Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πλήθος κόσμου αποχαιρέτισε τον Μάνο Ελευθερίου

Πλή­θος κόσμου συγκε­ντρώ­θη­κε το μεση­μέ­ρι στο Α’ Νεκρο­τα­φείο για να απευ­θύ­νει τον τελευ­ταίο χαι­ρε­τι­σμό στον Μάνο Ελευ­θε­ρί­ου. Ποι­η­τές, πεζο­γρά­φοι, συν­θέ­τες, τρα­γου­δι­στές, ηθο­ποιοί και εκπρό­σω­ποι της κυβέρ­νη­σης και του πολι­τι­κού κόσμου παρα­βρέ­θη­καν στην πολι­τι­κή κηδεία τού εκλι­πό­ντος, ο οποί­ος δια­κρί­θη­κε ως στι­χουρ­γός, ποι­η­τής, μυθι­στο­ριο­γρά­φος, ιστο­ρι­κός της Σύρου και του μου­σι­κού θεά­τρου της, συλ­λέ­κτης, ζωγρά­φος, δημιουρ­γός λευ­κω­μά­των και κολάζ, αλλά και ως συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κών βιβλίων.

«Η ελλη­νι­κή γλώσ­σα με τις ομη­ρι­κές της ρίζες είναι ένα υφά­δι πάνω στο οποίο δού­λε­ψε επί­μο­να ο Μάνος Ελευ­θε­ρί­ου, ένα υφά­δι πάνω στο οποίο κέντη­σε πολύ­τι­μα πετρά­δια» ανέ­φε­ρε στον επι­κή­δειο που εκφώ­νη­σε η υπουρ­γός Πολι­τι­σμού και Αθλη­τι­σμού, Λυδία Κονιόρ­δου. «Ο Μάνος Ελευ­θε­ρί­ου έκα­νε έτσι ώστε να συνα­ντη­θούν στο τρα­γού­δι από τη μια πλευ­ρά ο έντε­χνος δημιουρ­γός και από την άλλη ο λαϊ­κός μάστο­ρας. Και μας επέ­τρε­ψε, μέσα από την οικειό­τη­τα και την αυθε­ντι­κό­τη­τα των δημιουρ­γη­μά­των του, να παρα­κο­λου­θή­σου­με την ποί­η­σή του, που είναι ποί­η­ση έκτα­της ανά­γκης με την περή­φα­νη ελλη­νι­κό­τη­τά της και την ικα­νό­τη­τά της να περ­νά από το ατο­μι­κό στο συλ­λο­γι­κό. Οι επό­με­νες γενιές θα τρα­γου­δούν τα τρα­γού­δια του Μάνου χωρίς, ίσως, να ξέρουν το όνο­μά του. Αλλά αυτή είναι η μοί­ρα της λαϊ­κής τέχνης: Να λει­τουρ­γεί σαν συλ­λο­γι­κή μνή­μη» πρόσθεσε.

«Έζη­σε ανά­με­σα στους φτω­χούς σαν πλού­σιος» παρα­τή­ρη­σε για τον Μάνο Ελευ­θε­ρί­ου ο στι­χουρ­γός και σκη­νο­θέ­της Θοδω­ρής Γκό­νης. «Σε έναν τόπο που προ­τι­μά­ει να κατε­βά­ζει παρά να ανε­βά­ζει, ο Ελευ­θε­ρί­ου έδει­ξε πως έχουν σημα­σία και οι λιγό­τε­ρο αστρα­φτε­ροί άνθρω­ποι, πως τέτοιοι άνθρω­ποι μπο­ρούν να αφή­σουν τη δική τους λάμ­ψη. Όσο για τον ίδιο, γνώ­ρι­ζε το πώς να χορ­ταί­νει, αλλά και το πώς να πει­νά» συμπλήρωσε.

«Έφυ­γε όταν όλα έδει­χναν πως είχαν αρχί­σει να πηγαί­νουν καλά» σημεί­ω­σε ο ποι­η­τής και κρι­τι­κός λογο­τε­χνί­ας Θανά­σης Νιάρ­χος και τόνι­σε: «Τον δια­κα­τεί­χε ένα αίσθη­μα νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νης στην καθη­με­ρι­νή του ζωή ενώ σε ό,τι είχε να κάνει με την καλ­λι­τε­χνι­κή του δου­λειά ήταν βαθιά αναρ­χι­κός. Ήταν ένα θαύ­μα παρα­γω­γι­κό­τη­τας και κατά­φε­ρε να συνε­νώ­σει μορ­φές περι­θω­ρια­κές ή περι­φε­ρεια­κές με μεγά­λες, κεντρι­κές προσωπικότητες».

«Ο Μάνος έφυ­γε για­τί το είχε προ­γραμ­μα­τί­σει να φύγει. Δεν φοβό­ταν τον θάνα­το, αλλά απε­χθα­νό­ταν την αρρώ­στια» είπε ο καρ­διο­χει­ρουρ­γός και προ­σω­πι­κός για­τρός του εκλι­πό­ντος Σωτή­ρης Πράπας.

Τέλος, κλεί­νο­ντας τους απο­χαι­ρε­τι­στή­ριους λόγους, ο δήμαρ­χος Σύρου, Γιώρ­γος Μαρα­γκός, μίλη­σε για την πολύ­χρο­νη προ­σφο­ρά του Μάνου Ελευ­θε­ρί­ου στο νησί, τον γενέ­θλιο τόπο του, μέσα από την παρα­γω­γή λευ­κω­μά­των και ιστο­ρι­κών εκδό­σε­ων, όπως και με τις πλού­σιες δωρε­ές του σε βιβλία.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο