Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Πασχαλινά – Μικρά και γλαφυρά!», της Ηλέκτρας Στρατωνίου

Γρά­φει η Ηλέ­κτρα Στρατωνίου

1) ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ

Γαύ­ριο Άνδρου 1962 ‑1963

Πρώ­τος χρό­νος μετά­θε­σης του πατέ­ρα μου. Βρέ­θη­κα με την οικο­γέ­νεια μου από την Χαλ­κι­δι­κή, σε ένα νησί άγνω­στο, με ανθρώ­πους δια­φο­ρε­τι­κούς, που είχαν τρό­πο ζωής με ήθη κι έθι­μα, εντε­λώς αλλιώ­τι­κα από τα δικά μας.

ΠΑΣΧΑ – Αυτό σήμαι­νε για τους γονείς μου νηστεία την Μ. Εβδο­μά­δα και τα παι­διά τους (εγώ και η αδερ­φή μου,) με το ντα­α­αν της πρω­ϊ­νής καμπά­νας στην εκκλη­σία, όλη την ημέ­ρα, ως το βρά­δυ που τελεί­ω­νε η λει­τουρ­γία! Με λίγα λόγια με τον παπά ανοί­γα­με την πόρ­τα της και με τον παπά την κλεί­να­με! Εκτός αυτού ο πατέ­ρας μου, είχε ενη­με­ρώ­σει τον ψάλ­τη ( τον μπάρ­μπα Τσώ­ρο) ότι ήξε­ρα να ψέλ­νω, καθό­τι ο αδερ­φός του ήτα­νε ψάλ­της και κάποιες φορές με είχε δίπλα του! Έτσι ξεκί­νη­σε ο Γολ­γο­θάς της «καριέ­ρας μου» στο ψαλ­τή­ρι!  Ηλι­κιω­μέ­νος και κου­ρα­σμέ­νος ο μπάρ­μπας και λίγο κου­φός και λίγο θαμπός στα μάτια, βρή­κε σε μένα την λύση για όλα  τα προ­βλή­μα­τα! Ατε­λεί­ω­τα τα «γράμ­μα­τα» και οι «από­στο­λοι» της Μεγα­λο­βδο­μά­δας, βρά­χνια­ζα από το πολύ διά­βα­σμα, πει­νού­σα, νύστα­ζα, βαριό­μουν και κυρί­ως ζήλευα τα παι­διά που έπαι­ζαν μπά­λα στο προ­αύ­λιο και στην αλά­να, κι έτρω­γαν κου­λού­ρια, τα πρώ­τα τους παγω­τά κι αλώ­νι­ζαν στο χωριό με τα ποδή­λα­τα!  Άρχι­σα να θυμώ­νω και φού­ντω­νε μέσα μου το άδι­κο! ‑Για­τί ;; Εγώ δεν είχα δικαί­ω­μα, να χαρώ τις δια­κο­πές του σχο­λεί­ου;; Έτσι απο­φά­σι­σα να «κλέ­βω» λέξεις, προ­τά­σεις, σελί­δες και ολό­κλη­ρα εδά­φια, να τελειώ­νει πιο γρή­γο­ρα η εκκλη­σία και να προ­λα­βαί­νω τους συμ­μα­θη­τές μου στα παι­χνί­δια τους! Αυτό κρά­τη­σε αρκε­τά χρό­νια και ήταν όλοι ευχα­ρι­στη­μέ­νοι, ο γέρο παπάς, ο γέρος ψάλ­της και ο κόσμος που πήγαι­νε στο σπί­τι του πιο νωρίς και ξεκου­ρα­ζό­ταν! Βέβαια κάποια στιγ­μή πρό­σε­ξαν ότι «κάτι» συμ­βαί­νει αλλά, το συμπέ­ρα­σμα ήταν: — Αυτό το κορι­τσά­κι ξέρει καλά τα γράμ­μα­τα, δια­βά­ζει γρή­γο­ρα και καθα­ρά και τα κατα­λα­βαί­νου­με καλύ­τε­ρα, ο μπάρ­μπα Τσώ­ρος έγι­νε «αργο­κί­νη­το καρά­βι!» ‑Μπρά­βο του και χίλια Μπράβο!!!

Καμά­ρω­νε ο πατέ­ρας μου που άκου­γε παι­νέ­μα­τα για την κόρη του και εγώ γελού­σα  κοροϊ­δευ­τι­κά από μέσα μου, επί τέλους έπαιρ­να την εκδί­κη­ση μου! Ήδη είχε αρχί­σει ο πόλε­μος μου με την εκκλη­σία και είπα: ‑Ή εσύ – ή Εγώ!!!

*****

2) ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ

Γαύ­ριο Άνδρου 1962- 1963

Μετά τον πρώ­το χρό­νο της «καριέ­ρας μου» ως ψάλ­της στην εκκλη­σία, ανα­βαθ­μί­στη­κα και πήρα προ­α­γω­γή, έγι­να γενι­κός «δερ­βέ­να­γας» στο καμπα­να­ριό! Εγώ είχα την ευθύ­νη για το χτύ­πη­μα της καμπά­νας κάθε Κυρια­κή και γιορ­τή, αλλά κυρί­ως την Μ. Εβδο­μά­δα που οι καμπά­νες χτυ­πά­νε αστα­μά­τη­τα! Διά­λε­γα λοι­πόν ποιόν φίλο θα πάρω επά­νω στον παρα­μυ­θέ­νιο μου πύρ­γο και αισθα­νό­μουν σαν τον Κουα­σι­μό­δο στην Πανα­γία των Παρι­σί­ων! Έπαιρ­να 2–3 αγό­ρια και ανε­βαί­να­με την σιδε­ρέ­νια σκά­λα που οδη­γού­σε στο prive βασί­λειο μου, κλεί­να­με την κατα­πα­κτή για την απο­φυ­γή τυχόν απρό­ο­πτων επι­σκέ­ψε­ων και ξεκι­νού­σε το… πάρ­τυ μας!!! Δύο περι­στα­τι­κά που θα μου μεί­νουν αξέ­χα­στα είναι τα εξής: α’) Είναι βρά­δυ Μ. Πέμ­πτης, η εκκλη­σία γεμά­τη πιστούς, το ίδιο και στον εξω­τε­ρι­κό χώρο, όλοι περι­μέ­νουν να βγά­λει ο παπάς τον Εσταυ­ρω­μέ­νο και ν΄ ακού­σουν τα δώδε­κα Ευαγ­γέ­λια. Εμείς επά­νω, στο ρετι­ρέ μας (3αγόρια κι εγώ,) έχου­με προ­μή­θειες από γκο­φρέ­τες, τσι­πς, κου­λού­ρια, ένα μπου­κά­λι ρετσί­να κι ένα πακέ­το τσι­γά­ρα Άσσος (άφιλ­τρα.) Παλιό­παι­δα, πάνω στην τρέ­λα μας, όλοι «μπου­μπού­κια» ένας – κι ένας! Άρχι­σε το ντου­μά­νι και η γύρα από στό­μα σε στό­μα το πιο­τό! Σε κάποια στιγ­μή ακού­γε­τε από κάτω κάποιος που έλε­γε: — Το καμπα­να­ριό έχει καπνό, βρε μπας και έπια­σε καμιά φωτιά;;; Αμάν τι πάθα­με! Σηκώ­θη­κε ένα σού­σου­ρο στον κόσμο και κάποιος πήγε και ειδο­ποί­η­σε τον επί­τρο­πο. Μια και δυό αυτός ανε­βαί­νει την σκά­λα και έρχε­ται να δει τι συμ­βαί­νει…. Φωνά­ζει το όνο­μά μου, του απα­ντώ είμαι καλά και ότι δεν μπο­ρώ να ανοί­ξω για­τί έχει κολ­λή­σει ο σύρ­της της κατα­πα­κτής! Ο καπνός του λέω, είναι από κάτι κεριά που έχου­με ανά­ψει για να βλέ­που­με… Δεν ξέρω αν με πίστε­ψε, σημα­σία έχει ότι έφυ­γε για­τί έπρε­πε να προ­σέ­χει το παγκά­ρι, μην τυχόν πάρει κανείς κερί τζά­μπα χωρίς να ρίξει δραχ­μή! Εμείς εξα­φα­νί­σα­με τα πει­στή­ρια του εγκλή­μα­τος μας και ως αθώα παι­διά, αρχί­σα­με να κατε­βαί­νου­με στον ναό, για την ακρί­βεια… να βγαί­νου­με έξω και να την «κοπα­νά­με» για το λιμά­νι! Έτσι ούτε γάτα – ούτε ζημιά, την βγά­λα­με «λάδι» όπως λέμε!

β’) Την ίδια χρο­νιά, το βρά­δυ της Ανά­στα­σης (Μ. Σάβ­βα­το) έχου­με πιά­σει το πόστο μας στο καμπα­να­ριό, από νωρίς το από­γευ­μα. Μαζί με τέσ­σε­ρις φίλους – θαυ­μα­στές ( ξέχα­σα να πω ότι είχαν αρχί­σει, τα σου-μου-του και στην «ποδιά μου σφά­ζο­νταν παλ­λη­κά­ρια» κατά το άσμα,) ετοι­μά­ζα­με αυτο­σχέ­δια βαρε­λό­τα, με απλά υλι­κά! Χασα­πό­χαρ­το, σπά­γκο, λίγο μπα­ρού­τι και φυτί­λι, τυλί­γου­με σε σχή­μα τρι­γώ­νου χαρ­τί με μπα­ρού­τι, βάζου­με το φυτί­λι στην ακμή και τυλί­γου­με σφι­χτά με τον σπά­γκο! Αυτά τα λέμε «τρί­γω­να της Ανά­στα­σης.» Είχα­με φτιά­ξει καμιά εικο­σα­ριά και ήμα­σταν έτοι­μοι για επί­θε­ση! Δώδε­κα παρά κάτι όλο το εκκλη­σί­α­σμα βγαί­νει στο προ­αύ­λιο, με κεριά αναμ­μέ­να από το Άγιο Φως και τον παπά Νικό­λα στην εξέ­δρα. Το σχέ­διο μας καλά μελε­τη­μέ­νο, με το Χρι­στός Ανέ­στη ανά­βει ο καθέ­νας μας το τρί­γω­νο και το πετά­με κάτω ΔΕΞΙΑ του ναού, που δεν είχε ανθρώ­πους! Με το χαρ­μό­συ­νο άκου­σμα λοι­πόν, αρχί­ζου­με τον πόλε­μο!!! Μπάμ και μπούμ και φωνές τα πιστι­ρί­κια και οι για­γιές παν­ζουρ­λι­σμός και εγώ χτυ­πάω διπλές καμπά­νες και πετάω τρί­γω­να!  Ξαφ­νι­κά ακού­με τον Μίμη: — Όχι ρε γα…το …Όχι … και τον βλέ­που­με με δύο βαρε­λό­τα αναμ­μέ­να στο χέρι πανι­κό­βλη­το, κάνει μια έτσι και τα ρίχνει πάνω στον κόσμο που στέ­κο­νταν από κάτω! Χαμός!!! Το ένα πέφτει σε μιας γυναί­κας το παλ­τό, μέσα στην τσέ­πη  της και το άλλο στα μαλ­λιά μιας κοπέ­λας! Αρπά­ζουν φωτιά και οι δύο, τσι­ρί­ζουν, τρέ­χουν και πίσω τους κάποιοι να τις σβή­σουν! Στο μετα­ξύ όλοι ρωτού­σαν από που ήρθαν αυτά τα τρί­γω­να, ποιος τα πέτα­ξε;; Περιτ­τό να σας πω, ότι κανείς δεν μας είχε δει και κανέ­νας δεν υπο­ψιά­στη­κε, ότι έπε­φταν απ΄ το καμπα­να­ριό! Και τώρα το καλύ­τε­ρο… Εμείς από τον φόβο μας κοντεύ­α­με να πάθου­με ίκτε­ρο! Ήταν και οι χωρο­φύ­λα­κες που έψα­χναν ολού­θε, οι δάσκα­λοι και ο Ειρη­νο­δί­κης, από κοντά και ο Λιμε­νάρ­χης, με απο­τέ­λε­σμα να περι­μέ­νου­με την σύλ­λη­ψη μας! Το μπου­ντρού­μι και το ανα­μορ­φω­τή­ριο! Έτσι απο­φα­σί­σα­με να μεί­νου­με εκεί πάνω, μέχρι να φύγουν όλοι και μετά να γίνου­με Λού­η­δες! Μόνον που υπο­λο­γί­ζα­με δίχως τον ξενο­δό­χο, άδεια­σε η εκκλη­σία χωρίς να το κατα­λά­βου­με και ο επί­τρο­πος κλεί­δω­σε την πόρ­τα και έφυ­γε! Εμείς καθί­σα­με στα στα­σί­δια και κλαί­γα­με την μοί­ρα μας, δεν υπήρ­χε καμιά σωτη­ρία… φτιά­χνα­με σενά­ρια για τις εξη­γή­σεις, που θα δίνα­με στους γονείς μας! Και επει­δή τέτοιες νύχτες γίνο­νται θαύ­μα­τα την γλυ­τώ­σα­με φτη­νά, όταν ήρθαν και μας άνοι­ξαν κατά της μία η ώρα… είπα­με το γνω­στό, – μάγκω­σε ο σύρ­της και δεν άνοι­γε η κατα­πα­κτή του καμπα­να­ριού-…. Όχι μόνον δεν μας μάλω­σαν, αλλά θύμω­σαν με τον έρμο των επί­τρο­πο που ήταν σαν ζεμα­τι­σμέ­νος… για­τί  πριν φύγει δεν ανέ­βη­κε να μας φωνά­ξει, όπως όφει­λε να κάνει, κάθε φορά πριν κλει­δώ­σει! Αυτό ήταν ένα Πάσχα μιας προ-εφη­βεί­ας που ονει­ρευό­ταν, την ενη­λι­κί­ω­ση Της!!!

*****

ΤΟΝ ΑΔΑΜ ΑΔΑΜ

Πετού­σαν πάνω απ΄ τα κύμα­τα οι ήχοι του σήμαντρου
της Αγιο­ρί­τι­κης πολι­τεί­ας, τρα­γου­δού­σαν πρωί Κυριακής:
-«Τον Αδάμ — Αδάμ — Αδάμ»… και σκά­λω­νε αυτό στα κατάρτια
των ψαρο­κάι­κων, μπερ­δεύ­ο­νταν στα δίχτυα των ψαράδων
έπε­φταν μέσα στ΄ αμπά­ρια με την πρω­ι­νή ψαριά,
δίπλα στις γαρί­δες, στα καλα­μά­ρια και στα λαβράκια,
ενώ­νο­νταν οι μυρω­διές ‑φύκια και μοσχολίβανο-
που ο άνε­μος το ‘φερ­νε απ΄ το περι­βό­λι της Παναγιάς,
ως έξω στα δαντελ­λέ­νια ‑ήρε­μα- ακρογιάλια!
-«Τον Αδάμ – Αδάμ — Αδάμ»…
Επι­μέ­νουν οι καλό­γε­ροι, με ορμή χτυ­πούν τα σήμαντρα
κι’ όνει­ρα που­λά­νε ντυ­μέ­να με ράσα, εικο­νι­κή πραγματικότητα,
η τιμή προ­σι­τή στους ταπει­νούς μερο­κα­μα­τιά­ρη­δες ανθρώπους
θάλασ­σας και στε­ριάς που ιδρω­μέ­νοι σκύ­βουν κορ­μιά τους!
-«Τον Αδάμ ‑Αδάμ ‑Αδάμ»… Απ΄ την αυγή ψέλ­νει η Αγιο­ρί­τι­κη πολιτεία.
Ψεύ­τι­κο και πονη­ρό το κάλε­σμα της, ανα­ξιό­πι­στη η ενάρετη,
ανα­μάρ­τη­τη ζωή της, σκε­πα­σμέ­νη με ομί­χλης καπνό ‑μοσχολίβανου‑,
που μπλέ­κε­τε στου ψαρά τα δίχτυα, χώνε­ται στ’ αμπάρι
με τις γαρί­δες, τα λαβρά­κια, τα καλαμάρια!
-«Φύκια για μετα­ξω­τές κορ­δέ­λες» τους τάζουν, απαλλαγμένη
την ζωή τους από ευθύ­νες, υπο­χρε­ώ­σεις, σκλη­ρή δουλειά,
με βίο ανα­μάρ­τη­το αγιο­σύ­νης, ενά­ρε­το και «ελέω Θεού!»
Υπό­σχε­ται  σ΄ αυτούς που ποτέ, ποτέ, ποτέ τους
δε γνώ­ρι­σαν αργί­ες, δεν έζη­σαν γιορ­τές και ανέ­με­λες Κυριακές!
‑Τον Αδάμ… Αδάμ… επι­μέ­νει το σήμα­ντρο! ‑Ξανά… Αδάάμμμ!
Χαμο­γε­λούν οι ψαρά­δες, ιδρώ­νουν, δεν πιστεύουν!
Παγί­δα το Αγιο­ρί­τι­κο θαύ­μα! Πονη­ρό και ψεύτικο!

*****

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο