Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Μελάς: Οι τέσσερις εποχές

Ο Τάσος δεν είχε ποτέ του ακού­σει για τις «Τέσ­σε­ρεις Επο­χές», το κλασ­σι­κό μου­σι­κό αρι­στούρ­γη­μα του Βιβάλ­ντι. Η σχο­λι­κή του παι­δεία ήταν έτσι κι αλλιώς περιο­ρι­σμέ­νη, με το ζόρι είχε κατα­φέ­ρει να τελειώ­σει τις τρεις τάξεις του γυμνα­σί­ου. Κι απέ, σε μια νυχτε­ρι­νή σχο­λή μηχα­νι­κών βιο­μη­χα­νί­ας. Για λύκειο, ούτε λόγος. Το πρωί δου­λειά «βοη­θού» σ’ ένα μηχα­νουρ­γείο στη Δρα­πε­τσώ­να και το βρά­δυ στη σχολή.

Στα τέσ­σε­ρα χρό­νια φοί­τη­σης κατά­φε­ρε εκεί, προς το τέλος, να βγει απ’ τη μιζέ­ρια του «βοη­θού», γλυ­τώ­νο­ντας τις αγγα­ρεί­ες της φασί­νας και των θελη­μά­των των μαστό­ρων, τις καρ­πα­ζιές και το βρι­σί­δι του αφε­ντι­κού και να πάρει το πόστο του τορ­να­δό­ρου. Σ’ αυτά τα τέσ­σε­ρα χρό­νια, τα έξο­δα της φοί­τη­σης ήταν τόσα, που με το ζόρι του επέ­τρε­παν να επι­βιώ­νει με το πενι­χρό μερο­κά­μα­το του «βοη­θού». Ευτυ­χώς που η θεια του η Χρι­στί­να, άκλη­ρη αδελ­φή του μακα­ρί­τη του πατέ­ρα του και χήρα, είχε προ­θυ­μο­ποι­η­θεί να τον φιλο­ξε­νεί όσο διά­στη­μα θα κρα­τού­σε η σχο­λή, για­τί για νοί­κι ούτε λόγος. Με το μερο­κά­μα­το του βοη­θού θα ήταν αδύ­να­το να πλη­ρώ­νει και νοί­κι, ακό­μα και για ένα μικρό δωμάτιο.

Για τον Τάσο οι επο­χι­κές αλλα­γές συνο­ψί­ζο­νταν σε μερι­κές πολύ απλές έννοιες. Κρύο το χει­μώ­να, ζέστη το καλο­καί­ρι. Και βρο­χές τον Μάρ­τη, τον Απρί­λη, τον Οκτώ­βρη και τον Νοέμ­βρη. Για την ονο­μα­στι­κή του γιορ­τή, την Ανά­στα­ση, ήξε­ρε ότι αυτή θα ‘ταν μέσα στον Απρί­λη ή τον Μάη, ήταν δηλα­δή την άνοι­ξη. Έτσι κι αλλιώς με τα θρη­σκευ­τι­κά δεν τα πήγαι­νε πολύ καλά, ούτε στο δημο­τι­κό ούτε στο γυμνά­σιο. Κάτι είχε ακού­σει για «κινη­τές γιορ­τές», αλλά μέχρις εκεί. Η έννοια «κινη­τός» ήταν για τον Τάσο απλή· αντι­στοι­χού­σε με χει­ρο­πια­στά πράγ­μα­τα, όπως το λεω­φο­ρείο που πήγαι­νε στη δου­λειά και όλα τα αυτο­κί­νη­τα, ο ηλε­κτρι­κός και τα τρέ­να, τα βαπό­ρια, τα αερο­πλά­να. Από κοντά το σεπόρ­τι του τόρ­νου, που το κινού­σε με το βολάν του, η γερα­νο­γέ­φυ­ρα με τα παλά­γκα για τα βαριά πράγ­μα­τα στην ορο­φή του μηχα­νουρ­γεί­ου και άλλα τέτοια. Μέχρι και το κινη­τό του τηλέ­φω­νο, ένα παλιό Nokia, που με το ζόρι τον είχαν πεί­σει οι δικοί του να απο­κτή­σει, δεν κατα­λά­βαι­νε για­τί το ονό­μα­ζαν έτσι. Θα ‘θελε κι αυτό να είχε ρόδες ή κάτι ανά­λο­γο για να κατα­λα­βαί­νει για­τί το λέγαν «κινη­τό», αλλά είχε συμ­βι­βα­στεί με την ιδέα πως κινιό­ταν, επει­δή το κινού­σε ο ίδιος.

Όταν τέλειω­νε η άνοι­ξη, κανέ­να μπά­νιο στον Σαρω­νι­κό το καλο­καί­ρι. Τον χει­μώ­να καμιά ταβερ­νού­λα με κανέ­ναν συμ­μα­θη­τή του απ’ τη σχο­λή. Αυτά απο­τε­λού­σαν σπά­νιες και σχε­δόν απλη­σί­α­στες δια­σκε­δά­σεις. Η ζωή κυλού­σε μεροδούλι-μεροφάι.

Λίγο πριν τελειώ­σει τη σχο­λή, το αφε­ντι­κό τον κάλε­σε και τον ρώτη­σε αν μπο­ρού­σε να δου­λέ­ψει στον τόρ­νο και στις άλλες εργα­λειο­μη­χα­νές, σαν μάστο­ρας. Ο μαστρο-Νώντας, ο πιο παλιός τορ­να­δό­ρος και μάστο­ρας του μηχα­νουρ­γεί­ου είχε πατή­σει πια τα εξη­ντα­ε­φτά και θα έβγαι­νε στη σύντα­ξη πριν το καλο­καί­ρι του τελευ­ταί­ου έτους της σχο­λής του Τάσου. Ο Τάσος είπε το ναι και το αφε­ντι­κό τον ονό­μα­σε «μάστο­ρα», αφού στο μηχα­νουρ­γείο είχε ήδη προ­σλά­βει δυο ακό­μα παι­διά, όπως είχε κάνει με τον Τάσο στην αρχή. Του ξεκα­θά­ρι­σε όμως ότι το μερο­κά­μα­το θα παρα­μεί­νει το ίδιο μέχρι το τέλος του χρό­νου κι αν έχει μεί­νει ευχα­ρι­στη­μέ­νος, τότε θα του κάνει την αύξηση.

Το μηχα­νουρ­γείο ήταν μια αρκε­τά μεγά­λη και οργα­νω­μέ­νη μονά­δα, που ανα­λάμ­βα­νε δου­λειές επι­σκευών στα βαπό­ρια, όπως τ’ άλλα στη Ζώνη του Περά­μα­τος. Όσο διά­στη­μα δού­λευε ο Τάσος σ’ αυτό, ποτέ δε θυμό­ταν να είχε ανα­δου­λειές. Πάντα κάποιο ή κάποια βαπό­ρια θα ήταν στο πρό­γραμ­μα των εργα­σιών του. Τις περισ­σό­τε­ρες φορές μάλι­στα ήταν τέτοιος ο όγκος που ξεπερ­νού­σε τη δυνα­μι­κή του μηχα­νουρ­γεί­ου. Και τότε οι τεχνί­τες, τορ­να­δό­ροι, εφαρ­μο­στές, συγκολ­λη­τές και οι άλλες ειδι­κό­τη­τες δού­λευαν διπλά και τρι­πλά μερο­κά­μα­τα για να βγει η δου­λειά και να παρα­δί­νο­νται οι επι­σκευ­ές στην ώρα τους. Και όχι πάντα με επι­τυ­χία. Όλα αυτά τα χρό­νια, ο Τάσος θυμό­ταν έντο­να τους καυ­γά­δες του αφε­ντι­κού με το προ­σω­πι­κό του. Πάντα τα λεφτά που τους έδι­νε στο τέλος του δεκα­πεν­θή­με­ρου ήταν λει­ψά. Πότε οι υπε­ρω­ρί­ες θα ήταν λιγό­τε­ρες από αυτές που είχαν δου­λέ­ψει οι εργά­τες, πότε κάποιο από τα διπλά ή τα τρι­πλά μερο­κά­μα­τα θα έβγαι­νε έξω από τα υπο­λο­γι­σμέ­να. Και πάντα τους έδι­νε την υπό­σχε­ση ότι στο τέλος του μήνα θα τους ξοφλή­σει κανο­νι­κά και σχε­δόν πάντα λει­ψή έβγαι­νε και εκεί­νη η εξόφληση.

Τα τελευ­ταία χρό­νια, ο Τάσος είχε παρα­τη­ρή­σει ότι έξω από το μηχα­νουρ­γείο ή στην πρω­ι­νή λάν­τζα ερχό­ντου­σαν κάποιοι άλλοι μαστό­ροι, που ‘χαν μπό­λι­κη μου­τζού­ρα στα χέρια τους, σημά­δι της δου­λειάς των ανθρώ­πων της Ζώνης. Τού­τοι δω όμως, δεν ήταν σαν τους υπό­λοι­πους, τους πολ­λούς, που γνώ­ρι­ζε ο Τάσος. Ήταν γλυ­κο­μί­λη­τοι, υπο­μο­νε­τι­κοί με τους συνα­δέλ­φους τους, ταπει­νοί και πάνω από όλα πει­στι­κοί. Το αφε­ντι­κό δεν τους άφη­νε να μπουν μέσα και αυτά που έλε­γαν, τα έλε­γαν έξω από την πόρ­τα, πότε στο διά­λειμ­μα και πότε δυνα­τά, για να τ’ ακούν οι τεχνί­τες, που δού­λευαν μέσα. Μιλού­σαν για «δικαιώ­μα­τα», για «συνα­δέλ­φω­ση», για «κοι­νό συμ­φέ­ρον» και «κοι­νούς στό­χους» και για άλλα τέτοια περί­ερ­γα και μάλ­λον ακα­τα­λα­βί­στι­κα για τον Τάσο. Ωστό­σο, κατα­λά­βαι­νε ότι, όταν στην πλη­ρω­μή του δεκα­πεν­θή­με­ρου τσα­κω­νό­ντου­σαν οι μαστό­ροι με το αφε­ντι­κό, τα λόγια τού­των των περί­ερ­γων γινό­ντου­σαν το μονα­δι­κό αντι­κεί­με­νο συζή­τη­σης των αγα­να­χτι­σμέ­νων εργα­τών. Δεν είχε όμως το θάρ­ρος να τους πλη­σιά­σει και να τους ρωτή­σει ποιοι είναι, τι λένε και για­τί τους θυμό­ντου­σαν οι εργά­τες μόνο την ώρα της πληρωμής.

Τού­τη τη χρο­νιά, με το έμπα του καλο­και­ριού, κι ενώ πλη­σί­α­ζαν οι μέρες που θα έπαιρ­νε το απο­λυ­τή­ριο απ’ τη σχο­λή και θα έδι­νε και τις εξε­τά­σεις στο Υπουρ­γείο μαζί με τους μαθη­τές των άλλων σχο­λών, το μηχα­νουρ­γείο ανέ­λα­βε μια μεγά­λη δου­λειά. Ήταν δυο μεγά­λα τάν­κερς του ίδιου εφο­πλι­στή Νορ­βη­γι­κής εται­ρεί­ας, που είχαν αγκυ­ρο­βο­λή­σει στη ράδα της Ελευ­σί­νας και είχαν μπό­λι­κη δου­λειά, τόσο στα μηχα­νο­στά­σιά τους, όσο και στο υπό­λοι­πο σκάφος.

Η δου­λειά ξεκί­νη­σε στις αρχές του Ιού­νη. Κάθε πρωί, δυο μεγά­λες λάν­τζες γέμι­ζαν από τους τεχνί­τες του μηχα­νουρ­γεί­ου και τους πήγαι­ναν στα δυο βαπό­ρια, που ήταν αραγ­μέ­να κολ­λη­τά, το ένα δίπλα στ’ άλλο, πλευ­ρά με πλευ­ρά. Ο εργο­δη­γός, ο Τάκης, ένα παλ­λη­κά­ρι καμιά τρια­ντα­πε­ντα­ριά χρο­νών, μηχα­νι­κός του εμπο­ρι­κού ναυ­τι­κού, ήταν συζη­τή­σι­μος και κατα­δε­χτι­κός με όλους του τεχνί­τες που κου­μα­ντά­ρι­ζε. Προ­σπα­θού­σε να κρα­τά­ει τις ισορ­ρο­πί­ες ανά­με­σα στις ανά­γκες της δου­λειάς και στα προ­βλή­μα­τα που αντι­με­τώ­πι­ζαν οι εργά­τες, πράγ­μα όχι εύκο­λο και όχι πάντα κατορ­θω­τό. Ωστό­σο, σε κρί­σι­μες περι­πτώ­σεις έπαιρ­νε πάντα το μέρος των εργα­ζο­μέ­νων, μετα­φέ­ρο­ντας στο αφε­ντι­κό με πλά­γιο, αλλά πει­στι­κό τρό­πο τα αιτή­μα­τά τους, προσ­δο­κώ­ντας να γίνουν δεκτά και να μην αδι­κού­νται οι υφι­στά­με­νοί του. Ο ίδιος δού­λευε σκλη­ρά, βοη­θώ­ντας τους τεχνί­τες, πότε ανα­λαμ­βά­νο­ντας ο ίδιος εργα­σί­ες δύσκο­λες, εκεί που δεν τα κατά­φερ­ναν οι υφι­στά­με­νοι, πότε δίνο­ντας την καλύ­τε­ρη δυνα­τή λύση και τις σωστές οδη­γί­ες και πότε ανα­πέ­μπο­ντας στο μηχα­νουρ­γείο εργα­σί­ες, που ήταν αδύ­να­το να γίνουν πάνω στα βαπόρια.

Στα δυο μεγά­λα δεξα­με­νό­πλοια, η δου­λειά έτρε­χε σε καθη­με­ρι­νή βάση, επι­βα­ρυ­μέ­νη με τις αντι­ξο­ό­τη­τες που έχουν πάντα αυτού του είδους οι επι­σκευ­ές, ιδιαί­τε­ρα αν γίνο­νται στη ράδα. Ο Τάκης, όργω­νε τα μηχα­νο­στά­σια, τα κατα­στρώ­μα­τα και τα αμπά­ρια των δύο πλοί­ων, κυριο­λε­κτι­κά «με τα πόδια στην πλά­τη», πηδώ­ντας από βαπό­ρι σε βαπό­ρι και προ­σπα­θώ­ντας να ελέγ­χει τη ροή των επι­σκευών με τους τεχνί­τες του. Όλο και περισ­σό­τε­ρες δου­λειές «έφευ­γαν» από τα βαπό­ρια προς το μηχα­νουρ­γείο για επι­σκευή και πάλι πίσω. Αντλί­ες, επι­στό­μια και άλλα μηχα­νή­μα­τα, που «ξήλω­ναν» οι τεχνί­τες του Τάκη, φορ­τώ­νο­νταν στις λάν­τζες, γραμ­μή για το μηχα­νουρ­γείο. Εκεί, ξεμο­ντά­ρι­σμα, επι­σκευή, μοντά­ρι­σμα και ξανά πάλι πίσω στο βαπό­ρι, για να τοπο­θε­τη­θούν στη θέση τους.

Στον Τάσο, ο Τάκης είχε στεί­λει αρκε­τές φορές κάποιες σαν αυτές. Και πάντα ο Τάσος τον έβγα­ζε ασπρο­πρό­σω­πο. Πότε κάποιος άξο­νας, πότε κάποιο στρο­φείο, κανέ­να βάκτρο, όλα τα χει­ρι­ζό­ταν με μαε­στρία και με μπό­λι­κη μαστο­ριά ο Τάσος, πότε στον τόρ­νο και πότε σε κάποια άλλη εργα­λειο­μη­χα­νή. Ήταν ένας μεγά­λος όγκος εργα­σιών, που του ανα­τέ­θη­κε. Ο Τάσος στην αρχή αισθάν­θη­κε να τον κυριεύ­ει ένα συναί­σθη­μα ανα­σφά­λειας για το αν θα τα κατά­φερ­νε, αλλά ο εγω­ι­σμός του δεν τον άφη­σε να το εκδη­λώ­σει. Όταν τον ρώτη­σε το αφε­ντι­κό αν θα τα κατα­φέ­ρει, κατέ­νευ­σε και απο­φά­σι­σε ότι, ή θα «κολυ­μπή­σει στα βαθιά» και θα πετύ­χει, ή θα αρνη­θεί και θα πάρει «την άγου­σα» από τη δου­λειά. Από την άλλη, κατα­λά­βαι­νε ότι το έργο των επι­σκευών που είχε ανα­λά­βει το μηχα­νουρ­γείο ήταν πολύ μεγά­λο και ότι στο τέλος τα κέρ­δη για την επι­χεί­ρη­ση θα ήταν πολ­λά. Σκέ­φτη­κε μάλι­στα πως, δεν μπο­ρεί, με τέτοια κέρ­δη οι εργά­τες θα αμει­φθούν καλά στο τέλος. Το αφε­ντι­κό που παρα­κο­λου­θού­σε αυτό το πάρε-δώσε ανά­με­σα στην ομά­δα του Τάκη και στους μαστό­ρους του μηχα­νουρ­γεί­ου, γελού­σε κάτω απ’ τα μου­στά­κια του με τις επι­τυ­χί­ες. Έκρυ­βε όμως την ικα­νο­ποί­η­σή του και στους εργα­ζό­με­νους φερό­ταν πάντα σκλη­ρά και με αυστη­ρό­τη­τα, «για να μην παίρ­νουν και πολύ θάρ­ρος και σηκώ­νουν και κεφάλι».

Μια από τις σοβα­ρό­τε­ρες δου­λειές ήταν να επι­σκευα­στεί μια μεγά­λη αντλία φορ­τί­ου, που είχε πάθει μεγά­λη ζημιά στο στρο­φείο της και στο κέλυ­φος του σώμα­τος. Ήταν μια επι­σκευή που απαι­τού­σε προ­σε­κτι­κές μετρή­σεις πριν την πραγ­μα­το­ποί­η­σή της, δου­λειά στον μεγά­λο τόρ­νο του μηχα­νουρ­γεί­ου, δου­λειά στην πλά­νη και δου­λειά στο μπό­ρινγκ, σε συν­δυα­σμό με εργα­σί­ες συγκόλ­λη­σης. Η αντλία ξηλώ­θη­κε από τη θέση της στο αντλιο­στά­σιο και μετά από επί­πο­νη και πολύ­ω­ρη εργα­σία οι τεχνί­τες και οι μανου­βρα­δό­ροι την ανέ­βα­σαν στο κατά­στρω­μα και τη φόρ­τω­σαν σε μια μεγά­λη λάν­τζα για να κατα­λή­ξει στο μηχα­νουρ­γείο. Εκεί την ανά­λα­βε ο Τάσος, που στο μετα­ξύ είχε πάρει την πρω­το­βου­λία να φτιά­ξει μια μικρή ομά­δα με δυο βοη­θούς. Οι εφαρ­μο­στές την ξεμο­ντά­ρι­σαν, εκτι­μή­θη­κε η ζημιά και έγι­ναν οι απαι­τού­με­νες επι­σκευα­στι­κές εργα­σί­ες, στις οποί­ες ο Τάσος είχε πρω­τεύ­ο­ντα ρόλο. Βάφτη­κε κιό­λας εξω­τε­ρι­κά και έμοια­ζε με και­νούρ­για, όταν παρα­δό­θη­κε στο βαπόρι.

Εκεί­νη την περί­ο­δο, στη Ζώνη είχαν εμφα­νι­στεί κάποιοι «νεο­φερ­μέ­νοι», που παρου­σιά­ζο­νταν σαν εργά­τες, τεχνί­τες της Ζώνης. Όμως, τα χέρια τους δεν έμοια­ζαν με τα χέρια των άλλων εργα­τών. Ήταν χέρια καλο­ζω­ι­σμέ­νων και καλο­θρεμ­μέ­νων ανθρώ­πων, όχι χέρια μουν­τζου­ρω­μέ­να και τρα­χιά από τη σκλη­ρή δου­λειά, όπως των άλλων. Ο λόγος τους ήταν περί­ερ­γος και μιλού­σαν για «κάποιους που διώ­χνουν τα βαπό­ρια στην Τουρ­κία» και «ζητά­νε πολ­λά από τα αφε­ντι­κά, που τα φέρ­νουν δύσκο­λα». Οι εργά­τες του Τάκη είχαν έλθει μερι­κές φορές σε αντι­πα­ρά­θε­ση μαζί τους, λίγο πριν μπουν στην πρω­ι­νή λάν­τζα, αλλά ο χρό­νος ανα­μο­νής ήταν μικρός για να επε­κτα­θεί η συζήτηση.

Οι ίδιοι, κάποια στιγ­μή, ήλθαν και στο μηχα­νουρ­γείο. Το αφε­ντι­κό τους δέχτη­κε αμέ­σως και σε αντί­θε­ση με τους προη­γού­με­νους, τους γλυ­κο­μί­λη­τους, τους άφη­σε να μπουν μέσα και να μιλή­σουν με τους εργά­τες. Κάποιος απ’ αυτούς, ένας φου­σκω­μέ­νος και μπρα­τσα­ράς τύπος, που φαι­νό­ταν να συμπε­ρι­φέ­ρε­ται σαν επι­κε­φα­λής, τους μίλη­σε για τις ανά­γκες του αφε­ντι­κού, για τα μεγά­λα μερο­κά­μα­τα που έπαιρ­ναν και δεν «βγαί­νει» το αφε­ντι­κό και για κάποιους άλλους, που – όπως έλε­γε – με τη συμπε­ρι­φο­ρά τους διώ­χνουν τα βαπό­ρια από τη Ζώνη. Στο τέλος, τους ζήτη­σε να γρα­φτούν στο δικό τους το «Σωμα­τείο», που ήταν μόνο για Έλλη­νες και που θα τους δια­σφά­λι­ζε δου­λειά, ακό­μα κι αν τα αφε­ντι­κά στη Ζώνη είχαν ανα­δου­λειές. Μα πάνω απ’ όλα, όπως τους είπε, έτσι θα κατα­φέ­ρουν να διώ­ξουν από τη Ζώνη τους άλλους, τους «κακούς», που τους ονό­μα­σε κιό­λας με τη λέξη «εαμο­βούλ­γα­ρους» και «λακέ­δες του ΠΑΜΕ».

Ο Τάσος άκου­γε έκπλη­κτος. Δεν φαντα­ζό­ταν ότι ανά­με­σα στους συνα­δέλ­φους του μεταλ­λερ­γά­τες της Ζώνης, θα υπήρ­χαν τέτοιοι τύποι. Ωστό­σο, δια­τή­ρη­σε την επι­φύ­λα­ξη αυτή για τον εαυ­τό του και δεν εκφρά­στη­κε ανοι­χτά, ούτε υπέρ, ούτε κατά των νεο­φερ­μέ­νων. Στο πίσω μέρος του μυα­λού του γυρό­φερ­νε η ιδέα για την πιθα­νό­τη­τα να υπάρ­ξουν ανα­δου­λειές, να διώ­ξει εργά­τες το αφε­ντι­κό και να είναι κι αυτός μέσα σ’ αυτούς. Και τον γέμι­ζε τρό­μο. Πως θα κατά­φερ­νε να τελειώ­σει τη Σχο­λή και να ζήσει δίπλα στη θεια του τη Χρι­στί­να, αν δεν είχε εξα­σφα­λι­σμέ­νο έστω και αυτό το μικρό μερο­κά­μα­το; Μπας και έπρε­πε να πάει να γρα­φτεί στο και­νούρ­γιο «Σωμα­τείο», που θα του εξα­σφά­λι­ζε δουλειά;

Μ’ αυτά και μ’ αυτά στο νου, ξανα­γύ­ρι­σε στο πόστο του και συνέ­χι­σε τη δου­λειά του. Στο τέλος της μέρας, έγρα­ψε στο μπλο­κά­κι του την υπε­ρω­ρία της ημέ­ρας και γύρι­σε σπί­τι, τσα­κι­σμέ­νος από την κού­ρα­ση. Είπε μια ξέπνοη καλη­σπέ­ρα στη θεία του, έφα­γε το λιτό αλλά νόστι­μο μπριά­μι της, την ευχα­ρί­στη­σε και έπε­σε για ύπνο. Όταν ξύπνη­σε το επό­με­νο πρωί, συνει­δη­το­ποί­η­σε ότι ο μήνας έφτα­σε στο τέλος του. Πηγαί­νο­ντας με το λεω­φο­ρείο στη δου­λειά, έβγα­λε το μπλο­κά­κι από την τσέ­πη και έκα­νε έναν πρό­χει­ρο υπο­λο­γι­σμό των υπε­ρω­ριών του μήνα. Έβγαι­ναν κάπου 50 ώρες, που έπρε­πε να του απο­φέ­ρουν ένα έξτρα ποσό, σημα­ντι­κό για να ενι­σχύ­σει το μικρό του μηνιά­τι­κο. Μάλι­στα, είχε απο­φα­σί­σει να μιλή­σει στο αφε­ντι­κό και να του ζητή­σει από τον επό­με­νο μήνα να τον πλη­ρώ­νει κανο­νι­κά σαν μάστο­ρα. Σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση — σκε­φτό­ταν — είχε απο­δεί­ξει με το παρα­πά­νω τις ικα­νό­τη­τές του στη δου­λειά, βγά­ζο­ντας πέρα πολύ δύσκο­λες και περί­πλο­κες εργα­σί­ες επι­σκευών, από τις οποί­ες ήξε­ρε ότι το αφε­ντι­κό θα κονό­μα­γε αρκε­τό χρήμα.

Μπαί­νο­ντας στο μηχα­νουρ­γείο, από ένα μεγά­φω­νο, σε κάποιο διπλα­νό κτή­ριο, ακου­γό­ταν η φωνή του Νταλάρα:
Από βρα­δίς το Στράτο
τον πιά­σαν δυο καλοί
του λεν στο συνδικάτο
να πάει να γραφτεί

Πάρ’ το από­φα­ση βρε Στράτο
να γρα­φτείς στο συνδικάτο .…

Η μέρα κύλη­σε όπως και οι προη­γού­με­νες, με έντα­ση στη δου­λειά, με φωνές του αφε­ντι­κού να κάνουν γρή­γο­ρα, για­τί η ομά­δα του Τάκη περι­μέ­νει και με την συνη­θι­σμέ­νη επω­δό του: «Άχρη­στοι, τζά­μπα σας πλη­ρώ­νω όλους εδώ μέσα! Κου­νη­θεί­τε». Στο τέλος της μέρας, έκα­τσε κι αυτός στην ουρά, έξω από το γρα­φείο του αφε­ντι­κού, περι­μέ­νο­ντας να πλη­ρω­θεί το μηνιά­τι­κο. Όταν μπή­κε μέσα, το αφε­ντι­κό είχε έτοι­μη την πλη­ρω­μή μπρο­στά του, δίπλα στο τεφτέ­ρι του, που έγρα­φε τα μερο­κά­μα­τα και τις υπε­ρω­ρί­ες των εργα­τών. Τα λεφτά που πήρε ο Τάσος, του φάνη­καν λίγα.
— Να τα μετρή­σω; ρώτη­σε το αφεντικό.
— Ε, ναι. Μέτρα τα, του είπε
Ο Τάσος τα μέτρη­σε και είδε ότι ήταν λει­ψά. Μαζί με τα μερο­κά­μα­τα και τις υπε­ρω­ρί­ες υπο­λό­γι­ζε σε ένα ποσό, που δεν το είχε στα χέρια του.
— Αφε­ντι­κό, είπε, έχω και κάτι υπε­ρω­ρί­ες κάνει. Τις υπολογίσατε;
— Και βέβαια. Σου έχω πλη­ρώ­σει τις 20 ώρες, είναι μέσα στην πλη­ρω­μή σου. Για­τί; Τα βρί­σκεις λειψά;
— Αφε­ντι­κό, έχω κάνει 50 ώρες αυτόν το μήνα, όχι 20. Τις έχω…..
— Τι;;;; Θα μου πεις τώρα ότι σου έχω κόψει και τις ώρες;
— Μα, αφε­ντι­κό …να τις έχω γραμ­μέ­νες όλες, μία προς μία, στο μπλο­κά­κι μου. Εγώ δεν …
— Από που κι ως που 50 ώρες, ρε Τάσο; Μπας και υπο­λό­γι­ζες κι εκεί­νες που δού­λευ­ες στην Cargo (η αντλία φορ­τί­ου), που μας έστει­λε ο Τάκης;
— Μα, αφε­ντι­κό, κι αυτές υπε­ρω­ρί­ες ήταν, τις δού­λε­ψα. Που …
— Τι λες, ρε Τάσο; Η Cargo που μας στεί­λα­νε ήταν έξω από το πρό­γραμ­μα και έδω­σα μικρή προ­σφο­ρά για να πάρου­με τη δου­λειά, αλλιώς θα την έπαιρ­νε άλλος και μετά θα μας πέτα­γαν έξω απ’ τα βαπό­ρια, από όλες τις δου­λειές. Δεν γίνε­ται να πλη­ρώ­σω υπε­ρω­ρί­ες γι’ αυτήν, ξέχνα το. Δεν άκου­σες χτες τα παι­διά του και­νούρ­γιου σωμα­τεί­ου που εξη­γού­σα­νε για­τί δε βγαί­νουν τα μηχα­νουρ­γεία; Να πας να γρα­φτείς, στο συστή­νω. Τώρα που είσαι νέος ακό­μα και έχεις πολ­λά να μάθεις. Άντε, πήγαι­νε και σε καλή μεριά.
— Μα αφε­ντι­κό, έχω και κάτι άλλο που θέλω να σας πω. Να, τώρα που …
— Τι άλλο, δηλαδή;
— Να, τώρα που έχω, δηλα­δή έχου­με κατα­φέ­ρει να βγά­λου­με τόσες δύσκο­λες δου­λειές και μου έχεις εμπι­στευ­τεί και τη θέση του μάστο­ρα, δεν θα ‘πρε­πε να συζη­τή­σου­με λίγο και την αύξη­ση του μερο­κά­μα­τού μου; Και υπό­σχο­μαι ότι …
— Ρε Τάσο, πάλι τα ίδια; Δεν τα ‘χου­με συζη­τή­σει αυτά; Δεν είπα­με ότι το μερο­κά­μα­το του μάστο­ρα θα το πάρεις στο τέλος του χρό­νου, αν βέβαια έχεις τελειώ­σει τη Σχο­λή και έχεις πάρει το πτυ­χίο σου.
— Μα, αφε­ντι­κό, εγώ …
— Τίπο­τα, μη συνε­χί­ζεις, ξέχνα το. Μόνο πήγαι­νε να γρα­φτείς στο και­νούρ­γιο σωμα­τείο που είπα­με. Άντε, στο καλό τώρα, περι­μέ­νουν κι άλλοι να πληρωθούν.

Ο Τάσος βγή­κε από το γρα­φείο ζεμα­τι­σμέ­νος. Εκεί που περί­με­νε αύξη­ση του μερο­κά­μα­του, του βγή­κε λει­ψό και το μηνιά­τι­κο, στο τέλος. Γύρι­σε σπί­τι κι όλη νύχτα σκε­φτό­ταν τι να κάνει. Στο μυα­λό του κλω­θο­γύ­ρι­ζε η κου­βέ­ντα του αφε­ντι­κού να πάει να γρα­φτεί στο και­νούρ­γιο σωμα­τείο. Λες να ήταν αυτή η λύση; Άλλω­στε – σκέ­φτη­κε – σωμα­τείο είναι, άμα τους έλε­γε την αδι­κία, δεν μπο­ρεί, με κάποιον τρό­πο θα επε­νέ­βαι­ναν, θα μιλού­σαν στο αφε­ντι­κό που τους εμπι­στευό­ταν κιό­λας, ή κάποιον τρό­πο θα εύρι­σκαν. Το σκέ­φτη­κε από δω, το σκέ­φτη­κε από κει, βρή­κε την ιδέα καλή. Την επό­με­νη, μόλις σχό­λα­σε, άρχι­σε να ρωτά­ει στη Ζώνη τους εργά­τες που βρί­σκε­ται το νέο σωμα­τείο. Πολ­λοί τον κοί­τα­γαν περί­ερ­γα, αλλά δεν του απαντούσαν.

Ένας παλιός του είπε: «Για τους Χρυ­σαυ­γί­τες ρωτάς;». Ο Τάσος δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό. «Δεν ξέρω» του είπε. «Γι’ αυτούς ρωτάς, είμαι σίγου­ρος», του απά­ντη­σε ο παλιός. «Τι τους θέλεις;» τον ρώτη­σε. «Δεν ξέρω ακό­μα, να λέω να πάω να τους βρω και να γρα­φτώ. Χτες το αφε­ντι­κό μου αφαί­ρε­σε τις υπε­ρω­ρί­ες μου και σκέ­φτη­κα μπας και με βοη­θή­σουν», συμπλή­ρω­σε. Ο παλιός τον κοί­τα­ξε εξε­τα­στι­κά, από πάνω ως κάτω. Κατά­λα­βε ότι ο νεα­ρός δεν είχε ιδέα με ποιους είχε να κάνει. «Λοι­πόν, το σωμα­τείο τους το έχουν στο (και του είπε το μέρος). Να πας να γρα­φτείς και μετά να μου πεις αν σε βοή­θη­σαν και με ποιον τρό­πο. Εδώ γύρω θα με βρεις, μετά τη δου­λειά, σε κανέ­να καφε­νείο ή κανέ­να σαντου­ϊ­τσά­δι­κο θα είμαι. Άντε, πήγαι­νε και σε περι­μέ­νω από μεθαύ­ριο και μετά να τα συζη­τή­σου­με», του είπε κι έφυ­γε, απο­χαι­ρε­τώ­ντας τον.

Ο Τάσος έβα­λε αμέ­σως πλώ­ρη για το και­νούρ­γιο «σωμα­τείο». Κοντά ήταν, σε ένα τέταρ­το χτυ­πού­σε την πόρ­τα του. Μπή­κε και βρή­κε τρία τέσ­σε­ρα άτο­μα μέσα. Ανα­γνώ­ρι­σε ανά­με­σά τους τον φου­σκω­μέ­νο, που είχε έλθει στο μηχα­νουρ­γείο. Το ρώτη­σαν τι θέλει και τους είπε ότι ήλθε να γρα­φτεί. Του σύστη­σαν τον φου­σκω­μέ­νο ως «πρό­ε­δρο» και τον ρώτη­σαν που δου­λεύ­ει και τι δου­λειά κάνει. Τους είπε το μηχα­νουρ­γείο του και ότι ήταν τορ­να­δό­ρος. Τον ρώτη­σαν αν είναι βοη­θός ή μάστο­ρας. Τους εξή­γη­σε την ερμα­φρό­δι­τη κατά­στα­ση που βρι­σκό­ταν. Τότε, ο «πρό­ε­δρος» του σύστη­σε να κάνει υπο­μο­νή, να μην έχει απαι­τή­σεις από το αφε­ντι­κό, για­τί είναι «καλό αφε­ντι­κό» και κρα­τά­ει τις υπο­σχέ­σεις του. Ο Τάσος τον άκου­σε προ­σε­κτι­κά και κατέ­νευ­σε σιω­πη­ρά. Μετά του έδω­σαν ένα απλό έντυ­πο, το συμπλή­ρω­σε, υπό­γρα­ψε και τους το έδω­σε. Του είπαν ότι από εκεί­νη τη στιγ­μή και μετά είναι μέλος του σωματείου.

Τότε ο Τάσος τους είπε και για τις κομ­μέ­νες υπε­ρω­ρί­ες. Τους ζήτη­σε να τον βοη­θή­σουν, να μιλή­σουν στο αφε­ντι­κό, για να του τις πλη­ρώ­σει. Τον κοί­τα­ξαν περί­ερ­γα και ο «πρό­ε­δρος» του είπε ότι θα μερι­μνή­σουν. Τους χαι­ρέ­τι­σε κι έφυ­γε. Ήταν ήδη Παρα­σκευή βρά­δυ και ήξε­ρε ότι τού­το το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο δεν είχε δου­λειά, θα ξεκου­ρα­ζό­ταν επι­τέ­λους μετά από ένα μήνα συνε­χούς και επί­πο­νης δου­λειάς. Το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο πέρα­σε ήσυ­χα, πήγε κι έκα­νε ένα μπά­νιο στη Βου­λιαγ­μέ­νη μαζί με τους κολ­λη­τούς του απ’ τη Σχο­λή, φάγα­νε και παγω­τό και το βρά­δυ είδε και το ματς στη τηλε­ό­ρα­ση του καφε­νεί­ου της γειτονιάς.

Τη Δευ­τέ­ρα, από το πρωί ο επερ­χό­με­νος καύ­σω­νας είχε αρχί­σει να δεί­χνει τα δόντια του. Στο λεω­φο­ρείο, μέχρι να φτά­σει στο Πέρα­μα, είχε χύσει δυο ποτά­μια ιδρώ­τα. «Μπή­κε το καλο­καί­ρι για τα καλά», σκέ­φτη­κε. Μπαί­νο­ντας στο μηχα­νουρ­γείο, πήγε κατευ­θεί­αν ν’ αλλά­ξει και μετά στο πόστο του, στον μεγά­λο τόρ­νο. Είχε πάνω στο σεπόρ­τι του τον άξο­να από την κύρια αντλία κυκλο­φο­ρί­ας του ενός τάν­κερ, που τον είχαν «γεμί­σει» οι συγκολ­λη­τές στην περιο­χή της τσι­μού­χας και έπρε­πε να τελειώ­σει το τορ­νί­ρι­σμα που είχε αρχί­σει την Παρα­σκευή. Το αφε­ντι­κό βγή­κε κάποια στιγ­μή από το γρα­φείο, πέρα­σε από κοντά του, τον παρα­τή­ρη­σε με ένα περί­ερ­γο βλέμ­μα και έφυ­γε αμί­λη­τος, πηγαί­νο­ντας σε άλλο πόστο. Ο Τάσος δεν έδω­σε σημα­σία, συνέ­χι­σε τη δου­λειά λου­σμέ­νος κυριο­λε­κτι­κά στον ιδρώ­τα από τη ζέστη και το από­γευ­μα ο άξο­νας ήταν έτοι­μος. Τον κατέ­βα­σε από τον τόρ­νο, τον τύλι­ξε προ­σε­κτι­κά με χοντρό χαρ­τό­νι και τον έβα­λε σε ένα πρό­χει­ρο μακρύ ξύλι­νο κιβώ­τιο, έτοι­μο να πάει στο βαπό­ρι. Το αφε­ντι­κό παρα­κο­λου­θού­σε από μακριά όλη τη δια­δι­κα­σία. Όταν ο άξο­νας τοπο­θε­τή­θη­κε πάνω στην παλέ­τα, έγνε­ψε στο Τάσο ότι τον θέλει και μπή­κε στο γρα­φείο του.

Ο Τάσος, καταϊ­δρω­μέ­νος πήγε στο γρα­φείο, χτύ­πη­σε ελα­φρά την πόρ­τα και μπή­κε μέσα. Ένα αίσθη­μα ανα­κού­φι­σης τον κυρί­ε­ψε, όταν τον χτύ­πη­σε η δρο­σε­ρή αύρα του αιρ κοντί­σιον. Στά­θη­κε μπρο­στά στο γρα­φείο του αφε­ντι­κού και περί­με­νε να του απευ­θύ­νει τον λόγο. Αυτός, με το κεφά­λι σκυ­φτό, έκα­νε τάχα πως τακτο­ποιού­σε κάτι χαρ­τιά πάνω στο γρα­φείο του. Όταν τελεί­ω­σε, σήκω­σε το βλέμ­μα του και ατέ­νι­σε τον Τάσο κατά­μα­τα. Έμει­νε να το κοι­τά­ει για κάμπο­σα δευ­τε­ρό­λε­πτα αμί­λη­τος και αυστη­ρός. Μετά τον ρώτησε:
— Πήγες την Παρα­σκευή στο και­νούρ­γιο σωματείο;
— Μάλι­στα, απά­ντη­σε ο Τάσος.
— Και τι τους είπες;
— Πήγα να γρα­φτώ, όπως μου είπατε.
— Ναι, αλλά τι τους είπες;
— Να, ότι δου­λεύω εδώ σαν μάστο­ρας, αλλά ότι ακό­μα παίρ­νω το μερο­κά­μα­το του βοηθού.
— Αυτοί τι σου είπαν;
— Να περι­μέ­νω, και ότι το αφε­ντι­κό, δηλα­δή εσείς, είστε καλό αφε­ντι­κό και ότι δεν θα ξεχά­σε­τε την υπό­σχε­σή σας.
— Α, μάλι­στα. Κι εσύ τι είπες;
— Τίποτα.
— Πως τίπο­τα; Δεν είπες κάτι άλλο;
— Όχι, αφε­ντι­κό, δεν είπα. Κατά­λα­βα ότι έχουν δίκιο κι ότι πρέ­πει να περιμένω.
— Δεν τους είπες τίπο­τα για υπερωρίες;

Ο Τάσος δαγκώ­θη­κε. Μετά σκέ­φτη­κε μήπως το «σωμα­τείο» ζήτη­σε να του πλη­ρώ­σει το αφε­ντι­κό τις υπε­ρω­ρί­ες. Σκέ­φτη­κε ότι αν το είχε ζητή­σει, δεν θα μπο­ρού­σε να κρυ­φτεί. Απο­φά­σι­σε να πει την αλή­θεια, έστω και με ευγε­νι­κό και απο­λο­γη­τι­κό τρόπο.
— Αφε­ντι­κό, εγώ απλά τους είπα ότι είχα σημειω­μέ­νες κάποιες υπε­ρω­ρί­ες στο μπλο­κά­κι μου και ότι εσείς είχα­τε δια­φο­ρε­τι­κές σημειώ­σεις. Αλλά δεν το έκα­να και θέμα. Άλλω­στε μου εξη­γή­σα­τε τους λόγους που δεν τις υπολογίσατε.
— Να σε πλη­ρο­φο­ρή­σω λοι­πόν, ότι το σωμα­τείο δεν ήλθε να μου ζητή­σει να στις πλη­ρώ­σω. Αντί­θε­τα, με προει­δο­ποί­η­σε ότι μπο­ρεί και να είσαι ανα­τρε­πτι­κό στοι­χείο και με συμ­βού­λε­ψε να σκε­φτώ σοβα­ρά αν πρέ­πει να σε κρα­τή­σω στη δου­λειά ή όχι …
— !!!! .… (Ο Τάσος κοι­τού­σε έκπλη­κτος το αφε­ντι­κό του).
— …λοι­πόν, συνέ­χι­σε αυτός, σκέ­φτη­κα πολύ σοβα­ρά τη συμ­βου­λή τους και απο­φά­σι­σα να σε στα­μα­τή­σω. Εδώ έχω τα δυο μερο­κά­μα­τα που δού­λε­ψες και την απο­ζη­μί­ω­σή σου, που είναι άλλα τρία μερο­κά­μα­τα, για­τί ήσουν βοη­θός. Πάρ­τα, και άντε στο καλό, του είπε και σηκώ­θη­κε από το γρα­φείο, δεί­χνο­ντάς του την πόρτα.

Ο Τάσος άπλω­σε το χέρι του, πήρε τα λίγα χρή­μα­τα που του έδι­νε και βγή­κε αμί­λη­τος από το γρα­φείο. Στη δια­δρο­μή μέχρι τον μικρό χώρο που φύλα­γαν οι εργά­τες τα ρού­χα τους, όταν άλλα­ζαν για τη δου­λειά, οι υπό­λοι­ποι συνά­δελ­φοι τον κοι­τού­σαν με ερω­τη­μα­τι­κό τρό­πο. Ο Τάσος δεν μίλη­σε, αλλά ο συνά­δελ­φός του ο Αρτέ­μης, ο συγκολ­λη­τής τον ρώτη­σε τι συνέ­βη. «Με από­λυ­σε», του είπε ο Τάσος ξερά και συνέ­χι­σε μέχρι τα «απο­δυ­τή­ρια». Έπλυ­νε πρό­χει­ρα τα χέρια του από την πολ­λή μουν­τζού­ρα, άλλα­ξε βια­στι­κά και βγή­κε από το μηχανουργείο.

Στην αρχή προ­χω­ρού­σε άλα­λος και χαμέ­νος, χωρίς στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να ξέρει που πηγαί­νει. Λίγα λεπτά αργό­τε­ρα, όταν συνήλ­θε κάπως, τα βήμα­τά του τον έφε­ραν στο σημείο που μιλού­σε με τον παλιό συνά­δελ­φο. Σκέ­φτη­κε ότι δεν τον είχε ούτε το όνο­μά του. Και τώρα πως θα τον έβρι­σκε; Παρα­κα­λού­σε να τον πετύ­χει σε κάποιο από τα στέ­κια που του είχε πει. Αλή­θεια, τι θα του ΄λεγε; Τον πόνο του; Και πως θα δικαιο­λο­γού­σε τη μέχρι σήμε­ρα παθη­τι­κή του στά­ση; Μ’ αυτές τις σκέ­ψεις στο μυα­λό, προ­χω­ρού­σε χωρίς σχε­δόν να βλέ­πει μπρο­στά του. Μέχρι που σκου­ντού­φλη­σε πάνω σ’ έναν περα­στι­κό. Σήκω­σε το κεφά­λι του να ζητή­σει συγ­γνώ­μη και με έκπλη­ξή του είδε μπρο­στά του τον άγνω­στο «παλιό».

Αυτός, τον ανα­γνώ­ρι­σε αμέσως.
— Που πας; του είπε
— Α, καλη­σπέ­ρα. Εσέ­να έψα­χνα να βρω! Τυχε­ρός είμαι.
— Ε, με βρή­κες. Τι χαμπάρια;
— Δεν είπα­με να έλθω να σε βρω, μετά το σωματείο;
— Ε, ναι. Τι έκα­νες; Πήγες; Γράφτηκες;
— Ναι. Αλλά δεν έχω καλά νέα.
— Άστα. Πάμε να συζη­τή­σου­με κάπου ήσυ­χα, όχι μες τη μέση του δρό­μου. Είσαι;
— Πάμε.

Προ­χώ­ρη­σαν λίγο, και στα­θή­κα­νε σ’ ένα καφε­νε­δά­κι, λίγο πιο πέρα από την είσο­δο για τις λάν­τζες, σ’ έναν παρά­δρο­μο της Λεω­φό­ρου Δημο­κρα­τί­ας. Μπή­κα­νε μέσα, διά­λε­ξαν ένα από­με­ρο τρα­πε­ζά­κι και παράγ­γει­λαν ούζο με μεζέ. Ο «παλιός» άνοι­ξε πρώ­τος την κουβέντα:
— Για λέγε, λοι­πόν. Πήγες; Τους βρή­κες; Γρά­φτη­κες; Τι σου ‘πανε;
— Για αρχή, πες μου τ’ όνο­μά σου, σε παρα­κα­λώ. Εμέ­να με λένε Τάσο.
— Δημο­σθέ­νης. Οι φίλοι με φωνά­ζου­νε Δήμο. Κι αυτοί που γνω­ρί­ζου­νε από παλιά, με φωνά­ζου­νε μαστρο-Δήμο. Δου­λεύω 36 χρό­νια στη Ζώνη. Έχω περά­σει από τα περισ­σό­τε­ρα μηχα­νουρ­γεία κι έχω κάνει σχε­δόν όλες τις δου­λειές, εφαρ­μο­στής, τορ­να­δό­ρος, συγκολ­λη­τής, μανου­βρα­δό­ρος, καζαν­τζής και άλλα. Μέχρι και στην αμμο­βο­λή έχω δου­λέ­ψει για λίγο, αλλά αρρώ­στη­σα και μετά δε με σήκω­νε το κλί­μα, η δου­λειά είναι βαριά και ανθυ­γιει­νή, θα πέθαι­να αν συνέ­χι­ζα. Τώρα δου­λεύω στα βαπό­ρια, κανέ­να μερο­κά­μα­το που και που, εφαρ­μο­στής και μανου­βρα­δό­ρος. Εσύ που δου­λεύ­εις. Νεα­ρός είσαι ακό­μα, βλέ­πω. Σπουδάζεις;
— Τελειώ­νω τη Σχο­λή μηχα­νι­κών βιομηχανίας.
— Α, μάλι­στα. Και που δουλεύεις;
— Στου «Χ» το μηχα­νουρ­γείο. Τορ­να­δό­ρος, αλλά δου­λεύω και τις άλλες εργαλειομηχανές.
— Α, μεγά­λο μηχα­νουρ­γείο. Εμείς οι τορ­να­δό­ροι, να ξέρεις, έτσι είμα­στε. Όποιος μαθαί­νει τον τόρ­νο, μπο­ρεί να δου­λέ­ψει και τα άλλα μηχα­νή­μα­τα. Δου­λειές έχει;
— Έχει. Τελευ­ταία, έχει πάρει δυο βαπό­ρια, δυο μεγά­λα τάν­κερς στη ράδα της Ελευσίνας.
— Ποια, τα Νορβηγέζικα;
— Ναι.
— Πρέ­πει να έχουν πολ­λή δου­λειά αυτά. Θα τα κονο­μή­σει το αφε­ντι­κό σου.
— Έχουν.
— Λοιπόν;
— Τι λοιπόν;
— Με το «σωμα­τείο» των Χρυ­σαυ­γι­τών. Τι έκανες;
— Πήγα, γρά­φτη­κα, τους είπα για τις υπε­ρω­ρί­ες, είπαν ότι θα βοη­θή­σουν. Και μετά πήγαν και με κάρ­φω­σαν στο αφε­ντι­κό. Είπαν μάλι­στα πως είμαι — να δεις πως το είπαν — «ανα­τρε­πτι­κό στοι­χείο» και του ζήτη­σαν να με διώξει.
— Κι αυτός τι έκανε;
— Μ’ έδιω­ξε. Μου πλή­ρω­σε τα δυο μερο­κά­μα­τα μέχρι σήμε­ρα, μου ‘δωσε και τρία ακό­μα απο­ζη­μί­ω­ση και μετά μια κλω­τσιά κι έξω απ’ την πόρ­τα. Και τις υπε­ρω­ρί­ες δεν μου τις πλήρωσε.
— Και τι συμπέ­ρα­σμα βγάζεις;
— Τι να βγά­λω, δηλαδή;
— Εγώ θα σου πω; Πως κρί­νεις, βρε αδερ­φέ, το αφε­ντι­κό σου και τους Χρυ­σαυ­γί­τες του «σωμα­τεί­ου», που πήγες να σε βοηθήσουν;
— Καλά, το αφε­ντι­κό έχει δεί­ξει κι άλλη φορά τι άνθρω­πος είναι. Πάνω από το συμ­φέ­ρον του δεν βάζει κανέ­να. Άσε που σ’ όλους μας μιλά­ει, λες κ’ είμα­στε σκου­πί­δια. Εμέ­να όμως μου είχε υπο­σχε­θεί ότι θα με πλη­ρώ­νει με το μερο­κά­μα­το του μάστο­ρα, όταν τελειώ­σω τη Σχο­λή, από το τέλος του χρό­νου όμως, αλλά δου­λεύω σαν μάστο­ρας από την αρχή του χρό­νου, από τότε που συντα­ξιο­δο­τή­θη­κε ο μαστρο-Νώντας.
— Ποιος, ο Χαριτίδης;
— Ναι, τον ήξερες;
— Φίλοι και συνά­δελ­φοι από πολύ παλιά. Και δου­λεύ­εις σαν μάστο­ρας από την αρχή του χρόνου;
— Ναι.
— Και σε πλη­ρώ­νει ακό­μα με το μερο­κά­μα­το του βοηθού;
— Ναι. Δηλα­δή με πλή­ρω­νε, για­τί από σήμε­ρα και μετά δεν με πλη­ρώ­νει πια, μ’ έδιω­ξε, είπαμε.
— Για τους άλλους, του «σωμα­τεί­ου» που γρά­φτη­κες και ζήτη­σες βοή­θεια, τι έχεις να πεις;
— Τι να πω, καθί­κια μου φαίνονται.
— Δε μου λες, τους συνα­δέλ­φους του συν­δι­κά­του των μεταλ­λερ­γα­τών τους έχεις γνωρίσει;
— Μιλάς για κάποια παι­διά, που ερχό­ντου­σαν στο μηχα­νουρ­γείο και μας μιλά­γα­νε για τα δικαιώ­μα­τά μας και για κάποιους κοι­νούς στό­χους και τέτοια;
— Ναι, αυτούς.
— Θυμά­μαι κάποια πρό­σω­πα, αλλά ονό­μα­τα δεν θυμάμαι.
— Λοι­πόν, και­ρός είναι να τους γνω­ρί­σεις. Θέλεις;
— Σάμπως έχω και τίπο­τα να χάσω;
— Να κερ­δί­σεις έχεις. Πάμε;
— Τώρα;
— Ναι, τώρα.
— Πάμε.

Σηκω­θή­κα­νε, έκα­νε να πλη­ρώ­σει ο «παλιός» αλλά ο Τάσος δεν τον άφη­σε. Του είπε ότι μόλις πλη­ρώ­θη­κε και θεω­ρεί υπο­χρέ­ω­σή του να κερά­σει. Βγή­κα­νε στο δρό­μο και μπή­κα­νε στη Λεω­φό­ρο Δημο­κρα­τί­ας. Ο μαστρο-Δήμος με αργή, αλλά στα­θε­ρή και σίγου­ρη περ­πα­τη­σιά, προ­χώ­ρη­σε μπρο­στά, δεί­χνο­ντας τον δρό­μο. Σε λίγο μπή­κα­νε στα γρα­φεία του παραρ­τή­μα­τος του Συν­δι­κά­του Μετάλ­λου στο Πέρα­μα. Μέσα ήταν ακό­μα κάποιοι μεταλ­λερ­γά­τες. Ο μαστρο-Δήμος σύστη­σε τον Τάσο σε όλους και σε έναν μάλ­λον βρα­χύ­σω­μο τύπο, με μαύ­ρα λαμπε­ρά μάτια, τον Σωτή­ρη, που τον σύστη­σε σαν τον πρό­ε­δρο του Συν­δι­κά­του. Διη­γή­θη­κε με λίγα λόγια την περι­πέ­τεια του Τάσου και ζήτη­σε από τους παρευ­ρι­σκό­με­νους βοήθεια.

Ρώτη­σαν τον Τάσο αν θέλει να γίνει μέλος του Συν­δι­κά­του. Αυτός κόμπια­σε λιγά­κι και ανα­ρω­τή­θη­κε φωνα­χτά τι θα γίνει με το άλλο «σωμα­τείο». Ψύχραι­μα και ήρε­μα, οι συνά­δελ­φοί του τού εξή­γη­σαν ότι δεν τον συν­δέ­ει τίπο­τα με αυτό το έκτρω­μα, που έχουν το θρά­σος να το ονο­μά­ζουν «σωμα­τείο», ότι είναι μια οργά­νω­ση ναζι­στών που χρη­μα­το­δο­τεί­ται από τους μεγα­λο­ερ­γο­δό­τες της Ζώνης και ότι δου­λεύ­ει για τα συμ­φέ­ρο­ντά τους και κόντρα στα συμ­φέ­ρο­ντα των εργα­τών. Του επι­σή­μα­ναν τη δική του περι­πέ­τεια και τα λίγα συμπε­ρά­σμα­τα που έβγα­λε από αυτήν. Στο τέλος, τον ρώτη­σαν τι ρόλο παί­ζουν οι άλλοι εργά­τες στο μηχα­νουρ­γείο κι αυτοί που δου­λεύ­ουν στα βαπό­ρια. Ο Τάσος είχε μόνο καλά λόγια να πει για όλους. Και είπε και τα καλύ­τε­ρα λόγια για τον Τάκη, τον εργο­δη­γό. Οι άνθρω­ποι του συν­δι­κά­του είπαν ότι τον γνω­ρί­ζουν και ότι τον θεω­ρούν έναν συνε­πή και καλό συνά­δελ­φο. Στο τέλος, ο Τάσος έκα­νε την αίτη­ση για να γίνει μέλος του συνδικάτου.

Αμέ­σως μετά, ο Σωτή­ρης το ρώτη­σε αν είναι δια­τε­θει­μέ­νος να ακο­λου­θή­σει τις ενέρ­γειες του συν­δι­κά­του για να πετύ­χει την επα­να­πρό­σλη­ψή του, την πλη­ρω­μή των κομ­μέ­νων υπε­ρω­ριών και αν θέλει να διεκ­δι­κή­σει την πλη­ρω­μή του μερο­κά­μα­του του μάστο­ρα από την αρχή του χρό­νου. Του εξή­γη­σε ότι θα πρέ­πει να μπει μπρο­στά στον αγώ­να που θα κάνει το συν­δι­κά­το για να πετύ­χει όλα αυτά. Ο Τάσος δέχτη­κε. Κάπου πιο δίπλα, ένα μεγά­φω­νο επέ­με­νε να τραγουδάει:
Όλη μέρα στα λιμά­νια και στα ναυπηγεία
στου θανά­του τα καζά­νια στα μηχανουργεία

Λιώ­νουν τα νιά­τα μας στη βιοπάλη
με τα κομ­μά­τια μας δένει τ’ ατσάλι ….

Τις επό­με­νες μέρες, το συν­δι­κά­το έκα­νε παρά­στα­ση στο αφε­ντι­κό του Τάσου και στη συνέ­χεια κήρυ­ξε απερ­γία στη Ζώνη, με αίτη­μα την επα­να­πρό­σλη­ψή του. Η απερ­γία είχε μεγά­λη επι­τυ­χία, αλλά το κυριό­τε­ρο ήταν ότι το ίδιο το μηχα­νουρ­γείο νέκρω­σε κυριο­λε­κτι­κά, ενώ οι εργά­τες στα βαπό­ρια, με μπρο­στά­ρη τον Τάκη τον εργο­δη­γό αρνή­θη­καν να δου­λέ­ψουν, μέχρι να ξανα­προ­σλά­βουν τον Τάσο. Ο ίδιος ο Τάκης βρή­κε το αφε­ντι­κό και με ήρε­μο, αλλά πει­στι­κό τρό­πο, τον ανά­γκα­σε να δεχτεί να τον ξανα­πά­ρει. Βασι­κό του επι­χεί­ρη­μα ήταν ότι ο Τάσος είχε γίνει σχε­δόν ανα­ντι­κα­τά­στα­τος στο μηχα­νουρ­γείο, ειδι­κά αυτή την περί­ο­δο, μέχρι να τελειώ­σουν οι επι­σκευ­ές στα Νορ­βη­γέ­ζι­κα τάνκερς.

Όταν ο Τάσος γύρι­σε στη δου­λειά, είχε πια μάθει να ξεχω­ρί­ζει τις επο­χές. Ήξε­ρε ότι μετά τη βαρυ­χει­μω­νιά, έρχε­ται η Άνοι­ξη με τον ξαν­θόν Απρί­λη και τον μυρω­δά­το Μάη, ότι το καλο­καί­ρι δεν ήταν μόνο ο ιδρώ­τας της δου­λειάς και η περι­στα­σια­κή βου­τιά στα νερά του Σαρω­νι­κού και ότι το φθι­νό­πω­ρο δεν ήταν μόνο οι βρο­χές του Οκτώ­βρη και τα κρύα του Νοέμ­βρη. Είχε μάθει ότι όλες οι επο­χές έκλει­ναν μέσα τους την ανθρω­πιά και τους αγώ­νες για μια καλύ­τε­ρη και δικαιό­τε­ρη κοινωνία.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο