- Πατέρα, πες μου, αν θέλεις, τ΄ είναι ο γύψος;
γιατί πολλοί το λεν συχνά αυτές τις μέρες.
— Του ΕΑΤ-ΕΣΑ ο λοχίας ήταν, που ‘χε κι ύψος
με το πιστόλι στο ζωνάρι και τις σφαίρες.
- Λένε, μπαμπά, πως είναι μια άσπρη σκόνη
που σαν τη βρέξεις γρήγορα πετρώνει.
— Πέτρες πολλές κουβάλησε ο παππούς σου
μα συ, γιε μου, ξύπνιο να ‘χεις το νου σου.
Σε Μακρονήσι, Γιούρα κι Ικαριά
γυναίκες, νέοι, γέροι, ανθρώποι όλοι
απ’ το πρωί ως το βράδυ, δίχως σκόλη
με πέτρες χτίζαν νου και λευτεριά.
Αλλού εκτελούσαν Μπάτση, Μπελογιάννη.
Μετά στον τοίχο στήσαν τον Πλουμπίδη.
Κι όπου το χέρι τους δεν μπόραε να φτάνει
της ύπνωσης παίζανε πάντα το παιχνίδι
Μα πριν μπορέσει ο λαός μας ν’ ανασάνει
τον βάλανε για εφτά στον γύψο χρόνια
πιστεύοντας πως με τη μαύρη κάνη
θα ΄χουνε μπότα στο λαιμό του αιώνια
Εκεί ήταν που με τα χέρια του σαν χρέος
σηκώθηκε ο λαός από το χώμα
και γιόμισε πλατείες και λεωφόρους
στης λευτεριάς, στης ανθρωπιάς το γιόμα.
Εργάτες, νεολαίοι, απλοί ανθρώποι
τους φοιτητές επήραν στο κατόπι.
Απατεώνες, ψεύτες, δημοκόποι
σήμερα πάλι περπατάν μαζί.
Αλλά, για πάντα το Πολυτεχνείο ζει!