Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΠΕΡΣΥ ΜΠΥΣΕ ΣΕΛΛΕΫ: Πάλη ενάντια σε κάθε είδος τυραννίας και τυράννων

ΠΕΡΣΥ ΜΠΥΣΕ ΣΕΛΛΕΥ (1792–1822) (PERCY BYSSHE SHELLEY) 04/08/1792 – 08/07/1822 – Μετα­φρα­σμέ­νο από τα ουγ­γρι­κά από το βιβλίο με τίτλο «Ιστο­ρία της αγγλι­κής λογο­τε­χνί­ας» των Szenczi Miklos — Szobotka Tibor — Katona Anna – Βου­δα­πέ­στη 1972 (η μετά­φρα­ση των ποι­η­μά­των βασί­ζε­ται στο αγγλι­κό κείμενο)

Επι­μέ­λεια — μετά­φρα­ση Γιώρ­γος Βαβί­τσας //

Η κατη­γο­ρία του αθεϊ­σμού, την οποία κέρ­δι­σε χάρη σε ένα πρώ­ι­μο έργο του με τίτλο «Η ανα­γκαιό­τη­τα του αθεϊ­σμού», ακο­λού­θη­σε σε όλη του τη ζωή τον ποι­η­τή. Πρό­κει­ται για μια δια­τρι­βή όπου προ­σπα­θεί να θεμε­λιώ­σει την άπο­ψή του λέγο­ντας πως η ύπαρ­ξη του θεού δεν απο­δει­κνύ­ε­ται ούτε με την εμπει­ρία των αισθή­σε­ων, ούτε με λογι­κά επι­χει­ρή­μα­τα. Ύστε­ρα από την ταυ­το­ποί­η­ση του συγ­γρα­φέα του ανώ­νυ­μου γρα­πτού οι πρυ­τα­νι­κές αρχές της Οξφόρ­δης απέ­βαλ­λαν αμέ­σως τον Σέλ­λεϋ από το πανε­πι­στή­μιο. Μ’ αυτό άρχι­σε μια ζωή περι­πλά­νη­σης για τον ποι­η­τή στο κέντρο της οποί­ας βρι­σκό­ταν η πάλη ενά­ντια σε κάθε είδος τυραν­νί­ας και τυράν­νων. Στην αντί­λη­ψη του επα­να­στα­τι­κού ρομα­ντι­σμού του τύραν­νος ήταν ο πατέ­ρας που κατα­στρέ­φει την ευτυ­χία του παι­διού του, τύραν­νος ο βασι­λιάς, που στε­ρεί την ελευ­θε­ρία των υπη­κό­ων του, τύραν­νος η εκκλη­σία που πνί­γει την ελευ­θε­ρία του πνεύ­μα­τος. Τις ιδέ­ες του τις ανέ­πτυ­ξε σε ένα πλή­θος εκτε­νών, ευκαι­ρια­κών νεα­νι­κών γρα­πτών που είχαν σαν επι­δί­ω­ξη την επα­να­στα­τι­κο­ποί­η­ση του κόσμου και κυρί­ως της εργα­τι­κής τάξης. Ήταν από τους πρώ­τους που ανα­γνώ­ρι­σε τον ιστο­ρι­κό ρόλο της εργα­τι­κής τάξης. Συνι­στά τη μεγά­λη τρα­γω­δία της ζωής του πως τα έργα του δεν έφτα­σαν σ’ αυτούς στους οποί­ους τα προόριζε.

Οι ιδέ­ες του συνο­ψί­ζο­νται στο έργο με τίτλο Η βασί­λισ­σα Μαμπ (Queen Mab). Το ποί­η­μα αυτό του Σέλ­λεϋ που δημο­σιεύ­τη­κε το 1813 σκό­πευε να το μετα­φρά­σει κι ο νεα­ρός Ένγκελς. Εδώ ανα­πτύσ­σει για πρώ­τη φορά ο ποι­η­τής την ιδέα του που συνί­στα­ται στο ότι ο κόσμος κυριαρ­χεί­ται από την ανα­γκαιό­τη­τα κι αυτή κάνει ανα­πό­φευ­κτο ο χει­μώ­νας ν’ ακο­λου­θεί­ται από την άνοι­ξη κι η κατα­πί­ε­ση να οδη­γή­σει στην ελευ­θε­ρία. Τον ερχο­μό της ελευ­θε­ρί­ας μπο­ρεί μόνο να καθυ­στε­ρή­σει η βία αλλά όχι να το ματαιώ­σει. Όσο πιο πολύ απο­κρυ­σταλ­λώ­νε­ται αυτή η ιδέα για τους κατα­πιε­στές και τους κατα­πιε­σμέ­νους τόσο πιο συχνές και ζωη­ρές γίνο­νται οι εξε­γέρ­σεις των κατα­πιε­σμέ­νων και τόσο πιο κτη­νώ­δη τα μέσα στα οποία κατα­φεύ­γουν οι κατα­πιε­στές για τη διαιώ­νι­ση της κυριαρ­χί­ας τους. Η άλλη σημα­ντι­κή πτυ­χή των ιδε­ών του Σέλ­λεϋ δεν είναι εντε­λώς πρω­τό­τυ­πη: κατά βάση είμα­στε όλοι καλοί, το κακό βρί­σκε­ται στους δοσμέ­νους θεσμούς οι οποί­οι είναι έργο των παπά­δων, των βασι­λιά­δων και των εμπό­ρων που έκα­ναν στή­ριγ­μα της ιδε­ο­λο­γί­ας της εκμε­τάλ­λευ­σης τον υπέρ­τα­το τύραν­νο, τον θεό που είναι δημιούρ­γη­μά τους. Γι’ αυτό ο δρό­μος για την ευδαι­μο­νία του ανθρώ­που περ­νά­ει μέσω της εξο­λό­θρευ­σης των παπά­δων και των βασι­λιά­δων προς ένα μέλ­λον που όχι μόνο θα μειώ­σει τον εργά­σι­μο χρό­νο αλλά θα δώσει και νόη­μα στην εργα­σία, θα χει­ρα­φε­τή­σει και θα κάνει ισό­τι­μη τη γυναί­κα, θα απορ­ρί­ψει ως γελοία σαχλα­μά­ρα την απο­κά­λυ­ψη της βίβλου και με τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση των ανα­κα­λύ­ψε­ων της επι­στή­μης θα δια­σφα­λί­ζει την πνευ­μα­τι­κή και υλι­κή πρό­ο­δο της ανθρω­πό­τη­τας. Σημα­ντι­κή κατά­κτη­ση του έργου του νεα­ρού ποι­η­τή απο­τε­λεί το γεγο­νός πως παρά τη ρομα­ντι­κή θέρ­μη και το πάθος του δεν απει­κο­νί­ζει τον άνθρω­πο μετα­φυ­σι­κά ή τελε­ο­λο­γι­κά, αλλά στους πραγ­μα­τι­κούς δεσμούς του με την κοι­νω­νία. Μια μόνη, γιγά­ντια, ύστα­τη εξέ­γερ­ση στο όνο­μα της παγκό­σμιας ελευ­θε­ρί­ας θα εξα­λεί­ψει το κακό, το πνεύ­μα θα ελευ­θε­ρω­θεί, ο θάνα­τος θα απαλυνθεί.

Η ιδε­ο­λο­γία της Βασί­λισ­σα Μαμπ επα­νέρ­χε­ται μερι­κά χρό­νια αργό­τε­ρα στο ποί­η­μα Η εξέ­γερ­ση του Ισλάμ (The Revolt of Islam,1817), απλά με μεγα­λύ­τε­ρο συνω­στι­σμό, πιο περί­πλο­κα, παρα­γε­μι­σμέ­νο με πλή­θος συμ­βο­λι­σμών, αλλη­γο­ρι­κών συσχε­τί­σε­ων. Το έργο απει­κο­νί­ζει την επα­νά­στα­ση που έχει πια ξεσπά­σει, που νικά προ­σω­ρι­νά, αλλά στη συνέ­χεια η συνα­σπι­σμέ­νη δύνα­μη των τυράν­νων την κατα­πνί­γει, όμως η πνευ­μα­τι­κή κλη­ρο­νο­μιά των ηγε­τών της δια­σώ­ζε­ται ώστε «να γίνει κανό­νας και νόμος των επερ­χό­με­νων γενεών».

Όταν ο Σέλ­λεϋ το Μάρ­τη του 1818, κάτω από την πίε­ση των αβά­στα­χτων οικο­γε­νεια­κών και οικο­νο­μι­κών συν­θη­κών, έφυ­γε για την Ιτα­λία που την ονό­μα­ζε «παρά­δει­σο των εξό­ρι­στων», δεν έχα­σε τίπο­τα από το πνεύ­μα εξέ­γερ­σης που δε μετρια­ζό­ταν ούτε από την ωρί­μαν­ση της σκέ­ψης του, τη διεύ­ρυν­ση του πνευ­μα­τι­κού του ορί­ζο­ντα και την επι­νό­η­ση της έννοιας της Πνευ­μα­τι­κής Ομορ­φιάς ως συμπλή­ρω­μα της Ανα­γκαιό­τη­τας (Ύμνος στην πνευ­μα­τι­κή ομορ­φιά 1816).

Η πρώ­τη έκφαν­ση αυτής της εξέ­λι­ξης είναι ο Προ­μη­θέ­ας που έγρα­ψε στη Ρώμη. Ο εξε­γερ­μέ­νος ήρω­ας του Αισχύ­λου συμ­φι­λιώ­νε­ται, του Σέλ­λεϋ όχι. Υπο­μέ­νει τα βάσα­να χωρίς να ενδώ­σει μαρ­τυ­ρώ­ντας το μυστι­κό από το οποίο εξαρ­τά­ται η λύτρω­σή του αλλά ταυ­τό­χρο­να και ο θάνα­τος του τύραν­νου. Η μυστη­ριώ­δης δύνα­μη που σφρα­γί­ζει και πραγ­μα­τώ­νει την πτώ­ση, ο Δεμο­γορ­γός που ενσαρ­κώ­νει την πλη­ρό­τη­τα του χρό­νου ως την ύστα­τη ανα­γκαιό­τη­τα, με μια του λέξη αφα­νί­ζει τον τύραν­νο Δία. Στον αλλαγ­μέ­νο κόσμο αδειά­ζουν οι θρό­νοι, από τα πρό­σω­πα των ανθρώ­πων εξα­φα­νί­ζε­ται η από­γνω­ση, ο τρό­μος, είναι πλέ­ον απαλ­λαγ­μέ­νοι από τα στε­νά δεσμά του έθνους και της κοι­νω­νι­κής τους τάξης. Ανα­λά­μπει για μια στιγ­μή ο τελι­κός σκο­πός της κομ­μου­νι­στι­κής κοινωνίας:

Η πλά­νη του βαμ­μέ­νου πέπλου, των νωχε­λι­κών χρωμάτων 
Στα οποία πίστευε και έλπι­ζε ο άνθρω­πος διαλύθηκε. 
Εξα­φα­νί­στη­καν οι απο­κρου­στι­κές μάσκες: ο άνθρω­πος τώρα 
Είναι ελεύ­θε­ρος, ανε­ξάρ­τη­τος και ειλι­κρι­νής, βασι­λεύ­ει η ισότητα
Δεν τον δεσμεύ­ουν ούτε τάξη, ούτε έθνος, η πίστη, ο φόβος, 
Ο βασι­λιάς του. Είναι σοφός, αλη­θι­νός. Δεν έχει πόθους; Έχει, αλλά 
Δεν τον βασα­νί­ζει το δημιούρ­γη­μά του: το κακό κι ο πόνος. 
Δεν είναι ακό­μα απαλ­λαγ­μέ­νος, όμως χρη­σι­μο­ποιεί σαν σκλά­βους του
Τη μοί­ρα, το θάνα­το και την εξέ­λι­ξη, τα εμπό­δια όσων 
Θα υπε­ρέ­βαι­ναν το υψη­λό­τε­ρο αστέ­ρι των ουρα­νών που φλέγεται 
Στο πυκνό κενό.

Ο απε­λευ­θε­ρω­μέ­νος κόσμος δεν μπο­ρεί να συγκρα­τή­σει την ευτυ­χία του. Η ευτυ­χία αυτή γίνε­ται αισθη­τή στο τέταρ­το μέρος του δρα­μα­τι­κού ποι­ή­μα­τος που δεν έχει άλλω­στε άλλη λει­τουρ­γία. Η πρά­ξη αυτή ηχεί σαν μια τερά­στια ορχή­στρα, με έναν απί­στευ­το πλού­το ποι­η­τι­κών μορ­φών, με μια ανε­ξά­ντλη­τη αφθο­νία των σχη­μά­των του μέτρου, σε μια κατα­πλη­κτι­κή αρμο­νία λυρι­σμού, μου­σι­κής και εικό­νων. Όλα κηρύτ­τουν το θρί­αμ­βο της ζωής πάνω στο θάνα­το, της προ­ό­δου πάνω στις δυνά­μεις που την ανα­χαι­τί­ζουν. Ένα από τα πιο αξιο­ση­μεί­ω­τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του είναι ότι οι ανα­κα­λύ­ψεις των φυσι­κών επι­στη­μών της επο­χής απο­τε­λούν ουσιώ­δη συστα­τι­κά της ποί­η­σης του Σελ­λεϋ, έτσι η θεω­ρία του ηλε­κτρι­σμού, οι γεω­λο­γι­κοί σχη­μα­τι­σμοί, η αρχή της περι­στρο­φής των ατόμων.

Υπη­ρέ­της της ο κεραυ­νός, του ουρα­νού τα βάθη 
Απο­κα­λύ­πτουν τα αστέ­ρια τους. Σαν κοπάδι 
Από πρό­βα­τα περ­νάν μπρο­στά του, ένα ένα!
Δια­σχί­ζει τους αιθέ­ρες καβά­λα στους ανέμους 
Η άβυσ­σος του στέλ­νει ήχους δαιμονισμένους 
Ουρα­νέ έχεις μυστι­κά; Δεν έχω για τον άνθρω­πο πια κανένα.

Η ιδέα ότι η επο­χή της αλή­θειας, της αγά­πης, της ειρή­νης θα έρθει όπως ο βλα­στός με το κάλε­σμα της άνοι­ξης, υπάρ­χει και στον Προ­μη­θέα, όμως απο­τε­λεί την κεντρι­κή ιδέα του ποι­ή­μα­τος Ωδή στο Δυτι­κό Άνε­μο. Το ποί­η­μα δια­χέ­ει από την αρχή έως το τέλος όχι μόνο την ακα­τα­μά­χη­τη δύνα­μη των δυνά­με­ων της φύσης, αλλά μαζί και τη βεβαιό­τη­τα ότι η αλλα­γή που θα φέρει κάτι καλύ­τε­ρο είναι αναπόφευκτη.

1
Δυτι­κέ Άνε­με, του Φθι­νο­πώ­ρου στε­ναγ­μός σκληρός! 
Αόρα­τε Εσύ! Ήρθες και σαν κατσουφιασμένος 
Μάγος που κυνη­γά­ει πνεύ­μα­τα εμπρός

Τρέ­χει πορ­φυ­ρέ­νιο, μαύ­ρο, κίτρι­νο, χλωμό
Το σμή­νος των μια­σμέ­νων νεκρών φύλων – Εσύ, 
Που το κάρο σου σέρ­νει στο ψυχρό

Σκυ­θρω­πό κρε­βά­τι του χει­μώ­να σπό­ρους φτερωτούς,
Να κεί­το­νται σε νάρ­κη σαν σώμα νεκρό 
Ώσπου η γαλα­νή σου αδερ­φή, η Άνοι­ξη στους αυλούς

Της φυσή­ξει και ξυπνή­σει η παγω­μέ­νη γη
(Και βόσκει γλυ­κό κοπά­δι ανθών στον ήλιο) 
Λού­ζο­ντας λόφους και λιβά­δια με την εύο­σμη πνοή.

Άγριο Πνεύ­μα, αδά­μα­στη, αέναη ροή!
Κατα­στρο­φέ­ας και Σωτή­ρας, άκου την Ωδή!

2
Εσύ, που στο ρεύ­μα σου στην ταρα­χή του ουρανού
Σαν ξερό­φυλ­λα αιω­ρού­νται τα σύννεφα,
Ζοφε­ρά δάκρυα του θλιμ­μέ­νου Ωκεανού

Άγγε­λοι ξερ­νούν βρο­χή και αστραπή 
Και δια­χέ­ο­νται στη γαλά­ζια σου πορεία
Σαν τη χαί­τη στου Μαι­νά­δα την κεφαλή

Απ’ του ορί­ζο­ντα το άκρο, το θολό 
Ως τα ύψη της ουρά­νιας σκεπής
Της καται­γί­δας οι βόστρυ­χοι! Ο, φτωχό

Μοι­ρο­λόι, του έτους που αντη­χείς στη νύχτα 
Και σε σκέ­πα­σε σαν τάφος γιγάντιος 
Με τον απέ­ρα­ντο θόλο του και δίπλα

Πολιορ­κούν τα τοί­χοι του οι ατμοί σου μέχρι να γκρεμιστεί 
Απ’ τη μαύ­ρη βρο­χή, τη φωτιά, τον πάγο! – Άκου την Ωδή!

3
Εσύ που ξεση­κώ­νεις απ’ τον θερι­νό ύπνο την κυανή 
Μεσό­γειο που κεί­τε­ται νανουρισμένη 
Απ’ τους κρυ­στάλ­λι­νους αφρούς στην ακτή

Του νησιού με τις ελα­φρό­πε­τρες στης Μπάιας τον κόλπο
Ονει­ρευό­με­νη αρχέ­γο­να παλά­τια και πύργους 
Στη λάμ­ψη του νερού και των κυμά­των το ρόγχο

Τα πάντα καλυμ­μέ­να από χλόη κι άνθη 
Πόσο εξαί­σια εικό­να, ο Εσύ 
Που στο πέρα­σμα σου ο Ατλα­ντι­κός τρομάζει

Ανοί­γο­ντας τα βάθη του στο φως 
Με τα βορ­βο­ρώ­δη άνθη της θαλάσσης:
Η κρυμ­μέ­νη φυλ­λω­σιά του ωκε­α­νού, άκου πώς

Τρέ­μει την φωνή σου, γεμά­τη απειλή,
Τρέ­μει και μαραί­νε­ται – Ο άκου την Ωδή!

4
Αν ήμουν ξερό­φυλ­λο και μ’ έπαιρ­νες μακριά 
Ή σύν­νε­φο να πετάω μαζί σου 
Ή κύμα ταραγ­μέ­νο κι ας σπαρταρά

Απ’ τη δύνα­μή σου, όμως ελεύθερο
Σχε­δόν σαν εσέ­να, ο Αδά­μα­στε ή 
Της εφη­βεί­ας μου το εύθυμο

Να επέ­στρε­φε το πνεύ­μα, ο ταξι­διώ­τη του ουρανού! 
Αν κοντά σου θα πίστευα 
Πως θα πετού­σα πέρα από το νου

Ποτέ δε θα μιλού­σα, τώρα όμως σ’ εκλιπαρώ 
Πάρε με σαν κύμα, ξερό­φυλ­λο ή σύννεφο 
Για­τί έπε­σα στ’ αγκά­θια της ζωής κι αιμορραγώ

Αλυ­σί­δες βαραί­νουν και ματώ­νουν το κορ­μί μου 
Τον ελεύ­θε­ρο, αγέ­ρω­χο αδερ­φό σύντρο­φό σου!

5
Ας γίνω η άρπα σου, η φωνή σου στο δάσος 
Ξερό­φυλ­λο είμαι κι εγώ 
Της άγριας αρμο­νί­ας σου το κάλλος

Που θα συνο­δεύ­ει με μια βαθιά 
Γλυ­κιά αλλά πονε­μέ­νη μελω­δία – ο ατίθασο 
Πνεύ­μα, γίνε η ψυχή μου για πάντα πια!

Σύρε το νεκρό μου πνεύ­μα στην οικουμένη 
Σαν ξερό­χορ­τα για και­νούρ­για πλάση!
Άσε τη μαγεία της ωδής μου να διαχέει

Σαν από μια ασί­γα­στη καρδιά 
Στά­χτες και σπί­θες ανά­με­σα στους ανθρώπους!
Γίνει από τα χεί­λη μου η μαγιά

Της ανα­γέν­νη­σης για τη ναρ­κω­μέ­νη γη, 
Άνε­με, θ’ αργή­σει η άνοι­ξη; Ο χει­μώ­νας έχει μπει!

Η ωδή ναρ­κώ­νει με την ανε­πα­νά­λη­πτη δύνα­μη και πλού­το των εικό­νων, τρο­μά­ζει με την τολ­μη­ρό­τη­τα των αντι­θέ­σε­ων, γοη­τεύ­ει με την ομορ­φιά της. Το ποι­η­τι­κό ταλέ­ντο που ανα­δύ­ε­ται εδώ με ανό­θευ­τη δύνα­μη κάνει το ποί­η­μα ένα από τα ωραιό­τε­ρα της παγκό­σμιας λογοτεχνίας.

Η δομή της είναι ιδα­νι­κή: το καθέ­να από τα 5 δεκα­τε­τρά­στι­χα κομ­μά­τια του αρχί­ζει με μια δια­φο­ρε­τι­κή επί­κλη­ση, από αυτές τρεις παραλ­λά­ζο­ντας, εμπλου­τί­ζο­ντας τη συναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση του ποι­ή­μα­τος επι­στρέ­φουν στις τελευ­ταί­ες λέξης του πρώ­του κομ­μα­τιού (Άκου την Ωδή) ενώ το τέταρ­το μαγεύ­ει τον ποι­η­τή μόνο και μόνο για να μιλή­σει από τα χεί­λη του ίδιου στο πέμ­πτο κομ­μά­τι (Ας γίνω η άρπα σου, η φωνή σου στο δάσος).

Το ίδιο αίσθη­μα της ανό­θευ­της φυσι­κή δύνα­μης γεν­νιέ­ται και κατά την ανά­γνω­ση ενός άλλου λυρι­κού αρι­στουρ­γή­μα­τος του Σέλ­λεϋ, Το σύν­νε­φο. Αυτό το ποί­η­μα από πολ­λές από­ψεις είναι η μικρο­γρα­φία του Προ­μη­θέα: επα­νέρ­χε­ται η κοσμι­κή πλη­ρό­τη­τα, ο μόνι­μος ισο­πε­δω­τι­κός και γενε­σιουρ­γι­κός κρό­τος του, η εντύ­πω­ση μιας καθο­λι­κής ματιάς η οποία στη θέση του θεού της βίβλου θέτει τον ποι­η­τή ως ενερ­γό και ενο­ρα­τι­κό δημιουρ­γό, ο οποί­ος όμως μοι­ρά­ζε­ται με τον ανα­γνώ­στη την πρά­ξη της δημιουρ­γί­ας. Το σύν­νε­φο συγ­γε­νεύ­ει με τον Προ­μη­θέα κι από την άπο­ψη της σύν­δε­σης της επι­στη­μο­νι­κής και ποι­η­τι­κής εικό­νας του κόσμου από την οποία προ­κύ­πτει μια δια­φο­ρε­τι­κή ερμη­νεία της αθα­να­σί­ας που κηρύτ­τει την ανυ­πέρ­βλη­τη δύνα­μη της ζωής:

Είμαι κόρη της γης και του νερού 
Ντα­ντά μου ο ουρανός 
Περ­νάω απ’ τους πόρους του ωκεανού 
Αλλά­ζω αλλά δεν μ’ αγγί­ζει ο θάνατος. 
Για­τί μετά τη βροχή 
Στον ουρά­νιο θόλο βγαί­νει ξαστεριά 
Κι οι άνε­μοι κι οι ακτί­νες του ηλίου 
Ντύ­νουν τους αιθέ­ρες στα γαλανά 
Γελάω σιω­πη­λά στο κενο­τά­φιο μου
Στις σπη­λιές όπου κοι­μά­ται η βροχή 
Κι όπως το βρέ­φος απ’ τη μήτρα κι η ψυχή απ’ τον τάφο
Το γκρε­μί­ζω κι ανα­δύ­ο­μαι ξαναρ­χί­ζο­ντας απ’ την αρχή.

Στο ποί­η­μα με τίτλο Ένας κορυ­δαλ­λός (To a Skylark) η ουρά­νια πορεία του σύν­νε­φου και η ροή του ανέ­μου αντι­κα­θί­στα­ται από το δυνα­μι­σμό του πετάγ­μα­τος ενός που­λιού. Ύστε­ρα από τέσ­σε­ρις σύντο­μους εισα­γω­γι­κούς στί­χους ένας μακρύ­τε­ρος κλεί­νει κάθε στρο­φή. Στις πρώ­τες γραμ­μές του ποι­ή­μα­τος ο ποι­η­τής που εγκα­τα­λεί­πει την ταυ­τό­τη­τά του θέτει σε αμφι­βο­λία της ταυ­τό­τη­τα του πολιού:

Καλω­σό­ρι­σες, πνεύ­μα φαιδρό! 
Δεν είσαι εσύ πουλί, 
Που ψηλά στον ουρανό 
Βγά­ζει την ψυχή 
Του, άδο­λα με ασυ­γκρά­τη­τη ορμή.

Η τελευ­ταία στρο­φή συμπλη­ρώ­νει αυτή τη χαρ­μό­συ­νη αμφι­βο­λία της ταυ­τό­τη­τας της δημιουρ­γί­ας με μια νέα πτυ­χή της ιδα­νι­κό­τη­τας, που παρα­τη­ρεί­ται και σ’ άλλους ποι­η­τές, η οποία όμως απο­κτά­ει μια εντε­λώς νέα ερμη­νεία στον Σέλ­λεϋ. Η πλευ­ρά του ποι­η­τή που ενώ­νε­ται με την ανό­θευ­τη ομορ­φιά της ζωής αιω­ρεί­ται, τρα­γου­δά­ει εκεί ψηλά. Από αυτόν το διχα­σμό της συνεί­δη­σης ξεδι­πλώ­νε­ται η αντί­θε­ση η αντί­θε­ση ανά­με­ση στα δει­νά της ανθρώ­πι­νης ύπαρ­ξης και το ασυ­γκρά­τη­το πέταγ­μα μιας ψυχής απαλ­λαγ­μέ­νης από τις έγνοιες της ζωής κι αυτή δια­χέ­ε­ται σε όλο το ποί­η­μα για να λυθεί μέσα στη χαρά και το θρίαμβο.

Όπως και στη ζωή του Σέλ­λεϋ, έτσι και στο μονα­δι­κό θεα­τρι­κό έργο που έγρα­ψε παράλ­λη­λα με τον Προ­μη­θέα στη Ρώμη, στο Cenci, η τυραν­νία δεν εμφα­νί­ζε­ται αφη­ρη­μέ­να. Εδώ η τυραν­νία αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται από την πατρι­κή εξου­σία, απέ­να­ντί της – όπως και στην Εξέ­γερ­ση του Ισλάμ η Cythna – μια γυναί­κα, η Βεα­τρί­κη είναι φορέ­ας των ύψι­στων χαρα­κτη­ρι­στι­κών του ανθρώ­που που παλεύ­ει για την ελευ­θε­ρία του. Η Βεα­τρί­κη σαν γυναί­κα πάσχει διπλά από την κατα­πί­ε­ση, μάχε­ται με διπλό σθέ­νος και τόλ­μη ενα­ντί­ον της, όπως και η μεγά­λη συγ­γε­νής της στην παγκό­σμια λογο­τε­χνία, η Αντι­γό­νη. Όμως απέ­να­ντι στη Βεα­τρί­κη δεν βρί­σκε­ται ο ανέν­δο­τος Κρέ­ο­ντας, αλλά η γιγα­ντιαί­ων δια­στά­σε­ων, μετα­φυ­σι­κή κακία του πατέ­ρα της, του γέρου δού­κα Cenci, τον πρό­τυ­πο του οποί­ου θα πρέ­πει να το ψάξου­με κάπου ανά­με­σα στους μακια­βε­λι­στές της Ελι­σα­βε­τια­νής επο­χής. Αφού ατί­μω­σε την κόρη του, αυτή μάταια ζητά­ει βοή­θεια από τον πάπα. Η μια από τις εξου­σί­ες που βασί­ζο­νται στο κύρος, η εκκλη­σία ούτε στο όνο­μα της υπε­ρά­σπι­σης της αρε­τής δεν προ­τί­θε­ται να στρα­φεί ενα­ντί­ον της άλλης, της πατρι­κής εξου­σί­ας. Έτσι η Βεα­τρί­κη παίρ­νει στα χέρια της την υπό­θε­ση της από­δο­σης δικαιο­σύ­νης στο πεδίο της ηθι­κής, σκο­τώ­νει τον πατέ­ρα της και υπο­μέ­νει με ψηλά το κεφά­λι την ανα­πό­φευ­κτη κρί­ση της κοι­νω­νί­ας: το θάνατο.
Η ελι­σα­βε­τια­νή δομή του έργου, το πάθος του ήταν πια απαρ­χαιω­μέ­να τη στιγ­μή της συγ­γρα­φής τους. Ήταν προ­βλη­μα­τι­κό το θέμα του και η μορ­φή του πατέ­ρα. Παρό­λα αυτά πίσω από τη σύγκρου­ση κρύ­βε­ται αλη­θι­νή τρα­γω­δία και εμπλου­τί­ζει την γνω­στή πια κοσμο­α­ντί­λη­ψη του Σέλ­λεϋ με τη συνει­δη­το­ποί­η­ση πως το κακό δεν βρί­σκε­ται μόνο στους ανθρώ­πι­νους θεσμούς, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο.

Το έτος 1819 φέρ­νει ανη­συ­χη­τι­κά νέα για τον Σέλ­λεϋ από την Αγγλία. Οι κινη­το­ποι­ή­σεις του βιο­μη­χα­νι­κού προ­λε­τα­ριά­του κατα­πνί­γο­νται βάναυ­σα η αγγλι­κή συντή­ρη­ση (η σφα­γή στο Μάν­τσε­στερ στις 16–8‑1819). Για την εμψύ­χω­ση και την στή­ρι­ξη των εργα­τών ο Σέλ­λεϋ γρά­φει σει­ρά ποι­η­μά­των (Τρα­γού­δι προς τα παι­διά της Αγγλί­ας, Η Αγγλία το 1819, Νέος ύμνος, Η μάσκα της αναρ­χί­ας) τα οποίο όμως όχι μόνο δεν φτά­νουν στους απο­δέ­κτες, αλλά λόγω της πολι­τι­κής λογο­κρι­σί­ας δεν δημο­σιεύ­τη­καν όσο ζού­σε ο Σέλ­λεϋ. Πίστευε και γνώ­ρι­ζε – έγρα­ψε αργό­τε­ρα η γυναί­κα του – ότι η σύγκρου­ση μετα­ξύ των δύο τάξε­ων της κοι­νω­νί­ας είναι ανα­πό­φευ­κτη και στά­θη­κε χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη στο πλευ­ρά του λαού.

Άντρες της Αγγλί­ας για­τί μοχθείτε,
Για τους λόρ­δους που μισείτε; 
Για­τί υφαί­νε­τε με τόσο κόπο;
Θρέ­φε­τε των τυράν­νων το φθόνο. 
……………………………………………………….
Μάταιος ο κόπος και τα βάσα­νά σου
Τον τάφο σκά­βεις για σένα και τα παι­διά σου
Το σάβα­νό σου υφαί­νεις κοίτα
Ο τάφος σου είναι η Αγγλία.

Στα προ­πα­γαν­δι­στι­κά ποι­ή­μα­τά του κηρύτ­τει την ιδέα της αναί­μα­κτης επα­νά­στα­σης: πετάξ­τε τις αλυ­σί­δες σας, εκεί­νοι είναι λίγοι, εσείς είσα­στε πολ­λοί. Αν μεί­νε­τε στα­θε­ροί, το δίκιο σας θα ντρο­πιά­σει τους αντι­πά­λους σας, οι στρα­τιώ­τες θα έρθουν με το μέρος σας και τελι­κά η ελευ­θε­ρία θα κερ­δη­θεί χωρίς βία.

Η συγ­γρα­φή αυτών των ποι­η­μά­των που προ­ο­ρί­ζο­ντας σαν όπλα στην πολι­τι­κή πάλη δεί­χνει ότι ο Σέλ­λεϋ είχε εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή άπο­ψη για τα καθή­κο­ντα της ποί­η­σης και του ποι­η­τή από τον Βύρω­να. Την αντί­λη­ψή του την εκθέ­τει σε ένα έργο γραμ­μέ­να σε πρό­ζα του οποί­ου ακό­μα και ο τίτλος είναι ενδει­κτι­κός: Η υπε­ρά­σπι­ση της ποί­η­σης, 1821. Προ­σπα­θεί να απα­ντή­σει το ερώ­τη­μα, αν έχει θέσει η ποί­η­ση στη σύγ­χρο­νη επο­χή; Η απά­ντη­ση είναι αμι­γώς κατα­φα­τι­κή. Όχι μόνο επει­δή η ποί­η­ση κατέ­χει το τελειό­τε­ρο εκφρα­στι­κό μέσο της τέχνης, τη γλώσ­σα και συνο­ψί­ζει κάθε επι­στή­μη, και κάθε επι­στή­μη πρέ­πει να σχε­τί­ζε­ται μαζί της (αυτό το πίστευαν κι οι γερ­μα­νοί ρομαντικοί),αλλά κι επει­δή συνο­δεύ­ει κάθε μεγά­λη ανα­γέν­νη­ση του ανθρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος. «Η ποί­η­ση είναι η ιστο­ρία των μεγα­λύ­τε­ρων και πιο τυχε­ρών στιγ­μών των μεγα­λύ­τε­ρων και πιο τυχε­ρών πνευ­μά­των… Κάνει τα πάντα υπέ­ρο­χα…, εξυ­ψώ­νει την ομορ­φιά του ομορ­φό­τε­ρου, προσ­δί­δει ομορ­φιά στο πιο αισχρό, συν­δέ­ει τη λατρεία με τον φόβο, τη λύπη με τη χαρά, τη στα­θε­ρό­τη­τα με τη μετα­βο­λή… Είτε ξεδι­πλώ­νει το στο­λι­σμέ­νο πέπλο της, είτε σηκώ­νει στο σκο­τει­νό πέπλο από τη θέα του αντι­κει­με­νι­κού κόσμου, ανα­νε­ώ­νει πάντα το είναι μας… Όταν ένας μεγά­λος λαός παίρ­νει φόρα για να αλλά­ξει την κοι­νω­νία και τις ιδέ­ες, ο πιο πιστός αγγε­λιο­φό­ρος και πιο πιστός σύντρο­φός του σ’ αυτό το έργο είναι η ποί­η­ση… Οι ποι­η­τές είναι φερέ­φω­να μιας ασύλ­λη­πτης πνο­ής, καθρέ­φτες των γιγα­ντιαί­ων σκιών που ρίχνει το μέλ­λον στο παρόν. Λέξεις που εκφρά­ζουν αυτό που δεν κατα­λα­βαί­νουν οι ίδιοι. Σάλ­πιγ­γες που καλούν στη μάχη, που οι ίδιες δεν νιώ­θουν αυτό για το οποίο ενθαρ­ρύ­νουν. Δύνα­μη που κινεί που όμως μένει ακί­νη­τη η ίδια. Οι ποι­η­τές είναι οι μη ανα­γνω­ρι­σμέ­νοι νομο­θέ­τες του κόσμου.»

Το 1820 ο ποι­η­τής κι η πολυ­με­λής οικο­γέ­νειά του εγκα­θί­στα­νται στην Πίσ­σα, εδώ έρχε­ται ξανά σε στε­νό­τε­ρη επα­φή με τον Βύρω­να τον οποίο συνά­ντη­σε για πρώ­τη φορά το 1816, στην Ελβε­τία κι εδώ τον βρή­κε η είδη­ση της ανα­κή­ρυ­ξης της ελλη­νι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Ο Σέλ­λεϋ έβλε­πε σε κάθε κινη­το­ποί­η­ση στην πολι­τι­κή σκη­νή έναν κρί­κο στην αλυ­σί­δα της προς πραγ­μά­τω­ση παγκό­σμιας ελευ­θε­ρί­ας, γι’ αυτό χαι­ρέ­τη­σε με ενθου­σια­σμό το ξέσπα­σμα της ισπα­νι­κής επα­νά­στα­σης (Ωδή στην ελευ­θε­ρία) και στη συνέ­χεια την εξέ­γερ­ση των ναπο­λι­τά­νων ενά­ντια στους Βουρ­βό­νους (Ωδή στη Νάπο­λι). Η υπό­θε­ση των ελλή­νων ήταν όμως η σημα­ντι­κό­τε­ρη γι’ αυτόν, στον ελλη­νι­σμό ο Σέλ­λεϋ έβλε­πε το λαό που πραγ­μά­τω­σε τις κλασ­σι­κές μορ­φές της ελευ­θε­ρί­ας και έγι­νε έτσι πρό­τυ­πο για τις μελ­λο­ντι­κές γενιές. «Είμα­στε όλοι έλλη­νες. Οι νόμοι, η λογο­τε­χνία, η θρη­σκεία μας έχουν τις ρίζες τους στην Ελλά­δα» — γρά­φει στον πρό­λο­γο του δρα­μα­τι­κού ποι­ή­μα­τος με τίτλο Ελλάς με το οποίο χαι­ρέ­τι­σε το ξέσπα­σμα της επα­νά­στα­σης. Αν και το έργο του το έγρα­ψε κατά το πρό­τυ­πο των Περ­σών του Αισχύ­λου, αυτό δεν δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην αρχαίο κόσμο, αλλά στη νέα επο­χή. Όπως στους Πέρ­σες βλέ­που­με από τη σκο­πιά του εχθρού την κατα­στρο­φή του τρο­μα­κτι­κού στρα­τού του Ξέρ­ξη, το ίδιο κι εδώ στην Ελλάς είναι ο Μεχ­μέτ, ο τύραν­νος μέσα απ’ τον οποίο αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε τις επι­τυ­χί­ες και τις ήττες του ηρω­ι­κού αγώ­να των ελλή­νων κι είναι αυτός που προ­σπα­θεί να ανα­χαι­τί­σει τον ερχο­μό της ελευ­θε­ρί­ας. Το έργο κλεί­νει με έναν πανέ­μορ­φο χορό όπου η Αθή­να, η Ακρό­πο­λη προ­βάλ­λει στο φως του ηλί­ου που δύει και υψώ­νε­ται πάνω από τον ωκε­α­νό του κόσμου.

Αρχί­ζει πάλι ο χρυ­σός αιών,
Του κόσμου η ακμή,
Πετά­ει σαν το δέρ­μα των φιδιών
Το ρού­χο του χει­μώ­να η γη:
Χαμο­γε­λά ο ουρα­νός και λάμπου­νε τα κράτη,
Σαν τα συντρίμ­μια ενός ονεί­ρου που είναι απάτη.
……………………………………………………………………………
Μια νέα Αθή­να θα στηθεί
Για να κληροδοτεί
Σε κάθε επό­με­νη εποχή
Τη λάμ­ψη απ’ την ακμή.
Και να αφή­σει, αν δεν μπο­ρεί αυτό να επιβιώσει,
Όσα μπο­ρεί να πάρει η γη κι ο Ουρα­νός να δώσει.

Ενώ ο χορός της ελλη­νι­κής τρα­γω­δί­ας αντι­προ­σώ­πευε την άπο­ψη του ακρο­α­τη­ρί­ου, εδώ ο χορός τρα­γου­δά­ει τους ύμνους ελευ­θε­ρί­ας του ποι­η­τή ως αίτη­μα και είναι συνά­μα υπο­κει­με­νι­κό (σαν η φωνή του ποι­η­τή) και αντι­κει­με­νι­κό (σαν η φωνή των απε­λευ­θε­ρω­μέ­νων πλη­θών). Η Ελλάς – όπως και η Βασί­λισ­σα Μαμπ, μόνο με πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη, καλ­λι­τε­χνι­κή μορ­φή – συνο­ψί­ζει έχο­ντας πια αφο­μοιώ­σει και γνω­ρί­σει τις ιδε­α­τές συν­δέ­σεις, καλώ­ντας την απώ­τε­ρη ουσία που είναι το ύψι­στο γνώ­ρι­σμα της ανώ­τε­ρης δημιουρ­γι­κής σκέψης.

Στην Πίζα έφτα­σε στον Σέλ­λεϋ η είδη­ση του θανά­του συντρό­φου του ποι­η­τή Keats το 1821. Αν και η σχέ­ση τους ήταν επι­φα­νεια­κή, ο Σέλ­λεϋ κατά­λα­βε την ατμό­σφαι­ρα της τρα­γι­κής μονα­ξιάς μέσα στην οποία πέθα­νε ο Keats, κι αυτός ο βαθύς κλο­νι­σμός από την συνει­δη­το­ποί­η­ση της ταυ­τό­τη­τας της μοί­ρας τους βρή­κε έκφρα­ση στο μεγα­λό­πρε­πο μοι­ρο­λόι του με τίτλο Άδωνης.
Το πρό­τυ­πο ήταν κι εδώ ελλη­νι­κό, η ελε­γεία του Βίω­να και του Μόσχου που δίνει έκφρα­ση στον πόνο της Αφρο­δί­της στη φθι­νο­πω­ρι­νή γιορ­τή του Άδω­νη. Η ανα­πό­λη­ση των κλασ­σι­κών παρα­δό­σε­ων κάνει κάπως άκαμ­πτο, επί­ση­μο το πρώ­το μέρος του έργου, η ιδιαί­τε­ρη σκέ­ψη του Σέλ­λεϋ μόνο στο δεύ­τε­ρο μέρος βρί­σκει έκφρα­ση, εκεί όμως με τόση πει­στι­κό­τη­τα χάρη στην ανά­δει­ξη της αιω­νιό­τη­τας της ζωής που στο τέλος μόλις και απο­μέ­νει κάτι από το πνεύ­μα της επί­ση­μης νεκρι­κής τελε­τής. Ο Keats που εδώ εμφα­νί­ζε­ται ως μυθι­κό πρό­σω­πο σαν γιος της Ουρα­νί­ας, δεν πέθα­νε, απλά ξύπνη­σε από το όνει­ρο της ζωής, φτά­νο­ντας στην αιώ­νια ομορ­φιά, το Ένα. Αυτή η Ύστα­τη Ενό­τη­τα απο­τε­λεί τον ακρο­γω­νιαίο λίθο της φιλο­σο­φί­ας του Σέλ­λεϋ, σ’ αυτήν κρύ­βε­ται η τελι­κή λύση της φαι­νο­με­νι­κής αντί­θε­σης των πραγ­μά­των, ζωής και θανά­του. Κάθε αλλα­γή είναι μόνο επί­φα­ση σύμ­φω­να με το μέτρο του Ενός. Το Ένα προ­βάλ­λε­ται πότε ως η σκιά της πνευ­μα­τι­κής ομορ­φιάς στη γη, πότε ως η ανα­γκαιό­τη­τα που βασι­λεύ­ει στη φύση, που γονι­μο­ποιεί τη ζωή με τη λάσπη του θανά­του και σημαί­νει – όσο σκλη­ρό και να ακού­γε­ται – μόνο τον χαμό του ατό­μου, αλλά όχι της ύπαρ­ξης καθαυ­τής. Το αιώ­νιο Ένα δίνει σιγου­ριά σε όλους με τη λάμ­ψη του:

Το Ένα απο­μέ­νει, το πολ­λα­πλό αλλάζει 
Αιώ­νια λάμπει ο ουρα­νός, πετά­ει η σκιά 
Η ζωή, σαν γυά­λι­νος πολύ­χρω­μος θόλος λεκιάζει 
Τη λευ­κή ανταύ­γεια της αιω­νιό­τη­τας, έως ότου 
Ο θάνα­τος στο τέλος νικά.
Πρέ­πει να πεθά­νεις για να πετύ­χεις ότι αναζητάς!

Ο Άδω­νης ήταν το τελευ­ταίο μεγά­λο ποί­η­μα του Σέλ­λεϋ. Ο θάνα­τος που άρπα­ξε τον Keats, ελλό­χευε και δίπλα του. Το καλο­καί­ρι του 1822 μαζί με δύο φίλους του ανέ­βη­κε σε ένα εύθραυ­στο ιστιο­φό­ρο. Ξέσπα­σε μια ξαφ­νι­κή καται­γί­δα και μέχρι να ανοί­ξει ο ουρα­νός, το πλω­τό είχε εξα­φα­νι­στεί από τον ορί­ζο­ντα. Το πτώ­μα του βρέ­θη­κε μόνο πολύ αργό­τε­ρα στη στε­ριά, δίπλα από την πυρά που κατά­τρω­γε το λεί­ψα­νό του στε­κό­ταν ο Βύρω­νας. Τις στά­χτες του – μαζί με την καρ­διά του – τις έθα­ψαν στο κοι­μη­τή­ριο των προ­τε­στα­ντών στη Ρώμη.

Η ποί­η­ση του Σέλ­λεϋ είναι απί­στευ­τα πλού­σια, σχε­δόν ενο­χλη­τι­κά πλού­σια. Είναι ο γεν­νη­μέ­νος ποι­η­τής, η ενσάρ­κω­ση της ποί­η­σης, αυτός που αντι­δρά­ει σε κάθε έκφαν­ση της ζωής ποι­η­τι­κά. Η υπε­ρο­χή της ποι­η­τι­κής ευαι­σθη­σί­ας έφε­ρε τόσο κοντά τον Σέλ­λεϋ στον κόσμο της μυθο­πλα­σί­ας, στην ερμη­νεία του μύθου ως αρχέ­γο­νης, δημιουρ­γι­κής αρχής. Έτσι απο­κτού­νε στην ποί­η­ση του Σέλ­λεϋ τόσο ουσια­στι­κό ρόλο τα στοι­χεία της φύσης: η γη, το νερό, η φωτιά, ο αέρας, έτσι γεμί­ζει ο κόσμος του με το ανή­συ­χο σπιν­θη­ρο­βό­λη­μα, την κίνη­ση, τη ροή που αντι­προ­σω­πεύ­ουν αυτά τα στοι­χεία. Μ’ αυτό συν­δέ­ε­ται και ο χαρα­κτή­ρας των προ­σω­πο­ποι­ή­σε­ων που κάνει: τα σύν­νε­φα, ο άνε­μος, ο κορυ­δαλ­λός είναι η προ­βο­λή της δύνα­μης της ζωής, της ενέρ­γειάς της που εκδη­λώ­νε­ται στην κίνη­σή της. Δεν αρνεί­ται την υλι­κό­τη­τα της υλι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, αλλά αυτή φωτί­ζε­ται από το ωραίο, το πνεύ­μα, τη λάμ­ψη του Ενός. Η ποί­η­σή του είναι αντα­νά­κλα­ση της μόνι­μης έκστα­σης: η έκστα­ση του έρω­τα ολο­κλη­ρώ­νε­ται στην έκστα­ση του Είναι, αυτή του Είναι σ’ αυτήν της επα­νά­στα­σης. Είναι έφη­βος, σαν να βρί­σκε­ται στην αυγή του ίδιου του εαυ­τού και της ανθρω­πό­τη­τας και ταυ­τό­χρο­να προ­φη­τι­κός, σαν κάποιος που ρίχνει το βλέμ­μα του πολύ μακριά σ’ αυτό το φως της αυγής. Η αλλα­γή και οι μετα­βο­λές απο­τε­λούν το πιο ουσια­στι­κό γνώ­ρι­σμα του Είναι στον Σέλ­λεϋ, ο θάνα­τος ισο­δυ­να­μεί με στα­σι­μό­τη­τα τόσο με την πολι­τι­κή όσο και τη βιο­λο­γι­κή έννοια. Επει­δή ωστό­σο η στα­σι­μό­τη­τα μπο­ρεί να είναι μόνο τεχνη­τή, ακρι­βώς γι’ αυτό – επει­δή αντι­φά­σκει στο νόμο της φύσης – είναι κατα­δι­κα­σμέ­νη να αφα­νι­στεί, η ατε­λής υπό­στα­σή της δια­λύ­ε­ται πάντα στην τελειό­τη­τα ως την ουσία της αιω­νιό­τη­τας, ο θάνα­τος στη ζωή, η μονα­ξιά στη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, η κατα­πί­ε­ση στην ελευ­θε­ρία. Αυτός ο ποι­η­τής που δοξά­στη­κε ή στιγ­μα­τί­στη­κε ως αγγε­λι­κός, αιθέ­ριος, που είναι γεμά­τος μου­σι­κό­τη­τα, φλό­γα, αιω­ρεί­ται, είναι ο πιο υλι­στής, όχι μόνο με την έννοια πως μια από τις πηγές έμπνευ­σής του ήταν ο μηχα­νι­κός υλι­σμός του πεθε­ρού του, Godwin, αλλά και ότι συνο­ψί­ζει σε ποί­η­ση τα συγκε­κρι­μέ­να επι­τεύγ­μα­τα της επι­στή­μης. Είναι ένας από τους πρώ­τους που συνει­δη­το­ποιούν ότι ο κόσμος που έχει απαλ­λα­γεί από το μυστη­ριώ­δες της ποί­η­σης είναι πολύ πιο ποι­η­τι­κός από την ίδια την ποίηση.

Στα μοτί­βα του έργου του υπάρ­χουν πολ­λά επα­να­λαμ­βα­νό­με­να στοι­χεία: το ξεκί­νη­μα και οι ανα­ζη­τή­σεις του μονα­χι­κού ανθρώ­που, η ιδε­α­τή ανα­κά­λυ­ψη της γυναί­κας και η κατά­κτη­σή της σαν αφαί­ρε­ση, σαν σύντρο­φο, σαν σύμ­βο­λο, η μόνι­μη ανυ­πο­μο­νη­σία απέ­να­ντι στην κυριαρ­χία των βασι­λιά­δων και των παπά­δων. Πίσω από όλα αυτά όμως βρί­σκε­ται μια ενιαία κοσμο­α­ντί­λη­ψη που ανά­γει τις διά­φο­ρες εκφάν­σεις των πραγ­μά­των σε ταυ­τό­ση­μες αιτί­ες. Η πίστη του στην επα­νά­στα­ση δεν τον εγκα­τέ­λει­ψε ποτέ, το πολύ πολύ τα αναρ­χι­κά στοι­χεία του εξο­μα­λύν­θη­καν, ενι­σχύ­θη­κε η αίσθη­ση του ρεα­λι­σμού σ’ αυτόν. Η χαρά του αντη­χεί πάντα το σύμπαν, ο κόσμος των αστέ­ρων, των πλα­νη­τών, το γέλιο του προ­κα­λεί σει­σμό ή καται­γί­δα, η μου­σι­κό­τη­τα των στί­χων του μιμεί­ται το ρυθ­μό της οικουμένης.

Αυτή η μου­σι­κό­τη­τα απο­τε­λεί ένα από τα κυριό­τε­ρα μορ­φι­κά γνω­ρί­σμα­τα της ποί­η­σης του Σέλ­λεϋ, που παύ­ει να είναι αυτο­σκο­πός χάρη στο ότι γίνε­ται η έκφρα­ση της κοσμι­κής αρμο­νί­ας των ιδε­ών του. Η πλη­ρό­τη­τα της αρμο­νί­ας, ως ψυχο­λο­γι­κή, λογι­κή και μετρι­κή αρμο­νία είναι το κύριο γνώ­ρι­σμα των ωραιό­τε­ρων ποι­η­μά­των του.

Αρθού­ρος Ρεμπώ Επα­να­στά­της και μπο­έμ ΜΙΚΡΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο