Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πανελλήνιες Εξετάσεις: Μια αληθινή (συγκινητική) ιστορία

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

(Αρχί­ζουν σήμε­ρα οι Πανελ­λή­νιες Εξε­τά­σεις. Γολ­γο­θάς αλη­θι­νός για τα παι­διά. Αντί για ευχές …)

Δύο μαθη­τές του Γυμνα­σί­ου Αγνά­ντων Τζου­μέρ­κων, δυο χωρια­νοί (από το Αμπε­λο­χώ­ρι), δυο φίλοι, δυο συμ­μα­θη­τές, δυο συνο­δοι­πό­ροι…, αγω­νι­στές της μάθησης.
14 Φεβρουα­ρί­ου 1956. Όλο το Τζου­μέρ­κο είχε πνι­γεί στο χιό­νι. Είχε πέσει πολύ χιό­νι και δυσκό­λευε την επι­κοι­νω­νία, όχι μόνο μέσα στο χωριό, αλλά και με τα παρα­κεί­με­να χωριά. Μα, για τους μαθη­τές από τα άλλα χωριά ήταν κάτι αδια­νό­η­το το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο να μην πάνε στα σπί­τια τους. Άμε­ση η ανά­γκη. Να πάνε στο χωριό τους, να πλυ­θούν, να αλλά­ξουν, να φάνε λίγο ζεστό φαγη­τό. Η επι­στρο­φή, την Κυρια­κή, αργά το από­γευ­μα. Φορ­τω­μέ­νοι με τον «τουρ­βά» που είχε μέσα το ανα­γκαίο φαγη­τό-για να βγά­λουν τη βδο­μά­δα- και καμιά αλλα­ξιά ρού­χα, έπαιρ­ναν το δρό­μο της επιστροφής.

Όλοι οι μαθη­τές από Κτι­στά­δες, Αμπε­λο­χώ­ρι, Πρά­μα­ντα θεώ­ρη­σαν «θείο δώρο» το γεγο­νός, ότι ο ταχυ­δρό­μος Πρα­μά­ντων είχε περά­σει και είχε ανοί­ξει το δρό­μο με τις πατη­μα­σιές του. Έτσι, καμιά τρια­ντα­ριά μαθη­τές απο­φά­σι­σαν να ακο­λου­θή­σουν τις πατη­μα­σιές του και να πάνε στα χωριά τους. Αυτό έκα­ναν και οι δυο μικροί μαθη­τές (14 ετών) από το Αμπελοχώρι.

Δύσκο­λα, δύσκο­λα, θα τα κατά­φερ­ναν. Έτσι πίστευαν. Δεν ήταν δα και η πρώ­τη φορά. Και ξεκί­νη­σαν. Μπρο­στά, οι μεγα­λύ­τε­ροι, ακο­λου­θού­σαν τις πατη­μα­σιές του ταχυ­δρό­μου, κι από πίσω οι μικρότεροι.

Εκεί, μόλις πέρα­σαν την Κου­σο­βί­στα, χώρι­σαν οι δρό­μοι τους. Μερι­κοί προ­χώ­ρη­σαν για την Πρά­μα­ντα. Οι άλλοι για τους Ραφτα­ναί­ους και το Αμπε­λο­χώ­ρι. Τα περισ­σό­τε­ρα παι­διά τους περί­με­ναν οι γονείς τους και οι άλλοι Ραφτα­νί­τες στο Μολο­κο­πιό (Στύ­λια­νη). Εκεί πέρα­σαν το βρά­δυ. Φιλο­ξε­νή­θη­καν σε σπί­τια του οικι­σμού μαζί με όλα τα Ραφτα­νί­τι­κα παι­διά. Οι δυο όμως φίλοι συνέ­χι­σαν το δρό­μο κι άρχι­σαν να ροβο­λάν κατά το Αμπελοχώρι.

«Άκο­φτος» ο δρό­μος, πολύ το χιό­νι, γινό­ταν όλο και περισ­σό­τε­ρο η πορεία αργή, δύσκο­λη και βασα­νι­στι­κή. Δεν πρό­λα­βαν να φτά­σουν μέρα στο χωριό. Βρά­δια­σε. Παρα­μέ­ρι­σαν το χιό­νι και «κούρνιασαν»τουρτουρίζοντας σε μια μπι­στού­ρα. Μέχρι να ξημε­ρώ­σει. Κι όταν ξημέ­ρω­σε, ο ένας κατά­φε­ρε να φτά­σει στο χωριό. Ο άλλος έμει­νε εκεί. Πάγω­σε. Πέθανε!

Οι δυο φίλοι είχαν όνο­μα. Ο ένας ονο­μα­ζό­ταν Νικό­λα­ος Νίκου, ο άλλος Γιώρ­γος Βλά­χας. Ο πρώ­τος σώθη­κε. Ο δεύ­τε­ρος «έπε­σε ηρω­ι­κά» στον αγώ­να της μάθησης!
Τον αγώ­να αυτό συνε­χί­ζουν τα παι­διά σήμερα!!!

ΚΑΛΗ ΤΟΥΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο