Ο Τάσος δεν είχε ποτέ του ακούσει για τις «Τέσσερεις Εποχές», το κλασσικό μουσικό αριστούργημα του Βιβάλντι. Η σχολική του παιδεία ήταν έτσι κι αλλιώς περιορισμένη, με το ζόρι είχε καταφέρει να τελειώσει τις τρεις τάξεις του γυμνασίου. Κι απέ, σε μια νυχτερινή σχολή μηχανικών βιομηχανίας. Για λύκειο, ούτε λόγος. Το πρωί δουλειά «βοηθού» σ’ ένα μηχανουργείο στη Δραπετσώνα και το βράδυ στη σχολή.
Στα τέσσερα χρόνια φοίτησης κατάφερε εκεί, προς το τέλος, να βγει απ’ τη μιζέρια του «βοηθού», γλυτώνοντας τις αγγαρείες της φασίνας και των θελημάτων των μαστόρων, τις καρπαζιές και το βρισίδι του αφεντικού και να πάρει το πόστο του τορναδόρου. Σ’ αυτά τα τέσσερα χρόνια, τα έξοδα της φοίτησης ήταν τόσα, που με το ζόρι του επέτρεπαν να επιβιώνει με το πενιχρό μεροκάματο του «βοηθού». Ευτυχώς που η θεια του η Χριστίνα, άκληρη αδελφή του μακαρίτη του πατέρα του και χήρα, είχε προθυμοποιηθεί να τον φιλοξενεί όσο διάστημα θα κρατούσε η σχολή, γιατί για νοίκι ούτε λόγος. Με το μεροκάματο του βοηθού θα ήταν αδύνατο να πληρώνει και νοίκι, ακόμα και για ένα μικρό δωμάτιο.
Για τον Τάσο οι εποχικές αλλαγές συνοψίζονταν σε μερικές πολύ απλές έννοιες. Κρύο το χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι. Και βροχές τον Μάρτη, τον Απρίλη, τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη. Για την ονομαστική του γιορτή, την Ανάσταση, ήξερε ότι αυτή θα ‘ταν μέσα στον Απρίλη ή τον Μάη, ήταν δηλαδή την άνοιξη. Έτσι κι αλλιώς με τα θρησκευτικά δεν τα πήγαινε πολύ καλά, ούτε στο δημοτικό ούτε στο γυμνάσιο. Κάτι είχε ακούσει για «κινητές γιορτές», αλλά μέχρις εκεί. Η έννοια «κινητός» ήταν για τον Τάσο απλή· αντιστοιχούσε με χειροπιαστά πράγματα, όπως το λεωφορείο που πήγαινε στη δουλειά και όλα τα αυτοκίνητα, ο ηλεκτρικός και τα τρένα, τα βαπόρια, τα αεροπλάνα. Από κοντά το σεπόρτι του τόρνου, που το κινούσε με το βολάν του, η γερανογέφυρα με τα παλάγκα για τα βαριά πράγματα στην οροφή του μηχανουργείου και άλλα τέτοια. Μέχρι και το κινητό του τηλέφωνο, ένα παλιό Nokia, που με το ζόρι τον είχαν πείσει οι δικοί του να αποκτήσει, δεν καταλάβαινε γιατί το ονόμαζαν έτσι. Θα ‘θελε κι αυτό να είχε ρόδες ή κάτι ανάλογο για να καταλαβαίνει γιατί το λέγαν «κινητό», αλλά είχε συμβιβαστεί με την ιδέα πως κινιόταν, επειδή το κινούσε ο ίδιος.
Όταν τέλειωνε η άνοιξη, κανένα μπάνιο στον Σαρωνικό το καλοκαίρι. Τον χειμώνα καμιά ταβερνούλα με κανέναν συμμαθητή του απ’ τη σχολή. Αυτά αποτελούσαν σπάνιες και σχεδόν απλησίαστες διασκεδάσεις. Η ζωή κυλούσε μεροδούλι-μεροφάι.
Λίγο πριν τελειώσει τη σχολή, το αφεντικό τον κάλεσε και τον ρώτησε αν μπορούσε να δουλέψει στον τόρνο και στις άλλες εργαλειομηχανές, σαν μάστορας. Ο μαστρο-Νώντας, ο πιο παλιός τορναδόρος και μάστορας του μηχανουργείου είχε πατήσει πια τα εξηνταεφτά και θα έβγαινε στη σύνταξη πριν το καλοκαίρι του τελευταίου έτους της σχολής του Τάσου. Ο Τάσος είπε το ναι και το αφεντικό τον ονόμασε «μάστορα», αφού στο μηχανουργείο είχε ήδη προσλάβει δυο ακόμα παιδιά, όπως είχε κάνει με τον Τάσο στην αρχή. Του ξεκαθάρισε όμως ότι το μεροκάματο θα παραμείνει το ίδιο μέχρι το τέλος του χρόνου κι αν έχει μείνει ευχαριστημένος, τότε θα του κάνει την αύξηση.
Το μηχανουργείο ήταν μια αρκετά μεγάλη και οργανωμένη μονάδα, που αναλάμβανε δουλειές επισκευών στα βαπόρια, όπως τ’ άλλα στη Ζώνη του Περάματος. Όσο διάστημα δούλευε ο Τάσος σ’ αυτό, ποτέ δε θυμόταν να είχε αναδουλειές. Πάντα κάποιο ή κάποια βαπόρια θα ήταν στο πρόγραμμα των εργασιών του. Τις περισσότερες φορές μάλιστα ήταν τέτοιος ο όγκος που ξεπερνούσε τη δυναμική του μηχανουργείου. Και τότε οι τεχνίτες, τορναδόροι, εφαρμοστές, συγκολλητές και οι άλλες ειδικότητες δούλευαν διπλά και τριπλά μεροκάματα για να βγει η δουλειά και να παραδίνονται οι επισκευές στην ώρα τους. Και όχι πάντα με επιτυχία. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Τάσος θυμόταν έντονα τους καυγάδες του αφεντικού με το προσωπικό του. Πάντα τα λεφτά που τους έδινε στο τέλος του δεκαπενθήμερου ήταν λειψά. Πότε οι υπερωρίες θα ήταν λιγότερες από αυτές που είχαν δουλέψει οι εργάτες, πότε κάποιο από τα διπλά ή τα τριπλά μεροκάματα θα έβγαινε έξω από τα υπολογισμένα. Και πάντα τους έδινε την υπόσχεση ότι στο τέλος του μήνα θα τους ξοφλήσει κανονικά και σχεδόν πάντα λειψή έβγαινε και εκείνη η εξόφληση.
Τα τελευταία χρόνια, ο Τάσος είχε παρατηρήσει ότι έξω από το μηχανουργείο ή στην πρωινή λάντζα ερχόντουσαν κάποιοι άλλοι μαστόροι, που ‘χαν μπόλικη μουτζούρα στα χέρια τους, σημάδι της δουλειάς των ανθρώπων της Ζώνης. Τούτοι δω όμως, δεν ήταν σαν τους υπόλοιπους, τους πολλούς, που γνώριζε ο Τάσος. Ήταν γλυκομίλητοι, υπομονετικοί με τους συναδέλφους τους, ταπεινοί και πάνω από όλα πειστικοί. Το αφεντικό δεν τους άφηνε να μπουν μέσα και αυτά που έλεγαν, τα έλεγαν έξω από την πόρτα, πότε στο διάλειμμα και πότε δυνατά, για να τ’ ακούν οι τεχνίτες, που δούλευαν μέσα. Μιλούσαν για «δικαιώματα», για «συναδέλφωση», για «κοινό συμφέρον» και «κοινούς στόχους» και για άλλα τέτοια περίεργα και μάλλον ακαταλαβίστικα για τον Τάσο. Ωστόσο, καταλάβαινε ότι, όταν στην πληρωμή του δεκαπενθήμερου τσακωνόντουσαν οι μαστόροι με το αφεντικό, τα λόγια τούτων των περίεργων γινόντουσαν το μοναδικό αντικείμενο συζήτησης των αγαναχτισμένων εργατών. Δεν είχε όμως το θάρρος να τους πλησιάσει και να τους ρωτήσει ποιοι είναι, τι λένε και γιατί τους θυμόντουσαν οι εργάτες μόνο την ώρα της πληρωμής.
Τούτη τη χρονιά, με το έμπα του καλοκαιριού, κι ενώ πλησίαζαν οι μέρες που θα έπαιρνε το απολυτήριο απ’ τη σχολή και θα έδινε και τις εξετάσεις στο Υπουργείο μαζί με τους μαθητές των άλλων σχολών, το μηχανουργείο ανέλαβε μια μεγάλη δουλειά. Ήταν δυο μεγάλα τάνκερς του ίδιου εφοπλιστή Νορβηγικής εταιρείας, που είχαν αγκυροβολήσει στη ράδα της Ελευσίνας και είχαν μπόλικη δουλειά, τόσο στα μηχανοστάσιά τους, όσο και στο υπόλοιπο σκάφος.
Η δουλειά ξεκίνησε στις αρχές του Ιούνη. Κάθε πρωί, δυο μεγάλες λάντζες γέμιζαν από τους τεχνίτες του μηχανουργείου και τους πήγαιναν στα δυο βαπόρια, που ήταν αραγμένα κολλητά, το ένα δίπλα στ’ άλλο, πλευρά με πλευρά. Ο εργοδηγός, ο Τάκης, ένα παλληκάρι καμιά τριανταπενταριά χρονών, μηχανικός του εμπορικού ναυτικού, ήταν συζητήσιμος και καταδεχτικός με όλους του τεχνίτες που κουμαντάριζε. Προσπαθούσε να κρατάει τις ισορροπίες ανάμεσα στις ανάγκες της δουλειάς και στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργάτες, πράγμα όχι εύκολο και όχι πάντα κατορθωτό. Ωστόσο, σε κρίσιμες περιπτώσεις έπαιρνε πάντα το μέρος των εργαζομένων, μεταφέροντας στο αφεντικό με πλάγιο, αλλά πειστικό τρόπο τα αιτήματά τους, προσδοκώντας να γίνουν δεκτά και να μην αδικούνται οι υφιστάμενοί του. Ο ίδιος δούλευε σκληρά, βοηθώντας τους τεχνίτες, πότε αναλαμβάνοντας ο ίδιος εργασίες δύσκολες, εκεί που δεν τα κατάφερναν οι υφιστάμενοι, πότε δίνοντας την καλύτερη δυνατή λύση και τις σωστές οδηγίες και πότε αναπέμποντας στο μηχανουργείο εργασίες, που ήταν αδύνατο να γίνουν πάνω στα βαπόρια.
Στα δυο μεγάλα δεξαμενόπλοια, η δουλειά έτρεχε σε καθημερινή βάση, επιβαρυμένη με τις αντιξοότητες που έχουν πάντα αυτού του είδους οι επισκευές, ιδιαίτερα αν γίνονται στη ράδα. Ο Τάκης, όργωνε τα μηχανοστάσια, τα καταστρώματα και τα αμπάρια των δύο πλοίων, κυριολεκτικά «με τα πόδια στην πλάτη», πηδώντας από βαπόρι σε βαπόρι και προσπαθώντας να ελέγχει τη ροή των επισκευών με τους τεχνίτες του. Όλο και περισσότερες δουλειές «έφευγαν» από τα βαπόρια προς το μηχανουργείο για επισκευή και πάλι πίσω. Αντλίες, επιστόμια και άλλα μηχανήματα, που «ξήλωναν» οι τεχνίτες του Τάκη, φορτώνονταν στις λάντζες, γραμμή για το μηχανουργείο. Εκεί, ξεμοντάρισμα, επισκευή, μοντάρισμα και ξανά πάλι πίσω στο βαπόρι, για να τοποθετηθούν στη θέση τους.
Στον Τάσο, ο Τάκης είχε στείλει αρκετές φορές κάποιες σαν αυτές. Και πάντα ο Τάσος τον έβγαζε ασπροπρόσωπο. Πότε κάποιος άξονας, πότε κάποιο στροφείο, κανένα βάκτρο, όλα τα χειριζόταν με μαεστρία και με μπόλικη μαστοριά ο Τάσος, πότε στον τόρνο και πότε σε κάποια άλλη εργαλειομηχανή. Ήταν ένας μεγάλος όγκος εργασιών, που του ανατέθηκε. Ο Τάσος στην αρχή αισθάνθηκε να τον κυριεύει ένα συναίσθημα ανασφάλειας για το αν θα τα κατάφερνε, αλλά ο εγωισμός του δεν τον άφησε να το εκδηλώσει. Όταν τον ρώτησε το αφεντικό αν θα τα καταφέρει, κατένευσε και αποφάσισε ότι, ή θα «κολυμπήσει στα βαθιά» και θα πετύχει, ή θα αρνηθεί και θα πάρει «την άγουσα» από τη δουλειά. Από την άλλη, καταλάβαινε ότι το έργο των επισκευών που είχε αναλάβει το μηχανουργείο ήταν πολύ μεγάλο και ότι στο τέλος τα κέρδη για την επιχείρηση θα ήταν πολλά. Σκέφτηκε μάλιστα πως, δεν μπορεί, με τέτοια κέρδη οι εργάτες θα αμειφθούν καλά στο τέλος. Το αφεντικό που παρακολουθούσε αυτό το πάρε-δώσε ανάμεσα στην ομάδα του Τάκη και στους μαστόρους του μηχανουργείου, γελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια του με τις επιτυχίες. Έκρυβε όμως την ικανοποίησή του και στους εργαζόμενους φερόταν πάντα σκληρά και με αυστηρότητα, «για να μην παίρνουν και πολύ θάρρος και σηκώνουν και κεφάλι».
Μια από τις σοβαρότερες δουλειές ήταν να επισκευαστεί μια μεγάλη αντλία φορτίου, που είχε πάθει μεγάλη ζημιά στο στροφείο της και στο κέλυφος του σώματος. Ήταν μια επισκευή που απαιτούσε προσεκτικές μετρήσεις πριν την πραγματοποίησή της, δουλειά στον μεγάλο τόρνο του μηχανουργείου, δουλειά στην πλάνη και δουλειά στο μπόρινγκ, σε συνδυασμό με εργασίες συγκόλλησης. Η αντλία ξηλώθηκε από τη θέση της στο αντλιοστάσιο και μετά από επίπονη και πολύωρη εργασία οι τεχνίτες και οι μανουβραδόροι την ανέβασαν στο κατάστρωμα και τη φόρτωσαν σε μια μεγάλη λάντζα για να καταλήξει στο μηχανουργείο. Εκεί την ανάλαβε ο Τάσος, που στο μεταξύ είχε πάρει την πρωτοβουλία να φτιάξει μια μικρή ομάδα με δυο βοηθούς. Οι εφαρμοστές την ξεμοντάρισαν, εκτιμήθηκε η ζημιά και έγιναν οι απαιτούμενες επισκευαστικές εργασίες, στις οποίες ο Τάσος είχε πρωτεύοντα ρόλο. Βάφτηκε κιόλας εξωτερικά και έμοιαζε με καινούργια, όταν παραδόθηκε στο βαπόρι.
Εκείνη την περίοδο, στη Ζώνη είχαν εμφανιστεί κάποιοι «νεοφερμένοι», που παρουσιάζονταν σαν εργάτες, τεχνίτες της Ζώνης. Όμως, τα χέρια τους δεν έμοιαζαν με τα χέρια των άλλων εργατών. Ήταν χέρια καλοζωισμένων και καλοθρεμμένων ανθρώπων, όχι χέρια μουντζουρωμένα και τραχιά από τη σκληρή δουλειά, όπως των άλλων. Ο λόγος τους ήταν περίεργος και μιλούσαν για «κάποιους που διώχνουν τα βαπόρια στην Τουρκία» και «ζητάνε πολλά από τα αφεντικά, που τα φέρνουν δύσκολα». Οι εργάτες του Τάκη είχαν έλθει μερικές φορές σε αντιπαράθεση μαζί τους, λίγο πριν μπουν στην πρωινή λάντζα, αλλά ο χρόνος αναμονής ήταν μικρός για να επεκταθεί η συζήτηση.
Οι ίδιοι, κάποια στιγμή, ήλθαν και στο μηχανουργείο. Το αφεντικό τους δέχτηκε αμέσως και σε αντίθεση με τους προηγούμενους, τους γλυκομίλητους, τους άφησε να μπουν μέσα και να μιλήσουν με τους εργάτες. Κάποιος απ’ αυτούς, ένας φουσκωμένος και μπρατσαράς τύπος, που φαινόταν να συμπεριφέρεται σαν επικεφαλής, τους μίλησε για τις ανάγκες του αφεντικού, για τα μεγάλα μεροκάματα που έπαιρναν και δεν «βγαίνει» το αφεντικό και για κάποιους άλλους, που – όπως έλεγε – με τη συμπεριφορά τους διώχνουν τα βαπόρια από τη Ζώνη. Στο τέλος, τους ζήτησε να γραφτούν στο δικό τους το «Σωματείο», που ήταν μόνο για Έλληνες και που θα τους διασφάλιζε δουλειά, ακόμα κι αν τα αφεντικά στη Ζώνη είχαν αναδουλειές. Μα πάνω απ’ όλα, όπως τους είπε, έτσι θα καταφέρουν να διώξουν από τη Ζώνη τους άλλους, τους «κακούς», που τους ονόμασε κιόλας με τη λέξη «εαμοβούλγαρους» και «λακέδες του ΠΑΜΕ».
Ο Τάσος άκουγε έκπληκτος. Δεν φανταζόταν ότι ανάμεσα στους συναδέλφους του μεταλλεργάτες της Ζώνης, θα υπήρχαν τέτοιοι τύποι. Ωστόσο, διατήρησε την επιφύλαξη αυτή για τον εαυτό του και δεν εκφράστηκε ανοιχτά, ούτε υπέρ, ούτε κατά των νεοφερμένων. Στο πίσω μέρος του μυαλού του γυρόφερνε η ιδέα για την πιθανότητα να υπάρξουν αναδουλειές, να διώξει εργάτες το αφεντικό και να είναι κι αυτός μέσα σ’ αυτούς. Και τον γέμιζε τρόμο. Πως θα κατάφερνε να τελειώσει τη Σχολή και να ζήσει δίπλα στη θεια του τη Χριστίνα, αν δεν είχε εξασφαλισμένο έστω και αυτό το μικρό μεροκάματο; Μπας και έπρεπε να πάει να γραφτεί στο καινούργιο «Σωματείο», που θα του εξασφάλιζε δουλειά;
Μ’ αυτά και μ’ αυτά στο νου, ξαναγύρισε στο πόστο του και συνέχισε τη δουλειά του. Στο τέλος της μέρας, έγραψε στο μπλοκάκι του την υπερωρία της ημέρας και γύρισε σπίτι, τσακισμένος από την κούραση. Είπε μια ξέπνοη καλησπέρα στη θεία του, έφαγε το λιτό αλλά νόστιμο μπριάμι της, την ευχαρίστησε και έπεσε για ύπνο. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, συνειδητοποίησε ότι ο μήνας έφτασε στο τέλος του. Πηγαίνοντας με το λεωφορείο στη δουλειά, έβγαλε το μπλοκάκι από την τσέπη και έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό των υπερωριών του μήνα. Έβγαιναν κάπου 50 ώρες, που έπρεπε να του αποφέρουν ένα έξτρα ποσό, σημαντικό για να ενισχύσει το μικρό του μηνιάτικο. Μάλιστα, είχε αποφασίσει να μιλήσει στο αφεντικό και να του ζητήσει από τον επόμενο μήνα να τον πληρώνει κανονικά σαν μάστορα. Σε τελευταία ανάλυση — σκεφτόταν — είχε αποδείξει με το παραπάνω τις ικανότητές του στη δουλειά, βγάζοντας πέρα πολύ δύσκολες και περίπλοκες εργασίες επισκευών, από τις οποίες ήξερε ότι το αφεντικό θα κονόμαγε αρκετό χρήμα.
Μπαίνοντας στο μηχανουργείο, από ένα μεγάφωνο, σε κάποιο διπλανό κτήριο, ακουγόταν η φωνή του Νταλάρα:
Από βραδίς το Στράτο
τον πιάσαν δυο καλοί
του λεν στο συνδικάτο
να πάει να γραφτεί
Πάρ’ το απόφαση βρε Στράτο
να γραφτείς στο συνδικάτο .…
Η μέρα κύλησε όπως και οι προηγούμενες, με ένταση στη δουλειά, με φωνές του αφεντικού να κάνουν γρήγορα, γιατί η ομάδα του Τάκη περιμένει και με την συνηθισμένη επωδό του: «Άχρηστοι, τζάμπα σας πληρώνω όλους εδώ μέσα! Κουνηθείτε». Στο τέλος της μέρας, έκατσε κι αυτός στην ουρά, έξω από το γραφείο του αφεντικού, περιμένοντας να πληρωθεί το μηνιάτικο. Όταν μπήκε μέσα, το αφεντικό είχε έτοιμη την πληρωμή μπροστά του, δίπλα στο τεφτέρι του, που έγραφε τα μεροκάματα και τις υπερωρίες των εργατών. Τα λεφτά που πήρε ο Τάσος, του φάνηκαν λίγα.
— Να τα μετρήσω; ρώτησε το αφεντικό.
— Ε, ναι. Μέτρα τα, του είπε
Ο Τάσος τα μέτρησε και είδε ότι ήταν λειψά. Μαζί με τα μεροκάματα και τις υπερωρίες υπολόγιζε σε ένα ποσό, που δεν το είχε στα χέρια του.
— Αφεντικό, είπε, έχω και κάτι υπερωρίες κάνει. Τις υπολογίσατε;
— Και βέβαια. Σου έχω πληρώσει τις 20 ώρες, είναι μέσα στην πληρωμή σου. Γιατί; Τα βρίσκεις λειψά;
— Αφεντικό, έχω κάνει 50 ώρες αυτόν το μήνα, όχι 20. Τις έχω…..
— Τι;;;; Θα μου πεις τώρα ότι σου έχω κόψει και τις ώρες;
— Μα, αφεντικό …να τις έχω γραμμένες όλες, μία προς μία, στο μπλοκάκι μου. Εγώ δεν …
— Από που κι ως που 50 ώρες, ρε Τάσο; Μπας και υπολόγιζες κι εκείνες που δούλευες στην Cargo (η αντλία φορτίου), που μας έστειλε ο Τάκης;
— Μα, αφεντικό, κι αυτές υπερωρίες ήταν, τις δούλεψα. Που …
— Τι λες, ρε Τάσο; Η Cargo που μας στείλανε ήταν έξω από το πρόγραμμα και έδωσα μικρή προσφορά για να πάρουμε τη δουλειά, αλλιώς θα την έπαιρνε άλλος και μετά θα μας πέταγαν έξω απ’ τα βαπόρια, από όλες τις δουλειές. Δεν γίνεται να πληρώσω υπερωρίες γι’ αυτήν, ξέχνα το. Δεν άκουσες χτες τα παιδιά του καινούργιου σωματείου που εξηγούσανε γιατί δε βγαίνουν τα μηχανουργεία; Να πας να γραφτείς, στο συστήνω. Τώρα που είσαι νέος ακόμα και έχεις πολλά να μάθεις. Άντε, πήγαινε και σε καλή μεριά.
— Μα αφεντικό, έχω και κάτι άλλο που θέλω να σας πω. Να, τώρα που …
— Τι άλλο, δηλαδή;
— Να, τώρα που έχω, δηλαδή έχουμε καταφέρει να βγάλουμε τόσες δύσκολες δουλειές και μου έχεις εμπιστευτεί και τη θέση του μάστορα, δεν θα ‘πρεπε να συζητήσουμε λίγο και την αύξηση του μεροκάματού μου; Και υπόσχομαι ότι …
— Ρε Τάσο, πάλι τα ίδια; Δεν τα ‘χουμε συζητήσει αυτά; Δεν είπαμε ότι το μεροκάματο του μάστορα θα το πάρεις στο τέλος του χρόνου, αν βέβαια έχεις τελειώσει τη Σχολή και έχεις πάρει το πτυχίο σου.
— Μα, αφεντικό, εγώ …
— Τίποτα, μη συνεχίζεις, ξέχνα το. Μόνο πήγαινε να γραφτείς στο καινούργιο σωματείο που είπαμε. Άντε, στο καλό τώρα, περιμένουν κι άλλοι να πληρωθούν.
Ο Τάσος βγήκε από το γραφείο ζεματισμένος. Εκεί που περίμενε αύξηση του μεροκάματου, του βγήκε λειψό και το μηνιάτικο, στο τέλος. Γύρισε σπίτι κι όλη νύχτα σκεφτόταν τι να κάνει. Στο μυαλό του κλωθογύριζε η κουβέντα του αφεντικού να πάει να γραφτεί στο καινούργιο σωματείο. Λες να ήταν αυτή η λύση; Άλλωστε – σκέφτηκε – σωματείο είναι, άμα τους έλεγε την αδικία, δεν μπορεί, με κάποιον τρόπο θα επενέβαιναν, θα μιλούσαν στο αφεντικό που τους εμπιστευόταν κιόλας, ή κάποιον τρόπο θα εύρισκαν. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, βρήκε την ιδέα καλή. Την επόμενη, μόλις σχόλασε, άρχισε να ρωτάει στη Ζώνη τους εργάτες που βρίσκεται το νέο σωματείο. Πολλοί τον κοίταγαν περίεργα, αλλά δεν του απαντούσαν.
Ένας παλιός του είπε: «Για τους Χρυσαυγίτες ρωτάς;». Ο Τάσος δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό. «Δεν ξέρω» του είπε. «Γι’ αυτούς ρωτάς, είμαι σίγουρος», του απάντησε ο παλιός. «Τι τους θέλεις;» τον ρώτησε. «Δεν ξέρω ακόμα, να λέω να πάω να τους βρω και να γραφτώ. Χτες το αφεντικό μου αφαίρεσε τις υπερωρίες μου και σκέφτηκα μπας και με βοηθήσουν», συμπλήρωσε. Ο παλιός τον κοίταξε εξεταστικά, από πάνω ως κάτω. Κατάλαβε ότι ο νεαρός δεν είχε ιδέα με ποιους είχε να κάνει. «Λοιπόν, το σωματείο τους το έχουν στο (και του είπε το μέρος). Να πας να γραφτείς και μετά να μου πεις αν σε βοήθησαν και με ποιον τρόπο. Εδώ γύρω θα με βρεις, μετά τη δουλειά, σε κανένα καφενείο ή κανένα σαντουϊτσάδικο θα είμαι. Άντε, πήγαινε και σε περιμένω από μεθαύριο και μετά να τα συζητήσουμε», του είπε κι έφυγε, αποχαιρετώντας τον.
Ο Τάσος έβαλε αμέσως πλώρη για το καινούργιο «σωματείο». Κοντά ήταν, σε ένα τέταρτο χτυπούσε την πόρτα του. Μπήκε και βρήκε τρία τέσσερα άτομα μέσα. Αναγνώρισε ανάμεσά τους τον φουσκωμένο, που είχε έλθει στο μηχανουργείο. Το ρώτησαν τι θέλει και τους είπε ότι ήλθε να γραφτεί. Του σύστησαν τον φουσκωμένο ως «πρόεδρο» και τον ρώτησαν που δουλεύει και τι δουλειά κάνει. Τους είπε το μηχανουργείο του και ότι ήταν τορναδόρος. Τον ρώτησαν αν είναι βοηθός ή μάστορας. Τους εξήγησε την ερμαφρόδιτη κατάσταση που βρισκόταν. Τότε, ο «πρόεδρος» του σύστησε να κάνει υπομονή, να μην έχει απαιτήσεις από το αφεντικό, γιατί είναι «καλό αφεντικό» και κρατάει τις υποσχέσεις του. Ο Τάσος τον άκουσε προσεκτικά και κατένευσε σιωπηρά. Μετά του έδωσαν ένα απλό έντυπο, το συμπλήρωσε, υπόγραψε και τους το έδωσε. Του είπαν ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά είναι μέλος του σωματείου.
Τότε ο Τάσος τους είπε και για τις κομμένες υπερωρίες. Τους ζήτησε να τον βοηθήσουν, να μιλήσουν στο αφεντικό, για να του τις πληρώσει. Τον κοίταξαν περίεργα και ο «πρόεδρος» του είπε ότι θα μεριμνήσουν. Τους χαιρέτισε κι έφυγε. Ήταν ήδη Παρασκευή βράδυ και ήξερε ότι τούτο το Σαββατοκύριακο δεν είχε δουλειά, θα ξεκουραζόταν επιτέλους μετά από ένα μήνα συνεχούς και επίπονης δουλειάς. Το Σαββατοκύριακο πέρασε ήσυχα, πήγε κι έκανε ένα μπάνιο στη Βουλιαγμένη μαζί με τους κολλητούς του απ’ τη Σχολή, φάγανε και παγωτό και το βράδυ είδε και το ματς στη τηλεόραση του καφενείου της γειτονιάς.
Τη Δευτέρα, από το πρωί ο επερχόμενος καύσωνας είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του. Στο λεωφορείο, μέχρι να φτάσει στο Πέραμα, είχε χύσει δυο ποτάμια ιδρώτα. «Μπήκε το καλοκαίρι για τα καλά», σκέφτηκε. Μπαίνοντας στο μηχανουργείο, πήγε κατευθείαν ν’ αλλάξει και μετά στο πόστο του, στον μεγάλο τόρνο. Είχε πάνω στο σεπόρτι του τον άξονα από την κύρια αντλία κυκλοφορίας του ενός τάνκερ, που τον είχαν «γεμίσει» οι συγκολλητές στην περιοχή της τσιμούχας και έπρεπε να τελειώσει το τορνίρισμα που είχε αρχίσει την Παρασκευή. Το αφεντικό βγήκε κάποια στιγμή από το γραφείο, πέρασε από κοντά του, τον παρατήρησε με ένα περίεργο βλέμμα και έφυγε αμίλητος, πηγαίνοντας σε άλλο πόστο. Ο Τάσος δεν έδωσε σημασία, συνέχισε τη δουλειά λουσμένος κυριολεκτικά στον ιδρώτα από τη ζέστη και το απόγευμα ο άξονας ήταν έτοιμος. Τον κατέβασε από τον τόρνο, τον τύλιξε προσεκτικά με χοντρό χαρτόνι και τον έβαλε σε ένα πρόχειρο μακρύ ξύλινο κιβώτιο, έτοιμο να πάει στο βαπόρι. Το αφεντικό παρακολουθούσε από μακριά όλη τη διαδικασία. Όταν ο άξονας τοποθετήθηκε πάνω στην παλέτα, έγνεψε στο Τάσο ότι τον θέλει και μπήκε στο γραφείο του.
Ο Τάσος, καταϊδρωμένος πήγε στο γραφείο, χτύπησε ελαφρά την πόρτα και μπήκε μέσα. Ένα αίσθημα ανακούφισης τον κυρίεψε, όταν τον χτύπησε η δροσερή αύρα του αιρ κοντίσιον. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο του αφεντικού και περίμενε να του απευθύνει τον λόγο. Αυτός, με το κεφάλι σκυφτό, έκανε τάχα πως τακτοποιούσε κάτι χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Όταν τελείωσε, σήκωσε το βλέμμα του και ατένισε τον Τάσο κατάματα. Έμεινε να το κοιτάει για κάμποσα δευτερόλεπτα αμίλητος και αυστηρός. Μετά τον ρώτησε:
— Πήγες την Παρασκευή στο καινούργιο σωματείο;
— Μάλιστα, απάντησε ο Τάσος.
— Και τι τους είπες;
— Πήγα να γραφτώ, όπως μου είπατε.
— Ναι, αλλά τι τους είπες;
— Να, ότι δουλεύω εδώ σαν μάστορας, αλλά ότι ακόμα παίρνω το μεροκάματο του βοηθού.
— Αυτοί τι σου είπαν;
— Να περιμένω, και ότι το αφεντικό, δηλαδή εσείς, είστε καλό αφεντικό και ότι δεν θα ξεχάσετε την υπόσχεσή σας.
— Α, μάλιστα. Κι εσύ τι είπες;
— Τίποτα.
— Πως τίποτα; Δεν είπες κάτι άλλο;
— Όχι, αφεντικό, δεν είπα. Κατάλαβα ότι έχουν δίκιο κι ότι πρέπει να περιμένω.
— Δεν τους είπες τίποτα για υπερωρίες;
Ο Τάσος δαγκώθηκε. Μετά σκέφτηκε μήπως το «σωματείο» ζήτησε να του πληρώσει το αφεντικό τις υπερωρίες. Σκέφτηκε ότι αν το είχε ζητήσει, δεν θα μπορούσε να κρυφτεί. Αποφάσισε να πει την αλήθεια, έστω και με ευγενικό και απολογητικό τρόπο.
— Αφεντικό, εγώ απλά τους είπα ότι είχα σημειωμένες κάποιες υπερωρίες στο μπλοκάκι μου και ότι εσείς είχατε διαφορετικές σημειώσεις. Αλλά δεν το έκανα και θέμα. Άλλωστε μου εξηγήσατε τους λόγους που δεν τις υπολογίσατε.
— Να σε πληροφορήσω λοιπόν, ότι το σωματείο δεν ήλθε να μου ζητήσει να στις πληρώσω. Αντίθετα, με προειδοποίησε ότι μπορεί και να είσαι ανατρεπτικό στοιχείο και με συμβούλεψε να σκεφτώ σοβαρά αν πρέπει να σε κρατήσω στη δουλειά ή όχι …
— !!!! .… (Ο Τάσος κοιτούσε έκπληκτος το αφεντικό του).
— …λοιπόν, συνέχισε αυτός, σκέφτηκα πολύ σοβαρά τη συμβουλή τους και αποφάσισα να σε σταματήσω. Εδώ έχω τα δυο μεροκάματα που δούλεψες και την αποζημίωσή σου, που είναι άλλα τρία μεροκάματα, γιατί ήσουν βοηθός. Πάρτα, και άντε στο καλό, του είπε και σηκώθηκε από το γραφείο, δείχνοντάς του την πόρτα.
Ο Τάσος άπλωσε το χέρι του, πήρε τα λίγα χρήματα που του έδινε και βγήκε αμίλητος από το γραφείο. Στη διαδρομή μέχρι τον μικρό χώρο που φύλαγαν οι εργάτες τα ρούχα τους, όταν άλλαζαν για τη δουλειά, οι υπόλοιποι συνάδελφοι τον κοιτούσαν με ερωτηματικό τρόπο. Ο Τάσος δεν μίλησε, αλλά ο συνάδελφός του ο Αρτέμης, ο συγκολλητής τον ρώτησε τι συνέβη. «Με απόλυσε», του είπε ο Τάσος ξερά και συνέχισε μέχρι τα «αποδυτήρια». Έπλυνε πρόχειρα τα χέρια του από την πολλή μουντζούρα, άλλαξε βιαστικά και βγήκε από το μηχανουργείο.
Στην αρχή προχωρούσε άλαλος και χαμένος, χωρίς στην πραγματικότητα να ξέρει που πηγαίνει. Λίγα λεπτά αργότερα, όταν συνήλθε κάπως, τα βήματά του τον έφεραν στο σημείο που μιλούσε με τον παλιό συνάδελφο. Σκέφτηκε ότι δεν τον είχε ούτε το όνομά του. Και τώρα πως θα τον έβρισκε; Παρακαλούσε να τον πετύχει σε κάποιο από τα στέκια που του είχε πει. Αλήθεια, τι θα του ΄λεγε; Τον πόνο του; Και πως θα δικαιολογούσε τη μέχρι σήμερα παθητική του στάση; Μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό, προχωρούσε χωρίς σχεδόν να βλέπει μπροστά του. Μέχρι που σκουντούφλησε πάνω σ’ έναν περαστικό. Σήκωσε το κεφάλι του να ζητήσει συγγνώμη και με έκπληξή του είδε μπροστά του τον άγνωστο «παλιό».
Αυτός, τον αναγνώρισε αμέσως.
— Που πας; του είπε
— Α, καλησπέρα. Εσένα έψαχνα να βρω! Τυχερός είμαι.
— Ε, με βρήκες. Τι χαμπάρια;
— Δεν είπαμε να έλθω να σε βρω, μετά το σωματείο;
— Ε, ναι. Τι έκανες; Πήγες; Γράφτηκες;
— Ναι. Αλλά δεν έχω καλά νέα.
— Άστα. Πάμε να συζητήσουμε κάπου ήσυχα, όχι μες τη μέση του δρόμου. Είσαι;
— Πάμε.
Προχώρησαν λίγο, και σταθήκανε σ’ ένα καφενεδάκι, λίγο πιο πέρα από την είσοδο για τις λάντζες, σ’ έναν παράδρομο της Λεωφόρου Δημοκρατίας. Μπήκανε μέσα, διάλεξαν ένα απόμερο τραπεζάκι και παράγγειλαν ούζο με μεζέ. Ο «παλιός» άνοιξε πρώτος την κουβέντα:
— Για λέγε, λοιπόν. Πήγες; Τους βρήκες; Γράφτηκες; Τι σου ‘πανε;
— Για αρχή, πες μου τ’ όνομά σου, σε παρακαλώ. Εμένα με λένε Τάσο.
— Δημοσθένης. Οι φίλοι με φωνάζουνε Δήμο. Κι αυτοί που γνωρίζουνε από παλιά, με φωνάζουνε μαστρο-Δήμο. Δουλεύω 36 χρόνια στη Ζώνη. Έχω περάσει από τα περισσότερα μηχανουργεία κι έχω κάνει σχεδόν όλες τις δουλειές, εφαρμοστής, τορναδόρος, συγκολλητής, μανουβραδόρος, καζαντζής και άλλα. Μέχρι και στην αμμοβολή έχω δουλέψει για λίγο, αλλά αρρώστησα και μετά δε με σήκωνε το κλίμα, η δουλειά είναι βαριά και ανθυγιεινή, θα πέθαινα αν συνέχιζα. Τώρα δουλεύω στα βαπόρια, κανένα μεροκάματο που και που, εφαρμοστής και μανουβραδόρος. Εσύ που δουλεύεις. Νεαρός είσαι ακόμα, βλέπω. Σπουδάζεις;
— Τελειώνω τη Σχολή μηχανικών βιομηχανίας.
— Α, μάλιστα. Και που δουλεύεις;
— Στου «Χ» το μηχανουργείο. Τορναδόρος, αλλά δουλεύω και τις άλλες εργαλειομηχανές.
— Α, μεγάλο μηχανουργείο. Εμείς οι τορναδόροι, να ξέρεις, έτσι είμαστε. Όποιος μαθαίνει τον τόρνο, μπορεί να δουλέψει και τα άλλα μηχανήματα. Δουλειές έχει;
— Έχει. Τελευταία, έχει πάρει δυο βαπόρια, δυο μεγάλα τάνκερς στη ράδα της Ελευσίνας.
— Ποια, τα Νορβηγέζικα;
— Ναι.
— Πρέπει να έχουν πολλή δουλειά αυτά. Θα τα κονομήσει το αφεντικό σου.
— Έχουν.
— Λοιπόν;
— Τι λοιπόν;
— Με το «σωματείο» των Χρυσαυγιτών. Τι έκανες;
— Πήγα, γράφτηκα, τους είπα για τις υπερωρίες, είπαν ότι θα βοηθήσουν. Και μετά πήγαν και με κάρφωσαν στο αφεντικό. Είπαν μάλιστα πως είμαι — να δεις πως το είπαν — «ανατρεπτικό στοιχείο» και του ζήτησαν να με διώξει.
— Κι αυτός τι έκανε;
— Μ’ έδιωξε. Μου πλήρωσε τα δυο μεροκάματα μέχρι σήμερα, μου ‘δωσε και τρία ακόμα αποζημίωση και μετά μια κλωτσιά κι έξω απ’ την πόρτα. Και τις υπερωρίες δεν μου τις πλήρωσε.
— Και τι συμπέρασμα βγάζεις;
— Τι να βγάλω, δηλαδή;
— Εγώ θα σου πω; Πως κρίνεις, βρε αδερφέ, το αφεντικό σου και τους Χρυσαυγίτες του «σωματείου», που πήγες να σε βοηθήσουν;
— Καλά, το αφεντικό έχει δείξει κι άλλη φορά τι άνθρωπος είναι. Πάνω από το συμφέρον του δεν βάζει κανένα. Άσε που σ’ όλους μας μιλάει, λες κ’ είμαστε σκουπίδια. Εμένα όμως μου είχε υποσχεθεί ότι θα με πληρώνει με το μεροκάματο του μάστορα, όταν τελειώσω τη Σχολή, από το τέλος του χρόνου όμως, αλλά δουλεύω σαν μάστορας από την αρχή του χρόνου, από τότε που συνταξιοδοτήθηκε ο μαστρο-Νώντας.
— Ποιος, ο Χαριτίδης;
— Ναι, τον ήξερες;
— Φίλοι και συνάδελφοι από πολύ παλιά. Και δουλεύεις σαν μάστορας από την αρχή του χρόνου;
— Ναι.
— Και σε πληρώνει ακόμα με το μεροκάματο του βοηθού;
— Ναι. Δηλαδή με πλήρωνε, γιατί από σήμερα και μετά δεν με πληρώνει πια, μ’ έδιωξε, είπαμε.
— Για τους άλλους, του «σωματείου» που γράφτηκες και ζήτησες βοήθεια, τι έχεις να πεις;
— Τι να πω, καθίκια μου φαίνονται.
— Δε μου λες, τους συναδέλφους του συνδικάτου των μεταλλεργατών τους έχεις γνωρίσει;
— Μιλάς για κάποια παιδιά, που ερχόντουσαν στο μηχανουργείο και μας μιλάγανε για τα δικαιώματά μας και για κάποιους κοινούς στόχους και τέτοια;
— Ναι, αυτούς.
— Θυμάμαι κάποια πρόσωπα, αλλά ονόματα δεν θυμάμαι.
— Λοιπόν, καιρός είναι να τους γνωρίσεις. Θέλεις;
— Σάμπως έχω και τίποτα να χάσω;
— Να κερδίσεις έχεις. Πάμε;
— Τώρα;
— Ναι, τώρα.
— Πάμε.
Σηκωθήκανε, έκανε να πληρώσει ο «παλιός» αλλά ο Τάσος δεν τον άφησε. Του είπε ότι μόλις πληρώθηκε και θεωρεί υποχρέωσή του να κεράσει. Βγήκανε στο δρόμο και μπήκανε στη Λεωφόρο Δημοκρατίας. Ο μαστρο-Δήμος με αργή, αλλά σταθερή και σίγουρη περπατησιά, προχώρησε μπροστά, δείχνοντας τον δρόμο. Σε λίγο μπήκανε στα γραφεία του παραρτήματος του Συνδικάτου Μετάλλου στο Πέραμα. Μέσα ήταν ακόμα κάποιοι μεταλλεργάτες. Ο μαστρο-Δήμος σύστησε τον Τάσο σε όλους και σε έναν μάλλον βραχύσωμο τύπο, με μαύρα λαμπερά μάτια, τον Σωτήρη, που τον σύστησε σαν τον πρόεδρο του Συνδικάτου. Διηγήθηκε με λίγα λόγια την περιπέτεια του Τάσου και ζήτησε από τους παρευρισκόμενους βοήθεια.
Ρώτησαν τον Τάσο αν θέλει να γίνει μέλος του Συνδικάτου. Αυτός κόμπιασε λιγάκι και αναρωτήθηκε φωναχτά τι θα γίνει με το άλλο «σωματείο». Ψύχραιμα και ήρεμα, οι συνάδελφοί του τού εξήγησαν ότι δεν τον συνδέει τίποτα με αυτό το έκτρωμα, που έχουν το θράσος να το ονομάζουν «σωματείο», ότι είναι μια οργάνωση ναζιστών που χρηματοδοτείται από τους μεγαλοεργοδότες της Ζώνης και ότι δουλεύει για τα συμφέροντά τους και κόντρα στα συμφέροντα των εργατών. Του επισήμαναν τη δική του περιπέτεια και τα λίγα συμπεράσματα που έβγαλε από αυτήν. Στο τέλος, τον ρώτησαν τι ρόλο παίζουν οι άλλοι εργάτες στο μηχανουργείο κι αυτοί που δουλεύουν στα βαπόρια. Ο Τάσος είχε μόνο καλά λόγια να πει για όλους. Και είπε και τα καλύτερα λόγια για τον Τάκη, τον εργοδηγό. Οι άνθρωποι του συνδικάτου είπαν ότι τον γνωρίζουν και ότι τον θεωρούν έναν συνεπή και καλό συνάδελφο. Στο τέλος, ο Τάσος έκανε την αίτηση για να γίνει μέλος του συνδικάτου.
Αμέσως μετά, ο Σωτήρης το ρώτησε αν είναι διατεθειμένος να ακολουθήσει τις ενέργειες του συνδικάτου για να πετύχει την επαναπρόσληψή του, την πληρωμή των κομμένων υπερωριών και αν θέλει να διεκδικήσει την πληρωμή του μεροκάματου του μάστορα από την αρχή του χρόνου. Του εξήγησε ότι θα πρέπει να μπει μπροστά στον αγώνα που θα κάνει το συνδικάτο για να πετύχει όλα αυτά. Ο Τάσος δέχτηκε. Κάπου πιο δίπλα, ένα μεγάφωνο επέμενε να τραγουδάει:
Όλη μέρα στα λιμάνια και στα ναυπηγεία
στου θανάτου τα καζάνια στα μηχανουργεία
Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη
με τα κομμάτια μας δένει τ’ ατσάλι ….
Τις επόμενες μέρες, το συνδικάτο έκανε παράσταση στο αφεντικό του Τάσου και στη συνέχεια κήρυξε απεργία στη Ζώνη, με αίτημα την επαναπρόσληψή του. Η απεργία είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά το κυριότερο ήταν ότι το ίδιο το μηχανουργείο νέκρωσε κυριολεκτικά, ενώ οι εργάτες στα βαπόρια, με μπροστάρη τον Τάκη τον εργοδηγό αρνήθηκαν να δουλέψουν, μέχρι να ξαναπροσλάβουν τον Τάσο. Ο ίδιος ο Τάκης βρήκε το αφεντικό και με ήρεμο, αλλά πειστικό τρόπο, τον ανάγκασε να δεχτεί να τον ξαναπάρει. Βασικό του επιχείρημα ήταν ότι ο Τάσος είχε γίνει σχεδόν αναντικατάστατος στο μηχανουργείο, ειδικά αυτή την περίοδο, μέχρι να τελειώσουν οι επισκευές στα Νορβηγέζικα τάνκερς.
Όταν ο Τάσος γύρισε στη δουλειά, είχε πια μάθει να ξεχωρίζει τις εποχές. Ήξερε ότι μετά τη βαρυχειμωνιά, έρχεται η Άνοιξη με τον ξανθόν Απρίλη και τον μυρωδάτο Μάη, ότι το καλοκαίρι δεν ήταν μόνο ο ιδρώτας της δουλειάς και η περιστασιακή βουτιά στα νερά του Σαρωνικού και ότι το φθινόπωρο δεν ήταν μόνο οι βροχές του Οκτώβρη και τα κρύα του Νοέμβρη. Είχε μάθει ότι όλες οι εποχές έκλειναν μέσα τους την ανθρωπιά και τους αγώνες για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία.