Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Μελάς: Ένα παιδί ρωτάει

- Πατέ­ρα, πες μου, αν θέλεις, τ΄ είναι ο γύψος;
για­τί πολ­λοί το λεν συχνά αυτές τις μέρες.
— Του ΕΑΤ-ΕΣΑ ο λοχί­ας ήταν, που ‘χε κι ύψος
με το πιστό­λι στο ζωνά­ρι και τις σφαίρες.

- Λένε, μπα­μπά, πως είναι μια άσπρη σκόνη
που σαν τη βρέ­ξεις γρή­γο­ρα πετρώνει.
— Πέτρες πολ­λές κου­βά­λη­σε ο παπ­πούς σου
μα συ, γιε μου, ξύπνιο να ‘χεις το νου σου.

Σε Μακρο­νή­σι, Γιού­ρα κι Ικαριά
γυναί­κες, νέοι, γέροι, ανθρώ­ποι όλοι
απ’ το πρωί ως το βρά­δυ, δίχως σκόλη
με πέτρες χτί­ζαν νου και λευτεριά.

Αλλού εκτε­λού­σαν Μπά­τση, Μπελογιάννη.
Μετά στον τοί­χο στή­σαν τον Πλουμπίδη.
Κι όπου το χέρι τους δεν μπό­ραε να φτάνει
της ύπνω­σης παί­ζα­νε πάντα το παιχνίδι

Μα πριν μπο­ρέ­σει ο λαός μας ν’ ανασάνει
τον βάλα­νε για εφτά στον γύψο χρόνια
πιστεύ­ο­ντας πως με τη μαύ­ρη κάνη
θα ΄χου­νε μπό­τα στο λαι­μό του αιώνια

Εκεί ήταν που με τα χέρια του σαν χρέος
σηκώ­θη­κε ο λαός από το χώμα
και γιό­μι­σε πλα­τεί­ες και λεωφόρους
στης λευ­τε­ριάς, στης ανθρω­πιάς το γιόμα.

Εργά­τες, νεο­λαί­οι, απλοί ανθρώποι
τους φοι­τη­τές επή­ραν στο κατόπι.
Απα­τε­ώ­νες, ψεύ­τες, δημοκόποι
σήμε­ρα πάλι περ­πα­τάν μαζί.

Αλλά, για πάντα το Πολυ­τε­χνείο ζει!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο