Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Περί Ανθρωπιάς

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Σ’ ένα από­με­ρο παγκά­κι έξω από κάποιο νοσο­κο­μείο, κάθε­ται να ξαπο­στά­σει ένας μετα­νά­στης, ένας φτω­χός σπουρ­γί­της, ένας από­κλη­ρος – όπως θα λέγα­με – της κοι­νω­νί­ας. Ένα παλι­κά­ρι μέχρι εκεί πάνω. Ρακέν­δυ­τος και εξα­θλιω­μέ­νος, με ένα κασε­λά­κι στο χέρι μετέ­φε­ρε την φτω­χι­κή του πρα­μά­τεια κυνη­γώ­ντας το μερο­κά­μα­το ανά­με­σα σε ανή­μπο­ρους και δυστυχισμένους.

Κάθι­σε να ξαπο­στά­σει θλιμ­μέ­νος και από­κο­σμος, μονα­δι­κό του κέρ­δος για κεί­νη την μέρα, αυτό που κατά­φε­ρε να απο­κτή­σει. Ήταν ένα σάντουιτς, θες — και όπως θέλεις πάρε το – για πρω­ι­νό; Για μεση­μέ­ρι; Για βρά­δυ; Ένα σάντουιτς. Αυτό ήταν ο κόπος και το κέρ­δος του.

Σ’ ένα σάντουιτς είχε τοπο­θε­τή­σει όλη την επι­τυ­χία και δρα­στη­ριό­τη­τα και φυσι­κά ο τρό­πος που θα το έτρω­γε προ­μή­νυε μια μονα­δι­κή από­λαυ­ση. Δεν προ­χώ­ρη­σε σε δυο τρεις γεμά­τες μπου­κιές, όταν μπρο­στά του εμφα­νί­στη­κε ακά­λε­στος ένας περι­στα­σια­κός φίλος, που δεν γνω­ρί­ζει ταξι­κές δια­φο­ρές, να τον κοι­τά παρα­κλη­τι­κά στα μάτια και να γουργουρίζει.

Ήταν ένα χαρι­τω­μέ­νο πεκι­νουά, ένα μικρό σκυ­λά­κι που μόλις ξέφυ­γε από την επι­τή­ρη­ση της αρχο­ντι­κής κυράς του και λιμπί­στη­κε το ξερο­κόμ­μα­το που με τόση ευχα­ρί­στη­ση και βου­λι­μία έτρω­γε ο φίλος μας. Εκεί­νος του αντα­πέ­δω­σε τη ματιά και ένα τρυ­φε­ρό χάδι στη μου­σού­δα του. Ύστε­ρα — και χωρίς να το πολυ­σκε­φτεί – έκο­ψε ένα ικα­νό κομ­μά­τι με το κεντρι­κό περιε­χό­με­νο του σάντουιτς και το πρό­σφε­ρε στον περι­στα­σια­κό του φίλο, μένο­ντας ο ίδιος νηστι­κός. Ο σκυ­λά­κος το πήρε με μεγά­λη ευχα­ρί­στη­ση, κου­νώ­ντας επι­δει­κτι­κά την ουρά του, ώσπου έσπευ­σε ανή­συ­χη η αρχο­ντι­κή κυρία και περι­μά­ζω­ξε τον ατα­κτή­σα­ντα σκύ­λο της, μαλώ­νο­ντάς τον και μη επι­τρέ­πο­ντάς του τις κακές συναναστροφές.

Ποιος είπε ότι χάθη­κε, πως εξα­φα­νί­στη­κε η Ανθρω­πιά; Μόνο που δεν θα την βρεις στα σαλό­νια και στα μέγα­ρα, μόνο που δεν θα την βρεις στις λέσχες των κομπι­να­δό­ρων, των κατα­σκευα­στών όπλων και σε αυτούς που καπη­λεύ­ο­νται τα όσια και τα ιερά μας, τους υπο­κρι­τές δυνά­στες και τους μεγαλορασοφόρους.

Ποιος είπε πως χάθη­κε; Πως δεν υπάρ­χει ανθρω­πιά; Πως δεν χτύ­πη­σε πόρ­τες σε φτω­χούς από­κλη­ρους; Πως δεν μοι­ρά­στη­κε τη γόπα του τσι­γά­ρου, τον πόνο και την στέ­ρη­ση; Υπάρ­χει γύρω μας η ανθρω­πιά και η συμπό­νια. Για να την δια­κρί­νεις θέλει να μην έχεις κορε­στεί και μπου­χτί­σει από πρό­σκαι­ρες παρα­χω­ρή­σεις και απο­λαύ­σεις. Υπάρ­χουν αξί­ες που δεν παλιώ­νουν ποτέ… όπως η ανθρω­πιά που υπάρ­χει στις ψυχές των καθη­με­ρι­νών, απλών ανθρώπων.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο