Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναΐτ Ιστράτι: Ο Γκόρκι των Βαλκανίων

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //
Στις 10 Αυγού­στου 1884 γεν­νή­θη­κε ο Πανα­ΐτ Ιστρά­τι (Πανα­γής Βαλ­σά­μης το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα), ο επο­νο­μα­ζό­με­νος και Γκόρ­γκι των Βαλ­κα­νί­ων, ελλη­νι­κής κατα­γω­γής ρου­μά­νος συγ­γρα­φέ­ας. Πέθα­νε στις 18/4/1935. Πολύ λίγα πράγ­μα­τα ξέρου­με για το έργο αυτού του αυτο­δί­δα­κτου και ιδιό­μορ­φου συγ­γρα­φέα, αν και σπο­ρα­δι­κά κυκλο­φο­ρούν κάποια έργα του στην Ελλά­δα. Μας τον υπεν­θύ­μι­σε η πρό­σφα­τη κυκλο­φο­ρία του βιβλίο του «Τα γαϊ­δου­ρά­γκα­θα του Μπά­ρα­γκαν» από τις εκδό­σεις «Φαρ­φου­λάς».
nikos-kazantzakis-kai-panait-istrati-1927Το 1927 επι­σκέ­φτη­κε για μερι­κούς μήνες την Σοβιε­τι­κή Ένω­ση μαζί με τον Νίκο Καζαν­τζά­κη. Το 1928, σε συγκέ­ντρω­ση στο θέα­τρο Αλά­μπρα της Αθή­νας, Νίκος Καζαν­τζά­κης και Πανα­ΐτ Ιστρά­τι είχαν μιλή­σει για τις κατα­κτή­σεις της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης και τις σκευω­ρί­ες των ιμπε­ρια­λι­στών ενα­ντί­ον της. Ως συνέ­πεια, η κυβέρ­νη­ση θα απε­λά­σει τον Ιστρά­τι από την Ελλά­δα και θα δικά­σει τον Δημή­τρη Γλη­νό μιας και την εκδή­λω­ση είχε οργα­νώ­σει ο Εκπαι­δευ­τι­κός Ομι­λος. Λίγο μετά (1929) βέβαια ο Π. Ιστρά­τι στρ­λα­φη­κε ενά­ντια στη Σοβιε­τι­κή Ενω­ση. Εξαι­τί­ας της ιδε­ο­λο­γι­κής του μετα­στρο­φής παραλ­λη­λί­ζε­ται και με τον Τζακ Λόντον.
Ελά­χι­στα είναι τα κρι­τι­κά σημειώ­μα­τα για τον ίδιο και το έργο του. Μια αρκε­τά καλή παρου­σί­α­ση της ζωής και του έργου του κάνει ο Γιάν­νης Μαγκλής (μυθι­στο­ριο­γρά­φος, διη­γη­μα­το­γρά­φος και μετα­φρα­στής) στην εισα­γω­γή του έργου του Π. Ιστρά­τι «Μπαρ­μπα Αγγε­λης» που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις «Πανε­πι­στη­μια­κός Τύπος» (Δεν ξέρου­με το χρό­νο κυκλο­φο­ρί­ας). Ο Γιάν­νης Μαγκλής έχει μετα­φρά­σει άλλα δύο έργα του Π. Ιστρά­τι: «Κυρα-Κυρα­λί­να», «Κων­στα­ντής».
Ο λόγος στον Γιάν­νη Μαγκλή:
Σε κάποιο νοσο­κο­μείο της Νίκαιας, πρώ­τες μέρες του Γενά­ρη του 1921, χαρο­πά­λευε ένας νέος άνθρω­πος, φυμα­τι­κός από κάμπο­σα κιό­λας χρό­νια, και που τώρα απελ­πι­σμέ­νος έκο­ψε το λαι­μό του με μια ξυρι­στι­κή λεπίδα.
Απά­νω του βρέ­θη­καν δυο επι­στο­λές: η μια για την αστυνο­μία, ότι αυτο­χτο­νεί, η άλλη προ­ο­ρι­ζό­τα­νε για το μεγά­λο γάλ­λο συγ­γρα­φέα Ρομαίν Ρολ­λάν, «τον ψαρά ανθρώπων».
Αυτός ο νέος άνθρω­πος λεγό­ταν Πανα­ΐτ Ιστράτι.
Άγνω­στος, αλή­της περι­πλα­νό­με­νος από χώρα σε χώρα, που για να κερ­δί­σει το ψωμί του Ικα­νέ τις πιο ταπει­νές δουλειές.
Γρά­φει ο Ρομαίν Ρολ­λάν στον πρό­λο­γο του πρώ­του βιβλί­ου του Ιστράτι:
«Διά­βα­σα την επι­στο­λή του και θαμπώ­θη­κα από τη μεγα­λο­φυ­ΐα του. Κοφτε­ρός αγέ­ρας απά­νου στον κάμπο. Ήταν η εξομο­λόγηση ενός και­νούρ­γιου Γκόρ­κυ των Βαλ­κα­νί­ων… Κατά­φε­ραν να τονε σώσουν, θέλη­σα να τον γνω­ρί­σω. Πιά­σα­με αλλη­λο­γρα­φία. Γινή­κα­με φίλοι…».
Ο Ιστρά­τι γεν­νή­θη­κε στη Βρα­ΐ­λα της Ρου­μα­νί­ας στα 1884. Πατέ­ρας του ένας Ελλη­νας λαθρέ­μπο­ρας, Κεφαλ­λο­νί­της, ο Γερά­σι­μος Βαλ­σα­μής, που σπά­νια και χωρίς αγά­πη, τον ανα­φέ­ρει στα βιβλία του. Μάνα του η Ζήτσα, η «Άγια Ζήτσα», που πάντα με πολ­λή αγά­πη τρυ­φε­ρά­δα και σεβα­σμό την αναθυμάται.
Εφτά χρό­νια έζη­σε η μάνα του με το Γερά­σι­μο Βαλ­σα­μή, που τον αγά­πη­σε, που την αγά­πη­σε, μα που δε δέχτη­κε να την παντρευ­τεί, για­τί ο άνθρω­πος είχε αρχές! «Ήταν ενά­ντιος στο θεσμό του γάμου».
Μια των ήμε­ρων ο πατέ­ρας του εξα­φα­νί­στη­κε από τη Βρα­ΐ­λα, εγκα­τα­λεί­πο­ντας ερω­μέ­νη και παι­δί. Η μάνα ανα­σκου­μπώ­θη­κε κι έκα­νε την πλύ­στρα στα λογής πλου­σιό­σπι­τα της Βρα­ΐ­λας. Επρε­πε πια μόνη της να θρέ­ψει τον εαυ­τό της και το μονα­χο­παί­δι της, τον Παναΐτ.
Η μάνα πρέ­πει ακό­μη να ήταν όμορ­φη, έτσι την περι­γρά­φει, λεπτή, μεγα­λο­μά­τα, που τρα­γού­δα­γε ωραία και χόρευε καλύ­τε­ρα. Πολ­λοί άντρες την πεθύ­μα­γαν και τη ζήτη­σαν σε γάμο, μα για χατί­ρι του παι­διού της που το λάτρευε — το παι­δί του έρω­τα — δε δέχτη­κε ποτές να βάνει πατριό στο σπί­τι της.
Ό Havah τέλειω­σε το δημο­τι­κό σχο­λείο, μά οτά δώδε­κα­ρω­τα — οι δέχτη­κε ποτές ν* οανει πάτριο στο σπί­τι ττ;ς.
Ο Πανα­ΐτ τέλειω­σε το δημο­τι­κό σχο­λείο, μα στα δώδε­κα χρό­νια του ξύπνη­σε μέσα του ο δαί­μο­νας του Κεφαλ­λο­νί­τη πατέ­ρα του, του κοντρα­μπα­τζή, και τονε συνε­πή­ρε. Ο δαί­μο­νας της περι­πέ­τειας τον άγγι­ξε με την πυρω­με­νη ουρά του και τον αναστάτωσε.
Ετσι μ’ όλη την τρυ­φε­ρή αγά­πη του και το σεβα­σμό που εί­χε στη μάνα του, την άφη­σε να σπα­ρά­ζει από το κλά­μα, και ξεπόρ­τι­ςε. Από τη μέρα εκεί­νη ως τη στερ­νή του, κρα­τά­ει η περι­πέτεια του Πανα­ΐτ Ιστρά­τι. Για­τί όλη η ζωή του, και όταν αλή­τευε και όταν δοξά­στη­κε δεν ήταν άλλο παρά μια περι­πέ­τεια άλλο­τες πυρω­μέ­νη, άλλο­τες λιγό­τε­ρο πυρω­μέ­νη, καφτή πάντα.
Αλή­θεια, τι περι­πέ­τεια ασί­γα­στη που κρά­τη­σε χρό­νια και χρό­νια ως τη στερ­νή μέρα που έκλει­σε τα μάτια του και σταύ­ρω­σε τα πολυ­δου­λε­μέ­να, βασα­νι­σμέ­να χέρια του.
Ο Νίκος Καζαν­τζά­κης που τονε γνώ­ρι­σε καλά (ζήσα­νε στη Ρου­σία κάπου ενά­μι­ση χρό­νια, μαζί τη σερ­γιά­νι­σαν, στο ίδιο σπί­τι καθό­ντου­σαν) μας έλε­γε ότι ποτές στη ζωή του δεν είδε χέρια πότε­ρο αργα­σμέ­να, πιό­τε­ρο εκφρα­στι­κά. Τα χέρια του σου ιστο­ρούσαν για τη ζωή του την ανελέητη.
Ξεπόρ­τι­ςε δώδε­κα χρο­νών και βάλ­θη­κε να οδεύ­ει τη γης και να μελε­τά τους άνθρω­που:, να δενε­ται μαζί τους με φιλία, ν’ ακού­ει με παρά­φο­ρο ενθου­σια­σμό τις ιστο­ρί­ες τους. Περ­πά­τα­γε κάτω από τον καυ­τό ήλιο της Αφρι­κής, ή με βρο­χή, άστε­γος πολ­λές φορές, πει­να­σμέ­νος πολ­λές φορές, πάντα αξε­δί­ψα­στος να βλέ­πει και ν’ ακού­ει για την ομορ­φιά της ζωής.
Κυνη­γη­μέ­νος από τους νυχτο­φύ­λα­κες και τους άνθρω­πους της τάξης των λογής χωρών που σερ­γιά­νι­σε κι ασώ­τε­ψε τη ζωή.
Πολ­λές φορές μπή­κε φυλα­κή κατη­γο­ρη­μέ­νος για αλη­τεία ή για τις ιδέ­ες του που καμιά φορά τις δημο­σί­ευε στις εφημερίδες.
Κάνει όλα τα επαγ­γέλ­μα­τα για να θρέ­ψει το ζο — άνθρω­πο και για ν’ αγο­ρά­σει βιβλία, το μεγά­λο πάθος του. Μόλις οικο­νο­μού­σε το φαΐ του για μερι­κές ήμε­ρες, παρά­τα­γε τη δου­λειά, ξάπλω­νε στο κρε­βά­τι του — Αν είχε — η κάτω άπο­να δεντρο και διά­βα­ζε μόνος ή με το φίλο του Μιχα­ήλ, που κάμπο­σα φεγ­γά­ρια ζήσα­νε μαζί, δου­λεύ­ο­ντας ένα καλο­καί­ρι σε ξενο­δο­χείο ή αλη­τεύ­ο­ντας στη Ρου­μα­νία και την Αλεξάντρεια.
Δια­βά­ζει αχόρ­τα­γα, ιδιαί­τε­ρα τους ρώσους δασκά­λους και τους συγ­γρα­φείς της δύσης.
Και τι δεν έκα­νε για να κερ­δί­σει τον «επιού­σιον»: γκρουμ σε ξενο­δο­χείο, βοη­θός ζαχα­ρο­πλά­στη, σαλε­πι­τζής, γκαρ­σό­νι σε καμπα­ρέ, κλει­δα­ράς, χαλ­κω­μα­τάς, μηχα­νι­κός, εργά­της, χτί­στης, μπο­για­τζής, εκφορ­τω­τής, υπη­ρέ­της σε σπί­τια, δια­φη­μι­στής πλα­νό­διος, επι­γρα­φο­ποιός, περι­πτε­ρού­χος, δημο­σιο­γρά­φος, φωτο­γρά­φος… Έμει­νε στην Αίγυ­πτο, τη Συρία, τή Γιά­φα, το Μπε­ρού­τι, τη Δαμα­σκό, το Λίβα­νο, σερ­γιά­νι­σε την Ανα­το­λή, έμει­νε στην Ελλά­δα, την Ιτα­λία, τη Γαλ­λία, απέ­ντα­ρος τις πιό­τε­ρες φορές, συχνά λαθρε­πι­βά­της, που τον ξετρύ­πω­ναν στο χρό­νο του ταξι­διού για να τον πετά­ξουν έξω στο πρώ­το λιμά­νι που έπια­νε το καράβι.
Ολα τού­τα θα μας τα ιστο­ρή­σει αργό­τε­ρα με τρό­πο συναρ­πα­στι­κό στα βιβλία του Αντρια­νού Ζωγράφι.
Είπα: «συναρ­πα­στι­κό». Αυτή είναι η μαστο­ριά του. Η αφή­γη­σή του σε μαυ­λί­ζει, σε παρα­σέρ­νει. Για­τί, όπως λέει ο Ρομαίν Ρολ­λάν «είναι γεν­νη­μέ­νος παρα­μυ­θάς, παρα­μυ­θάς ανα­το­λί­της, που μαγεύ­ε­ται και συγκι­νεί­ται από τις ίδιες τις δικές του ιστο­ρί­ες και όσο πολύ παρα­σέρ­νε­ται που μια κ’ άρχι­σε να δηγά­ται, κανέ­νας δεν ξέρει, μήτε ο ίδιος, αν θα κρα­τή­σει μια ώρα ή χίλιες και μια νύχτες. Ο Δού­να­βης και οι μαί­αν­δροι του… Αυτή η ιδιο­φυία του αφη­γη­τή είναι τόσο ακα­τα­μά­χη­τη που στο γράμ­μα που μου έγρα­ψε την παρα­μο­νή που δοκί­μα­σε ν’ αυτο­χτο­νή­σει, δυο φορές στά­ματα τ’ απελ­πι­σμέ­να παρά­πο­νά του για να δηγη­θεί δυο ιστο­ρί­ες χιου­μο­ρι­στι­κές της περα­σμέ­νης ζωής του».
Ο Καζαν­τζά­κης μας έλε­γε ότι δυο ανθρώ­πους γνώ­ρι­σε στη ζωή του μ’ αυτή τη μεγά­λη φλέ­βα του αφη­γη­τή: τον Πανα­ΐτ Iστρά­τι και τον Αλέ­ξη Μινω­τή. Ο πρώ­τος καλύ­τε­ρος από το δεύ­τερο. Οταν ο Ιστρά­τι άρχι­ζε να δηγά­ται, ένιω­θες τέτοια ομορ­φιά και χαρά που έλε­γες «θέ μου, κάνε να μη στα­μα­τή­σει…». Ο Ι­στράτι, πρι­χού επι­χει­ρή­σει να κόψει το λαι­μό του, μόλις είχε βγει από τη φυλα­κή. Τις μέρες εκεί­νες δυο φορές είχε φυλα­κι­στεί. Παρε­νο­χλού­σε τους πλού­σιους άγγλους που ξεχει­μώ­νια­ζαν στη Νίκαια και το Μαντόν και που κάναν τον περί­πα­τό τους στον περί­φη­μο δρό­μο «Προ­με­νάντ ντεζ — αγγλαί». Την επο­χή εκεί­νη ήταν πλα­νό­διος φωτο­γρά­φος. Πήγαι­νε λοι­πόν στον κεντρι­κό τού­το δρό­μο να φωτο­γρα­φί­σει κάποιον άγ­γλο και να οικο­νο­μή­σει κανέ­να σελί­νι. Άλλα από το δρό­μο εκεί­νο απα­γο­ρευό­ταν να περ­νούν οι πλα­νό­διοι και να ενο­χλούν με την παρου­σία τους τους λόρδους.
Βγή­κε από τη φυλα­κή απέ­ντα­ρος, άρρω­στος, απο­γοη­τευ­μέ­νος. Κλει­δώ­θη­κε στο δωμά­τιο του φτω­χι­κού ξενο­δο­χεί­ου του που το είχε απλή­ρω­το, έγρα­ψε τα δύο γράμ­μα­τά του, πήρε ξυρι­στι­κή λεπί­δα κι έκο­ψε το λαι­μό του. Ευτυ­χώς για όλους εκεί­νους που αγα­πούν την όμορ­φη αφή­γη­ση, δεν κατά­φε­ρε να κόψει το λαρύγ­γι του, κι ύστε­ρα από απελ­πι­σμέ­νο αγώ­να τωv για­τρών, μπό­ρε­σε να ζήσει. Ο Ρομαίν Ρολ­λάν του έστει­λε το εισι­τή­ριο του και τού­γρα­ψε να τον επι­σκε­φτεί. Πάσκι­σε να τον πεί­σει να γρά­ψει ένα βιβλίο στα γαλ­λι­κά. Ο Ιστρά­τι, τρό­μα­ξε. Πώς ήτα­νε δυνα­τό αυτός ο απαί­δευ­τος, που δεν πάτη­σε σε γαλ­λι­κό σχο­λείο, που τα λίγα γαλ­λι­κά που γνώ­ρι­ζε ήταν των τριό­δων, να γρά­ψει ένα λογο­τε­χνι­κό βιβλίο στα γαλλικά;
Mα ο Ρολ­λάν τον καθη­σύ­χα­ζε: αυτός θα του διόρ­θω­νε το βιβλίο του.
«Τον έπει­σα, λέει ο Ρομαίν Ρολ­λάν, να γρά­ψει μερι­κές από τις ιστο­ρί­ες του, κι ανέ­λα­βε να γρά­ψει ένα έργο μεγά­λης πνο­ής… Εί­ναι μια ανα­πό­λη­ση από τη ζωή του. Το έργο αυτό, όπως και η ζωή του, θα μπο­ρού­σε να είναι αφιε­ρω­μέ­νο στη φιλία: για­τί στον άνθρω­πο αυτό ή φιλία είναι πάθος ιερό. Στον ατέ­λειω­το δρό­μο του, στα­μα­τά, θυμού­με­νος τα πρό­σω­πα που αντά­μω­σε, για­τί καθέ­νας έχει το αίνιγ­μα της μοί­ρας του, και σ’ αυτή πασκί­ζει να χωθεί και να κατα­λά­βει.… Μερι­κές ιστο­ρί­ες του είναι άξιες των Ρώσων δα­σκάλων. Δια­φέ­ρουν μονα­χά στο χαρα­χτή­ρα και το φως, την τόλ­μη του πνεύ­μα­τος, την τρα­γι­κή χαρά, τη χαρά του παρα­μυ­θά που λευ­τε­ρώ­νει την πιε­σμέ­νη ψυχή…».
«Από το Γενά­ρη του 1921 ως το Μάη του 1922 πάσκι­ζε ο Ρομαίν Ρολ­λάν να με πεί­σει να γρά­ψω, μας λέει ο ίδιος ο Ιστρά­τι: «Δου­λέ­ψε­τε, έλε­γε στον άνθρω­πο που μόλις βγή­κε από το νοσο­κο­μείο της Νίκαιας. Στη δου­λειά χρω­στώ τη σωτη­ρία μου… Οταν έχεις να πεις κάτι κ’ έχεις το δώρο να το κάνεις, να το αρνη­θείς είναι έγκλη­μα. Η τεμπε­λιά είναι ντροπή…».
«Ως τα τότες, συνε­χί­ζει ο Ιστρά­τι, δοκί­μα­ζα να γρά­ψω στα ρου­μά­νι­κα, μα στις τριά­ντα σαρά­ντα σελί­δες παρά­τα­γα τις λογο­τεχνικές μου προ­σπά­θειες. Τρό­μα­ζα τη λογο­τε­χνι­κή δου­λειά που δεν κύλα­γε μόνη της. Εγώ φαντα­ζό­μου­να ότι oι συγ­γρα­φείς γρά­φα­νε σαν το αηδό­νι που τρα­γου­δά­ει. Αυτή η σκέ­ψη με ανα­κού­φι­ζε, άρμο­ζε με την τεμπε­λιά μου. Δεν αγα­πώ την προσπάθεια.
«Υπά­κου­σα λοι­πόν στο Poμαίv Ρολ­λάν και βάλ­θη­κα να γρά­φω με ζήλο. Μα αρχή — αρχή η άγνοια της γλώσ­σας μ’ έκα­νε να πλη­ρώ­σω ακρι­βά τη χαρά του γρα­ψί­μα­τος. Το στή­θος μου τόνιω­θα σαν καμί­νι γιο­μά­το από λιω­μέ­να μέταλ­λα που ζήτα­γαν να βγουν, μα που δεν έβρι­σκαν έτοι­μα τα καλού­πια να τα δεχτούν. Κάθε λεφτό στα­μά­τα­γα την καφτή ύλη για να μπο­ρέ­σω να δω αν η λέξη ζήτα­γε δυο λ ή ε ή δυο π ή ήταν αρσε­νι­κού γένους ή θηλυ­κού. Δεν ξέρω πως κατά­φε­ρα να μην τρε­λα­θώ την επο­χή ε­κείνη Και τί όμορ­φο χρυ­σά­φι χύθη­κε κατά γης!
«Με τον ίδιο τρό­πο έγρα­ψα όλα τα βιβλία μου και την αλ­ληλογραφία μου. Υπήρ­ξε ποτές ένας άλλος τόσο κακο­μοι­ρια­σμέ­νος συγ­γρα­φέ­ας του τύπου του δικού μου;»
Εκεί­νος ο συμπα­τριώ­της του, ο παπου­τσής Γιώρ­γης Ιονέ­σκο, όταν ο Ιστρά­τι του μετά­φε­ρε τις προ­σπά­θειες του Ρομαίν Ρολ­λάν να τον πεί­σει να γρά­ψει, φρό­ντι­σε να του εξα­σφα­λί­σει στέ­γη και τροφή.
Γι’ αυτούς τους δυο θα γρά­ψει παραπίσω:
«Πώς μπο­ρείς να τελέ­ψεις τις στερ­νές μέρες της ζωής σου μες σ’ ένα παλά­τι, σύζυ­γος μιας πάμπλου­της αμε­ρι­κά­νας, όταν εσύ έβα­νες στό­χο ένα Ρομαίν Ρολ­λάν κ’ ένα Γιώρ­γη Ιονέ­σκο, και που η ζωή πλού­σια σε θάμα­τα, στους έδω­σε και τον ένα και τον άλ­λο… Για­τί ο κόσμος μπο­ρεί να ζήσει χωρίς δρό­μους, χωρίς ηλε­χτρι­κό, κι ακό­μη χωρίς σωμα­τι­κή υγιει­νή, μα δεν μπο­ρεί να ζήσει χωρίς ψυχή καθάρια…».
Ετσι στα 1924, στα σαρά­ντα του πια χρό­νια, δημο­σιεύ­τη­κε το πρώ­το βιβλίο του με τίτλο «Κύρα Κυραλίνα».
«Για τους ήρω­ες των έργων μου, γρά­φει ο Ιστρά­τι, είχα μια φλο­γέ­ρα και όχι ένα κοντυ­λο­φό­ρο κατά πού κάνουν οι συγ­γρα­φείς του και­ρού μας, που γρά­φουν όχι από πάθος, παρά για να κερδί­σουν τον άρτον τον επιού­σιον… Εγώ την κλί­ση μου την έκα­να θρησκεία…»
Τι ξάφ­νια­σμα και τι επι­τυ­χία είχε εκέι­νο το πρώ­το βιβλίο του «Κύρα Κυρα­λί­να». Μετα­φρά­στη­κε μέσα στον ίδιο χρό­νο σε δεκα­ο­χτώ γλώσ­σες. Κι από τη μια στην άλλη μέρα ο πει­να­σμέ­νος και άγνω­στος αλή­της Πανα­ΐτ Ιστρά­τι, έγι­νε μια από τις με­γαλύτερες συγ­γρα­φι­κές δόξες της Γαλ­λί­ας και της Ευρώπης.
«Ό μεγα­λύ­τε­ρος παρα­μυ­θάς της Ευρώ­πης… Ο Γκόρ­κυ των Βαλ­κα­νί­ων… Ο όμη­ρος παρα­μυ­θάς… που παρα­με­ρί­ζο­ντας τόσους και τόσους άλλους συγ­γρα­φείς, μπή­κε μονο­μιάς, ορμη­τι­κά, κι έγι­νε εξέ­χου­σα μορ­φή της λογο­τε­χνί­ας της επο­χής του… Την ψυχή του λαμπα­διά­ζει η φλό­γα του πάθους και της φιλί­ας…». Αυτά είναι μερι­κές από τις κρί­σεις των πιο γνω­στών κρι­τι­κών της Γαλ­λί­ας και τις Ευρώ­πης. Όλοι τρί­βουν τα μάτια τους μπρος σε τού­τη την ομορ­φιά που τους χάρι­ζε ξαφ­νι­κά αυτός ο χτι­κια­σμιέ­νος αλή­της, που ως χτες ούτε που γνώ­ρι­ζαν την ύπαρ­ξή του.
Τ’ ένα βιβλίο ακο­λού­θη­σε το άλλο. Συνο­λι­κά νομί­ζω δεκα­εν­νιά. Τόσα πρό­λα­βε να γρά­ψει, για­τί από τη μια κάμπο­σα φεγ­γά­ρια, τον συνε­πή­ρε ο οίστρος της πολι­τι­κο­λο­γί­ας και απο­λο­γί­ας, που τον ξεστρά­τι­σαν από το σωστό δρό­μο, και πήγε να του μαρά­νει τα δώρα που η φύση τόσο πλού­σια του χάρι­σε. Από την άλλη τον είχε πια ροκα­νί­σει η φυμα­τί­ω­ση. Και τα δυο πνευ­μό­νια είχα­νε πια φαγω­θεί από την ασθέ­νεια. Μια μικρή σπί­θα κρα­τού­σε ακό­μα στη ζωή τον ορμη­τι­κό τού­το άνθρω­πο που στά­θη­κε με ψυχή ορθή ως το τέλος, μαχη­τής ως τη στερ­νή ανα­σαι­μιά του.
Τα στερ­νά χρό­νια του πέρα­σε στο μονα­στή­ρι Νεάμ­ζς, απά­νω ­στα Καρ­πά­θια, στα βου­νά της Μολ­δα­βί­ας. Εκεί έγρα­ψε τα τρία-τέσ­σε­ρα στερ­νά βιβλία του: «Το σπί­τι Θού­ρι­γκερ», «Γρα­φείο ερ­γασίας», «Μεσό­γειος»… Οι τελευ­ταί­ες σπί­θες από τη φλο­γε­ρή ψυχή του Πανα­ΐ­τά­κη, όπως του άρε­σε να τον ονο­μά­ζουν στα ελληνικά.
«Δεν έχω πια για ν’ ανα­σά­νω παρά μόνο τις βάσεις των πνε­μό­νων μου. Εδώ και τέσ­σε­ρις μήνες περ­νώ τα τρία τέταρ­τα του και­ρού μου στο κρε­βά­τι. Δεν μπο­ρώ να περ­πα­τή­σω εκα­τό βήμα­τα, ούτε να μιλή­σω πέντε λεφτά χωρίς να μου κοπεί η ανά­σα. Και το κορ­μί λαμπα­δια­σμέ­νο από τον πυρε­τό δε ζυγιά­ζει παρά πενή­ντα μόνο κιλά.
Η φυμα­τί­ω­ση που τη γνώ­ρι­ζα από χρό­νια, ποτές άλλο­τες δε μ’ έφε­ρε σ’ αύτη την κατάσταση…».
Αλλά πόσο κέφι, πόσο λεπτή αγά­πη, φιλία για τον άνθρω­πο, τρυ­φε­ρά­δα και ποί­η­ση μέσα σε τού­τες τις σελί­δες των περιπλα­νήσεων της νεα­νι­κής ζωής του… Στο «Σπί­τι Θού­ρι­γκερ» τά φτιά­χνει με την υπη­ρέ­τρια — υπη­ρέ­της κι αυτός — μια δεκα­ο­χτά­ρα όμορ­φη Ουγ­γα­ρέ­ζα, που μια βρα­διά τον μπά­ζει στο δωμά­τιο της και τον πλα­γιά­ζει στο κρε­βά­τι της.
Είναι η πρώ­τη ερω­τι­κή πεί­ρα του. Τι ξάφ­νια­σμα ευχάρι­στο! Τι χαρά! Και το πρωί, πρι­χού ακό­μη φέξει — ή ώρα πέντε — το ξυπνη­τή­ρι έχει βαλ­θεί για τις πεντέ­μι­σι — σηκώ­νε­ται σιγά — σιγά από το κρε­βά­τι αφή­νο­ντας τη ζεστή, γυμνή Ουγ­γα­ρέ­ζα, κου­ρα­σμέ­νη από το νυχτε­ρι­νό πάλε­μα, να κοι­μά­ται τον ύπνο του ευχα­ρι­στη­μέ­νου ζώου. Πιά­νει το ξυπνη­τή­ρι και το βάνει να χτυ­πήσει μια ώρα αργό­τε­ρα. Σκύ­βει απά­νω στο σκλη­ρο­πε­τσια­σμέ­νο από τις δου­λειές χέρι της υπη­ρέ­τριας και το φιλά με ευγνω­μο­σύ­νη. Υστε­ρα στρώ­νε­ται στη δου­λειά, που η κοπέ­λα ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νη να κάνει: σκου­πί­ζει και σφουγ­γα­ρί­ζει όλο το σπί­τι, ετοι­μά­ζει το δίσκο με τον καφέ και το γάλα, τα φρέ­σκα ψωμά­κια, το βού­τυ­ρο και τη μαρ­με­λά­δα, και τα πηγαί­νει στο δωμά­τιο της ερω­μέ­νης του… Μια άλλη ωραία γυναί­κα, μια εικο­σά­ρα φοι­τή­τρια, θα βρε­θεί να πάει να ζήσει μαζί του απά­νω στά Καρ­πά­θια, μέσα στο μονα­στή­ρι, στερ­νή περι­πέ­τεια του αξε­δί­ψα­στου για τη ζωή Ιστρά­τι. Θα ζήσει μαζί του τα λίγα χρό­νια που του μένουν, και θα του κλεί­σει για πάντα τα μάτια. Τα μάτια τα γιο­μά­τα φως και φιλία για τον άνθρω­πο και τη μοί­ρα του. Τον άνθρω­πο που το αίστη­μα της δικαιο­σύ­νης τόνιω­θε πάντα χρέ­ος του πρω­ταρ­χι­κά για τους ταπει­νούς και πονε­μέ­νους όλου του κόσμου.
Ετσι περί­που έζη­σε και πέθα­νε ο Πανα­ΐτ Ιστρά­τι, ο ασυμ­βίβαστος μπρος στην αδι­κία. Πικρα­μέ­νος κ’ ευτυ­χι­σμέ­νος, ταπει­νός κ’ ένδο­ξος μα πάντα Ανθρω­πος — με κεφα­λαίο — που για τον άνθρω­πο ένιω­θε απέ­ρα­ντη κατα­νό­η­ση και φιλία, αγά­πη και τρυ­φε­ρά­δα. Και συμπόνια.
Προ­τού κλεί­σω το μικρό τού­το βιο­γρα­φι­κό σημεί­ω­μά μου για τον άνθρω­πο και συγ­γρα­φέα Πανα­ΐτ Ιστρά­τι, που έθελ­ξε τα νεα­νι­κά χρό­νια μου, που τον Αγά­πη­σα πάντα, ακό­μη και όταν είχε άδι­κο, θέλω να θυμή­σω στον ανα­γνώ­στη του τι είχε γρά­ψει, τη μέρα του θανά­του του, ο δικό­ςμας έξο­χος πεζο­γρά­φος, Στρα­τής Μυριβήλης:
«Ο Ιστρά­τι είχι το χάρι­σμα, το πρώ­το χάρι­σμα του γνή­σιου συγ­γρα­φέα, να παρα­σύ­ρει τον ανα­γνώ­στη. Ηλθε στη γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία σε μιαν επο­χή που η κατά­χρη­ση της ψυχο­λο­γι­κής ανά­λυ­σης είχε νερου­λιά­σει το ρομάν­τσο. ΟΙ Ιστρά­τι εισέ­βα­λε ορμη­τι­κά κομί­ζο­ντας τα φλο­γε­ρά δώρα της Ανα­το­λής. Τη λιβε­ντια της Ρου­μά­νι­κης κλε­φτου­ριάς, τη ζεστή καρ­διά, τη συναρ­πα­στι­κή αφήγηση.
Το ταλέ­ντο του εία­νι σημα­δε­μέ­νο από την πρω­τό­γο­νη και παρ­θέ­νο ρώμη της λαϊ­κής του βαλ­κα­νι­κής ψυχής… Μέσα από το έργο του ακού­γο­νται κραυ­γές ισχυ­ρές που κάμνουν την καρ­διά να τρέ­μει και ν’ αγω­νιά. Θα την κάμνουν πάντα να τρέ­μει και ν’ αγω­νιά όσο υπάρ­χει και μια καρ­διά άξια να δεχτή τις πολύ­τι­μες φωνές».
Νιώ­θω χαρά Ιδιαί­τε­ρη που δίνω στα ελλη­νι­κά το βιβλίο τού­το του Πανα­ΐτ Ιστρά­τι, του συγ­γρα­φέα που πολύ αγά­πη­σα. Νιώ­θω χαρά για­τί τον ξανα­στή­νω ζωντα­νό μπρος στην αδύ­να­τη μνή­μη των ανθρώπων…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο