Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποδοσφαιρικές ακροβασίες

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Ως γνω­στόν το ποδό­σφαι­ρο είναι αλη­θι­νός βασι­λιάς. Τους πάντες πωρώ­νει, μεθά­ει, τονώ­νει και ενί­ο­τε φρο­νη­μα­τί­ζει. Τι σόι είναι αυτό θα το δού­με στην πορεία. Στην «πορεία» προς την κατά­κτη­ση του τίτλου που φέρ­νει δόξα, χρή­μα και ενί­ο­τε κοι­νω­νι­κή συνο­χή. Για­τί άμα σε μια κοι­νω­νία δεν υπάρ­χει αυτό το είδος, τότε «δυο περ­δι­κού­λες πέρ­να­γαν ψηλά στα άσπρα αλώ­νια και οι κυνη­γοί αγνά­ντευαν στα πιο ψηλά κοτρώ­νια». Μόνο θα αγνα­ντεύ­ου­με τα «τεκται­νό­με­να», όσα θα γίνο­νται μακράν μας «προς διά­λυ­σιν κάθε έννοιας κοι­νω­νι­κής λει­τουρ­γί­ας» πολύ περισ­σό­τε­ρο κοι­νω­νι­κής συνοχής.

Είτε το θέλου­με είτε όχι στο ποδό­σφαι­ρο εξυ­πη­ρε­τού­νται πλεί­στα οικο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Οι διά­φο­ροι αθλη­τι­κοί παρά­γο­ντες προ­κει­μέ­νου να υπη­ρε­τή­σουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους αυτά προ­βαί­νουν σε εμπρη­στι­κές δηλώ­σεις οι οποί­ες φιλο­ξε­νού­νται στα ΜΜΕ και φανα­τί­ζουν το κοι­νό. Το φανα­τι­σμέ­νο κοι­νό ανά­γει πλέ­ον σε τρό­πο ζωής την εξό­ντω­ση του αντι­πά­λου, μέσα και έξω από τους αθλη­τι­κούς χώρους, με οποιο­δή­πο­τε μέσον. Και το μέσον αυτό μπο­ρεί να λέγε­ται πέτρες, καδρό­νια, κλπ. Κι όπου βρε­θού­με κι όπου στα­θού­με συντάσ­σου­με τον ποδο­σφαι­ρι­κό μας νόμο, το ήθος που απορ­ρέ­ει από τον φανα­τι­σμό. Το απο­τέ­λε­σμα «θανα­τος» στον αντίπαλο!

Όσο και να προ­σπα­θού­με να δια­κρι­βώ­σου­με τα αίτια του προ­βλή­μα­τος, τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτά έχουν τα αίτιά τους. Από τη στιγ­μή που το ποδό­σφαι­ρο από άθλη­μα μετα­τρά­πη­κε σε εμπό­ρευ­μα τότε τα πάντα ενδέ­χε­ται να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν. Το κέρ­δος δεν υπη­ρε­τεί καμιά αξία και δεν προ­ά­γει κανέ­να ιδα­νι­κό. Μόνο το χρή­μα! Και θανά­τους είδα­με και κατα­στρο­φές γευ­τή­κα­με! Και μετά από αυτά εφαρ­μό­ζε­ται η απο­ρία του μικρό­νο­ου τσο­μπά­νη: «Με τον ήλιο τα μπά­ζω, με τον ήλιο τα βγά­ζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάν;» .

Μια άλλη παρά­με­τρος είναι και τού­τη. Δύνα­μη δεν έχει πλέ­ον η ομά­δα που θα «παί­ζει καλή μπά­λα», θα νικά στους αγώ­νες και γι’ αυτό θα τη σέβο­νται φίλοι και εχθροί και θα προ­σπα­θούν να «πετύ­χουν κι αυτοί» πάντα ταύ­τα τα κατορ­θώ­μα­τα. Αυτό είναι ονει­ρώ­δες. Κάτι τέτοιο δεν μπο­ρεί να γίνει στο ποδό­σφαι­ρο που κυριαρ­χεί­ται από την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία και το εμπο­ρι­κό συμ­φέ­ρον. Εδώ υπάρ­χει ιδιο­κτή­της. Προ­γραμ­μα­τί­ζει, κανο­νί­ζει, καθο­ρί­ζει και ενερ­γεί «κατά το δοκούν» του­τέ­στιν σύμ­φω­να με το συμ­φέ­ρον του. Και ασφα­λώς Θεός είναι το ατο­μι­κό συμ­φέ­ρον και παρο­πλί­ζο­νται τα όποια πρό­τυ­πα που έπρε­πε να ενσαρ­κώ­νουν ιδα­νι­κά. Είς σκο­πός που ανά­γε­ται σε Θεό! Το συμ­φέ­ρον του ιδιο­κτή­τη. Ο οικο­νο­μι­κός ισο­λο­γι­σμός να πάει καλά και από εκεί και πέρα τα υπό­λοι­πα να γίνουν «κολυ­μπη­θρό­ξυ­λα».

Ο στρα­τός αυτός όμως έχει ψηφο­φό­ρους. Κου­βα­λά ψήφους και ίσως και εκλο­γι­κή χρη­μα­το­δό­τη­ση. Αυτά παρά­γουν υπο­χρε­ώ­σεις. Και τις υπο­χρε­ώ­σεις αυτές οφεί­λου­με να τις «ξεπλη­ρώ­νου­με». «Ο φίλος τω φίλω εν κιν­δύ­νοις ου λεί­πει». Βασι­κό αξί­ω­μα της φιλί­ας. Βασι­κό αξί­ω­μα όμως της συμ­μα­χί­ας, ας την πού­με κομ­μα­τι­κή συμ­φω­νία, είναι να καλυ­φθεί η όποια παρα­σπον­δία, παρα­τυ­πία ή όπως θέλει ας το πει κάποιος που οδη­γεί τον «συμ­βα­τι­κό εταί­ρο» σε απο­κλει­σμό, αφαί­ρε­ση βαθ­μών ή και σε επι­βο­λή χρη­μα­τι­κού προ­στί­μου. Κλεί­νο­νται οι δρό­μοι, στα­μα­τούν οι συγκοι­νω­νί­ες και δια­λύ­ε­ται η κοι­νω­νι­κή συνοχή.

Το χρέ­ος μας. Μετα­βα­πτί­ζου­με τα αίτια ή τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά «μια ποδο­σφαι­ρι­κή δια­μά­χη δεν επι­τρέ­πε­ται να εξε­λι­χθεί σε κοι­νω­νι­κή», ειπώ­θη­κε και αυτό από επί­ση­μα χεί­λη, λες και το ποδό­σφαι­ρο δεν συνι­στά έκφαν­ση της όποιας κοι­νω­νι­κής ζωής. «Από τα βάθη μέσα μου φωνά­ζω εικό­να σου είμαι κοι­νω­νία και σού μοιά­ζω». Έχου­με το μαχαί­ρι το κόβου­με το πεπό­νι, έτσι όπως το κόβου­με, για να ανα­κρά­ξου­με αργό­τε­ρα. «Το της υστε­ραί­ας κατό­πιν εορ­τής ήκο­μεν». Αυτό μόνο οι «Αρι­στείς» μπο­ρούν να το πουν. Ο λαου­τζί­κος θα ξανα­πεί «τι έχουν τα έρμα και ψοφάν» και θα υπο­νο­εί φυσι­κά ότι η ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία εκτός που δεν έχει πατρί­δα, δεν υπη­ρε­τεί αξί­ες, θεσμούς και ιδα­νι­κά. Υπη­ρε­τεί το κέρδος.

_______________________________________________________________________

toumpourosΟ Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο