Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας //
Το ζήτημα της νέας πανδημίας προσφέρεται για γενικότερες σκέψεις μαζί με τη ανάγκη αγώνα, για τη λήψη άμεσων και αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπισή της, αλλά για να μην μείνουν τα «έκτακτα μέτρα» στο διηνεκές. Στοχασμό για τη φύση του καπιταλισμού, τα όρια του, τη δολοφονική του επίδραση στον άνθρωπο και στη φύση, καθώς αυτός σαπίζει αλλά και την ανάγκη επαναστατικής του υπέρβασης.
Όσο και αν για κάποιους φαντάζει ως «ξύλινος λόγος» και με την πανδημία εμφανίζεται το αποκρουστικό πρόσωπο του καπιταλισμού μιας και η υγεία αντιμετωπίζεται από τη σκοπιά της διαμόρφωσης και ανάπτυξης των συνθηκών αναπαραγωγής των ταξικών σχέσεων εκμετάλλευσης, επομένως και ως παράγοντας που συμβάλλει στην κερδοφορία του κεφαλαίου και τίποτε περισσότερο. Ταυτόχρονα ο συκοφαντημένος Μαρξισμός- Λενινισμός δικαιώνεται πανηγυρικά αλλά και τραγικά.
1.Ας δούμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα (οι υπογραμμίσεις δικές μας) που γράφτηκαν πολλά χρόνια πριν όμως είναι επίκαιρα:
α.«Το κεφάλαιο όμως, που έχει τόσο «σοβαρούς λόγους» ν’ αρνιέται τα βάσανα της εργατικής γενεάς που το περιβάλλει σήμερα, καθορίζεται τόσο λίγο στην πραχτική κίνησή του από την προοπτική του μελλοντικού σαπίσματος της ανθρωπότητας, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση από το ασυγκράτητο ξεκλήρισμα του πληθυσμού, όσο και από την ενδεχόμενη πτώση της γης πάνω στον ήλιο… Γι’ αυτό το λόγο το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του εργάτη, παντού όπου δεν το υποχρεώνει η κοινωνία να τις υπολογίζει». Και σε υποσημείωση αναφέρει: «Μ’ όλο που η υγεία του πληθυσμού είναι ένα σπουδαίο στοιχείο του εθνικού κεφαλαίου φοβούμαστε ότι θα υποχρεωθούμε να ομολογήσουμε πως οι κεφαλαιοκράτες δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να διατηρήσουν αυτόν το θησαυρό και να εκτιμήσουν την αξία του… Τους εργοστασιάρχες τους εξανάγκασαν να παίρνουν υπόψη την υγεία των εργατών»( Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 282–283.).
β «…Οι απανωτές επιδημίες της χολέρας, του τύφου, της ευλογιάς και άλλων ασθενειών έπεισαν το Βρετανό αστό για την επείγουσα ανάγκη να εξυγιάνει τις πόλεις του, αν δε θέλει να πέσει, κι αυτός κι η οικογένειά του, θύμα αυτών των ασθενειών. Γι’ αυτό τα πιο χτυπητά κακά που περιγράφονται σ’ αυτό το βιβλίο έχουν σήμερα εξαλειφθεί ή έγιναν τουλάχιστο λιγότερο φανερά. Εφαρμόστηκε ή καλυτέρεψε το σύστημα των υπονόμων, ανοίχτηκαν πλατιοί δρόμοι σε πολλές από τις χειρότερες ανάμεσα στις «κακές συνοικίες». Η «μικρή Ιρλανδία» εξαφανίστηκε. Σε λίγο έρχεται η σειρά για τα «Seven Dials». Μα τι σημασία έχει αυτό; Ολόκληρες συνοικίες που το 1844 ακόμα μπορούσα να τις περιγράφω σχεδόν σαν ειδυλλιακές, τώρα με το μεγάλωμα των πόλεων, ξέπεσαν στην ίδια κατάσταση της παρακμής και της αθλιότητας, έγιναν ακατοίκητες. Βέβαια, τα γουρούνια και τους σωρούς των σκουπιδιών δεν τους ανέχονται πια. Η αστική τάξη έχει κάνει παραπέρα προόδους στην τέχνη να κρύβει τη δυστυχία της εργατικής τάξης. Οτι, όμως, σχετικά με τις εργατικές κατοικίες δεν έχει γίνει καμιά ουσιαστική πρόοδος, το αποδείχνει με το παραπάνω η έκθεση της βασιλικής επιτροπής «on the housing of the poor»4 το 1885. Το ίδιο και για όλα τα άλλα. Οι αστυνομικές διατάξεις έχουν γίνει πυκνές σαν τα βατόμουρα. Οι διατάξεις αυτές μπορούν να περιφράξουν την αθλιότητα των εργατών, δεν μπορούν όμως να την εξαλείψουν. (ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ «ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ» Λονδίνο, 21 του Ιούλη 1892‑Φ. Ενγκελς
2.Πάντα το ζήτημα της υγείας για την εργατική τάξη υπόκειται στους νόμους της ταξικής πάλης. Η υγεία έχει κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά η πολιτική παροχής υπηρεσιών υγείας έχει ταξικό περιεχόμενο. Όμως στον καπιταλισμό, ο κοινωνικός χαρακτήρας της φροντίδας για την υγεία έρχεται σε σύγκρουση με το θεμελιώδη νόμο λειτουργίας του, την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης, δηλαδή του συνόλου των βιολογικών και πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου που ξοδεύονται στην παραγωγική διαδικασία. Η αντίφαση αυτή μπορεί να λυθεί μόνο με την άρση της αντίθεσης μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, με την κοινωνικοποίησή τους. Ο καπιταλιστής, ο ίδιος ή μέσα από το κράτος και τα αστικά κόμματα, προβάλλει το επιχείρημα του «κόστους της εργασίας», του «κόστους της εργατικής δύναμης», κατ’ επέκταση και το κόστος των υπηρεσιών υγείας-πρόνοιας. Η θεωρία του «κόστους» συνδέεται με την αντίληψη για ατομική ευθύνη του εργαζόμενου στην κάλυψη των αναγκών φροντίδας υγείας. Αυτή η αστική ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση αφορά και την ασφάλιση, τη στέγη, την παιδεία και άλλες ανάγκες εμπορευματοποιημένες. Γι’ αυτό άλλωστε το αστικό κράτος ευνοεί την επιχειρηματική δράση στον τομέα της υγείας-πρόνοιας, την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους του δημόσιου τομέα, τη διασύνδεση δημοσίου-ιδιωτικού προς όφελος της κερδοφορίας.
Το παράδειγμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης
3.Στο αντίποδα των παραπάνω βρίσκονταν οι χώρες του σοσιαλισμού. Τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων για δουλειά, υγεία, παιδεία εξασφαλισμένα, τα άλματα στην επιστήμη (και στην ιατρική τεράστια), Χάρη στον κεντρικό σχεδιασμό και τα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής δημιουργήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις για την πλήρη άνθιση της σωματικής, πνευματικής, ψυχικής και κοινωνικής ισορροπίας του ανθρώπου, που εξαρτώνται από τις συνθήκες εργασίας και ζωής, τις συνολικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν την ικανότητα του για εργασία και κοινωνική δράση. Έτσι για παράδειγμα (δεν θα πρέπει να ξεχνάμε) διέθετε ένα πολύπλευρο κρατικό σύστημα προαγωγής και προστασίας της υγείας, που παρείχε σε όλο τον πληθυσμό δωρεάν πρόληψη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αυτό συνέβαλε στην αύξηση της διάρκειας ζωής των εργαζομένων και στον περιορισμό της νοσηρότητας και της θνησιμότητας του πληθυσμού, δείκτες που χαρακτηρίζουν το επίπεδο υγείας ενός λαού και σχετίζονται άμεσα με το είδος του συστήματος υγείας που υπάρχει σε κάθε χώρα. Πρωταρχικό μέλημα στο σοσιαλισμό για την εξασφάλιση και προαγωγή της υγείας ήταν η εξάλειψη ‑έστω σταδιακή- όλων των παραγόντων που επιδρούσαν αρνητικά και που κληρονομήθηκαν από το καπιταλιστικό σύστημα (μέσα σ’ αυτό και άλλες επιβιώσεις του παρελθόντος). Το περιβάλλον εδώ έχει πρωταρχική σημασία, τόσο στην εργασία, όσο και στην κατοικία, γενικότερα στους όρους διαβίωσης των ανθρώπων. Η κατάργηση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης στους χώρους δουλειάς περιορίζει την πρόωρη καταπόνηση των δυνάμεων, της υγείας των εργαζομένων. Αλλά οι συνθήκες δουλειάς καλυτερεύουν βαθμιαία με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη νέα κοινωνία. Στο βαθμό λοιπόν που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις στο σοσιαλισμό (π.χ. η μείωση της εργάσιμης ημέρας, η κατάργηση της εντατικοποίησης της εργασίας, ο περιορισμός της βαριάς σωματικής εργασίας, η αύξηση του ελεύθερου χρόνου και η δημιουργική αξιοποίησή του κλπ.), δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την εξάλειψη των εξωγενών παραγόντων βλαπτικής επίδρασης στην υγεία, καθώς και η αντιμετώπιση της πρόληψης, αλλά και της θεραπείας. Η προεπαναστατική Ρωσία κατείχε την πρώτη θέση στην εξάπλωση μεταδοτικών ασθενειών. Η πανούκλα, η χολέρα, η ευλογιά και άλλες επιδημίες αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό και προκαλούσαν τεράστιες καταστροφές στην οικονομία. Το 1912 περίπου 13 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν προσβληθεί από επιδημικές ασθένειες. Μέχρι το 1924 περιορίστηκαν οι επιδημίες και άρχισαν να λύνονται αποτελεσματικά μια σειρά από δύσκολα προβλήματα όπως: Σχετικά με ιατρικά στελέχη, ανάπτυξη δικτύου θεραπευτικών-προληπτικών ιδρυμάτων, ο εξοπλισμός τους με τεχνικά μέσα, εξάλειψη διαφορών στην ιατρική περίθαλψη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 περνούσαν κάθε χρόνο 160 εκατομμύρια άνθρωποι από προληπτικό έλεγχο και πάνω από 35 εκατομμύρια βρίσκονταν σε διαρκή ιατρική παρακολούθηση (παιδιά, εργάτες, χρόνια πάσχοντες). Λειτουργούσαν πάνω από 28 χιλιάδες γυναικεία ιατρεία και παιδικές πολυκλινικές, ενώ στην προεπαναστατική Ρωσία υπήρχαν μόνο εννέα (9) τέτοια ιατρεία. Για πρώτη φορά στον κόσμο καθιερώθηκε η γενική ιατρική παρακολούθηση των παιδιών από παιδίατρους και μόνιμες νοσηλεύτριες. Υπήρχε ενιαίο όργανο διεύθυνσης, το Υπουργείο Υγιεινής. Αυτό κατηύθυνε, συντόνιζε, έλεγχε τη δουλειά των ιδρυμάτων πρόληψης και θεραπείας, εφάρμοζε ενιαίους δοκιμασμένους τρόπους προφύλαξης, διάγνωσης και θεραπείας. Με ευθύνη του κράτους λειτουργούσαν στα ιατρικά ινστιτούτα ειδικά μαθήματα για την τελειοποίηση» της εκπαίδευσης των γιατρών. Μια φορά στα πέντε χρόνια όλοι οι γιατροί περνούσαν από αυτά. Οι γιατροί δούλευαν με βάση τη μειωμένη εργάσιμη εβδομάδα, σε σύγκριση με το μέσο όρο που ίσχυε γενικά. Είχαν επίσης ‑σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία- μεγαλύτερη από το μέσο όρο ετήσια πληρωμένη άδεια. Η παραμονή κάποιου ασθενή στο νοσοκομείο, η θεραπεία του και η αποκατάσταση της υγείας του ήταν δωρεάν. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του όχι μόνο δεν κινδύνευε να απολυθεί από την εργασία του, αλλά έπαιρνε και επίδομα για την προσωρινή απώλεια της ικανότητάς του για εργασία.
Αυτά όλα στις δύσκολες στιγμές της πανδημίας δεν πρέπει να τα σκεπάζει ο φόβος και η κορονοϊο-υστερία αλλά να αποτελέσουν πηγή σκέψης και δράσης!