Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου:Ενα κάτεργο για τους κομμουνιστές στρατιώτες

Tο Καλ­πά­κι βρί­σκε­ται περί­που 30 χλμ. από τα ελλη­νο­αλ­βα­νι­κά σύνο­ρα και κατοι­κεί­ται από 600 περί­που κατοί­κους. Εξω απ’ αυτό το μικρό χωριό, που πριν το 1940 ήταν σχε­δόν ακα­τοί­κη­το, το αστι­κό κρά­τος εγκα­τέ­στη­σε στα 1924 τον Πει­θαρ­χι­κό Ουλα­μό Καλ­πα­κί­ου, μια στρα­τιω­τι­κή μονά­δα με απο­στο­λή τον «σωφρο­νι­σμό» των απείθαρχων.
Πολύ σύντο­μα, στο Καλ­πά­κι άρχι­σαν να στέλ­νο­νται και κομ­μου­νι­στές φαντά­ροι και ναύ­τες, μέλη και στε­λέ­χη της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ, για να «ανα­μορ­φω­θούν» — να τσα­κι­στούν δηλα­δή σωμα­τι­κά και ψυχι­κά. Γι’ αυτό και ο Πει­θαρ­χι­κός Ουλα­μός Καλ­πα­κί­ου ονο­μά­στη­κε «τάφος των ζωντανών».

Από το Καλ­πά­κι πέρα­σαν εκα­το­ντά­δες κομ­μου­νι­στές στρα­τιώ­τες. Ανά­με­σά τους ο Θανά­σης Κλά­ρας (Αρης Βελου­χιώ­της), ο Κώστας Καρα­γιώρ­γης (μετέ­πει­τα μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ), ο Δημή­τρης Βλα­ντάς (μετέ­πει­τα μέλος του ΠΓ της ΚΕ), ο Κώστας Γαμ­βέ­τας (μετέ­πει­τα μέλος της ΚΕ) και άλλοι.

Η δράση της ΟΚΝΕ στους στρατευμένους νέους

Οι κομ­μου­νι­στές στρα­τευ­μέ­νοι οργά­νω­ναν τον αγώ­να μέσα στα στρα­τό­πε­δα για την καλυ­τέ­ρευ­ση του συσ­σι­τί­ου, για την αύξη­ση του μισθού του φαντά­ρου, για βελ­τί­ω­ση της κατά­στα­σης στους στρα­τώ­νες, για κατάρ­γη­ση των πει­θαρ­χι­κών ποι­νών, ενά­ντια στον αυταρ­χι­σμό, στις αυθαι­ρε­σί­ες κ.ά. Ταυ­τό­χρο­να, δια­παι­δα­γω­γού­σαν ταξι­κά τους φτω­χούς φαντά­ρους να μπο­ρούν να ξεχω­ρί­ζουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους, που είναι αντί­θε­τα με αυτά της αστι­κής τάξης και σε συν­θή­κες πολέ­μου και σε συν­θή­κες «ειρή­νης», να μην παρα­σύ­ρο­νται από τα καλέ­σμα­τα της «εθνι­κής ομο­ψυ­χί­ας», να μην ταυ­τί­ζο­νται με τα αστι­κά σχέ­δια εμπλο­κής σε ιμπε­ρια­λι­στι­κούς πολέ­μους και επεμβάσεις.

Ο Πειθαρχικός Ουλαμός Καλπακίου

Το αστι­κό κρά­τος φυσι­κά δεν θα μπο­ρού­σε να μη λάβει τα μέτρα του ενά­ντια στη δρά­ση των κομ­μου­νι­στών. Συνο­λι­κά, άλλω­στε, την ίδια περί­ο­δο, το αστι­κό κρά­τος λάμ­βα­νε νομο­θε­τι­κά — κατα­σταλ­τι­κά μέτρα ενά­ντια στο ΚΚΕ. Ενδει­κτι­κά αναφέρουμε:

Το 1927, συστά­θη­καν η Επι­τρο­πή «για την κατα­πο­λέ­μη­ση του κομ­μου­νι­σμού εις τα σχο­λεία» και η «Επι­τρο­πή κατα­πο­λέ­μη­σης του κομ­μου­νι­σμού», που σαν πρώ­το μέτρο απο­φά­σι­σε την «εκκα­θά­ρι­ση των δημό­σιων υπη­ρε­σιών από τα κομ­μου­νι­στι­κά στοι­χεία». Ενα χρό­νο μετά, ψηφί­στη­κε το περι­βό­η­το «Ιδιώ­νυ­μο», βάσει του οποί­ου διώ­χτη­καν, φυλα­κί­στη­καν και εξο­ρί­στη­καν χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές και αγω­νι­στές (βλ. «Δοκί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ 1918–1939», τόμ. Α2, «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2018, σελ. 346–348).

kalpaki2

Θάλα­μοι φρουράς

Το Καλ­πά­κι υπήρ­ξε τμή­μα αυτού του κατα­σταλ­τι­κού μηχα­νι­σμού. Αρχι­κά εκεί στέλ­νο­νταν οι «απλώς απεί­θαρ­χοι», γρή­γο­ρα όμως, του­λά­χι­στον απ’ την επό­με­νη χρο­νιά, άρχι­σαν να εξο­ρί­ζο­νται εκεί κομ­μου­νι­στές στρα­τευ­μέ­νοι. Εγρα­ψε ο Πέτρος Πικρός:

«Στην αρχή στέλ­νο­νταν οι “απλώς απεί­θαρ­χοι”, αυτοί για τους οποί­ους έχει επι­κρα­τή­σει στη φαντα­ρί­στι­κη γλώσ­σα ο όρος “στρα­βό­ξυ­λα”. Λίγο αργό­τε­ρα στέλ­νο­νται και τα κοι­νω­νι­κά ναυά­για (…). Ακο­λού­θη­σαν όλοι, όσοι ύψω­ναν το ανά­στη­μά τους, με πρώ­τους τους κομ­μου­νι­στές, μέσα στο στρα­τώ­να (…) Οσοι τόλ­μη­σαν να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν για την αθλιό­τη­τα του συσ­σι­τί­ου, για την απο­κτη­νω­τι­κή πειθαρχία. (…)».

Ο Πει­θαρ­χι­κός Ουλα­μός στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν ένα στρα­τό­πε­δο κατα­να­γκα­στι­κής εργα­σί­ας και ταυ­τό­χρο­να βασανισμού.

Για την τοπο­θε­σία που επι­λέ­χθη­κε να εγκα­τα­στα­θεί, έγρα­ψε χαρα­κτη­ρι­στι­κά ο «Ριζο­σπά­στης»:

«Ο Πει­θαρ­χι­κός Ουλα­μός δεν μένει μόνι­μα στο ίδιο μέρος. Το καλο­καί­ρι (Απρί­λης — Νοέμ­βρης) περ­νά στην τοπο­θε­σία “Πόρ­κο — Σέρ­μπο” (…) Αφθο­νία σε λύκους, τσα­κά­λια, αγριο­γού­ρου­να και αρκού­δες, κρύ­βου­νται στα σκο­τει­νά δάση. Απά­τη­τες κορ­φές και κάθε­τες πλα­γιές, άγριοι βορ­γιά­δες, συχνές καλο­και­ρι­νές νερο­πο­ντές, παγω­μέ­νες νύχτες και ανυ­πό­φερ­τα λιο­πύ­ρια. Απέ­ρα­ντοι βάλ­τοι στις όχθες του ποτα­μού, σύν­νε­φα και κου­νού­πια που έχουν συνέ­πεια μια χρό­νια βαριά ελο­νο­σία. (…) Η χει­με­ρι­νή δια­μο­νή (Δεκέμ­βρης — Απρί­λης) είναι το Καλ­πά­κι τοπο­θε­σία στο βορεια­να­το­λι­κό βάθος βαλ­τώ­δι­κης πεδι­νής έχτασης (…)».

Τα μαρτύρια

Η πρώ­τη επι­στο­λή φαντά­ρων του Καλ­πα­κί­ου, που δημο­σί­ευ­σε ο «Ριζο­σπά­στης», είναι ενδει­κτι­κή της κατά­στα­σης που επι­κρα­τού­σε σ’ αυτό:

«Υπο­φέ­ρου­με εδώ τα πάν­δει­να. Μας βάζουν και κάνου­με τις πιο βαριές, αφά­ντα­στα βαριές δου­λειές. Αμα απο­στά­σει κανείς πάνου στις δου­λειές αυτές ο βούρ­δου­λας πέφτει αλύ­πη­τα πάνου στην πλά­τη του. Μας έχουν κάτου από τρύ­πια τσα­ντή­ρια και μένου­με. Και μας δέρ­νουν, μας σέρ­νουν για το παρα­μι­κρό εμάς τους φαντά­ρους. Πει­νού­με. Μας δίνουν με το δρά­μι και τρώ­με. Εχου­με ψει­ριά­σει. Μας δίνουν 1 πλά­κα σαπού­νι τον μήνα μικρή, 30 δρά­μια. Η πεί­να και η βαριά δου­λειά κάνουν πολ­λούς από μας να πεθαί­νουν κι άλλοι φθι­σι­κοί να χάνο­νται» («Ριζο­σπά­στης», 7-10-1926).

Οι εξό­ρι­στοι του Καλ­πα­κί­ου στε­γά­ζο­νταν το καλο­καί­ρι σε μικρά αντί­σκη­να ανά 6 — 7, τα οποία τα δια­περ­νού­σε το νερό της βρο­χής. Τον χει­μώ­να έμε­ναν μέσα σε δυο στά­βλους, ο ένας πάνω στον kalpaki3άλλο, στην υγρα­σία και το παγε­ρό κρύο. Ο χώρος αυτός, σύμ­φω­να με τον «Ριζο­σπά­στη», είχε κρι­θεί απ’ την Υγειο­νο­μι­κή Υπη­ρε­σία του Στρα­τού ακα­τάλ­λη­λος ακό­μα και για τα ζώα! («Ριζο­σπά­στης», 30–5‑1925).

Η δου­λειά ήταν πολύ­ω­ρη και εξα­ντλη­τι­κή, από τα χαρά­μα­τα έως τη νύχτα. Οι φαντά­ροι έκο­βαν και κου­βα­λού­σαν ξύλα, έσπα­γαν χαλί­κι, έφτια­χναν ασβε­στο­κά­μι­να, άνοι­γαν και έστρω­ναν δρό­μους (και για λογα­ρια­σμό του Μονα­στη­ρί­ου της Βέλλας).

Ταυ­τό­χρο­να, το ξύλο έπε­φτε αλύ­πη­το μαζί με άλλα «εξει­δι­κευ­μέ­να» βασα­νι­στή­ρια, όπως η άσκο­πη δου­λειά. Ενα απ’ αυτά ήταν το «πότι­σμα» των τηλε­γρα­φό­ξυ­λων, που ο διοι­κη­τής του Ουλα­μού Χρ. Παπα­χρή­στου (1926–1929) έλε­γε πως «όταν βγά­λουν κλα­διά κι ανθί­σουν, τότε θα γίνει ο κομ­μου­νι­σμός στην Ελλά­δα». Παρό­μοιας έμπνευ­σης ήταν και το σκά­ψι­μο λάκ­κων — τάφων, στους οποί­ους ο Παπα­χρή­στου διέ­τα­ζε τους φαντά­ρους να ξαπλώ­σουν για να «ιδεί αν χωρά­νε» και έπει­τα τους σκέ­πα­ζαν και σκά­βα­νε άλλους. Αλλες φορές τους έδε­ναν στα δέντρα και τους μαστίγωναν.

Πλάι σε αυτά η πεί­να, η δίψα, οι αρρώ­στιες. Η δου­λειά ακό­μα και με 39–40 πυρε­τό. Υπό αυτές τις συν­θή­κες, πέθα­νε ο κομ­μου­νι­στής φαντά­ρος Γιώρ­γος Τρα­νου­δά­κης, το 1927.

«Στων φρουρών το πείσμα» στάθηκαν ορθοί

Η κτη­νώ­δης βία δεν μπό­ρε­σε να κάμ­ψει το ηθι­κό των κομ­μου­νι­στών φαντά­ρων και ναυ­τών, την πίστη τους στον αγώ­να για την ανα­τρο­πή του καπι­τα­λι­σμού. Να τα λόγια, με τα οποία χαι­ρέ­τι­σαν οι φαντά­ροι του Καλ­πα­κί­ου το Ενω­τι­κό Πανερ­γα­τι­κό Συνέ­δριο, τον Γενά­ρη του 1929:

«Γυμνοί σχε­δόν, μέσα στην αφά­ντα­στη παγω­νιά, που μας περι­ζώ­νει, γεμά­τοι πλη­γές από τα ξεπα­γιά­σμα­τα, το ξύλο, τη βρώ­μα, λυγι­σμέ­νοι σωμα­τι­κώς, αγνο­ώ­ντας αν θα κατορ­θώ­σω­με να γυρί­σω­με ποτέ ζωντα­νοί, μα αλύ­γι­στοι ηθι­κώς, πιστοί μέχρι θανά­του στην πάλη της τάξης μας, νιώ­θου­με επι­τα­χτι­κή την ανά­γκη να σας στεί­λω­με το χαι­ρε­τι­σμό μας αυτό, που δεν ξέρο­με αν θα φτά­σει στα χέρια σας» («Ριζο­σπά­στης», 5–2‑1929).

kalpaki4Με σθέ­νος στά­θη­καν και απέ­να­ντι στους στρα­το­δί­κες. Στην πρώ­τη ομα­δι­κή δίκη κομ­μου­νι­στών φαντά­ρων απ’ το Καλ­πά­κι, τον Απρί­λη του 1929, ένας απ’ τους κατη­γο­ρού­με­νους, ο Αγη­σί­λα­ος Βλά­χος, όταν ρωτή­θη­κε απ’ τον κυβερ­νη­τι­κό επί­τρο­πο αν «παρα­δέ­χε­σθε εσείς την πατρί­δα» απάντησε:

«Εμείς την πατρί­δα την παρα­δε­χό­μα­στε τέτοια που την θέλου­με, δηλα­δή χωρίς να υπάρ­χη εκμε­τάλ­λευ­σις των πολ­λών απ’ τους λίγους. Μια τέτοια πατρί­δα ασφα­λώς θα την υπο­στη­ρί­ζου­με» («Ριζο­σπά­στης», 23–4‑1929).

Σε αρκε­τές περι­πτώ­σεις, επί­σης, εξε­γέρ­θη­καν, αντι­στά­θη­καν στους δημί­ους τους. Ετσι έγι­νε τον Σεπτέμ­βρη του 1930. Οι φαντά­ροι αρνή­θη­καν να δου­λέ­ψουν παρα­πά­νω από 4 ώρες τη μέρα, αρνή­θη­καν να εξο­ντω­θούν. Τότε, ο διοι­κη­τής του Καλ­πα­κί­ου επι­τέ­θη­κε σ’ έναν απ’ τους συντρό­φους και στη συνέ­χεια τον φυλά­κι­σαν. Την επό­με­νη μέρα, οι υπό­λοι­ποι φαντά­ροι αρνή­θη­καν ξανά να πάνε για δου­λειά και απαί­τη­σαν την απο­φυ­λά­κι­ση του συντρό­φου. Η διοί­κη­ση απά­ντη­σε με νέα επί­θε­ση και την προ­φυ­λά­κι­ση άλλων 6 κομμουνιστών.

Προ­κύ­πτει αντι­κει­με­νι­κά το ερώ­τη­μα: Πώς άντε­ξαν νέοι άνθρω­ποι τέτοια μαρ­τύ­ρια; Από πού πήγα­ζε το σθέ­νος τους; Εγρα­ψε ο Μάρ­κος Μαρ­κο­βί­της, που, όπως θα δού­με αργό­τε­ρα, κατα­δι­κά­στη­κε σε θάνα­το από το στρατοδικείο:

«Εμείς είμα­στε όλοι εφτά, χωρίς όπλα… Μα δεν είμα­στε μόνοι. Πίσω μας (…) σ’ όλο τον κόσμο, αισθα­νό­μα­στε την πνοή εκα­τομ­μυ­ρί­ων προ­λε­τα­ρί­ων, που μας παρα­στέ­κουν. Μα κι αν είμα­στε μακρυά εμείς, είμα­στε ένα κομ­μά­τι από την παντο­δύ­να­μη αυτή μάζα. Χίλιες φορές όχι. Το θέλη­μα των δημί­ων μας δε θα γίνει. Ούτε λεπτό παρα­πά­νω δου­λειά» («Πρω­το­πό­ροι», 1–1931).

Η δίκη των 7 κομμουνιστών φαντάρων

Για τα παρα­πά­νω γεγο­νό­τα, οι 7 φαντά­ροι του Καλ­πα­κί­ου φυλα­κί­στη­καν στις φυλα­κές Ακραί­ου και δικά­στη­καν στις 29 Νοέμ­βρη 1930, κατη­γο­ρού­με­νοι «επί ανυ­πο­τα­ξία και βιο­πρα­γία κατ’ ανω­τέ­ρου εκ προ­με­λέ­της». Το Στρα­το­δι­κείο Ιωαν­νί­νων τους κατα­δί­κα­σε στις εξής ποι­νές: Οι Μάρ­κος Μαρ­κο­βί­της και Γιάν­νης Πανού­σης κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το, οι Δημή­τρης Βλα­ντάς και Κώστας Γαμ­βέ­τας σε ισό­βια δεσμά, οι Αργ. Αδα­μό­που­λος και Σ. Τσα­κί­ρης σε 7 χρό­νια φυλα­κή και ο Βασί­λης Κορ­δέ­λης σε φυλά­κι­ση 2 ετών.
Την ώρα που δια­βα­ζό­ταν η από­φα­ση, τη στιγ­μή που έφτα­σαν στο σημείο της κατα­δί­κης των δύο συντρό­φων σε θάνα­το, οι κομ­μου­νι­στές φαντά­ροι με θάρ­ρος απά­ντη­σαν τρα­γου­δώ­ντας τον «Υμνο της Διε­θνούς». Εγρα­ψε αργό­τε­ρα ο Μάρ­κος Μαρκοβίτης:

«Θάνα­τος; Ε ναι, λοι­πόν! Κι εμείς:
Εμπρός της γης οι κολασμένοι
της πεί­νας σκλά­βοι εμπρός — εμπρός…

Το τρα­γού­δι μας ήταν εγερ­τή­ριο. Από την στε­νά­χω­ρη αίθου­σα του στρα­το­δι­κεί­ου που το τρα­γου­δή­σα­με πέρα­σε χώρες και χωριά». («Πρω­το­πό­ροι», 1–1931).

kalpaki5

Σκί­τσο που ανα­πα­ρι­στά τα βασα­νι­στή­ρια στα μπου­ντρού­μια του Καλ­πα­κί­ου. Κάτω έχει τη σημεί­ω­ση «Ο διεκ­πε­ραιω­τι­κός ρόλος του Κράτους»

Η δημο­σιο­ποί­η­ση της από­φα­σης του Στρα­το­δι­κεί­ου προ­κά­λε­σε έντο­νες αντι­δρά­σεις. Οι εργα­τι­κές οργα­νώ­σεις, οι φοι­τη­τές απά­ντη­σαν με συγκε­ντρώ­σεις και δια­μαρ­τυ­ρί­ες. Δια­νο­ού­με­νοι όπως ο Κωστής Παλα­μάς, ο Δημή­τρης Γλη­νός, ο Νίκος Καζαν­τζά­κης, η Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη, η Λιλί­κα Νάκου, ο Νίκος Κατη­φό­ρης, ο Κώστας Παρο­ρί­της, ο Γρη­γό­ρης Ξενό­που­λος, ο Κώστας Βάρ­να­λης και άλλοι υπέ­γρα­ψαν έκκλη­ση για τη σωτη­ρία των 7 φαντά­ρων και για την κατάρ­γη­ση του Καλπακίου.

Οι αντι­δρά­σεις ξεπέ­ρα­σαν τα σύνο­ρα της χώρας. Η Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνής Νέων, η Βαλ­κα­νι­κή Κομ­μου­νι­στι­κή Ομο­σπον­δία εξέ­δω­σαν ανα­κοι­νώ­σεις, με τις οποί­ες καλού­σαν σε οργά­νω­ση αγώ­νων για να εμπο­δι­στεί η δολο­φο­νία των επα­να­στα­τών φαντά­ρων. Στη Νέα Υόρ­κη και τη Μασ­σα­λία, οι Ελλη­νες εργά­τες οργά­νω­σαν συγκε­ντρώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Ακό­μα, ο Αλμπερτ Αϊν­στάιν υπέ­γρα­ψε επι­στο­λή δια­μαρ­τυ­ρί­ας στον Ελ. Βενιζέλο.

O τελευ­ταί­ος, απα­ντώ­ντας σε Επε­ρώ­τη­ση σχε­τι­κά με το Καλ­πά­κι στη Βου­λή, αρνή­θη­κε τα όσα συνέ­βαι­ναν εκεί και σημείωσε:

«Εχο­μεν (…) έναν πει­θαρ­χι­κόν ουλα­μόν τον οποί­ον θα δια­τη­ρή­σω­μεν και αν ακό­μη πρό­κει­ται να πέσω­μεν εις την Βουλήν».

Ανα­φε­ρό­με­νος, δε, στην επι­στο­λή του Αϊν­στάιν είπε:

«Η απά­ντη­σίς μου ήτο να μη δώσω καμ­μί­αν απά­ντη­σιν. (…) Δεν έρχε­ται να μας ερω­τή­ση αν είναι αλη­θή τα δια­δι­δό­με­να» («Ριζο­σπά­στης», 17-12-1930).

«Αν πέσουμε, θα πέσουμε τίμια, ταξικά τίμια, σαν επαναστάτες»

Μέχρι και τις 12 Γενά­ρη του 1931, όταν και δικά­στη­κε η έφε­ση των «7» στο ανα­θε­ω­ρη­τι­κό στρα­το­δι­κείο στην Αθή­να, οι κομ­μου­νι­στές φαντά­ροι απευ­θύν­θη­καν με επι­στο­λές τους στην εργα­τι­κή τάξη. Σε μια απ’ αυτές, με ημε­ρο­μη­νία 7 Δεκέμ­βρη 1930, γραμ­μέ­νη στο Τμή­μα Μετα­γω­γών, έγραφαν:

«Το κρά­τος των εκμε­ταλ­λευ­τών με τα όργα­νά του φαντά­στη­κε πως θα μπο­ρού­σε να λυγί­σει την επα­να­στα­τι­κό­τη­τά μας, πως θα τσά­κι­ζε ηθι­κά και σωμα­τι­κά τους νέους κομ­μου­νι­στές (…) στο κάτερ­γο του Καλ­πα­κιού. Μα οι δοκι­μα­σί­ες (…) όχι μόνο δεν μας κλό­νι­σαν, αλλά μας εμψυ­χώ­σα­νε με το πιο θανά­σι­μο ταξι­κό μίσος, μας ατσά­λω­σαν την ταξι­κή μας συνεί­δη­ση. (…) Η εξο­ντω­τι­κή τους διά­θε­ση δεν μας τρο­μά­ζει. (…) Προ­βάλ­λει επι­τα­χτι­κό το καθή­κο σε κάθε εργά­τη, αγρό­τη, φαντά­ρο και ναύ­τη, σε κάθε εκμε­ταλ­λευό­με­νο να πυκνώ­σει τις γραμ­μές του ΚΚ και με εκα­το­ντα­πλα­σια­σμέ­νες τις δυνά­μεις να σαρώ­σου­με κάθε φασι­στι­κό μέτρο, να βαδί­σου­με στο γκρέ­μι­σμα του καπι­τα­λι­σμού, στην προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση (…)» («Ριζο­σπά­στης», 9-12-1930).

Μερι­κές μέρες μετά, έλε­γαν στον αντι­πρό­σω­πο της Εργα­τι­κής Βοή­θειας που τους επισκέφθηκε:

«(…) Δεν πιστεύ­ου­με στην αστι­κή δικαιο­σύ­νη, ούτε περι­μέ­νου­με το δίκιο απ’ αυτή. Μόνο η απά­ντη­ση της εργα­τι­κής τάξης, η πάλη των μαζών θα στα­μα­τή­σει το χέρι του δημί­ου και θα ανα­κό­ψει το κύμα της τρο­μο­κρα­τί­ας που εξα­πο­λύ­θη­κε σ’ όλη την Ελλά­δα. Σαν και μας πόσοι άλλοι σύντρο­φοι μένουν στις φυλα­κές. (…) Δια­κη­ρύξ­τε στην εργα­τι­κή τάξη πως τα κεφά­λια μας δεν τα λογα­ριά­ζου­με καθό­λου. Ας πέσου­με, για­τί αν γίνει αυτό, θα πέσου­με τίμια, ταξι­κά τίμια, σαν επα­να­στά­τες κομ­μου­νι­στές που κάνα­με το καθή­κο μας» («Ριζο­σπά­στης», 20-12-1930).

Ψηλά τη σημαία του ΚΚΕ

«Με το κεφά­λι ψηλά, υπε­ρή­φα­να, χωρίς λιπο­ψυ­χία ή ψυχι­κή κού­ρα­ση, προ­σέρ­χο­νται υπό ισχυ­ράν συνο­δεί­αν οι κατη­γο­ρού­με­νοι», έγρα­φε η εφη­με­ρί­δα «Εσπε­ρι­νή» για την είσο­δο των 7 κομ­μου­νι­στών στην αίθου­σα του ανα­θε­ω­ρη­τι­κού στρατοδικείου.

Πράγ­μα­τι, έγρα­φε ο «Ριζο­σπά­στης», «οι σύντρο­φοί μας χωρίς να δεί­χνουν ούτε το ελά­χι­στο σημείο που να μαρ­τυ­ρά­ει για φόβο μπαί­νουν στην αίθου­σα στα­θε­ρά και γελα­στά» («Ριζο­σπά­στης», 13–1‑1931).

kalpaki6

Σκί­τσο του Καλπακίου

Ο κατα­δι­κα­σμέ­νος σε θάνα­το Μάρ­κος Μαρ­κο­βί­της δήλω­σε στον «Ριζο­σπά­στη»: «Είμα­στε κομ­μου­νι­στές, μέλη της ηρω­ι­κής ΟΚΝΕ, αγω­νι­στή­κα­με με πεί­σμα, με θυσί­ες στο στρα­τό για τη δια­φώ­τι­ση των συνα­δέλ­φων μας, για τα ζητή­μα­τά τους, ενά­ντια στον προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νο αντι­σο­βιε­τι­κό πόλε­μο. Και τώρα δεν θα κάνου­με τίπο­τα άλλο παρά να κρα­τή­σου­με ψηλά τη σημαία του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, της επα­νά­στα­σης» («Ριζο­σπά­στης», 13–1‑1931).

Ακρι­βώς αυτό έπρα­ξαν απο­λο­γού­με­νοι οι 7 ΟΚΝίτες.

Ο Δημή­τρης Βλα­ντάς είπε:

«Μάθα­με, κύριοι στρα­το­δί­κες, το χει­ρι­σμό του όπλου στο στρα­τό. Τον μάθα­με, όπως μας λέγαν, για να υπε­ρα­σπι­στού­με τα συμ­φέ­ρο­ντά μας. Μα πόσο ψέμα είναι αυτό, φάνη­κε από την πρώ­τη στιγ­μή. Στην εξέ­γερ­ση των φτω­χών χωρι­κών του Μαλε­βι­ζί­ου της Κρή­της ενά­ντια στην κατα­πί­ε­ση μάς στεί­λαν με τα όπλα για να εμπο­δί­σου­με τους χωριά­τες να μπουν στην πόλη. Πήγα­με. Και σε λίγο αντι­κρύ­ζα­με τους πατε­ρά­δες μας άοπλους να κατέρ­χο­νται στην πόλη για να υπε­ρα­σπι­στούν αυτή τη ζωή τους. Οι αξιω­μα­τι­κοί μας είπαν: Να, αυτοί είναι εχθροί του καθε­στώ­τος. Ποιοι; Οι πατε­ρά­δες μας. (…) Εγώ σαν κομ­μου­νι­στής που ήξε­ρα πια να εξη­γώ όλα αυτά τα γεγο­νό­τα όφει­λα να τα πω και στους άλλους φτω­χούς φαντά­ρους. Και τους είπα πως ο στρα­τός ο αστι­κός είναι ένα μέσο κατα­πί­ε­σης ενά­ντια στους εργά­τες και φτω­χούς αγρό­τες, για να χτυ­πά­ει τους αγώ­νες τους, για και­νούρ­γιους πολέ­μους. (…)» («Ριζο­σπά­στης», 15–1‑1931).

Ο Κώστας Γαμ­βέ­τας, ανά­με­σα σε άλλα, είπε:

«Οταν ήλθε ο στρα­τη­γός, ήλθε μόνο για να μας δει. Οταν πήγα­με να κάνου­με παρά­πο­να μας είπε παληο­τό­μα­ρα. Για ποιο λόγο: Επει­δή είμα­στε κομ­μου­νι­στές. Επει­δή σαν κομ­μου­νι­στές πάντα βρι­σκό­μα­στε επι­κε­φα­λής κάθε αγώ­να των φαντά­ρων και των εργα­τών. Επει­δή αγω­νι­ζό­μα­στε για τα μερο­κά­μα­τα των εργα­τών, για την καλ­λι­τέ­ρευ­ση της ζωής των κατα­πιε­ζό­με­νων μαζών (…)» («Ριζο­σπά­στης», 15–1‑1931).

Ο Μάρ­κος Μαρ­κο­βί­της σημείωσε:

«Εμείς έχου­με υπο­χρέ­ω­ση μπρο­στά σ’ αυτό το μακε­λειό που έρχε­ται να δια­φω­τί­σου­με τους φαντά­ρους και να τους πού­με πως όταν αύριο εκρα­γεί (σ.σ. ο νέος πόλε­μος ενά­ντια στην ΕΣΣΔ) το καθή­κον τους είναι να συνα­δελ­φω­θούν με τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό της Σοβιε­τι­κής Ενω­σης, να τον υπο­στη­ρί­ξουν, να χτυ­πή­σουν τη δική τους κεφα­λαιο­κρα­τία» («Ριζο­σπά­στης», 15–1‑1931).

Η κινη­το­ποί­η­ση της εργα­τι­κής τάξης, που συνε­χί­στη­κε και κατά τη διάρ­κεια της δίκης, κατόρ­θω­σε να σώσει τους κατα­δι­κα­σμέ­νους σε θάνα­το φαντά­ρους, καθώς οι ποι­νές τους μετα­τρά­πη­καν σε φυλα­κί­σεις λίγων ετών.

Ακο­λού­θη­σε και άλλη δίκη 13 φαντά­ρων και ναυ­τών του Καλ­πα­κί­ου τον Νοέμ­βρη του 1933, με τις εξής κατηγορίες:

«1) για εξύ­βρι­ση κατά των ανω­τέ­ρων υπη­ρε­σια­κών οργά­νων, 2) άρνη­ση να υπα­κού­σουν σε δια­τα­γή του διοι­κη­τού του πει­θαρ­χι­κού ουλα­μού Καλ­πα­κί­ου, 3) για­τί — τάχα — επε­χεί­ρη­σαν στά­σεις και αντι­στά­σεις» («Ριζο­σπά­στης», 20-11-1933).

Το αστι­κό κρά­τος, φυσι­κά, κατα­δί­ω­κε την κομ­μου­νι­στι­κή δρά­ση σε όλες τις στρα­τιω­τι­κές μονά­δες, ενώ όσον αφο­ρού­σε τους ναύ­τες, ως χώρος μαρ­τυ­ρί­ου χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε το πολε­μι­κό πλοίο «Μαρ­μά­ρω» (βλ. «Δοκί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ 1918–1939», τόμ. Α2, «Σύγ­χρο­νη Επο­χή», Αθή­να, 2018, σελ. 468–470).

Ενα χρό­νο αργό­τε­ρα, το 1934, οι αγώ­νες αυτοί και η σθε­να­ρή στά­ση των κομ­μου­νι­στών φαντά­ρων οδή­γη­σαν στην κατάρ­γη­ση του Πει­θαρ­χι­κού Ουλα­μού Καλπακίου.

Πολύτιμη παρακαταθήκη

Η αλύ­γι­στη στά­ση των κομ­μου­νι­στών φαντά­ρων, η λεβέ­ντι­κη στά­ση που κρά­τη­σαν απέ­να­ντι στους δημί­ους τους και στα στρα­το­δι­κεία είναι μια απ’ τις σημα­ντι­κό­τε­ρες σελί­δες της Ιστο­ρί­ας της ΟΚΝΕ.

Απο­τε­λεί και σήμε­ρα φωτει­νό παρά­δειγ­μα πίστης και αφο­σί­ω­σης στα επα­να­στα­τι­κά ιδα­νι­κά, στην πάλη για τον σοσια­λι­σμό — κομ­μου­νι­σμό κάτω από οποιεσ­δή­πο­τε συνθήκες.

Στρα­τής ΔΟΥΝΙΑΣ
Μέλος του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ

Πηγή: ριζο­σπά­στης

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο