Κατά 10,4% μειώθηκε η αγοραστική δύναμη όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, εξαιτίας της ακρίβειας, σύμφωνα με στοιχεία μελετών που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Η μείωση είναι ακόμα μεγαλύτερη (13,7%) στις περιπτώσεις εργαζομένων με μερική απασχόληση.
Είναι φανερό ότι ο συνδυασμός των μισθών πείνας — με ευθύνη όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων — και της μεγάλης αύξησης των τιμών στην Ενέργεια και σε βασικά αγαθά καταδικάζει χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά να στερούνται και τα απολύτως απαραίτητα.
Η δύσκολη αυτή πραγματικότητα κάνει διπλά προκλητικούς τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης ότι δίνει τάχα «λύση» στην ακρίβεια με την «αύξηση» των 0,50 ευρώ τη μέρα στον κατώτατο μισθό με τον νόμο Βρούτση — Αχτσιόγλου, ή με την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος, που ισοδυναμεί με επιδότηση των εταιρειών — παρόχων και όχι των λαϊκών οικογενειών.
Κάνει όμως και διπλά αναγκαίο για τους εργαζόμενους και τον λαό να δυναμώσουν τη διεκδίκηση για ουσιαστική ανακούφιση από την ακρίβεια, παλεύοντας για αυξήσεις στους μισθούς με την υπογραφή ΣΣΕ, κατάργηση της ληστρικής έμμεσης φορολογίας για καύσιμα, Ενέργεια και βασικά αγαθά, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και των κάθε είδους χαρατσιών που αφαιμάσσουν το λαϊκό εισόδημα.
“Ροκανίζει” την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων το κύμα ακρίβειας
Καμπανάκι για τις επιπτώσεις της ακρίβειας στα εισοδήματα των εργαζομένων κρούει με την ανάλυσή του, το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καθώς διαπιστώνει περαιτέρω απώλεια της αγοραστικής δύναμης.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έφθασε το 10,4%, ενώ η απώλεια ενός μέσου εργαζόμενου μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%.
Ως αποτέλεσμα, η μείωση της αγοραστικής δύναμης, όσον αφορά στο μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα, καθορίστηκε στο 7% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο δείκτης τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε στο 5,1% τον Δεκέμβριο, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 11 μηνών.
Ο μέσος δε, δείκτης τιμών για το 12μηνο του 2021, παρουσίασε αύξηση σε σχέση με το 2020.
Η χρεωκοπημένη στη συνείδηση των εργαζόμενων ΓΣΕΕ καταλήγει …«Η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού και οριζόντιας διάχυσης αυτής της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης» ‑προφανώς στην προκρούστεια κλίνη των «κοινωνικών εταίρων», με τις ευλογίες της κυβέρνησης και του ΣΕΒ
Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων ΓΣΕΕ Σεπ 2021
Παράλληλα, η έρευνα εστιάζοντας στις αποδοχές των νοικοκυριών αναφέρει:
Το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019.
Στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Εξίσου μεγάλη είναι η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το 3ο τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με την απόκλιση μεταξύ του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να είναι ίση με 8,8 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανδρών.
Στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).
Μεγάλη είναι η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020 μεγαλύτερος αριθμός γυναικών απασχολήθηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες.