Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΠΕΡΙ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Μια και είναι κοντά άλλη μία θρη­σκευ­τι­κή γιορ­τή, οι 15 Αυγού­στου, καλό θα είναι να στα­θού­με για λίγο στο πιο επί­μο­νο αυτό στοι­χείο της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης, τη θρη­σκεία. Τα βιβλία γύρω από τη θρη­σκεία δεν έπα­ψαν ποτέ να προ­κα­λούν το ενδια­φέ­ρον. Ωστό­σο, λίγα είναι τα βιβλία που κυκλο­φο­ρούν τοπο­θε­τώ­ντας το θέμα με αντι­κει­με­νι­κή ανά­λυ­ση στη βάση του ιστο­ρι­κού υλι­σμού. Εφι­στού­με γι’ αυτό την προ­σο­χή σε μια εξαι­ρε­τι­κή έκδο­ση της «Σύγ­χρο­νης Επο­χής», την εργα­σία του Εμμα­νου­ήλ Για­ρο­σλάβ­σκι, Πώς γεν­νιώ­νται, ζουν και πεθαί­νουν οι θεοί και οι θεές. Η πρώ­τη έκδο­ση έγι­νε το 1923 στη νεα­ρή Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και στον πρό­λο­γο ο συγ­γρα­φέ­ας τονί­ζει, ότι η προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση απο­κά­λυ­ψε στους εργα­ζό­με­νους το «μυστή­ριο» δεί­χνο­ντας τι κρύ­βε­ται κάτω απ’ αυτό: «Φρο­νώ­ντας ότι, αυτή τη στιγ­μή, ένα υλι­κό αντι­θρη­σκευ­τι­κής προ­πα­γάν­δας προ­σι­τό στις πλα­τιές μάζες είναι εξαι­ρε­τι­κά ανα­γκαίο, συγκέ­ντρω­σα σε τού­το το βιβλίο στοι­χεία για τις θρη­σκευ­τι­κές δοξα­σί­ες των χρι­στια­νών, μωα­με­θα­νών, Εβραί­ων και άλλων λαών» (σελ. 9). Καθό­λου εύκο­λη υπό­θε­ση σε ένα λαό βαθιά θρή­σκο και καθυ­στε­ρη­μέ­νο, όπως ο ρώσι­κος τότε. Και ίσως στην επα­να­στα­τι­κή φόρα ορι­σμέ­νοι να υπο­τι­μού­σαν το βάθος και την ηλι­κία του προ­βλή­μα­τος. Άλλω­στε, ο Λένιν έδω­σε μεγά­λη σημα­σία στο ζήτη­μα αυτό τονί­ζο­ντας ότι μεγα­λύ­τε­ρη σημα­σία έχει ο λαός να είναι ενω­μέ­νος για τον παρά­δει­σο στη γη παρά για τον παρά­δει­σο στον ουρα­νό. Η ανά­γκη της ενό­τη­τας για τους στό­χους της επα­νά­στα­σης ερχό­ταν πρώ­τη, μια και είχε κατα­λά­βει πολύ καλά ότι τα βαθιά ριζω­μέ­να στοι­χεία της παλαιάς θρη­σκευ­τι­κής συνεί­δη­σης θα χρειά­ζο­νταν πολύ χρό­νο για να εξα­φα­νι­στούν και ο λαός να χει­ρα­φε­τη­θεί πραγ­μα­τι­κά όχι μόνο οικο­νο­μι­κά, αλλά και συνειδησιακά.

Η φύση μιας εξαπάτησης

Ο ίδιος ο τίτλος «τσι­γκλά­ει». Αν γεν­νιό­νται, ζουν και πεθαί­νουν θεοί και θεές, τότε τι θεϊ­κό έχουν; Μεγά­λο μέρος του βιβλί­ου αφιε­ρώ­νε­ται στο χρι­στια­νι­σμό, αλλά έχει χωρι­στά κεφά­λαια για τους θεούς της αρχαί­ας Ελλά­δας και της αρχαί­ας Ρώμης, καθώς και για το Ισλάμ. Ο συγ­γρα­φέ­ας απο­κα­λύ­πτει τις ομοιό­τη­τες των θρη­σκευ­τι­κών μοτί­βων στον ευρύ­τε­ρο χώρο του χρι­στια­νι­σμού, του Ισλάμ, της ελλη­νι­κής και της ρωμαϊ­κής Αρχαιό­τη­τας. Μπρο­στά στα μάτια περ­νούν η άμω­μος σύλ­λη­ψη και η θεά μητέ­ρα, «το άστρο από την Ανα­το­λή», ο στά­βλος, η σπη­λιά και η φάτ­νη, το περι­στέ­ρι από πνεύ­μα, ο γιος του θεού, η Αγία Τριά­δα (που υπάρ­χει και στην Ινδία!), ο φόνος των βρε­φών και η φυγή στην Αίγυ­πτο, οι αντι­φά­σεις του ευαγ­γε­λι­κού κηρύγ­μα­τος για τον Ιησού, οι θεοί της άνοι­ξης που πεθαί­νουν και ανα­σταί­νο­νται, αλλά και ο σταυ­ρός, η μετά­λη­ψη και η βάπτι­ση φαί­νο­νται με τον ένα ή τον άλλον τρό­πο να επα­νέρ­χο­νται στις θρη­σκεί­ες ή/και μυθο­λο­γί­ες δια­φό­ρων λαών. Δεν λεί­πουν τα συγ­χω­ρο­χάρ­τια και το εμπό­ριό τους, ο όχλος και το δόγ­μα για την άλλη ζωή. Το 410, ο επί­σκο­πος Συνέ­σιος είχε πει: «Ο λαός ζητά­ει επί­μο­να να τον εξα­πα­τάς, αλλιώς δεν μπο­ρείς να κάνεις τίπο­τα μ’ αυτόν. Σ’ ό, τι με αφο­ρά, θα είμαι πάντο­τε φιλό­σο­φος μόνο για τον εαυ­τό μου, αλλά για το λαό θα είμαι μόνο ιερέ­ας» (δηλα­δή απα­τε­ώ­νας) (σελ. 180). Στην ίδια σελί­δα περι­λαμ­βά­νο­νται τα λόγια του Γρη­γό­ριου του Θεο­λό­γου (4ος αιώ­νας) ο οποί­ος γρά­φει στον Άγιο Ιερώ­νυ­μο που τιμά­ται επί­σης από την Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία, τα εξής: «Έχου­με ανά­γκη από όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρους μύθους για να μπο­ρού­με να εντυ­πω­σιά­ζου­με τον όχλο. Όσο λιγό­τε­ρα κατα­λα­βαί­νει ο όχλος τόσο πιό­τε­ρο ενθου­σιώ­δης είναι. Οι πατέ­ρες και οι δάσκα­λοί μας δεν έλε­γαν πάντο­τε τι σκέ­φτο­νταν, αλλά έλε­γαν αυτό που τους υπα­γό­ρευαν οι συν­θή­κες και οι ανά­γκες». Θα γεμί­ζα­με σελί­δες με τέτοιες κατα­πλη­κτι­κές και άκρως απο­κα­λυ­πτι­κές για τη φύση και το ρόλο της θρη­σκεί­ας και της εκκλη­σί­ας παρα­θέ­σεις. Στα παραρ­τή­μα­τα βρί­σκου­με τους «σωτή­ρες του κόσμου», προ­χρι­στια­νούς, χρι­στια­νούς και μετα­χρι­στια­νούς, τον Αλέ­ξαν­δρο τον Μακε­δό­να, τη διδα­σκα­λία για τη ζωή μετά το θάνα­το στους αρχαί­ους Αιγύ­πτιους, τα διά­φο­ρα «άγια» λεί­ψα­να του Ιησού και άλλα.

«Πίστευε και μη ερεύνα»

Στο βιβλίο απο­δεί­χνε­ται ότι θεοί και θεές γεν­νιό­νται στο μυα­λό των ανθρώ­πων οι οποί­οι σε μια φάση δεν μπο­ρού­σαν να εξη­γή­σουν με άλλο τρό­πο τα φυσι­κά φαι­νό­με­να γύρω τους, πρώ­τα με πρω­τό­γο­νες μορ­φές και σε μια πορεία με όλο και πιο σύν­θε­τες και αφη­ρη­μέ­νες μορ­φές ανά­λο­γα με την ανά­πτυ­ξη των κοι­νω­νιών και την πρό­ο­δο των επι­στη­μο­νι­κών γνώ­σε­ων. Απο­δει­κνύ­ε­ται με τη συγκρι­τι­κή μέθο­δο ότι σε ταυ­τό­ση­μες συν­θή­κες ζωής οι πιο δια­φο­ρε­τι­κοί λαοί κι ας ζού­σαν σε μεγά­λες γεω­γρα­φι­κές απο­στά­σεις χωρίς να είχαν επα­φή μετα­ξύ τους, δημιουρ­γού­σαν παρό­μοιες θρη­σκευ­τι­κές δοξα­σί­ες και λατρεί­ες, ανά­πτυσ­σαν τα ίδια μοτί­βα στους μύθους για τη Δημιουρ­γία του κόσμου, αλλά και όπο­τε έρχο­νταν σε επα­φή, αλλη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζο­νταν. Η κάθε νέα θρη­σκεία ήταν σε μεγά­λο βαθ­μό παραλ­λα­γή των ήδη υπαρ­κτών θρη­σκειών. Ούτε υπήρ­χε ποτέ ουσια­στι­κή δια­φο­ρά ανά­με­σα σε θρη­σκεί­ες και τις λεγό­με­νες δει­σι­δαι­μο­νί­ες. Επί­σης απο­δεί­χνε­ται ο ταξι­κός χαρα­κτή­ρας των θρη­σκευ­τι­κών δοξα­σιών. Κοι­νό σημείο το πίστευε και μη ερεύ­να, δηλα­δή πώς να απο­τρέ­ψεις τους ανθρώ­πους από τη γνώ­ση, την πάντα τόσο επι­κίν­δυ­νη για τους εκά­στο­τε ιθύ­νο­ντες που γι’ αυτό είχαν και πάντα σύμ­μα­χο την επί­ση­μη θρη­σκεία και εκκλη­σία. Στη Δογ­μα­τι­κή Θεο­λο­γία 1816–1882, ο συντά­κτης της, ο μητρο­πο­λί­της Μακά­ριος, απευ­θύ­νε­ται στους παπά­δες: «Να μην ξεχνά­με ότι στο πρό­βλη­μα της αυθε­ντι­κό­τη­τας ή της μη αυθε­ντι­κό­τη­τας μιας περι­κο­πής της Βίβλου, ανώ­τα­τος κρι­τής δεν μπο­ρεί να είναι άλλος από την αγία Εκκλη­σία, που είναι για πάντα εξου­σιο­δο­τη­μέ­νη από τον ίδιο το Λυτρω­τή να δια­φυ­λά­γει το λόγο του Θεού, για­τί το Άγιο Πνεύ­μα τη φυλά­ει από κάθε πλά­νη στην πίστη». Ο Πάπας Πίος ο 12ος, ανη­συ­χώ­ντας για τις επι­τυ­χί­ες της επι­στη­μο­νι­κής κρι­τι­κής της Βίβλου, δήλω­σε σε μια εγκύ­κλιό του, στα 1950, ότι η «θεία πρό­νοια» έδω­σε μόνον στον Πάπα της Ρώμης το δικαί­ω­μα να ερμη­νεύ­ει τη Βίβλο…Αντίθετα καλ­λιερ­γεί­ται η τυφλή πίστη που απα­γο­ρεύ­ει την αμφι­σβή­τη­ση ως τη μεγα­λύ­τε­ρη αμαρ­τία που ενδε­χο­μέ­νως τιμω­ρεί­ται με τις πιο βαριές ποι­νές. Προ­κύ­πτει ότι ο χρι­στια­νι­κός βιβλι­κός μύθος με την απα­γό­ρευ­ση να τρώ­ει ο άνθρω­πος από το δέν­δρο της γνώ­σης, αλλιώς θα τιμω­ρη­θεί βαριά, επα­νέρ­χε­ται και σε άλλους μύθους και θρη­σκεί­ες. Ωστό­σο, υπάρ­χουν οι ανταρ­σί­ες του ανθρώ­που στην εξου­σία των θεών, η μη υπα­κοή, όπως αυτή του Προ­μη­θέα που – βεβαί­ως – τιμω­ρεί­ται αυστη­ρά, αλλά δεν λυγί­ζει στέλ­νο­ντας φωτει­νό μήνυ­μα για το μέλ­λον της ανθρω­πό­τη­τας. Στο βιβλίο περι­λαμ­βά­νο­νται κεί­με­να των Ευαγ­γε­λι­στών που καμιά φορά λένε δια­με­τρι­κά αντί­θε­τα πράγ­μα­τα, όπως το «Μακά­ριοι οι δημιουρ­γοί της ειρή­νης, για­τί αυτοί θα ονο­μα­στούν γιοί του θεού (Ματ­θαί­ος V,9), αλλά στο Ματ­θαίο Χ, 34 λέγε­ται «Δεν ήλθα να φέρω ειρή­νη, αλλά ξίφος». Ή «Γι’αυτό θα εγκα­τα­λεί­ψει ο άνθρω­πος τον πατέ­ρα του και τη μάνα του και θα προ­σκολ­λη­θεί στη γυναί­κα του…Γιατί αυτούς που συνέ­νω­σε ο θεός, ο άνθρω­πος δεν πρέ­πει να τους χωρί­ζει (Ματ­θαί­ος ΧΙΧ, 5–6), αλλά στον Ματ­θαίο ΧΙΧ, 29 «Και όποιος εγκαταλείψει…γυναίκα…για τ’ όνο­μά μου…θα κλη­ρο­νο­μή­σει ζωήν αιώ­νια». Και άλλα πολλά.

Τα δεσμά της θρησκείας

Το 1905 ο Λένιν στο άρθρο του «Ο σοσια­λι­σμός και η θρη­σκεία» θα πει για τις κοι­νω­νι­κές ρίζες της θρη­σκεί­ας: «Η θρη­σκεία είναι μία από τις μορ­φές της πνευ­μα­τι­κής κατα­πί­ε­σης που κατα­δυ­να­στεύ­ει παντού τις λαϊ­κές μάζες, που τσα­κί­ζο­νται στη δου­λειά προς όφε­λος τρί­των. Η αδυ­να­μία των τάξε­ων που υφί­στα­νται την εκμε­τάλ­λευ­ση στην πάλη τους ενά­ντια στους εκμε­ταλ­λευ­τές γεν­νά­ει την πίστη σε μια καλύ­τε­ρη ζωή μετά το θάνα­το, το ίδιο ανα­πό­φευ­κτα όπως η αδυ­να­μία του άγριου, στην πάλη του με τη φύση, γεν­νά­ει την πίστη στους θεούς, τους σατα­νά­δες, στα θαύ­μα­τα, κλπ.» (Λένιν, Άπα­ντα, τομ. 10, σελ. 69, E.S.P.L.P. 1956). Το 1913 σ’ ένα γράμ­μα του προς τον Μαξίμ Γκόρ­κι, ο Λένιν θα πει ότι η έννοια του Θεού γεν­νιέ­ται από το γεγο­νός «ότι τον άνθρω­πο τον πιέ­ζει βαριά η φύση που τον περι­τρι­γυ­ρί­ζει και ο ταξι­κός ζυγός» (Λένιν, Άπα­ντα, τομ. 35, σελ. 35, E.S.P.L.P. 1965), αλλά και ο Όμη­ρος πίστευε, ότι ο φόβος γέν­νη­σε την πίστη σε θεούς. Και δεν ήταν ο μόνος. Φόβος, δέος για τις ακα­τα­νό­η­τες φυσι­κές δυνά­μεις, άγνοια και αργό­τε­ρα η ταξι­κή κατα­πί­ε­ση εντο­πί­ζο­νται από διά­φο­ρους στο­χα­στές σαν ρίζες του φαι­νο­μέ­νου στη διάρ­κεια των αιώ­νων. Ο ανθρώ­πι­νος νους για να χει­ρα­φε­τη­θεί έχει ακό­μα δρό­μο να δια­νύ­σει παρ’ όλο που η γνώ­ση της ανα­γκαιό­τη­τας ελευ­θε­ρία είναι και σήμε­ρα θα μπο­ρού­σαν όλοι να γνώ­σουν την ανα­γκαιό­τη­τα. Όχι σαν αυστη­ρή ανα­πό­φευ­κτη νομο­τέ­λεια, δηλα­δή ξανά δεσμά, αλλά για να απο­κτή­σει το όπλο για να αλλά­ξει την ανα­γκαιό­τη­τα προς όφε­λός του.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο