«Τι θα πει μικρό παιντί από Πολωνία! Παιντί είναι από παντού, από όλο τον κόσμο. Πρέπει να αγαπούμε το παιντί και να το φροντίζουμε».
1945, οι τελευταίες βδομάδεςς πριν την απελευθέρωση. Τα νέα γλιστρούν κρυφά στο στρατόπεδο και οι κρατούμενοι παίρνουν ελπίδα. «Εκείνες τις τελευταίες βδομάδες, όταν το αίσθημα που φλόγιζε το κάθε κορμί ήταν πώς θα σώσει ο καθένας τον εαυτό του» ένα παιδί μπαίνει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ σε μια βαλίτσα. Το κουβαλα μαζί του ένας Εβραίος, δεν είναι ο πατέρας του, για να το σώσει. Η διάσωση του παιδιού γίνεται υπόθεση της ΙΛΚ (Διεθνής Επιτροπής Στρατοπέδου – συμμετείχαν οι κομμουνιστές όλων των χωρών) που λειτουργεί στο στρατόπεδο και φροντίζει για την επιβίωση των κρατουμένων και την προετοιμασία για την απελευθέρωσή τους. Η υπόθεση θέτει σε κίνδυνο και την οργάνωση και το έργο τους. Μα η σωτηρία του παιδιού γίνεται υπόθεση όλων αψηφώντας τρομοκρατία, βασανιστήρια, θάνατο
(Η υπόθεση είναι αληθινή ιστορία και ο συγγραφέας κομμουνιστής κρατούμενος επί 12 χρόνια)
Αυτά τα λόγια του Πολωνού κρατούμενου προς το Γερμανό συγκρατούμενο του, από το «Γυμνό ανάμεσα στους λύκους» (Απιτς Μπρούνο) μου ήρθαν στο μυαλό βλέποντας τη φωτό της μικρής μετανάστριας στη Λέρο που μπήκε «λαθραία» στη χώρα σχεδόν με παρόμοιες συνθήκες και αγωνία να σωθεί όπως και το μικρό Εβραιόπουλο σε μια άλλη εποχή. Και συνειρμοί πολλοί για το σήμερα και θλίψη… Θλίψη, ντροπή και αγανάκτηση. Οχι τόσο για το κάλεσμα «ανακατάληψης της πόλης» αλλά για την ανοχή μας σε τέτοια ρατσιστικά καλέσματα και αντιμεταναστευτικές πολιτικές και πρακτικές των αρχών.
Ηρακλής Κακαβάνης