Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποίηση: Ιωάννα Διαμαντοπούλου, «Ο φόβος της απώλειας του εαυτού» (προδημοσίευση)

 

1.Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

Φοβά­μαι να αφή­σω τον εαυ­τό μου μόνο του
μην πέσει πάνω του κάποια τρο­με­ρή λέξη
και τον συνθλίψει.
Από μένα σε σένα
ένας πολύ μικρός δρό­μος σιωπής
τον περ­πα­τάς κι αναρωτιέσαι
τι ώρα πήγε και που πήγαν τα λόγια.
Θα σε πετρώ­σουν οι αγω­νί­ες που κατα­πί­νεις, πρό­σε­ξε είναι πολλές,
ήδη κάτι άρχι­σε να δια­φαί­νε­ται στο κάτω χείλος
αλλα­γή υλικού,
κάτι σαν ρυτί­δες αρχαί­ων ναών
σε κάθε χαμό­γε­λο τής πόλης.
Ωστό­σο τέτοια ώρα αφή­νο­ντας τα νυχτοπερπατήματα,
αφή­νο­ντας τα δέντρα στους ξυλοκόπους,
και τους ανθρώ­πους στους ανθρώπους
θα έπρε­πε να επι­στρέ­φεις από εκεί
να μπείς σε ένα ζεστό δωμάτιο,
άλλοι θα στο πουν θάλαμο,
αλλά έτσι δεν είναι,
δεν είναι κι έτσι,
να απο­δυ­θείς τα όνει­ρα , τους εφιάλτες
με το ύφος κου­ρα­σμέ­νου αντάρ­τη ανυπόδητου

ω ναι επι­μέ­νω στην ξυπολησιά<
με το ύφος αυτού που πετά­ει το όπλο του
μακριά για­τί βαρέ­θη­κε να σκοτώνει
και βαρέ­θη­κε και να αυτοπροστατεύεται
και θέλει μόνο να χαρεί ένα πιά­το σούπα
και ένα χέρι να δια­βαί­νει φιλή­δο­να τα μαλ­λιά του.

Κι είναι ελα­φρύς χωρίς όνειρα
έχει πάθει κάποια φθο­ρά συνειδήσεως
μονο­λο­γεί κοι­τά­ζο­ντας τον εαυ­τό του
στον καθρέφτη
φοβά­ται να αφή­σει τον εαυ­τό του
μόνο με τούς ανθρώπους
γυρί­ζει πάντα σαν άγριο ζώο στη φωλιά του
με την μυρω­διά των άλλων πάνω του,
όσων πάσχι­σαν να τον εξημερώσουν,
με τις σκέ­ψεις των άλλων να αχνίζουν
στα ήδη θαμπω­μέ­να τζά­μια του
από κάθε μικρή χαρα­μα­τιά του
να μπαί­νουν οι ξένες λέξεις
να τού θυμίσουν
πως είναι ήδη αργά…
Μια Καλη­νύ­χτα λένε
και με ένα νεύ­μα τους καταρ­γούν την αγάπη.

2.Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

Για­τί είναι Θεός
και αρχί­ζει με ερωτήσεις
μπο­ρεί να ξεκι­νή­σει απλά
με το πώς βρί­σκε­τε σήμε­ρα την θερ­μο­κρα­σία των νερών τού ποτα­μού Neckar
ζητώ­ντας ίσως μια επιβράβευση
για το έργο του..
κανείς όμως δεν ξέρει πως τέτοιες κου­βέ­ντες εξελίσσονται
κι αν καμ­μιά φορά φθάσουν
στο Κάιν που είναι ο αδελ­φός σου
κάπως ταρά­ζε­σαι κι ας ήξε­ρες την απάντηση
κι είσαι αυτό­μα­τα πότε φονιάς ‚πότε αδιά­βα­στος μαθητής
με ένα βάρος στην καρδιά
που πότε με ένα κερί για τούς ζωντανούς,
πότε για τούς νεκρούς
πάς να το απιθώσεις
σε ένα βωμό κρίσεως
σαν νεο­γέν­νη­το παρατημένο
που δεν θα τόθε­λες να μεγα­λώ­σει στα χέρια σου.
Ο και­ρός σήμε­ρα στην πόλη μας εκπληκτικός
ο ουρα­νός κι η γη
μοι­ρά­ζο­νται δικαία το άρω­μα της μέρας
το ποτά­μι πλέ­ει συμπαρασύροντας
αλή­θειες και ψέματα
φλο­γέ­ρες ματιές εραστών
πλην όμως στιγμιαίες
φτυ­σιές αστέ­γων.. Στις όχθες
ξενι­τε­μέ­να θαλασσοπούλια
κι εγώ..
Μετρώ την θερ­μο­κρα­σία των υδάτων
την βρί­σκω ιδανική
και πνι­γώ μέσα μια ιστο­ρία μου.

______________________________________________________________________________________

H Ιωάννα Διαμαντοπούλου γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών και εργάζεται ως μαθηματικός στην Γερμανία. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: “Παραμύθι στερνό και παράλογο για απογευματινές ώρες” (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος), “Άστεγη Μέρα” (εκδόσεις Μελάνι). Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, ζει εδώ και χρόνια στη Heilbronn της Γερμανίας. Βιβλία: Η άστεγη μέρα, Μελάνι (2014), Στρατός ξυπόλητων λέξεων, Εκδόσεις Βακχικόν (2018), Τα ποιήματα του 2014, συλλογικό, Κοινωνία των (δε)κάτων (2016).
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο