Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παραμονή Πρωτοχρονιάς (διήγημα) 

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

 Ο ήχος από την σει­ρή­να του ασθε­νο­φό­ρου δια­κό­πτει τις σκέ­ψεις μου. Βγαί­νω έξω τρέ­χο­ντας, με την πιτζά­μα και τις παντό­φλες, σαν από παλιά συνή­θεια, σαν από ανά­μνη­ση ενός παλιού παι­γνι­διού, για να δια­πι­στώ­σω εάν όντως ο ήχος που ακού­στη­κε είναι από ασθε­νο­φό­ρο ή από κάποιο άλλο αυτο­κί­νη­το. Θυμά­μαι ακό­μα ότι πάντα έχα­να σε αυτό το παι­γνί­δι: το κόκ­κι­νο χρώ­μα του πυρο­σβε­στι­κού οχή­μα­τος ερχό­ταν να αντι­κα­τα­στή­σει το μπλε του περι­πο­λι­κού που πίστευα ότι κρύ­βο­νταν πίσω από τον ήχο της σει­ρή­νας. Αυτή τη φορά όμως δεν έκα­να λάθος. Ήταν πράγ­μα­τι ένα ασθε­νο­φό­ρο. Ίσως πια, μετά από τόσα χρό­νια στα νοσο­κο­μεία και στους δρό­μους, να έχω μάθει να ανα­γνω­ρί­ζω τους ήχους των αυτο­κι­νή­των, όπως έχω μάθει να ξεχω­ρί­ζω και τους ήχους των ανθρώ­πων. Δια­φο­ρε­τι­κή έντα­ση έχουν οι βρα­χνές, κοφτές και σκλη­ρές ανά­σες των ετοι­μο­θά­να­των και δια­φο­ρε­τι­κή έντα­ση, γρή­γο­ρη, ανά­λα­φρη, σαν γάρ­γα­ρο νερό φυσι­κής πηγής, ο ήχος του ευτυ­χι­σμέ­νου ζευ­γα­ριού που μόλις έμα­θε πως περι­μέ­νει παι­δί. Ο κάθε ήχος πέρα από τη δική του έντα­ση, έχει και το δικό του βάθος αλλά και ένα απο­τύ­πω­μα, που ακό­μα και σε  παρό­μοια γεγο­νό­τα μετα­ξύ των ανθρώ­πων, παρα­μέ­νει μονα­δι­κό. Ο μόνος ήχος που ποτέ δεν κατά­φε­ρα να νιώ­σω είναι αυτός του έρω­τα. Ίσως για­τί ποτέ δεν θέλη­σα να ερω­τευ­τώ, ίσως για­τί τα σεξουα­λι­κά μου απω­θη­μέ­να τα χόρ­τα­σα στη Μίνω­ος μέχρι βέβαια που έγι­να κι εγώ αντι­σε­ξι­στής και κατά της γυναι­κεί­ας εκμε­τάλ­λευ­σης, κόβο­ντας κάθε δεσμό με τα υπο­φω­τι­σμέ­να, υγρά δωμά­τια των σπι­τιών που μεγά­λω­σαν γενιές και γενιές αντρών.
Επι­στρέ­φω μέσα στο σπί­τι. Οι σκέ­ψεις μου τρά­βη­ξαν μακριά, πάγω­σαν τα πόδια μου, ξεκί­νη­σε να βρέ­χει και αμέ­σως κάνω στρο­φή, να πάω στα ζεστά, στην κου­ζί­να όπου έχω βάλει να ετοι­μά­ζε­ται το μεση­με­ρια­νό φαγη­τό, περι­μέ­νο­ντας την οικο­γέ­νεια να επι­στρέ­ψει από τις γιορ­τι­νές της αγο­ρές. Είναι πια αρκε­τά χρό­νια, ίσα του­λά­χι­στον με μια δεκα­ε­τία, που αρνού­μαι πει­σμα­τι­κά να βγω έξω στην πόλη τις ημέ­ρες των γιορ­τών, ιδιαί­τε­ρα τα πρω­ι­νά που είτε κάτω από το χλω­μό φως του χει­μω­νιά­τι­κου ήλιου, είτε μέσα από τις στα­γό­νες της βρο­χής, μπο­ρεί να σε εντο­πί­σει κάποιος παλιός συμ­μα­θη­τής, φορ­τω­μέ­νος με δώρα γιορ­τι­νά κι αχρεί­α­στα,  για να θυμη­θεί πεθα­μέ­νες καλη­σπέ­ρες, όπως λέει και το τρα­γού­δι, ή τα χρό­νια του σχο­λεί­ου και τις παρέ­ες που δεν κάνα­με. Ευτυ­χώς, η νύχτα, με το σκο­τά­δι και τις σιω­πές της, ξέρει να προ­στα­τεύ­ει από τις κακο­το­πιές και τις ανού­σιες συνα­ντή­σεις. Ξέρει καλά πως εκεί­νες τις ώρες, μόνο η πιο στε­νή σου φιλι­κή παρέα, αρκεί για να νιώ­σεις κι εσύ άνθρω­πος. Τότε, και μόνο τότε, εμφα­νί­ζο­μαι κι εγώ στην πόλη. Όχι βέβαια, από­λυ­τα γαλή­νιος αλλά νιώ­θο­ντας σαν σε θηρίο σε κλου­βί, σαν αιχ­μά­λω­τος που μόλις βρή­κε την ελευ­θε­ρία του.

Αλλά είναι ακό­μα μεση­μέ­ρι, παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς. Τινά­ζω βια­στι­κά και βίαια το κεφά­λι μου, δεν θέλω να σκέ­φτο­μαι. Έχω και μία λευ­κή σελί­δα να περι­μέ­νει, εδώ και αρκε­τές ώρες, να γεμί­σει με χαρού­με­νες λέξεις και μηνύ­μα­τα ελπί­δας για τη νέα χρο­νιά, όπως μου παρήγ­γει­λε το αφε­ντι­κό σχε­τι­κά με το πρω­το­χρο­νιά­τι­κο τεύ­χος του περιο­δι­κού του, κι ένα μυα­λό, το δικό μου, που να μην μπο­ρεί ούτε μία ιδέα να κατε­βά­σει, έστω μία συνη­θι­σμέ­νη, έτσι για να βγά­λει την υπο­χρέ­ω­ση. Βλέ­πεις, ότι είναι παρα­μο­νή Πρω­το­χρο­νιάς αυτό δεν σημαί­νει αυτό­μα­τα πως ξεφεύ­γεις από τα προ­βλή­μα­τα ή πως δεν έχεις σκο­τού­ρες και τους προ­σω­πι­κούς σου δαί­μο­νες να αντι­με­τω­πί­σεις. Έτσι κι αλλιώς για το αφε­ντι­κό μου δεν υπάρ­χουν γιορ­τές. Με λίγα λόγια, εάν απο­φα­σί­σει πως αύριο, την ημέ­ρα της Πρω­το­χρο­νιάς, χρειά­ζε­ται να δου­λέ­ψου­με, εμείς θα το κάνου­με και θα δηλώ­νου­με και υπε­ρευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι για την μονα­δι­κή ευκαι­ρία που απο­κτή­σα­με ώστε να ανα­δεί­ξου­με τις ικα­νό­τη­τες μας. Αλλά ευτυ­χώς, ως τώρα δεν έχει συμ­βεί κάτι τέτοιο. Όσο να ‘ναι, ακό­μα και τα αφε­ντι­κά χρειά­ζο­νται δια­κο­πές, όχι;

~
Ούτε μια λέξη, ούτε μια ιδέα. Σε λίγες ώρες θα έχει λήξει η σχε­τι­κή προ­θε­σμία. Κι η ώρα περ­νά­ει. Από­γευ­μα πλέ­ον και από την κου­ζί­να μετα­φέρ­θη­κα στο κρε­βά­τι μου, προ­σπα­θώ­ντας να μαντέ­ψω τους ήχους της πόλης. Αδύ­να­το όμως να γίνει ακό­μα κι αυτό, όλη η πόλη γιορ­τά­ζει σήμε­ρα κι ένας, μόνο ένας ήχος, κυριαρ­χεί: παρακ­μια­κά λαϊ­κά περα­σμέ­νων δεκα­ε­τιών, οι φωνές του Πασχά­λη Τερ­ζή και του Θέμη Αδα­μα­ντί­δη σε παρά­τα­ξη και σε αγα­στή συνερ­γα­σία με φωνές ριά­λι­τυ τηλε­παι­γνι­διών για μου­σι­κά ταλέ­ντα. Όσο όμως θυμώ­νω από τη μία άλλο τόσο αδια­φο­ρώ από την άλλη, προ­στα­τευ­μέ­νος νιώ­θο­ντας μέσα στην πατρι­κή εστία και με την σκέ­ψη μου να επα­νέρ­χε­ται, με πεί­σμα ανε­ξή­γη­το, στο ασθε­νο­φό­ρο που συνά­ντη­σα νωρί­τε­ρα σήμε­ρα. Αλή­θεια, ποιός άτυ­χος άνθρω­πος δεν θα γιόρ­τα­ζε σήμε­ρα την Πρω­το­χρο­νιά χωρίς τους αγα­πη­μέ­νους του παρά μέσα σ’ ένα μίζε­ρο, φτω­χο­ποι­η­μέ­νο νοσο­κο­μείο συνο­δεία μιας κάποιας νοση­λεύ­τριας και του εφη­με­ρεύ­ο­ντος γιατρού;
~
Όχι, οι γιορ­τές δεν μπο­ρούν να είναι για όλους, ούτε όλοι αντι­λαμ­βά­νο­νται την περί­ο­δο με τον ίδιο τρό­πο, ακό­μα και στην επο­χή μας που όλα προ­σπα­θούν να μας πεί­σουν για το αντί­θε­το. Την ίδια στιγ­μή που κάποιοι απο­λαμ­βά­νουν τους καρ­πούς της εργα­σί­ας των άλλων, ευχό­με­νοι μια καλή και προ­σο­δο­φό­ρα χρο­νιά, οι άλλοι, με δυσκο­λία αγω­νί­ζο­νται να εξα­σφα­λί­σουν τα ελά­χι­στα για το εορ­τα­στι­κό τρα­πέ­ζι της ημέ­ρας, χωρίς βέβαια αυτό να τους κάνει λιγό­τε­ρο χαρού­με­νους ή κι ευτυ­χι­σμέ­νους. Δύσκο­λες επο­χές, δύστρο­πες και μίζε­ρες, πως να αρνη­θείς στον οποιον­δή­πο­τε την προ­σπά­θεια του να ξεγε­λά­σει λίγο τη μιζέ­ρια του; Να ένα ερώ­τη­μα, χωρίς απά­ντη­ση φοβά­μαι. Ούτε κι εγώ επι­θυ­μώ να δώσω μια συγκε­κρι­μέ­νη απά­ντη­ση, την άδεια μου σελί­δα μόνο σκέ­φτο­μαι και τους ήχους της πόλης που δεν μπο­ρώ να ακούσω.
~
Η ανά­γκη ανα­δεί­χθη­κε τελι­κά πιο δυνα­τή από την επι­θυ­μία και την παρά­δο­ση χρό­νων να μένω μόνος στο σπί­τι τις ημέ­ρες των γιορ­τών. Χαρι­το­λο­γώ­ντας μάλι­στα, θα έλε­γα, πως οι παρα­δό­σεις είναι μόνο για να ανα­τρέ­πο­νται με νεό­τε­ρες συνή­θειες, γνω­ρί­ζω όμως πως κι αυτή η σκέ­ψη απο­τε­λεί μια φτη­νή δικαιο­λο­γία, έτσι για να συμ­βι­βά­σω τα αντι­φα­τι­κά κι αντι­κρουό­με­να συναι­σθή­μα­τα που με δια­κα­τέ­χουν. Με λίγα λόγια βγή­κα για βόλ­τα στην πόλη, εκεί­νη την ώρα που κάποιοι συνέ­χι­ζαν με τον πατρο­πα­ρά­δο­το μεση­με­ρια­νό υπνά­κο τους πριν το ξεφά­ντω­μα της Πρω­το­χρο­νιάς ή που πήγαι­ναν για καφέ και χαλα­ρό περ­πά­τη­μα στο κέντρο. Ότι βγή­κα την συγκε­κρι­μέ­νη μέρα και ώρα βέβαια δεν πέρα­σε απα­ρα­τή­ρη­το από τους γεί­το­νες που με βλέμ­μα φοβι­σμέ­νο και γεμά­το αμφι­σβή­τη­ση για την δια­νοη­τι­κή μου κατά­στα­ση, ανα­ρω­τιό­ντου­σαν τι ήταν αυτό που έβγα­λε ένα μίζε­ρο, μονό­χνω­το άνθρω­πο σαν κι εμέ­να στον δρό­μο. Τολ­μώ να πω, ότι η ακοή μου εύκο­λα ανα­γνώ­ρι­σε πίσω από τις συνη­θι­σμέ­νες ευχές για χρό­νια πολ­λά και μια ευτυ­χι­σμέ­νη χρό­νια, περιέρ­γεια, απο­ρία και, για­τί όχι, μια κάποια απέχθεια.
Την ίδια απο­ρία αλλά και τον ίδιο φόβο είχα κι εγώ περ­πα­τώ­ντας στην πόλη, δεν ήταν όπως μου άρε­σε να την θυμά­μαι. Που είχαν πάει οι πλα­νό­διοι πωλη­τές με τα ημε­ρο­λό­για τσέ­πης, τις ατζέ­ντες και τους καζα­μί­ες; Είχαν χαθεί, η αφι­λό­ξε­νη πόλη μας, που τόσο φοβό­μουν την κατα­στρε­πτι­κή επιρ­ροή της πάνω στις συνή­θειες των ανθρώ­πων, είχε κάνει το θαύ­μα της. Το γιορ­τα­στι­κό πνεύ­μα των ημε­ρών, όχι πάντα αγα­θό κι ευγε­νι­κό, είχε αντι­κα­τα­στα­θεί με τις επι­θυ­μί­ες της αγο­ράς που αντι­με­τώ­πι­ζε κάθε­τι δια­φο­ρε­τι­κό ως γρα­φι­κό ή αντια­να­πτυ­ξια­κό και το εξα­φά­νι­ζε από το εμπο­ρι­κό κέντρο. Μαζί με τους πλα­νό­διους πωλη­τές είχαν εξα­φα­νι­στεί και οι μπα­λο­νά­δες, οι ζογκλέρ, οι πλα­νό­διοι μου­σι­κοί — μόνο ένας καστα­νάς, είχε απο­μεί­νει, ένας Δον Κιχώ­της με κάρ­βου­να και λαβί­δα, με κάστα­να, ξηρούς καρ­πούς, ζεστό καλα­μπό­κι και μαλ­λί της γριάς, να αντι­στέ­κε­ται. Δίπλα του, στον ρόλο του Σάν­τσο, έστε­καν μικρές τσιγ­γα­νο­πού­λες, που πού­λα­γαν στους περα­στι­κούς, πλα­στι­κά τρια­ντά­φυλ­λα. Αλλά κανείς δεν αγό­ρα­ζε. Μόνο ένας άστε­γος τόλ­μη­σε, δίνο­ντας από το υστέ­ρη­μά του, να αγο­ρά­σει ένα σακου­λά­κι κάστα­να κι ένα τρια­ντά­φυλ­λο, τρέ­χο­ντας στη συνέ­χεια να βρει κατα­φύ­γιο μέσα στην φάτ­νη του Χρι­στού που στό­λι­ζε την πλα­τεία. Είχε αρχί­σει πάλι να βρέ­χει. Κίνη­σα κι εγώ βια­στι­κός να προ­φυ­λα­χτώ μέσα σε μια καφε­τέ­ρια, από εκεί­νες που είχαν στο δια­πα­σών τη μου­σι­κή, να πιω κάτι ζεστό, δια­πι­στώ­νο­ντας με απο­γο­ή­τευ­ση ότι αν και από­γευ­μα, στο συγκε­κρι­μέ­νο μαγα­ζί δεν σέρ­βι­ραν καφέ παρά μόνο ποτό, λόγω, υπο­τί­θε­ται, της ημέρας…
Κάπο­τε η βρο­χή στα­μά­τη­σε. Σιγά σιγά ξεκί­νη­σαν πάλι να εμφα­νί­ζο­νται οι άνθρω­ποι για τα ψώνια της τελευ­ταί­ας στιγ­μής, οι δημο­τι­κοί υπάλ­λη­λοι για να τακτο­ποι­ή­σουν τις τελευ­ταί­ες λεπτο­μέ­ρειες για την πρω­το­χρο­νιά­τι­κη φιέ­στα σήμε­ρα τα μεσά­νυ­χτα καθώς κι ένα συνέρ­γειο πολι­τι­κού κόμ­μα­τος που πραγ­μα­το­ποιού­σε την εορ­τα­στι­κή του εξόρ­μη­ση, στο­λί­ζο­ντας δια­φο­ρε­τι­κά την κεντρι­κή πλα­τεία με κόκ­κι­νες σημαί­ες, ντου­ντού­κες και συν­θή­μα­τα, καλώ­ντας σε αγω­νι­στι­κή κι απερ­για­κή επα­γρύ­πνη­ση τους κάτοι­κους της πόλης. Εκεί­νη την ώρα ξεκί­νη­σα κι εγώ τον δύσκο­λο δρό­μο της επι­στρο­φής στο σπίτι.
~
Λίγο πριν φτά­σω στο σπί­τι, είδα, εντε­λώς τυχαία είναι η αλή­θεια, δύο μελο­μα­κά­ρο­να, μισο­δια­λυ­μέ­να απ’ τη βρο­χή, πάνω σ’ ένα πεζού­λι παρα­τη­μέ­να. Κάποιοι καλα­ντά­ρη­δες προ­φα­νώς θα τα άφη­σαν εκεί, μέσα στην βια­σύ­νη τους να επι­σκε­φτούν όσα περισ­σό­τε­ρα σπί­τια ήταν δυνα­τό ή μάλ­λον, είμαι σχε­δόν σίγου­ρος για αυτό, για­τί απο­δεί­χθη­καν αχά­ρι­στοι για το κέρα­σμα του φιλό­ξε­νου σπι­τιού που επι­σκέ­φθη­καν σήμε­ρα το πρωί, με προ­φα­νή στό­χο όχι τη διά­δο­ση ενός χαρ­μό­συ­νου μηνύ­μα­τος αλλά το κυνή­γι του χρή­μα­τος, έστω και της ελά­χι­στης χρη­μα­τι­κής απο­λα­βής. Ε, ναι, είπα, όπως πάντα απευ­θυ­νό­με­νος στον εαυ­τό μου, ανα­δει­κνύ­ε­ται ότι πέρα από τους στο­λι­σμούς και τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα τρα­γού­δια σε επα­νά­λη­ψη, πως υπάρ­χει κι αυτή η Πρω­το­χρο­νιά, ίσως η μόνη αλη­θι­νή. Για να είμαι ειλι­κρι­νής κι αντί­θε­τα από την συνή­θεια μου, όχι, δεν φωτο­γρά­φι­σα τα μελο­μα­κά­ρο­να, ας ήταν ένα κλικ κι ας το σκέ­φτη­κα προς στιγ­μής. Δεν μου έκα­νε καρ­διά. Αλή­θεια, πως να φωτο­γρα­φί­σει κανείς τη θλίψη;
_________________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο