Καημένε Έλληνα, χρόνια διακόσα περιμένεις
να ξανασάνεις, να χαρείς ετούτη δω την ώρα
κι από τα τότε καρτεράς και όλο υπομένεις
να ξημερώσει ξαστεριά, να σταματήσει η μπόρα.
Δυο αιώνες σε κοιμίζανε στο φως του εικοσιένα·
τώρα σου λένε: «Απ’ την αρχή πάλι να ξεκινήσεις»,
οι στραβοθόλωτοι του μπάρμπα-Κώστα οι σκεμπέδες,
«νήστεψε τώρα να σωθείς, κι απέ να κοινωνήσεις».
Μητροπολίτες σοβαροί, μαλάματα και τιάρες,
σβέρκοι χοντροί, ράσα φαρδιά, στο χέρι το χαζράνι·
«Μετανοείτε, αδελφοί». Και στρατηγοί με κλάρες,
και υπουργοί, και στο λαιμό καδένα με γιορντάνι.
Αυτοί, αγκαλιά με τους τρανούς και τους ναζί με μαύρα
«Πατρίς, Θρησκεία, Φαμελιά. Μην κάνεις κακές σκέψεις·
το λάβαρο σηκώθηκε, εκεί, στην Άγια Λαύρα
και “αναγεννήθη το Έθνος μας”. Πρέπει να το πιστέψεις».
Ορθώσου!
Δε ροβολάς τον ουρανό με τα φτερά του Πήγασου.
Δε σ’ αγροικά, δεν παίρνεις δώρα τ’ Άη-Βασίλη.
Από τα βάθη της ιστορίας κρένει ο Ρήγας σου
Εμπρός! Καιρός να πέσει η δική σου η Βαστίλη.
Ξύπνα!
Λαέ μου μωροπίστευτε, λαέ βασανισμένε,
λαέ μικρέ, ηρωικέ, λαέ ξεγελασμένε
χρέος σου ν’ ανασηκωθείς, χρέος να μη διστάσεις
και τα διακόσα χρόνια σου ως πρέπει να γιορτάσεις.