Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παραμονή Χριστουγέννων

Φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου

Φωτο­γρα­φία: Βού­λα Παπαϊωάννου

Επι­μέ­λεια ofisofi //

…Δεκέμ­βρης μήνας. Ο Αντώ­νης Πάντος κάθε­ται με δυο άλλα παι­διά απ’ άλλα χωριά, σαν κι αυτόν. Απο­βρα­δύς νηστι­κά, στέ­κο­νταν στο μαγει­ρείο, μπρο­στά στις κατσα­ρό­λες  π’ άχνι­ζαν και κοί­τα­ζαν ικε­τευ­τι­κά το μάγει­ρα στα μάτια. Κεί­νος άρπα­ξε την κου­τά­λα μέσα από τα πλύ­μα­τα και τους είπε μου­σκέ­βο­ντας τα από την κορ­φή ως τα πόδια.

- Ουστ. Φαΐ δεν έχει αν δε μου πλη­ρώ­σε­τε τα χρωστημένα.

Ξημε­ρώ­νει ο θεός τη μέρα. Κι ήταν κοντά τα χρι­στού­γεν­να που πλημ­μυ­ρί­ζει η γης απ’ του θεάν­θρω­που την αγά­πη. Στο δρό­μο προς το σχο­λειό, έχει ένα μεγά­λο φούρ­νο. Από­ξω τρία παι­διά, κοι­τά­ζουν λαί­μαρ­γα τ’ αχνι­στά ψωμιά που ξεφουρ­νί­ζει κι αρα­διά­ζει ο φούρ­να­ρης. Ένας πόνος στην κοι­λιά και το χέρι τ’ Αντώ­νη άθε­λα τρά­βη­ξε μια πέτσα από­να ψωμί.

Χραπ, έκα­νε η φκια­ριά του φούρ­να­ρη πάνω στο χέρι του παι­διού, κι η πέτσα του ψωμιού έπε­σε κατα­γής μ’ ένα δάκρυ  που κύλη­σε μαζί.

Όποιος δεν είδε νηστι­κό παι­δί μπρο­στά σε φούρ­νο, κι όποιος δεν ένιω­σε τη λαχτά­ρα του ψωμιού τίπο­τα δεν ένιω­σε απ’ τους καϋ­μούς του φτωχόκοσμου…

Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης), Εμείς θα νική­σου­με, Εκδο­τι­κό «Νέα Ελλά­δα», 1953

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο