αίγι­να, επά­νω στο μνή­μα του εξέ­πνευ­σε και ο πιστός του σκύ­λος. Η θέση ονο­μά­στη­κε Κυνός Σήμα.

Ένα συγκι­νη­τι­κό εύρη­μα ήρθε πριν δέκα και πλέ­ον χρό­νια, να επι­κυ­ρώ­σει την ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση των αρχαί­ων προ­γό­νων με τα ζώα. Απο­κα­λύ­φθη­κε σε ανα­σκα­φή στη νεκρό­πο­λη της Ορθής Πέτρας στην Ελεύ­θερ­να της Κρή­της, από τον καθη­γη­τή Νίκο Στα­μπο­λί­δη. Το σημείο «φιλο­ξε­νεί» οστά αρι­στο­κρα­τών πολε­μι­στών, που χρο­νο­λο­γού­νται από το 900 έως το 680 πΧ. Όπως δήλω­σε τότε ο επι­κε­φα­λής της ανα­σκα­φής, σε αυτό το κομ­μά­τι γης εντο­πί­σθη­κε ένα πιθά­ρι ανά­με­σα σε τεφρο­δό­χους και χάλ­κι­νες φιά­λες. Το στό­μιο του πιθα­ριού ήταν στραμ­μέ­νο προς τον βορ­ρά και ακου­μπού­σε σε μια μεγά­λη όρθια πέτρα. Όταν ανοί­χτη­κε ο πίθος δια­πι­στώ­θη­κε ότι περιεί­χε έναν σκε­λε­τό σε συνε­σταλ­μέ­νη στά­ση. Πιθα­νό­τα­τα ανή­κε σε 15χρονο αγό­ρι. Όταν όμως οι αρχαιο­λό­γοι επι­χεί­ρη­σαν να δια­μορ­φώ­σουν τον περι­βάλ­λο­ντα χώρο, αφαι­ρώ­ντας τα χώμα­τα, στο ίδιο βάθος με τον πάτο του πιθα­ριού βρή­καν ακέ­ραιο σκε­λε­τό σκύ­λου. Ήταν ένας κύων κρη­τι­κός ιχνη­λά­της και εικά­ζε­ται ότι πέθα­νε από τη λύπη του για τον θάνα­το του αγο­ριού. Μια άλλη ταφή με σκε­λε­τούς σκύ­λων είχε έρθει στο φως πριν χρό­νια στο Καβού­σι της ανα­το­λι­κής Κρήτης.

   Το άλο­γο του Μεγα­λέ­ξαν­δρου, πάντως, δεν ήταν το μόνο που έτυ­χε τιμών. Οι ταφές των αλό­γων έπο­νταν σε συχνό­τη­τα εκεί­νων των σκύ­λων, αλλά ήταν συνή­θεις κυρί­ως στην Ασία. Οστά ίππων απο­κα­λύ­φθη­καν σε αρκε­τές ανα­σκα­φές βασι­λι­κών τάφων και όχι αδί­κως. Οι δεσμοί των γαλα­ζο­αί­μα­των με τα άλο­γά τους φανέ­ρω­ναν όχι μόνο δυνα­τή φιλία, αλλά και ισχύ. Η ταφή των αλό­γων φαί­νε­ται πως ήταν οικεία υπό­θε­ση και στην Ελλά­δα των μυκη­ναϊ­κών χρό­νων, με χαρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα τον θολω­τό τάφο στον Αρνό Μαρα­θώ­να, στην είσο­δο του οποί­ου βρέ­θη­καν θαμ­μέ­να αντι­κρι­στά δύο άλο­γα, πιθα­νό­τα­τα του άρμα­τος του εκλι­πό­ντος ηγεμόνα.

   Κύνες, άλο­γα, αλλά και πίθη­κοι και αίγα­γροι και κου­νέ­λια και χοί­ροι (που συν­δέ­ο­νταν με την καλο­τυ­χία — εξ ου και η μορ­φή του κλα­σι­κού κου­μπα­ρά) που­λιά, ήταν για τους αρχαί­ους Έλλη­νες οικό­σι­τα είδη του ζωι­κού βασι­λεί­ου, που απο­τυ­πώ­νο­νταν σε τοι­χο­γρα­φί­ες, σε αγγεία, σε γλυ­πτά ολό­γλυ­φα (αγάλ­μα­τα), ανά­γλυ­φα (σκα­λι­σμέ­να επά­νω σε επι­φά­νεια), έκτυ­πα ανά­γλυ­φα (εξέ­χο­ντα της επι­φά­νειας) ή εσώ­γλυ­φα (εισχω­ρού­ντα της επι­φά­νειας). Ήταν φίλοι, μέλη των οικο­γε­νειών, που τους άξι­ζε να μνη­μο­νεύ­ο­νται. Αλλά ήταν και σύμ­βο­λα, ειδι­κά όταν συνό­δευαν φιγού­ρες θεών. Ο Πορ­φύ­ριος στο έργο του «Περί Αγαλ­μά­των» περι­γρά­φει και ερμη­νεύ­ει την παρά­στα­ση ζώων πλάι σε θεούς τόσο της αρχαί­ας Ελλά­δας όσο και της Αιγύ­πτου. Ως ζώο «πνευ­μα­τι­κό που απο­βάλ­λει την ασθέ­νεια του σώμα­τος» παρου­σιά­ζει τον όφι, τον τυλιγ­μέ­νο στη ράβδο του Ασκλη­πιού. Κατά το κεί­με­νο του Πορ­φυ­ρί­ου, με κέρα­τα, σύμ­βο­λα του ήλιου και της σελή­νης απο­τύ­πω­σαν οι αρχαί­οι Έλλη­νες τον Πάνα (θεό του παντός) και τη νεβρί­δα (νεα­ρό ελά­φι) στα πόδια του να απο­δί­δει τον αστε­ρό­ε­ντα ουρα­νό ή αλλιώς την ποι­κι­λο­μορ­φία του παντός. Τον Ήλιο απει­κο­νί­ζουν ενί­ο­τε με άνθρω­πο επι­βαί­νο­ντα σε πλοίο, τοπο­θε­τη­μέ­νο επά­νω στη ράχη κρο­κό­δει­λου. Το πλοίο δηλώ­νει την κίνη­ση μέσα στο υγρό στοι­χείο, το δε ζώο το ποτά­μιο νερό μέσα στο οποίο ο ήλιος εκτε­λεί κίνη­ση σε αέρα υγρό και γλυ­κύ. Τον περί­φη­μο ‘Απι, μαύ­ρο δυνα­τό ταύ­ρο, αφιέ­ρω­σαν στη Σελή­νη οι Αιγύ­πτιοι, «επει­δή φέρει σημεία και της σελή­νης αλλά και του ήλιου, αφού και της σελή­νης το φως από τον ήλιο προ­έρ­χε­ται. Σύμ­βο­λα του ήλιου είναι και το μελα­νό του σώμα­τος και ο σκα­ρα­βαί­ος που βρί­σκε­ται κάτω από τη γλώσ­σα του ζώου» γρά­φει ο Πορφύριος.

Για τους Αιγύ­πτιους, ωστό­σο, το ιερό ζώο ήταν η γάτα η εξη­μέ­ρω­ση της οποί­ας τοπο­θε­τεί­ται περί τις πέντε χιλιε­τί­ες πίσω, κάπου στην ανα­το­λι­κή Αφρι­κή. Η γάτα ήταν η θεά του σπι­τιού, απο­λάμ­βα­νε όλα όσα απο­λάμ­βα­ναν και τα υπό­λοι­πα μέλη της οικο­γέ­νειας και κατα­λάμ­βα­νε και εκεί­νη τη δική της περί­ο­πτη θέση στην απο­τύ­πω­ση καθη­με­ρι­νών σκη­νών μιας εστί­ας επά­νω σε αγγεία ή ταφι­κά μνη­μεία. Ως επι­κρα­τέ­στε­ρη αιτία της ανά­δει­ξης της γάτας σε ιερό ζώο στον αιγυ­πτια­κό πολι­τι­σμό θεω­ρεί­ται το ότι σε δύσκο­λες περιό­δους παν­δη­μιών, το συγκε­κρι­μέ­νο ζώο περιό­ρι­ζε τη μετά­δο­ση των νόσων εξα­φα­νί­ζο­ντας τα τρωκτικά.

   Σημα­ντι­κή θέση έχει η γάτα και στην παρά­δο­ση και τη ζωή των Ασια­τών. Ένας κινέ­ζι­κος μύθος φέρει τις γάτες να ορί­σθη­καν κάπο­τε από τους θεούς ως επι­στά­τες του κόσμου. Θα τις προί­κι­ζαν μάλι­στα και με ομι­λία, αλλά εκεί­νες επει­δή προ­τι­μού­σαν να κοι­μού­νται και να παί­ζουν αρνή­θη­καν τον ρόλο και η ομι­λία παρα­χω­ρή­θη­κε στους ανθρώ­πους! Στην ιαπω­νι­κή παρά­δο­ση, πάντως, η γάτα εκπρο­σω­πεί το έλε­ος και την καλο­τυ­χία, αφού κάπο­τε έσω­σε τη ζωή ενός αυτοκράτορα.

Αλλά Αιγύ­πτιοι και Ασιά­τες δεν είναι οι μόνοι που δια­τη­ρούν ιδιαί­τε­ρους δεσμούς με τη γάτα. Παρό­τι για το Ισλάμ δεν υπήρ­ξε… θεσμο­θέ­τη­ση ιερό­τη­τος του ζώου, η γάτα στις μου­σουλ­μα­νι­κές χώρες φαί­νε­ται πως τυγ­χά­νει ιδιαί­τε­ρης φρο­ντί­δας, καθώς μαρ­τυ­ρί­ες ανα­φέ­ρουν ότι ο Προ­φή­της Μωά­μεθ είχε μια αγα­πη­μέ­νη γάτα, τη Μου­έ­ζα, και ήταν τόσο γατό­φι­λος, που συχνά επα­να­λάμ­βα­νε ότι θα προ­τι­μού­σε να μεί­νει χωρίς τον μαν­δύα του, παρά να ενο­χλή­σει μια γάτα, που κοι­μά­ται επά­νω του.

   Η ψυχο­σύν­θε­σή της παρο­μοιά­ζε­ται με εκεί­νη του ανθρώ­που γι αυτό η συνύ­παρ­ξη με γάτα αξιο­λο­γεί­ται ως μάθη­μα ζωής. Πρό­κει­ται για ζώο με ισχυ­ρή πνευ­μα­τι­κή ευε­λι­ξία και εντυ­πω­σια­κή συναι­σθη­μα­τι­κή νοη­μο­σύ­νη. Φαί­νε­ται, δε, πως έχει ευερ­γε­τι­κές ιδιό­τη­τες για την υγεία του ανθρώ­που. Επι­στή­μο­νες της Μινε­σό­τα απέ­δει­ξαν ότι η ύπαρ­ξη γάτας σε ένα σπί­τι ευνο­εί την καρ­διά των ενοί­κων του. Ανα­κά­λυ­ψαν ότι για τους ανθρώ­πους που συνυ­πάρ­χουν με γάτα, ο κίν­δυ­νος καρ­δια­κής προ­σβο­λής είναι μειω­μέ­νος κατά 40%. ‘Αλλη έρευ­να απέ­δει­ξε ότι η συχνό­τη­τα στην οποία εκπέ­μπουν οι γάτες με το ρου­κού­νι­σμά τους βοη­θά στην απο­κα­τά­στα­ση μυών και οστών και γενι­κά στην ψυχι­κή ισορ­ρο­πία του ανθρώ­που. Είναι ο λόγος για τον οποίο για­τροί συνι­στούν τη συντρο­φιά γάτας σε υπε­ρή­λι­κες. Είναι προ­φα­νώς ο λόγος για τον οποίο στο υπο­συ­νεί­δη­το όλων μας είναι εντυ­πω­μέ­νη η εικό­να της για­γιάς με την κου­λου­ρια­σμέ­νη γάτα στην αγκα­λιά της…

   «Ο χρό­νος που περ­νά­ει κανείς με τις γάτες δεν πάει χαμέ­νος» συνή­θι­ζε να λέει ο Φρόυντ.

   «ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΨΙΑ» ΚΑΙ «ΤΑΥΡΟΜΑΧΙΕΣ» — ΕΝΑΣ ΠΟΤΑΜΟΣ ΑΙΜΑΤΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΤΟΥΣ

Σε μια στρε­βλή ανα­φο­ρά στο παρελ­θόν, το «άθλη­μα» σύμ­βο­λο της Ισπα­νί­ας, οι ταυ­ρο­μα­χί­ες, αξιο­λο­γεί­ται από πολ­λούς ως συνέ­χεια των αρχαί­ων ταυ­ρο­κα­θα­ψί­ων. Αλλά τα ταυ­ρο­κα­θά­ψια (ταύ­ρος + καθά­πτω — θέτω εαυ­τόν διά χει­ρών επά­νω στον ταύ­ρο) ήταν άθλη­μα ιερό, αφιε­ρω­μέ­νο στη μητέ­ρα Γη και δεν στό­χευε στη θανά­τω­ση του ταύ­ρου. Για την ακρί­βεια, ήταν ένα περί­πλο­κο ακρο­βα­τι­κό αγώ­νι­σμα, στο οποίο συμ­με­τεί­χαν αγό­ρια και κορί­τσια, εκτε­λώ­ντας θεα­μα­τι­κά άλμα­τα (κυβι­στή­μα­τα) στη ράχη ταύ­ρων που έτρε­χαν (πιά­σι­μο από τα κέρα­τα του ταύ­ρου, διπλή τού­μπα πάνω από το σώμα του και πήδη­μα από την άλλη πλευ­ρά). Τέτοιοι αγώ­νες οργα­νώ­νο­νταν στη Θεσ­σα­λία, την Κρή­τη, την Τίρυν­θα, το ‘Αργος και αλλού.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το ιερό αγώ­νι­σμα των ταυ­ρο­κα­θα­ψί­ων έχει ταξι­δέ­ψει χωρίς παραλ­λα­γή στο σήμε­ρα και ασφα­λώς, δεν ταυ­τί­ζε­ται με τις ταυ­ρο­μα­χί­ες. Οι σημε­ρι­νοί ταυ­ρο­κα­θά­πτες ονο­μά­ζο­νται recortadores και εκτε­λούν ακρι­βώς ό,τι εκτε­λού­σαν οι μακρι­νοί πρό­γο­νοι. Επι­κίν­δυ­να άλμα­τα πάνω από ταύ­ρο, σε μια επί­δει­ξη δεξιό­τη­τας και ανα­μέ­τρη­σης με τη φύση. Αντί­στοι­χες επι­δεί­ξεις οργα­νώ­νο­νται και στη νότια Γαλλία.

   ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ «ΕΡΑΣΤΕΣ» ΤΩΝ ΖΩΩΝ

 Ο Τολ­στόι, ο Σω, ο Ζολά, ο Ουγκώ, ο Κάφ­κα, ο Φρανς, ο Του­έ­ην, ο Σβάι­τσερ, ο σύγ­χρο­νος Κού­ντε­ρα, αλλά και ο Δαρ­βί­νος και ο Αϊν­στάιν και ο Έντι­σον και πλή­θος άλλων προ­σω­πι­κο­τή­των της επι­στή­μης, του πνεύ­μα­τος και της τέχνης, φυσιο­λά­τρες, φανα­τι­κοί ζωό­φι­λοι έως παθια­σμέ­νοι αρνη­τές της κατα­νά­λω­σης κρέ­α­τος, στο τελεί­ω­μα του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου δια­τύ­πω­σαν ο καθείς με το έργο και τον τρό­πο του την πεποί­θη­ση περί ηθι­κής σύν­δε­σης ανθρώ­που και ζώου, υπε­ρα­μυ­νό­με­νοι του δικαιώ­μα­τος στη ζωή κάθε έμβιου όντος.

   Την προ­στα­σία των ζώων από την κακο­ποί­η­ση, ανέ­δει­ξε ο Εμίλ Ζολά ως «το μεγα­λύ­τε­ρο καθή­κον του ανθρώ­που». «Ένας άνθρω­πος μπο­ρεί να ζήσει και να είναι υγι­ής χωρίς να σκο­τώ­νει ζώα για τρο­φή. Επο­μέ­νως, αν τρώ­ει κρέ­ας, συμ­με­τέ­χει στην αφαί­ρε­ση της ζωής ενός ζώου μερι­κώς για χάρη της όρε­ξής του. Η πρά­ξη αυτή είναι ανή­θι­κη» έγρα­ψε ο Τολ­στόι. «Το γεγο­νός πως ο άνθρω­πος γνω­ρί­ζει το καλό και το κακό, απο­δει­κνύ­ει την ανω­τε­ρό­τη­τα της σκέ­ψης του σε σχέ­ση με τα ζώα. Το ότι παρ’ όλα αυτά, κάνει το κακό, απο­δει­κνύ­ει την ηθι­κή κατω­τε­ρό­τη­τά του σε σχέ­ση με τα ζώα» δια­τύ­πω­σε ο Μαρκ Του­έ­ην. «Κάποιος άνθρω­πος είναι ηθι­κός μόνο όταν πιστεύ­ει πως η ζωή των φυτών και των ζώων είναι τόσο ιερή όσο και εκεί­νη των άλλων ανθρώ­πων» και «το μεγά­λο σφάλ­μα κάθε ηθι­κού συστή­μα­τος μέχρι τώρα είναι πως όλα θεω­ρούν ότι έχουν να κάνουν μόνο με τις σχέ­σεις ανθρώ­που προς άνθρω­πο» κατέ­θε­σε ο Αλβέρ­τος Σβάι­τσερ. Αρε­τή δηλω­τι­κή μιας ευγε­νούς ανθρώ­πι­νης ψυχής, χαρα­κτή­ρι­σε ο Κάρο­λος Δαρ­βί­νος τη συμπό­νια του ανθρώ­που για τα ζώα. Είπε: «Η συμπά­θεια που επε­κτεί­νε­ται πέρα απ’ τα όρια της ανθρω­πό­τη­τας, η συμπό­νια δηλα­δή για τα ζώα, φαί­νε­ται ν’ απο­τε­λεί μία από τις τελευ­ταί­ες ηθι­κές κατα­κτή­σεις. Η αρε­τή τού­τη, μια απ’ τις ευγε­νι­κό­τε­ρες αρε­τές του ανθρώ­που, μοιά­ζει να προ­έρ­χε­ται απ’ το ότι οι συμπά­θειές μας, λεπτό­τε­ρες και τρυ­φε­ρό­τε­ρες όσο επε­κτεί­νο­νται περισ­σό­τε­ρο, κατα­λή­γουν ν’ αγκα­λιά­ζουν όλα τα έμψυ­χα όντα». «Η μη βία οδη­γεί στην υψη­λό­τε­ρη ηθι­κή που είναι ο σκο­πός ολό­κλη­ρης της εξέ­λι­ξης. Μέχρι να στα­μα­τή­σου­με να βλά­πτου­με τα υπό­λοι­πα πλά­σμα­τα, είμα­στε όλοι άγριοι» έγρα­ψε ο Τόμας Έντι­σον και «τώρα μπο­ρώ να σας κοι­τά­ζω ήρε­μος. Δεν σας τρώω πια…» εξο­μο­λο­γή­θη­κε σε έναν φαντα­στι­κό του διά­λο­γο με τα ζώα ο Φρανς Κάφ­κα, όταν έβγα­λε από τη δια­τρο­φή του το κρέ­ας. «Τα ζώα είναι φίλοι μου. Και δεν τρώω τους φίλους μου» σχο­λί­α­σε ο Μπέρ­ναρ Σω.

   Η αγά­πη ανά­με­σα στο ζώο και τον άνθρω­πο είναι ανώ­τε­ρη από εκεί­νη μετα­ξύ των ανθρώ­πων, δια­τυ­πώ­νει ο Μίλαν Κού­ντε­ρα στο βαθιά ζωο­φι­λι­κό έργο του «Η αβά­στα­χτη ελα­φρό­τη­τα του είναι». Γρά­φει: «Η αγά­πη του άνδρα και της γυναί­κας είναι εξ αρχής ενός είδους κατώ­τε­ρου από αυτό που μπο­ρεί να είναι η αγά­πη ανά­με­σα στον άνθρω­πο και τον σκύ­λο, αυτή η παρα­δο­ξό­τη­τα της ιστο­ρί­ας που ίσως ο πλά­στης να μην την είχε προ­βλέ­ψει». Κατά τον συγ­γρα­φέα, αυτή η τελευ­ταία αγά­πη είναι άδο­λη, εκού­σια, καθα­ρή, ειδυλ­λια­κή (με ευθεία ανα­φο­ρά της λέξης στον παρά­δει­σο)… «κανέ­να ανθρώ­πι­νο πλά­σμα δεν μπο­ρεί να κάνει σε ένα άλλο τη δωρεά του ειδυλ­λί­ου. Μόνο το ζώο μπο­ρεί, επει­δή δεν το έδιω­ξαν από τον Παρά­δει­σο» σημειώνει.

Υπέρ­μα­χοι των ζώων από τη φύση του βίου και της διδα­σκα­λί­ας τους, οι εκφρα­στές μικρών και μεγά­λων θρη­σκευ­τι­κών κινη­μά­των, ανέ­δει­ξαν τον σεβα­σμό στο «ζην» με εντο­λές «ου φονεύ­σεις», τις οποί­ες ο άνθρω­πος μετέ­φρα­σε κατά το δοκούν…

   «Προ­σφέ­ρα­τε σε θυσία τόσα πρό­βα­τα και βοοει­δή! Μα, δεν μου δίνει ευχα­ρί­στη­ση το αίμα των δαμα­λιών, των προ­βά­των και των κατσι­κιών. Όταν εσείς σηκώ­νε­τε τα χέρια, εγώ παίρ­νω τα μάτια μου από πάνω σας και όταν προ­σεύ­χε­στε δεν σας ακούω. Για­τί τα χέρια σας είναι γεμά­τα αίμα­τα» ανα­φέ­ρει ο Ιησούς στο κατά Ησα­ΐα και παρα­κά­τω: «Όποιος σκο­τώ­σει μια αγε­λά­δα, αμαρ­τά­νει σα να έχει σκο­τώ­σει έναν άνθρω­πο».

Για τη συμπε­ρι­φο­ρά του ανθρώ­που ένα­ντι των ζώων, ως ενδει­κτι­κής της ποιό­τη­τάς του, μίλη­σε ο Δαλάι Λάμα: «Αν δεν αγα­πάς τον εαυ­τό σου, δεν μπο­ρείς να αγα­πή­σεις τους άλλους. Αν δεν έχεις συμπό­νια για τον εαυ­τό σου δεν μπο­ρείς να δεί­ξεις συμπό­νια σε άλλα πλάσματα».

   «Είμα­στε όλοι πλά­σμα­τα του Θεού. Οποιο­δή­πο­τε σώμα κι αν έχου­με, οποιο­δή­πο­τε ένδυ­μα κι αν φορά­με. Ο Θεός είναι ο πατέ­ρας μας. Αν κάποιος πατέ­ρας ερω­τη­θεί από ένα παι­δί του “ο αδελ­φός μου δεν είναι πολύ έξυ­πνος. Να τον σκο­τώ­σω;”, νομί­ζε­τε πως θα απα­ντή­σει κατα­φα­τι­κά; Όχι, βέβαια. Για­τί, λοι­πόν, ο Θεός να εγκρί­νει να φονεύ­ου­με ζώα, που είναι και αυτά παι­διά του;» δια­κή­ρυ­ξε ο δάσκα­λος Κρίσ­να, Πραμπουπάντα.

   «Ο πολι­τι­σμός ενός έθνους δια­κρί­νε­ται από τον τρό­πο, με τον οποίο οι άνθρω­ποί του συμπε­ρι­φέ­ρο­νται στα ζώα… Ο καλός άνθρω­πος είναι φίλος όλων των ζωντα­νών πλα­σμά­των… Στο μυα­λό μου η ζωή ενός προ­βά­του δεν είναι λιγό­τε­ρο πολύ­τι­μη από εκεί­νη ενός ανθρώ­που» δια­κή­ρυ­ξε ο Γκά­ντι.

Σε μια μερι­κώς ανα­κου­φι­στι­κή σύμπνοια προς τους ανθρώ­πους τους πνεύ­μα­τος, που κατά κανό­να διά­γουν βίο ευαι­σθη­σί­ας και συμπό­νιας προς τα έμβια, κινή­θη­καν και πολι­τι­κές φυσιο­γνω­μί­ες του πλα­νή­τη, στις οποί­ες πιστώ­νο­νται πρω­το­βου­λί­ες και νόμοι, για την προ­στα­σία των ζώων και εν γένει της φύσης και του κλί­μα­τος. «Δρό­μο ολο­κλη­ρω­μέ­νου ανθρώ­που» χαρα­κτή­ρι­σε ο Αβρα­άμ Λίν­κολν τον αγώ­να υπέρ των δικαιω­μά­των των ζώων με το ίδιο πάθος που γίνε­ται για τα δικαιώ­μα­τα των ανθρώ­πων. Συγκι­νη­τι­κή ζωο­φι­λία, που πιστο­ποί­η­σε ο «φωτο­γρα­φη­μέ­νος» ή εκπε­φρα­σμέ­νος στε­νός δεσμός με ζώα του οικια­κού περι­βάλ­λο­ντός τους, απο­δό­θη­κε επί­σης στους Αμε­ρι­κα­νούς προ­έ­δρους Ρού­σβελτ, Αϊζεν­χά­ου­ερ, Κάρ­τερ, Φορντ, Ρήγκαν και Κλί­ντον και στους ηγέ­τες της Ρωσί­ας Γέλ­τσιν και Πού­τιν. Αντί­στοι­χη ευαι­σθη­σία, αλλά προς το σύνο­λο του φυσι­κού πλού­του επέ­δει­ξε ο Αμε­ρι­κα­νός αντι­πρό­ε­δρος Αλ Γκορ, στον οποίο μάλι­στα απο­νε­μή­θη­κε και το Νόμπελ Ειρή­νης για την ακτι­βι­στι­κή προ­σφο­ρά του στην υπό­θε­ση της κλι­μα­τι­κής αλλα­γής. Όσο για τη γηραιά ήπει­ρο, οι κανό­νες της ΕΕ, που αφο­ρούν την προ­στα­σία των ζώων, αξιο­λο­γού­νται ως συν­δρο­μή στη βελ­τί­ω­ση της νομο­θε­σί­ας τρί­των χωρών και αφο­ρούν κυρί­ως τα ζώα εκτρο­φής (και τα άγρια ζώα), εργα­στη­ρί­ου και συντρο­φιάς. Συνί­στα­νται, δε, σε πέντε ελευ­θε­ρί­ες: την απαλ­λα­γή από την πεί­να και τη δίψα, την απαλ­λα­γή από τις κατα­πο­νή­σεις, την απαλ­λα­γή από τους πόνους, τους τραυ­μα­τι­σμούς και τις νόσους, το δικαί­ω­μα έκφρα­σης φυσιο­λο­γι­κής συμπε­ρι­φο­ράς και την απαλ­λα­γή από το φόβο και την ψυχι­κή ταλαι­πω­ρία. Ειδι­κή νομο­θε­σία έχει θεσπί­σει η ΕΕ για τα άγρια ζώα, καθώς και για τα προ­στα­τευό­με­να ή τα υπό εξα­φά­νι­ση. Αντί­στοι­χοι νόμοι έχουν ψηφι­στεί από τα μέλη της ευρω­παϊ­κής οικο­γέ­νειας. Ωστό­σο, οι νόμοι στο σύνο­λο του πλα­νή­τη είναι είδος εν αφθο­νία. Η ισχύς τους προ­κύ­πτει από την εφαρ­μο­γή τους. Όπου δεν εφαρ­μό­ζο­νται, επεμ­βαί­νει η δικαιο­σύ­νη, ως ενδιά­με­ση στον ενά­γο­ντα (μηνυ­τή) και τον ενα­γό­με­νο (μηνυό­με­νου). Το ζήτη­μα είναι πώς επι­στρα­τεύ­ε­ται ένας νόμος, όταν στη θέση του ενά­γο­ντος πρέ­πει να είναι ένα αδι­κη­μέ­νο ζώο, που δεν μπο­ρεί να υπε­ρα­σπι­στεί το αυτο­νό­η­το, το δικαί­ω­μά του στη ζωή. Η νομο­θε­σία είναι προ­ϋ­πό­θε­ση κοι­νω­νιών με στοι­χειώ­δη παι­δεία και αντί­λη­ψη της δικαιο­σύ­νης. Η ζωή είναι δώρο και δεν τίθε­ται υπό δια­πραγ­μά­τευ­ση, ούτε καν μέσα σε δικα­στι­κές αίθου­σες. Η κακο­ποί­η­ση ανθρώ­που, ο βασα­νι­σμός, η ανθρω­πο­κτο­νία τιμω­ρού­νται παρα­δειγ­μα­τι­κά είτε ανα­γνω­ρί­ζο­νται ελα­φρυ­ντι­κά, είτε όχι. Η κακο­ποί­η­ση ζώου, ο βασα­νι­σμός, η ζωοκτονία;

Όπως κι αν εκδη­λώ­θη­κε, όπως κι αν κατα­γρά­φη­κε στο πέρα­σμα των αιώ­νων, η σχέ­ση του ανθρώ­που με τα ζώα απο­δει­κνύ­ε­ται αρχέ­γο­νη, ανα­πό­φευ­κτη και άρρη­κτη. Η φύση, ο θεός, ή ο ‑κατά Πλά­τω­να- «θεί­ος δημιουρ­γός» πρό­βλε­ψαν τη συνύ­παρ­ξη και αλλη­λε­πί­δρα­ση όλων των ζωι­κών ειδών στην υπη­ρε­σία μιας νομο­τέ­λειας που δια­σφα­λί­ζει τη συντή­ρη­ση του πλα­νή­τη. Η συνύ­παρ­ξη συν­θέ­τει την ομορ­φιά μέσα από τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα. Όσο για την αλλη­λε­πί­δρα­ση, ο Αϊν­στάιν είχε μια απλή δια­τύ­πω­ση… «Ο άνθρω­πος είναι μέρος ενός συνό­λου που ονο­μά­ζου­με “σύμπαν”. Είναι καθή­κον μας να ανοί­ξου­με τον κύκλο της αγά­πης και ν’ αγκα­λιά­σου­με όλα τα πλά­σμα­τα και όλη την ομορ­φιά του κόσμου».

Πηγή: ΑΠΕ / Της Τόνιας Α. Μανιατέα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο